Η Παναγία των Ελλήνων: «Αυτός ο λαός θ’ αντέξει γιατί αγαπάει την Παναγία
Δημοσιεύτηκε: 03 Μαρ 2020, 00:06


Αὐτός ὁ λαός θ’ ἀντέξει
γιατί ἀγαπάει τήν Παναγία
Ὁ Γάλλος περιηγητής François Richard, Ἰησουΐτης μοναχός, στά χρόνια τῆς Τουρκοκρατίας, γράφει τά ἑξῆς:
Ἀπορῶ πῶς μέσα στή φοβερή κατάσταση τῆς Τουρκοκρατίας ἐπιβιώνει ἡ χριστιανική πίστη καί πῶς ὑπάρχουν ἀκόμη στήν Ἑλλάδα Χριστιανοί, γιατί ἀπό τήν ἐποχή τοῦ Νέρωνα καί τοῦ Διοκλητιανοῦ ὁ Χριστιανισμός δέν ἔχει ὑποστεῖ χειρότερους διωγμούς ἀπό αὐτούς.
Θεωρῶ ὅτι αὐτό ὀφείλεται στήν ἀγάπη πού ἔχουν οἱ Ἕλληνες στό πρόσωπο τῆς Παναγίας.
Σ ̓ ὅλα τά σπίτια βλέπεις εἰκόνες της.Εἶναι ἡ νοικοκυρά, ἡ φρουρός τοῦ σπιτιοῦ.
Ὁ ἴδιος διαπίστωσα μέ πόση φυσικότητα καί συγκίνηση μιλοῦν στίς οἰκογενειακές τους συζητήσεις γιά τήν Παναγία».
Tό γένος μας, εἶναι ἰδιαίτερα δεμένο μέ τήν Παναγία. Καί μόνο ἀπό τίς καθημερινές ἐκφράσεις ἐπίκλησης, «Παναγία μου!»
«Παναγιά μου, βόηθα», φαίνεται ὅτι τό ὄνομά της εἶναι γλυκό ἐντρύφημα στή γλώσσα τοῦ πιστοῦ λαοῦ μας. Ἴσως δέν ὑπάρχει Ἕλληνας Χριστιανός πού δέν προφέρει τό ὄνομά της παρακλητικά καί ἀγαπητικά τουλάχιστον μία φορά τή μέρα.
Ἡ Παναγιά τῶν Ἑλλήνων ἔχει ἐξέχουσα θέση στή Βυζαντινή καί νεοελληνική παράδοση καί ζωή.
Παντοῦ παροῦσα.
Στά τραγούδια τοῦ λαοῦ, στά τραπέζια, στίς χαρές καί λῦπες, στό γάμο καί σ ̓ αὐτό τό θάνατο.
Εἶναι τό ἀποκούμπι κάθε πιστοῦ, ἡ παρηγοριά τοῦ ξενιτεμένου, τοῦ ὀρφανοῦ τό στήριγμα, κάθε πονεμένου ἀλλά καί εὐτυχισμένου ἡ ἐλπίδα καί προστασία, καί πάνω ἀπ ̓ ὅλα εἶναι ἡ Μάνα
Στά χρόνια τά μαῦρα της Τουρκοκρατίας, ὅπως λέει ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ, «παντοῦ ἡ Παναγία ἦταν πού βοήθησε τούς Ἕλληνες νά ψυχωθοῦν».
Γνωστή εἶναι καί ἡ παράκληση τοῦ Καραϊσκάκη στήν Προυσιώτισσα.
«Παναγία μου, ἐσύ γυναίκα εἶσαι καί σ ̓ ἀρέσουν τά ὡραῖα.
Βοήθα μας νά λευτερώσουμε τόν τόπο, καί θά σοῦ ἀσημώσω τήν εἰκόνα σου».
Καί τό ̓ καμε τό τάμα του.
Ἡ εἰκόνα τῆς Προυσιώτισσας εἶναι ἀσημωμένη ἀπό τόν Γ.Καραϊσκάκη.
Ἀλλά καί στά νεότερα χρόνια, ἡ Παναγία δέν ἐγκατέλειψε τό λαό μας.Εἶναι συγκλονιστικές οἱ μαρτυρίες ἀπό τό μέτωπο στά Βορειοηπειρωτικά βουνά στόν πόλεμο τοῦ ̓40, καί κατόπιν στά χρόνια της κατοχῆς:
«Λίγες στιγμές πρίν ὁρμήσουμε γιά τά ὀχυρά τῆς Μόροβας, εἴδαμε σέ ἀπόσταση περίπου 13 μέτρων μία ψηλή μαυροφόρα νά στέκει ἀκίνητη.
Ὁ σκοπός φώναξε.
Τίς εἶ;
Μιλιά δέν ἀκούστηκε…
Τότε σά νά μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικό ρεῦμα, ψιθυρίσαμε.
Ἡ Παναγία! Ἐκείνη πέταξε μπροστά σά νά εἶχε φτερά ἀετοῦ. Συνεχῶς αἰσθανόμασταν νά μᾶς δίνει δύναμη».
«Ἡ μάνα μας εἶχε πολύ τήν ἀπαντοχή της στήν Παναγία.
Ὅταν μᾶς βρῆκε ἡ Κατοχή ἤμασταν τέσσερα παιδιά ὀρφανά.
Εἴχαμε στό ἑρμάρι μας ἕνα λαγήνι ἀλεύρι.
Ἡ μάνα μας ἔπαιρνε ἀπό κεῖ καί ζύμωνε καί ἔδινε καί σέ ὅποια φτωχιά τῆς ζητοῦσε,χωρίς νά κοιτάζει ποτέ πόσο ἔμεινε πίσω.
Περάσαμε ὅλη τήν Κατοχή καί οὔτε τό ψωμάκι μᾶς ἔλειψε, οὔτε τό λαγήνι μας πάτωσε».
Ἡ παράδοση, ἡ ἱστορία, ἡ καθημερινότητα τό φωνάζει: Οἱ παλιοί ἄνθρωποι μαζί μέ τήν Παναγία ζούσανε.
Καθημερινά τήν τιμούσανε. Μάθαιναν ἀπό μικρά παιδιά τούς Χαιρετισμούς καί τή χαιρετοῦσαν κάθε μέρα.
Σήμερα, στόν καιρό τῆς θλίψης καί τῆς πολυώνυμης κρίσης, πού ἀλλεπάλληλες λῦπες καί συμφορές καλύπτουν σάν κύματα τήν ψυχή μας,προπύργιο καί τεῖχος ἀπροσμάχητο στέκει ἡ Παναγία Μητέρα.
«Τῶν λυπηρῶν ἐπαγωγαί χειμάζουσι τήν ταπεινήν μου ψυχήν, καί συμφορῶν νέφη τήν ἐμήν καλύπτουσι καρδίαν Θεονύμφευτε», ψάλλουμε στήν Παράκληση.
Τό ὡραιότατο αὐτό κείμενο τῆς μεγάλης Παράκλησης γράφτηκε σέ καιρό μεγάλης κρίσης, ὅταν ἡ βασιλεύουσα Πόλη εἶχε πέσει στά χέρια τῶν Φράγκων (1204). Τό βασίλειο εἶχε μεταφερθεῖ στήν αὐτοκρατορία τῆς Νίκαιας.
Ὁ λόγιος καί εὐσεβής αὐτοκράτορας Θεόδωρος Λάσκαρης, μή μπορῶντας νά ἀντιμετωπίσει τά φοβερά προβλήματα τῆς αὐτοκρατορίας,συγχρόνως ἦταν καί ἀσθενής, κατέφυγε στήν Παναγία καί κάνοντας τόν πόνο του προσευχή, συνέθεσε αὐτό τόν ὑπέροχο Παρακλητικό Κανόνα.
Ἄν θέλουμε νά σωθοῦμε, ἔλεγε ὁ Γέροντας Παΐσιος, νά πιάσουμε τήν Παναγία ἀπό τό φουστάνι της, ὅπως τό παιδί τή μάνα του.
Καί νά μήν τήν ἀφήνουμε.
Ἡ Παναγία εἶναι γιά ὅλους.
Γιά τόν φτωχό καί τόν πλούσιο, γιά τόν μικρό καί τόν μεγάλο, γιά τόν δίκαιο καί τόν ἁμαρτωλό, γιά καθένα πού φωνάζει: Παναγία μου
Μακαρίζομέν Σε, Θεοτόκε Παρθένε, καί δοξάζομέν Σε οἱ πιστοί κατάχρέος», γιά τά θαυμάσια πού ἐνήργησες καί ἐνεργεῖς γιά χάρη μας.
Αὐτός ὁ λαός ἔχει ἐλπίδες.
Θ ̓ ἀναστηθεῖ ἀπό τήν τέφρα του, γιατί ἀγαπάει τό Χριστό καί τήν Παναγία μητέρα Του