Από την στιγμή που ρητά το ίδιο το δημοσίευμα γράφει ότι
Η συγκεκριμένη υπόθεση μπορεί να μην αφορά μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος
η απόφαση ομοίως δεν μπορεί να αφορά μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος άρα πρόκειται για obiter dictum (δηλαδή για σκέψη του δικαστηρίου που δεν αφορά την υπόθεση, άρα για μη ουσιαστική δικαστική κρίση). Δηλαδή δεν μιλάμε για νομολογία και μάλιστα δεσμευτική, πόσο μάλλον για
απόφαση - βόμβα και λοιπές σάλτσες του δημοσιεύματος, μιας και η απόφαση ουσιαστικά αφορά δίκαιη δίκη (6.1 της ΕΣΔΑ) και εκτίμηση αποδεικτικών στοιχείων.
Έχοντας επισημάνει αυτά, να προχωρήσω στην ουσία του ζητήματος, που αφορά διαφορές του ηπειρωτικού ποινικού συστήματος (ανήκει και η Ελλάδα εδώ) σε σχέση με το αγγλοσαξωνικό και ιδίως το αμερικανικό (που αφορά την Νοβάρτις). Και τα δύο συστήματα υιοθετούν το τριμερές κατηγορούσας αρχής (ιστάμενη δικαιοσύνη = εισαγγελέας και στο ΕΣ επίτροπος) - δικαστηρίου (καθήμενη δικαιοσύνη) και κατηγορουμένου. Το αγγλοσαξωνικό σύστημα όμως (1) αναγνωρίζει πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες στον εισαγγελέα και στο δικαστή έναντι του νόμου, (2) ιστάμενη και καθήμενη δικαιοσύνη είναι πολύ καλύτερα διακριτές (εισαγγελείς διορίζονται πολιτικά, οι δικαστές ψηφίζονται κατά κανόνα ή ανάποδα, αναλόγως αν πρόκειται για ομοσπονδιακή ή πολιτειακή δικαιοσύνη) και (3) στο ηπειρωτικό σύστημα η ποινική και η αστική δίκη (αποζημίωση) διαχωρίζονται κατά κανόνα (αντιθέτως στο αμερικανικό υπάρχει το ανάποδο, ο θεσμός των punitive damages).
Κρίσιμη διαφορά είναι και ο ρόλος του δικηγόρου, και το καθήκον αληθείας του έναντι του δικαστηρίου (απόλυτο κατά περίπτωση στην αμερική, κανένα στην Ελλάδα).
Σημεία στα οποία ενδυναμώνεται ο ρόλος του εισαγγελέα στο αμερικανικό σύστημα είναι (1) η ποινική συνδιαλλαγή, (2) ο θεσμός των προστατευομένων μαρτύρων και (3) τα κίνητρα για τους whistleblowers.
Ποινική συνδιαλλαγή, δηλαδή την δυνατότητα το εισαγγελέα να αναπροσαρμόσει το κατηγορητήριο ως κίνητρο συνεργασίας κατηγορούμενου σε δίκη με περισσότερους (συνήθως προς την διευκόλυνση της αποδείξεως έναντι των υπολοίπων) δεν αναγνωρίζουμε στην Ελλάδα: αν κάποιος κατηγορούμενος προσφέρει την βοήθεια του στην διάρκεια της ποινικής διαδικασίας, μπορεί να το εκτιμήσει ελεύθερα το δικαστήριο μόνο όταν προχωρήσει στην επιμέτρηση της ποινής (αν πχ. η ποινή είναι 5-12 χρόνια, μπορεί να ρίξει 5 σε αυτόν που συνεργάστηκε και 10 στους υπόλοιπους).
Προστατευόμενοι μάρτυρες, δηλαδή πλήρης ανωνυμοποίηση των καταθέσεων τους ή ακόμα και ομοσπονδιακό πρόγραμμα για την "εξαφάνιση" τους, ομοίως δεν υπάρχει στην Ελλάδα (όπου κάθε πικραμένος δημοσιογράφος μπορεί να αποκτήσει πλήρη πρόσβαση στην δικογραφία). Ούτε καν οι ένορκοι δεν προστατεύονται όπως είχαμε δει ήδη από τις δίκες Λεσπέρογλου (που οδήγησαν στον τρομονόμο, δηλαδή στις δίκες οργανωμένου εγκλήματος με δικαστήρια που απαρτίζονται αποκλειστικά από δικαστές) ή πιο πρόσφατα στην δίκη Κόρκυ.
Τέλος οικονομικά κίνητρα ή άλλα κίνητρα που προσφέρονται στους whistleblowers (δηλαδή μάρτυρες κλειδιά υποθέσεων), τα οποία διευρύνθηκαν μάλιστα στα πρόσφατα χρόνια, αναγνωρίζονταν πάντα, όπως επίσης και κίνητρα για actio popularis (λαϊκής αγωγής, δηλαδή δίκης που διεξάγει κάποιος και για το κοινωνικό σύνολο) πχ. στα πλαίσια των punitive damages (όπου επιδικάζονται πολλαπλάσιες αποζημιώσεις από την απλή αποκαταστατική μιας ζημιάς αποζημίωση).
Και τα τρία αυτά σημεία έχουν μια κοινή συνισταμένη (ότι η δικαιοσύνη είναι κοινό αγαθό, το οποίο υπερισχύει της προστασίας του κατηγορούμενου) και ένα κοινό σκοπό (την διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας, ιδίως της συλλογής των αποδείξεων). Φυσικά, για να λειτουργήσουν χρειάζονται εμπιστοσύνη στις δικαστικές αρχές, οπότε μόνο για το λόγο αυτό τα ξεχνάμε για την Ελλάδα.
Το ουσιαστικό σημείο της περίπτωσης Νοβάρτις, το οποίο για άλλους λόγους είχε εμφανιστεί και στην περίπτωση της λίστας Λαγκάρντ είναι το εξής: στοιχεία τα οποία αποκτήθηκαν στο εξωτερικό, έστω και με τρόπους που στην Ελλάδα θα θεωρούνταν παράνομοι, μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε ποινική δίκη στην χώρα μας;
Κρίσιμος στην απάντηση, για άλλη μια φορά, είναι ο ρόλος του παχύδερμου αντισυνταγματολόγου, όχι μόνο επί του πρακτέου (όταν είχε ξεχάσει το στικάκι της λίστας στο συρτάρι του), αλλά και επί του νομικού σκέλους. Συγκεκριμένα, πέραν του γνωστού εξαμβλώματος του νόμου περί μη ευθύνης υπουργών, είχε περάσει και την τροποποίηση του άρθρου 19 του Συντάγματος (το 2001), όπου ανακάλυψε τον θεσμό των "παρανόμως κτηθέντων αποδεικτικών μέσων" (παράγραφος 3). Η διάταξη αυτή είναι ίσως η μόνη διάταξη του Συντάγματος που ιστορικά έχει κριθεί αντισυνταγματική, καθότι ακόμα και ο ίδιος ο ΑΠ αναγνώρισε ότι τελικά υπό προϋποθέσεις και παρανόμως κτηθέντα αποδεικτικά μέσα μπορεί να γίνουν δεκτά, αν είναι τα μοναδικά που μπορούν να στοιχειοθετήσουν την υπόθεση.