Και στο σημείο αυτό να σημειώσουμε πως, η λογική του Ν. 1069 οδηγούσε ένα μεγάλο μέρος του κόστους των έργων να επιβαρύνει τους δημότες ενώ ταυτόχρονα είχε χαμηλά επίπεδα δωρεάν χρηματοδότησης. Συγκεκριμένα,
παρότι το ποσοστό από το κόστος των έργων ύδρευσης – αποχέτευσης που χρηματοδοτούνταν από πόρους της ΕΟΚ ήταν αρκετά υψηλό, ο Ν. 1069/80 περιόριζε το ύψος της δωρεάν χρηματοδότησης μόνο στο 35%, δεσμεύοντας το υπόλοιπο μέρος της χρηματοδότησης για άλλους σκοπούς. Αυτό ήταν και το μεγάλο «αγκάθι» στην αποδοχή του νόμου αυτού.
Όμως, κατά κοινή ομολογία, το νομοθέτημα αυτό ήταν καλά επεξεργασμένο και σε σωστή κατεύθυνση από λειτουργικής απόψεως (διασφάλιση του κοινωφελούς χαρακτήρα των οργανισμών – επιχειρήσεων που ανήκαν κατά 100% στους οικείους ΟΤΑ, με καινοτόμες αντιλήψεις για την διοίκηση τους κ.λ.π.), ανοίγοντας ορίζοντες και προσφέροντας πραγματική αναβάθμιση του θεσμικού πλαισίου των ΟΤΑ στον συγκεκριμένο τομέα.
Άλλωστε το γεγονός ότι ο νόμος αυτός, με τις αναγκαίες προσαρμογές ή/και βελτιώσεις διατηρείται ακόμα σε ισχύ, επιβεβαιώνει ότι κάθε άλλο παρά ξεπερασμένος θεωρείται. Με λίγα λόγια ο ΑΛ είχε συνειδητοποιήσει πως το θεσμικό εργαλείο που «βρέθηκε μπροστά του» για την ύδρευση – αποχέτευση της πόλης δεν θα έπρεπε να το αφήσει να πάει χαμένο.
Οι διαβουλεύσεις για το θέμα της ένταξης στον Ν. 1069/80 έγιναν και εντός του κόμματος αλλά και εντός της Δημοτικής ομάδας του ΚΚΕ. Όλοι ήταν αποφασισμένοι να μην διαρρεύσουν τις απόψεις τους χωριστά αλλά ενιαία, μόνο μετά την ολοκλήρωση των συζητήσεων.
Ο ΑΛ στις τοποθετήσεις του αποδέχονταν ότι ήταν θέμα αρχής για τον ίδιο και τους συνεργάτες του να αντισταθούν στη λογική των Κυβερνήσεων (με βάση και την τοποθέτηση του κόμματος στη Βουλή), που αντί να ενισχύουν την ΤΑ για την κατασκευή τέτοιου είδους έργων, επέλεγαν για μία ακόμη φορά την επιβάρυνση των φορολογουμένων και κυρίως των λαϊκών στρωμάτων.
Αποδέχονταν επίσης ότι δεν υπήρχαν χρονικά περιθώρια για περαιτέρω συζητήσεις μέσα στους φορείς και στους πολίτες της Λάρισας, (δεδομένου ότι η χρηματοδότηση, των πρώτων Δήμων που θα δημιουργούσαν ΔΕΥΑ στα πλαίσια του νέου νόμου, θα ήταν διασφαλισμένη και άμεση).
Όμως ο ΑΛ δεσμεύτηκε προσωπικά σαν Δήμαρχος για την όσο πιο πλατιά ενημέρωση των πολιτών, την αγωνιστική διεκδίκηση για τροποποιήσεις σε βασικά σημεία του νόμου και την άσκηση μιας πολύ αυστηρής τιμολογιακής πολιτικής, με γνώμονα την δυνατότητα ανταπόκρισης κυρίως των λαϊκών οικογενειών και επαγγελματιών, έτσι ώστε οι πρόσθετες επιβαρύνσεις στους λογαριασμούς να μην προκαλέ-σουν σημαντικές ανατροπές στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς των συμπολιτών.
Κατά την περίοδο των διαβουλεύσεων και λόγω της τήρησης της μυστικότητας στις συζητήσεις, υπήρξαν πολλές και ποικίλες εκτιμήσεις και εικασίες στη Λάρισα, από πρόσωπα, παρατάξεις κ.λ.π. Άλλοι έλεγαν ότι ο ΑΛ δεν θέλει χρήματα από την ΕΟΚ (!), άλλοι προέβλεπαν ότι η Δημοτική παράταξη θα διασπαστεί και θα απωλέσει την πλειοψηφία κ.ο.κ. Τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Έτσι στις 21 Οκτωβρίου του 1980, το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε την ένταξη της ΔΕΥΑΛ στον Ν. 1069/80 με την θετική ψήφο όλων των δημοτικών παρατάξεων. Η δημοτική ομάδα του ΚΚΕ ψήφισε θετικά, διατυπώνοντας όμως εγγράφως τις επιφυλάξεις της, οι οποίες κατά κάποιο τρόπο αποτέλεσαν και οδηγό των μετέπειτα πρωτοβουλιών του ΑΛ σχετικά με τον Ν. 1069/80, τις πολιτικές επαφές και πιέσεις για αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης, την πλήρη απόδοση στις ΔΕΥΑ των Ευρωπαϊκών ενισχύσεων, κάτι που δεν ήταν δεδομένο από τις διατάξεις του νόμου και τέλος την συγκρότηση μετώπου διεκδίκησης από τις ΔΕΥΑ όλης της χώρας. Και πράγματι ο ΑΛ, όπως θα δούμε στα επόμενα, τίμησε στο ακέραιο τις πολιτικές του δεσμεύσεις σχετικά με την πορεία των ΔΕΥΑ και τα έργα τους.
Μετά την ένταξη στο Ν. 1069/80 η ΔΕΥΑΛ κυριολεκτικά απογειώθηκε. Με δεδομένο ότι εκείνη την περίοδο η κάλυψη των αναγκών ύδρευσης της πόλης από την Πηνειό (δες επόμενο κεφάλαιο) ήταν σε ικανοποιητικό επίπεδο (ποσοτικά, ποιοτικά και από άποψη υγιεινής), ένα σημαντικό βάρος της «νέας» επιχείρησης έπεφτε πλέον στο μεγάλο έργο της αποχέτευσης. Το έργο αυτό, εκτός από το μέγεθός του και τις μεγάλες οχλήσεις που θα προκαλούσε σε επαγγελματίες και πολίτες, αποτελούσε ταυτόχρονα έναν βασικό πυλώνα στους υπολογισμούς για την αποπληρωμή των δανείων και την βιωσιμότητα της ΔΕΥΑΛ, καθόσον από τις συνδέσεις των οικοδομών με το νέο δίκτυο θα εξασφάλιζε σημαντικά πρόσθετα έσοδα, ενώ ταυτόχρονα θα απάλλασσε τους Λαρισαίους από ανθυγιεινούς και ταυτόχρονα δαπανηρούς στην διαχείριση τους βόθρους.
Το έργο αποχέτευσης της Λάρισας είχε σχεδιαστεί να χρηματοδοτηθεί σε τρεις φάσεις. Η πρώτη περιλάμβανε κεντρικούς συλλεκτήρες, τους βασικούς αγωγούς στο κέντρο και κάποιες συνοικίες, καθώς και το κεντρικό αντλιοστάσιο ακαθάρτων που θα συγκέντρωνε το σύνολο των λυμάτων της πόλης και θα τα οδηγούσε προς τις εγκαταστάσεις επεξεργασίας λυμάτων (ΕΕΛ), οι οποίες σημειωτέον είχαν προγραμματιστεί για την Τρίτη (και τελευταία) φάση των έργων.
Στην δεύτερη φάση των έργων είχαν συμπεριληφθεί οι κεντρικοί συλλεκτήρες των υπόλοιπων συνοικιών και βεβαίως οι πυκνώσεις του δικτύου στις κεντρικές περιοχές.
Στην τρίτη φάση θα ακολουθούσαν οι πυκνώσεις δικτύου στις υπόλοιπες περιοχές της πόλης και, όπως προαναφέραμε, οι ΕΕΛ (Βιολογικός καθαρισμός).
Ο ΑΛ από την πρώτη στιγμή που ήλθε σε επαφή με το θέμα αυτό αντιλήφθηκε ότι ναι μεν ο σχεδιασμός των φάσεων των έργων που είχε προταθεί ήταν από τεχνικής απόψεως ορθός, όμως η κατασκευή του Βιολογικού καθαρισμού μετά την ολοκλήρωση της κατασκευής ενός εκτεταμένου δικτύου αποχέτευσης, για αρκετά χρόνια χωρίς επεξεργασία με αποδέκτη τον Πηνειό, θα δημιουργούσε σοβαρούς περιβαλλοντικούς κινδύνους αλλά και απειλή για την δημόσια υγεία. Πρακτικά, χωρίς τον καθαρισμό, το έργο των δικτύων της Α’ φάσης δεν θα ήταν επιτρεπτό να λειτουργήσει, ενώ την ίδια περίοδο οι δανειακές επιβαρύνσεις της επιχείρησης θα συσσωρεύονταν χωρίς δυνατότητα εσόδων προς αποπληρωμή.
Έτσι εξ’ αρχής ο ΑΛ και η Δημοτική Αρχή έθεσαν ως όρο για την ένταξη της ΔΕΥΑΛ στο πρόγραμμα των έργων, την μεταφορά του βιολογικού καθαρισμού στην Α’ φάση, κάτι που τελικά έγινε δεκτό και άρχισε με ταχείς ρυθμούς η υλοποίηση των έργων.
Στο μεταξύ η ΔΕΥΑΛ και κυρίως η τεχνική της υπηρεσία, ενδυναμώθηκε σημαντικά, με την προσθήκη νέων στελεχών στο ήδη έμπειρο και ετοιμοπόλεμο δυναμικό που διέθετε. Τελικά η Α’ φάση των έργων ολοκληρώθηκε επιτυχώς, συμπεριλαμβανομένου του Βιολογικού καθαρισμού, του οποίου τα εγκαίνια έγιναν με επισημότητα τον Σεπτέμβριο του 1989.
Εκείνη την περίοδο ο ΑΛ έγραψε (σε χαιρετισμό του) :
« Σήμερα είμαστε στην ευχάριστη θέση να εκτιμήσουμε τη σημασία του έργου στη ζωή και το μέλλον της της πόλης, στην προστασία του περιβάλλοντος και του Πηνειού και παραπέρα στην ανάπτυξη της βιομηχανικής περιοχής στην πόλη μας χωρίς τον κίνδυνο της ρύπανσης του περιβάλλοντος. Η πόλη μας δικαιολογημένα νοιώθει ικανοποίηση και υπερηφάνεια για το πρωτοποριακό και πρωτόγνωρο για τα Ελληνικά δεδομένα αυτό έργο. Ας ελπίσουμε και ας εργασθούμε όλοι μας να εγκαινιάζουμε συχνά ανάλογα έργα υποδομής και από άποψη του μεγέθους και επίσης της σημασίας σ’ όλους τους τομείς (Υγεία, Πολιτισμό, Αθλητισμό, Πρόνοια, κ.λ.π.).
Πράγματι, έτσι ήταν τα πράγματα. Η ΔΕΥΑΛ υπήρξε ένας άριστος συνεχιστής των προσπαθειών για τον εκσυγχρονισμό της πόλης και ο Α.Λ ένας άξιος ηγέτης στην τεράστια αυτή προσπάθεια που άρχισε εβδομήντα χρόνια πριν από αυτόν (Δήμαρχος Σάπκας) και συνέχισαν με πίστη και επιμονή όλοι οι Δήμαρχοι που ακολούθησαν. Και κατά την εκτίμησή μας με αυτόν τον τρόπο, δηλαδή μιας πολυετούς συλλογικής και υπεύθυνης προσπάθειας όλων των υγιών δυνάμεων της πόλης, πρέπει να βλέπουμε την υπόθεση της ΔΕΥΑΛ, την «χρυσή» δεκαετία του 1980 και την προσωπική συνεισφορά του Α.Λ. *
* Ο Α.Λ ήταν πραγματικά περήφανος για το έργο και το επίπεδο λειτουργίας της ΔΕΥΑΛ επί των ημερών του (και όχι μόνο) και την έβλεπε σαν υπόδειγμα ενός κοινωφελούς οργανισμού. Έγραψε λίγα χρόνια αργότερα :
«…… Μάλιστα χωρίς καμμιά διάθεση για επανάπαυση και αυταπάτες, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η ΔΕΥΑΛ ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στις υποχρεώσεις της απέναντι στους δημότες, αλλά επιπλέον αποτελεί πραγματικά υπόδειγμα Δημοτικής Επιχείρησης για όλη τη χώρα, κάτι που αναγνωρίζεται από κάθε καλόπιστο κριτή.
Και ίσως, στο σημείο αυτό, δεν θα ήταν άσκοπο να σημειώσουμε πως αυτή η λειτουργία και η δράση της ΔΕΥΑΛ, μιας επιχείρησης με κοινωφελή χαρακτήρα αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε όλους εκείνους που σκόπιμα ισχυρίζονται ότι δήθεν ο κοινωνικοποιημένος τομέας στη χώρα μας δεν μπορεί να έχει «υψηλή απόδοση», «υψηλή παραγωγικότητα» κ.λ.π.
Εμείς αντίθετα πιστεύουμε πως ο τομέας αυτός της οικονομίας της χώρας έχει τεράστιες δυνατότητες για έργο υψηλού επιπέδου, αρκεί να στηρίζεται στο λαό, στους δημότες και βέβαια να του δίνονται από την πολιτεία τα ανάλογα κίνητρα και πλαίσια για τη δράση του, χωρίς εξάρτηση από την κεντρική διοίκηση και γραφειοκρατικές δεσμεύσεις….»
Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό με επικέντρωση στο έργο της ΔΕΥΑΛ, θα κάνουμε μια αναφορά στην δημιουργία του πολύ σημαντικού έργου των νέων σύγχρονων γραφείων της επιχείρησης στον χώρο του υδραγωγείου.
Κατά την περίοδο της πλήρους ανάπτυξης των έργων και ειδικά μετά το 1987, οι υψηλοί ρυθμοί πληθωρισμού οδήγησαν τις τράπεζες να προσφέρουν πολύ υψηλά επιτόκια στους καταθέτες. Η ΔΕΥΑΛ, η οποία συγκέντρωνε για αξιόλογα χρονικά διαστήματα μεγάλα ποσά έως την ώρα της αποπληρωμής των διάφορων εργοληπτικών επιχειρήσεων που κατασκεύαζαν τα έργα, αποτελούσε έναν από τους καλύτερους πελάτες των τραπεζών.
Ο ΑΛ διέβλεψε την ευκαιρία δημιουργίας αξιόλογων πρόσθετων κεφαλαίων από τόκους που θα μπορούσαν να καλύψουν άλλες επενδυτικές ανάγκες, όπως των νέων γραφείων – εγκαταστάσεων της ΔΕΥΑΛ. Τότε λοιπόν ο ΑΛ πρότεινε την κατασκευή των νέων γραφείων, κάτι για το οποίο πάντως είχαν εκφραστεί σοβαρές επιφυλάξεις από τμήμα εργαζομένων που δεν επιθυμούσαν μετακίνηση από το κέντρο.
Ο ΑΛ κατάφερε χωρίς τριβές να υπερβεί τις όποιες αντιρρήσεις και τελικά το έργο μελετήθηκε, κατασκευάσθηκε στ
ις αρχές της δεκαετίας του 1990 με τα χρήματα που είχαν συγκεντρωθεί από τους τόκους και κάποια σχετικά μικρή συμβολή από τα τρέχοντα έσοδα της ΔΕΥΑΛ, ολοκληρώθηκε το 1994 και εγκαινιάσθηκε στις αρχές του 1995 (ήδη ο ΑΛ είχε αποχωρήσει από την θέση του Δημάρχου).
Τα νέα γραφεία της ΔΕΥΑΛ αποτέλεσαν ένα συγκρότημα αντάξιο του μεγέθους του έργου και της σημασίας της ΔΕΥΑΛ και παραμένει ένα κόσμημα για την πόλη της Λάρισας.
https://www.ypethe.gr/archive/afieroma- ... reysis-tis
Επίσης,
Π.χ.
Είστε εδώ
Αρχική » Βιβλιοθήκη
ΑΦΙΕΡΩΜΑ – Αριστείδης Λαμπρούλης, Κεφάλαιο IΙΙ. Η «απεξάρτηση» του συστήματος ύδρευσης της Λάρισας από τον Πηνειό ποταμό
Όπως προαναφέραμε, οι αγώνες για σύγχρονες εγκαταστάσεις ύδρευσης, με υδροδότηση από τον Πηνειό και με παροχέτευση υγιεινού νερού στους Λαρισαίους, άρχισαν την δεκαετία του 1920 και ολοκληρώθηκαν επιτυχώς στο τέλος της ίδιας δεκαετίας (δες κεφάλαιο ΙΙ και παράρτημα 1).
Τα έργα αυτά άντεξαν στον χρόνο και η πόλη είχε διασφαλίσει επί δεκαετίες την λύση σε ένα πρόβλημα πολύ σοβαρό, για κάθε Δημοτική Αρχή.
Όμως η μεγάλη ανάπτυξη της Λάρισας, ιδιαίτερα μετά τον παγκόσμιο πόλεμο, την Γερμανοϊταλική κατοχή και τον εμφύλιο, και ειδικά τις δεκαετίες 1970 – 1980, έδειξαν ότι το σύστημα υδροδότησης από τον Πηνειό είχε πλέον κλείσει τον κύκλο της ζωής του. Το πρόβλημα φυσικά δεν ήταν (κυρίως) ποσοτικό αλλά πρόβλημα συνολικής διαχείρισης των υδάτων του ποταμού. Η εκτεταμένη χρήση του νερού για αρδεύσεις αλλά και η ρύπανση από την Βιομηχανία και την Γεωργία καθιστούσαν ήδη δύσκολο το έργο της ΔΕΥΑΛ και προβλημάτιζαν την Δημοτικές αρχές. Όμως, ειδικά μετά την δεκαετία 1970, άρχισαν ανεξέλεγκτα και οι αυθαίρετες παρεμβάσεις στο ποτάμι (φράγματα συγκράτησης νερού στο ποτάμι από αγρότες, υπεραντλήσεις κ.λ.π.) κατά την θερινή αρδευτική περίοδο και παράλληλα ο έλεγχος των βιομηχανικών αποβλήτων ήταν (επιεικώς) ελλιπής.
Ας σημειωθεί επίσης ότι με την ανέγερση πολύ υψηλών κτιρίων και την συνεχή επέκταση της πόλης τις δεκαετίες 1970 – 1980, υπήρχε έντονο και το πρόβλημα της χαμηλής πίεσης του νερού στους υψηλούς ορόφους. Όλα λοιπόν έδειχναν πως είχε έλθει η ώρα για αναζήτηση νέων πηγών και συστήματος υδροδότησης. Ένα ακόμη σοβαρό πρόβλημα που προστέθηκε σε όλα τα παραπάνω ήταν και η παλαιότητα του δικτύου ύδρευσης της πόλης, οι συχνές ζημιές (σπασίματα, διαρροές, κ.λ.π.), καθώς και η ανάγκη χρησιμοποίησης νέων υλικών στους σωλήνες.
Την περίοδο εκείνη, μετά την επανεκλογή του Α.Λ κατά τις εκλογές (Φθινόπωρο 1981), η νέα διοίκηση της ΔΕΥΑΛ επικεντρώθηκε πολύ σοβαρά στο θέμα της ύδρευσης, παράλληλα με την κατασκευή έργων αποχέτευσης.
Έγραφε ο ΑΛ για την ύδρευση – αποχέτευση (1982) :
« ….Τα ζητήματα αυτά, παρά την φαινομενική τους απλότητα παρουσιάζουν μεγάλες δυσχέρειες στην καθημερινή ζωή αλλά και στην προοπτική αντιμετώπισή τους. Συνδέονται πρώτα απ’ όλα με την ανάπτυξη της πόλης αποτελώντας ταυτόχρονα και προϋποθέσεις γι’ αυτή την ανάπτυξη αφού είναι βασικά έργα υποδομής. Σήμερα στην πόλη μας το πρόβλημα γίνεται πιο σύνθετο γιατί το κόστος των έργων αυτών είναι πολύ υψηλό και συγχρόνως η αναγκαιότητα για γρήγορη εκτέλεσή τους είναι αναμφισβήτητη. Οι ανάγκες για ύδρευση στους νέους οικισμούς με την επέκταση του σχεδίου πόλης, η απαραίτητη ανακαίνιση και συντήρηση του δικτύου ύδρευσης καθώς και τα μεγάλα έργα της αποχέτευσης και καθαρισμού λυμμάτων υπήρξαν το βασικό μέλημα της Διοίκησης της ΔΕΥΑΛ στα 3 χρόνια της θητείας της……»
Ένα πρώτο βήμα, σαν προσωρινό μέτρο, για την αντιμετώπιση των χαμηλών πιέσεων στους υψηλούς ορόφους των κτιρίων, υπήρξε η τοποθέτηση ειδικού αντλητικού συγκροτήματος (booster), με αποτέλεσμα, σε μεγάλο βαθμό, να καταργηθούν τα γνωστά «μηχανάκια» των ιδιοκτητών.
Σε ότι αφορά στο παλιό δίκτυο ύδρευσης της πόλης εντάθηκαν οι προσπάθειες ανακαίνισής του με παράλληλη αντικατάσταση μικρών διατομών που ήταν επιβεβλημένη, ιδιαίτερα με την «ευκαιρία» που προσφέρονταν από τις συνεχείς εκσκαφές στους δρόμους της πόλης για τα έργα αποχέτευσης.
Τότε το ΔΣ της ΔΕΥΑΛ έλαβε την πολύ σημαντική απόφαση να εκπονήσει με δικές της δαπάνες την ολοκληρωμένη μελέτη ύδρευσης της πόλης, η οποία αφορούσε αφενός στην διανομή του νερού (νέα δίκτυα, μικρές διατομές, πρόβλημα πίεσης, νέες δεξαμενές Μεζούρλου και Αγ. Παρασκευής, αντί του ξεπερασμένου υδατόπυργου κ.λ.π.), αφετέρου στις νέες πηγές υδροληψίας και την υποκατάσταση του Πηνειού.
Πράγματι η μελέτη παραδόθηκε έγκαιρα και έδειξε ότι η πόλη θα μπορεί να υδρεύεται από υπόγειους υδροφορείς βόρεια της Λάρισας, με πιο σημαντικό (για το μέλλον) τον καρστικό υδροφορέα Κουτσοχέρου - Δαμασίου – Τυρνάβου.
Ας σημειωθεί, στο σημείο αυτό, ότι στην διερεύνηση των νέων πηγών υδροδότησης, στην αξιολόγηση των προτάσεων των μελετών που παραδόθηκαν στην ΔΕΥΑΛ αλλά και στην εφαρμογή του προγράμματος ανόρυξης νέων γεωτρήσεων, αποφασιστική ήταν η βοήθεια που προσφέραν οι αρμόδιες υπηρεσίες του Δημοσίου, με βασικό σύμβουλο και συνεργάτη τον άριστο επιστήμονα, αλλά παράλληλα σεμνό και υπεύθυνο, γεωλόγο Μάρκο Θάνο.
Ήδη από το 1986 και μετά, είχαν ανορυχθεί για λογαριασμό της ΔΕΥΑΛ γεωτρήσεις στις περιοχές Γιάννουλης και Αμπελώνα και, όπως έδειχναν τα πράγματα, θα υπήρχε μια αξιόλογη (χρονικά) περίοδος μετάβασης από τον Πηνειό σε άλλες πηγές υδροδότησης.
Το καλοκαίρι του 1988 υπήρξε ένα έκτακτο (αλλά όχι απρόσμενο) περιστατικό. Αγρότες στην περιοχή Αμυγδαλέας, λίγα χιλιόμετρα πριν το σημείο υδροληψίας της ΔΕΥΑΛ, έκλεισαν ανεύθυνα με πρόχειρο φράγμα τον ποταμό, διακόπτοντας σταδιακά την ροή του Πηνειού και την υδροδότηση της πόλης. Δημιουργήθηκε αναστάτωση στην πόλη και οι πολίτες (δικαίως) αγανάκτησαν. Πράγματι, η ΔΕΥΑΛ στο συγκεκριμένο περιστατικό δεν στάθηκε στο ύψος της. Το πρόβλημα αποκαταστάθηκε μερικές μέρες αργότερα. Όμως οι εξελίξεις υπήρξαν ραγδαίες. Παρά τις προφανείς σοβαρές διοικητικές και υπηρεσιακές ευθύνες που υπήρξαν,
ιδιαίτερα στο στελεχιακό δυναμικό της ΔΕΥΑΛ, ο ΑΛ, ως πρόεδρος και Δήμαρχος, δεν έκανε αποδεκτή την παραίτηση του Διευθύνοντος Συμβούλου που υποβλήθηκε άμεσα, ανέλαβε ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου την αποκλειστική ευθύνη για το συμβάν και υποσχέθηκε άμεσες λύσεις.
Πράγματι, η ΔΕΥΑΛ, έχοντας πλήρεις και ολοκληρωμένες μελέτες, υπέβαλε προς το αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών την πρόταση ύψους 2,2 δις δρχ. για ένταξη στο πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων της κατασκευής αγωγών μήκους περίπου 11 χιλιομέτρων, για μεταφορά νερού από σύστημα γεωτρήσεων βόρεια της πόλης.
Με ταχύτατες διαδικασίες και κατάλληλες κινήσεις του ΑΛ, εξασφαλίστηκαν οι σχετικές πιστώσεις και σε ελάχιστο χρόνο, μόλις τρεις μήνες (!), υλοποιήθηκαν τα έργα.
Επίσης, με καλά συντονισμένες κινήσεις και την υποστήριξη του τότε Νομάρχη Λάρισας Κουκουλάκη, παρακάμφθηκαν επιφυλάξεις και αντιρρήσεις ορισμένων κοινοτήτων για να χρησιμοποιηθούν από την ΔΕΥΑΛ οι γεωτρήσεις που βρίσκονταν στα όρια τους. Μετά από όλα αυτά,
το καλοκαίρι του 1989 βρήκε την ΔΕΥΑΛ πανέτοιμη να προσφέρει πλέον ακόμη και το 100% των αναγκών ύδρευσης της πόλης, αυτή τη φορά χωρίς τον Πηνειό.
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο σχετικά με την ύδρευση της πόλης, θεωρούμε σκόπιμη μια αναφορά στην τιμολογιακή πολιτική της ΔΕΥΑΛ με
τά την ένταξή της στο Ν. 1069/80.
Ως γνωστόν ο νόμος αυτός επέβαλε σοβαρές πρόσθετες επιβαρύνσεις για τους πολίτες – καταναλωτές νερού (π.χ. 80% επί της αξίας του νερού που καταναλώνεται) ώστε οι ΔΕΥΑ να συγκεντρώνουν χρήματα για αποπληρωμή των δανειακών τους υποχρεώσεων.
Συνεπώς κρίσιμο θέμα για την βιωσιμότητα της επιχείρησης (μιας επιχείρησης όλης της πόλης) αλλά κυρίως για τις «αντοχές» των δημοτών ήταν ο καθορισμός της βασικής τιμής του νερού.
Το πρόβλημα τιμολόγησης ήταν ιδιαίτερα περίπλοκο. Οι βασικές παράμετροι που καθόριζαν κάθε φορά την πολιτική απόφαση του ΔΣ της ΔΕΥΑΛ ήταν συχνά αστάθμητοι και μεταβαλλόμενοι (συνεχείς αυξήσεις ηλεκτρικού ρεύματος, υλικών, μισθών κ.λ.π.) ενώ ο πληθωρισμός, πολύ υψηλός, σχεδόν καθ’ όλη την διάρκεια των ετών που άσκησε διοίκηση ο ΑΛ.
Κάθε χρόνο, όταν συντάσσονταν ο προϋπολογισμός της επιχείρησης, το θέμα αυτό αποτελούσε έναν πονοκέφαλο όχι μόνο για τον ΑΛ, αλλά και όσα πολιτικά στελέχη έβλεπαν κινδύνους πολιτικού κόστους της Δημοτικής Αρχής και γενικότερα του κόμματος. Συχνά υπήρξαν προτάσεις για «πάγωμα» της τιμής, κάτι που πρακτικά σήμαινε μείωση των εσόδων της επιχείρησης λόγω πληθωρισμού. Στο θέμα αυτό ο ΑΛ είχε ισχυρή άποψη. Ναι μεν ήθελε (και το πέτυχε)
η τιμή του νερού να μην ξεφύγει από ένα ύψος, πάνω από το οποίο μία λαϊκή οικογένεια δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί (όπως π.χ. συμβαίνει σήμερα με τους λογαριασμούς της ΔΕΗ και φυσικού αερίου). Από την άλλη όμως έδινε σαφές μήνυμα στον πολιτικό του περίγυρο ότι δεν θα επιτρέψει για λόγους πρόσκαιρων εντυπώσεων να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα της ΔΕΥΑΛ και η ολοκλήρωση των έργων.
Πράγματι κάθε χρόνο η ΔΕΥΑΛ έπαιρνε απόφαση γι
α λελογισμένη αύξηση της τιμής του νερού, πάντοτε κατώτερη του ύψους του πληθωρισμού και τελικά κατάφερε επί των ημερών του ΑΛ να διατηρήσει την τιμή του νερού της Λάρισας κάτω από το μέσο όρο των αντίστοιχων τιμών νερού των άλλων πόλεων, παρότι το σύστημα υδροδότησης της πόλης μας ήταν συχνά πολύ πιο δαπανηρό (π.χ. ενεργοβόρες αντλήσεις από γεωτρήσεις) σχετικά με άλλες περιοχές που διέθεταν πηγές άμεσης τροφοδοσίας.
Με την ίδια λογική ο ΑΛ αντιμετώπιζε και όλες εκείνες τις παραμέτρους που θα επιβάρυναν το κόστος λειτουργίας της επιχείρησης, με πιο χαρακτηριστική
αυτή των άσκοπων προσλήψεων, ασκώντας πολύ προσεκτική πολιτική στο θέμα αυτό, διατηρώντας όμως ένα υψηλό επίπεδο εξυπηρέτησης των δημοτών.
Είναι μάλιστα ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι ενώ η ΔΕΥΑΛ ήταν την εποχή του ΑΛ η μεγαλύτερη σε κύκλο εργασιών αντίστοιχη επιχείρηση της χώρας (πλην Αθήνας, Θεσσαλονίκης) και είχε ήδη επανδρώσει την μονάδα επεξεργασίας λυμάτων,
υπήρξαν άλλες ΔΕΥΑ όπου ο αριθμός εργαζομένων ήταν μεγαλύτερος, με την γνωστή λογική των διορισμών «εξυπηρέτησης», κάτι που δυστυχώς οδήγησε ορισμένες από αυτές (ευτυχώς λίγες) σε πολύ μεγάλα οικονομικά προβλήματα.
https://www.ypethe.gr/archive/afieroma- ... is-larisas