Στην Βικιπαίδεια, βρήκα συγκεντρωμένες αρκετές πληροφορίες.
Η Γραμματική νέας ελληνικής γλώσσας του Γυμνασίου (2008) αναφέρει: «Το τελικό ν της αιτιατικής ενικού του θηλυκού γένους του οριστικού άρθρου (τη[ν]/στη[ν]) και της προσωπικής αντωνυμίας (αυτή[ν], τη[ν]), καθώς και το τελικό ν των αρνητικών μορίων δε(ν) και μη(ν) διατηρείται στον γραπτό λόγο, μόνο όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από ένα από τα παρακάτω: κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, π.χ. Μίλησε με την κόρη του, αλλά Παρακολουθούσε με προσοχή τη ροή του νερού. Αν και ήρθε αργά, τη δέχτηκαν με χαρά, αλλά: Όταν μιλούσε η Θάλεια δεν την άκουγε κανένας. Το τελικό ν της αιτιατικής ενικού του αρσενικού γένους του οριστικού και του αόριστου άρθρου (τον/στον, έναν), καθώς και της προσωπικής αντωνυμίας (αυτόν, τον) διατηρείται στον γραπτό λόγο πάντοτε, στον προφορικό όμως λόγο προφέρεται συνήθως μόνο στις περιπτώσεις που ακολουθούν φωνήεντα ή τα: κ, π, τ, γκ, μπ, ντ, τσ, τζ, ξ, ψ, π.χ. Ο Σωτήρης χθες πήγε βόλτα με έναν συμμαθητή του στον ζωολογικό κήπο. Αυτόν τον άνθρωπο δεν τον συνάντησε ποτέ».[3]
Η παραπάνω οδηγία για τη διαφορετική μεταχείριση του τον προήλθε από την πρόταση ορισμένων γλωσσολόγων, όπως οι Αγ. Τσοπανάκης, Χ. Κλαίρης και Γ. Μπαμπινιώτης, οι οποίοι είχαν προτείνει να γράφεται πάντοτε με ν το αρσενικό άρθρο τον.[α] Σκοπός αυτής της εξαίρεσης ήταν να ξεχωρίζει το αρσενικό άρθρο από το ουδέτερο το, όπως συμβαίνει με την προσωπική αντωνυμία τον που γράφεται πάντοτε με ν για να διακρίνεται από το ουδέτερο το χωρίς το ν. Για παράδειγμα, να γράφεται τον γραμματέα αντί το γραμματέα, τον φόβο αντί το φόβο κ.ο.κ.
Η παρατήρηση αυτή, που εξέφραζε την πάγια θέση του Τσοπανάκη,[β] θεωρείται πως έχει αυξημένη χρησιμότητα όταν ακολουθούν ένα ή περισσότερα επίθετα, π.χ. τον μεγάλο κόλπο ~ το μεγάλο κόλπο (άλλη σημασία), ή όταν το ουσιαστικό απέχει πολύ και ο αναγνώστης είναι αβέβαιος ως προς το γένος του μέχρι να φθάσει εκεί, π.χ. παρουσίασε το(ν) νέο, αναλυτικό και εκσυγχρονισμένο κανονισμό. Επίσης, έχει προταθεί το δεν να γράφεται πάντοτε με ν, για να διακρίνεται από τον σύνδεσμο δε. Για παράδειγμα, ο ίδιος δεν έκανε δεκτή την πρόταση, απάντησε δε ότι ....
Ωστόσο, αυτή ακριβώς η χρησιμότητα αμφισβητήθηκε έντονα από άλλους γλωσσολόγους. Ο Εμμανουήλ Κριαράς, π.χ., έκανε λόγο για μεγαλοποίηση ενός θέματος με «περιορισμένη σημασία», όταν υπάρχουν άλλα, σημαντικότερα ζητήματα που σχετίζονται με «διαφορές μεταξύ προφορικού και γραπτού λόγου».[5] Οι αντιρρήσεις της άλλης πλευράς επικεντρώνονται στο ότι οι πιθανότητες σύγχυσης μεταξύ αιτιατικής αρσενικού και αιτιατικής ουδετέρου είναι λίγες στον πραγματικό λόγο, εκεί όπου οι φράσεις δεν είναι αποκομμένες από τα συμφραζόμενά τους, οπότε η παρέμβαση γι' αυτόν και μόνο το λόγο είναι περιττή. Διότι έτσι -συνεχίζουν- θα έπρεπε να εισαχθούν στη γραμματική πλήθος ανάλογων επεμβάσεων για αποφυγή συγχύσεων σε κάθε περίπτωση που υπάρχει μορφολογική ταύτιση διαφορετικών λέξεων.[6]
Στην παλαιότερη σχολική γραμματική (Μ. Τριανταφυλλίδη, Μικρή Νεοελληνική Γραμματική) είχε προστεθεί από το 1975 (β΄ έκδ.) απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη, η οποία προέκρινε τη διατήρηση του τελικού -ν «πάντοτε, oποιοδήποτε σύμφωνο και αν ακολουθή, στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) στο άρθρο τον πριν από επίθετο (ανεξάρτητα αν ακολουθή ή όχι ουσιαστικό), ή πριν από όνομα κύριο: τον μεγάλο νικητή, τον ζωντανό περίγυρο, τον νεοφερμένο, τον χειρότερο· τον Φαίδωνα, τον Μανόλη, τον Ροΐδη· β) στα άκλιτα δεν, σαν: σαν χιόνι, δεν θέλω· γ) στο άρθρο των: των φίλων μου· δ) στην τριτοπρόσωπη προσωπική αντωνυμία τον: τον βλέπω ...» (§ 136). Εντούτοις, η διδασκαλία των εν λόγω προσθηκών δεν έγινε με τρόπο συστηματικό, με αποτέλεσμα να επικρατεί συχνά σύγχυση σχετικά με το τί προέβλεπε ο σχολικός κανόνας.
Στην τρίτη, αναθεωρημένη έκδοση του 1978[γ] -και στις εφεξής ανατυπώσεις της- αναφορικά με το τελικό -ν προβλεπόταν ότι: «το άρθρο τον, την, το αριθμητικό και αόριστο άρθρο έναν, η τριτοπρόσωπη προσωπική αντωνυμία την και τα άκλιτα δεν, μην. 1. Φυλάγουν το τελικό ν, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από φωνήεν ή από σύμφωνο στιγμιαίο (κ, π, τ, μπ, ντ, γκ, τσ, τζ) ή διπλό (ξ, ψ)». Αντίθετα: «2. Χάνουν το τελικό ν, όταν η ακόλουθη λέξη αρχίζει από σύμφωνο εξακολουθητικό (γ, β, δ, χ, φ, θ, μ, ν, λ, ρ, σ, ζ)», ενώ φυλάγεται πάντοτε «στο άρθρο των, στην προσωπική αντωνυμία του τρίτου προσώπου τον, καθώς και στο τροπικό επίρρημα σαν».[8] Ο κανόνας αυτός συμφωνούσε με τη σχετική διατύπωση στη Νεοελληνική γραμματική (της δημοτικής) του 1941,[9] εκτός από την περίπτωση του σαν, που αρχικά είχε περιληφθεί στην ομάδα των άκλιτων δεν και μην. Στη Γραμματική του 1941, επιπλέον, γινόταν λόγος και για άλλες, πιο περίπλοκες περιπτώσεις, όπως: του απαγορευτικού μη, της γενικής πληθυντικού χρονών και μηνών όταν γίνεται λόγος για ηλικία, της αιτιατικής ενικού του αρσενικού αρκετών αντωνυμιών, στο τέλος των αρσενικών επιθέτων που ακολουθούνται από ουσιαστικό από φωνήεν κ.άλ.[10]