...(Συνέχεια)
nik_killthemall έγραψε: ↑29 Ιούλ 2021, 09:28
η αλληλεπίδραση με έναν παντοδύναμο και παντογνώστη θεό εξαρτάται αποκλειστικά από τον θεό και όχι από τον άνθρωπο και γι'αυτόν ακριβώς τον λόγο θα πρέπει να διέπεται από μηδενική προαπαίτηση, από καθολικότητα και όχι από εκλεκτικότητα ανάμεσα στους ανθρώπους !
Αν αντίθετα θεωρήσουμε πως η αλληλεπίδραση αυτή εξαρτάται από τον άνθρωπο και τις "γέφυρες" που μια μειοψηφεία θα φτιάξει και θα διαβεί, τότε ο θεός δεν είναι ούτε παντοδύναμος, ούτε παντογνώστης ! Τότε τον ρόλο του θεού παίζει ο άνθρωπος, και προσποιείται πως δεν το ξέρει.
2) Πάμε τώρα στην περίπτωση που ο Θεός είναι συνειδητή οντότητα-πρόσωπο.
Η έννοια του Θεού για την οποία μιλάει η ορθοδοξία (δηλαδή ενός εκτός χώρου και χρόνου συγκεκριμένου όντος, δημιουργού των πάντων που είναι βουλητικά αυτοαίτιον του εαυτού του, που έχει ελευθερία συνειδητής ύπαρξης και ελευθερία αυτοΰπαρξης και βούλησης),
μόνο με αυτοαποκάλυψη και φανέρωση μέσα στην ανθρώπινη ιστορία γνωρίζεται και όχι με μαθηματικές εξισώσεις, ενορατικούς στοχασμούς και φιλοσοφικές αναζητήσεις.
Ούτε βέβαια με τον σχολαστικισμό και με την λογική τεκμηρίωση που προκύπτει απ την παρατήρηση της τάξης του κόσμου δύνασαι να γνωρίσεις ή να αποδείξεις "Θεό".
Μπορείς να βγάλεις κάποια συμπεράσματα παρατηρώντας το έργο ενός δημιουργού για τις δυνατότητές του ή για κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, όπως ας πούμε βλέποντας έναν πίνακα του Νταλί καταλαβαίνεις πως είναι του Νταλί, αλλά τον Νταλί αν δεν τον γνωρίσεις προσωπικά...δεν θα τον γνωρίζεις. Ως εκ τούτου, έχω την άποψη ότι οι νοητικές ακροβασίες που βασίζονται στην παρατήρηση του σύμπαντος, στη προσπάθεια μιας λογικής εννοιολόγησης πάνω στην ύπαρξη και την γνώση του Θεού πρέπει να γίνονται με μεγαλύτερη περίσκεψη.
Οι ενορατικές ενατενίσεις, οι φιλοσοφικές ορολογίες και έννοιες (αυτό το αξιοθαύμαστο εργαλείο της αρχαίας Ελληνικής σκέψης για την αναζήτηση του όντως αληθούς) είναι απλά τα εργαλεία για να εκφραστεί όταν χρειαστεί με λόγια αυτή η αποκάλυψη…και ως εκεί. (Αυτό βέβαια είναι ένα άλλο θέμα εκτενούς ανάλυσης. Επιγραμματικά μόνο θα πω εδώ πως ενώ στο επίπεδο της οντολογίας, στο ερώτημα δηλαδή τι είναι το «ΕΙΝΑΙ», η αρχαιοελληνική σκέψη με την χριστιανική έχουν τελείως διαφορετική τοποθέτηση, στο επίπεδο της γνωσιολογίας, στο ερώτημα δηλαδή πως μπορεί να γίνει γνωστό το «ΕΙΝΑΙ», ταυτηζόντουσαν απόλυτα.
Είναι και οι δύο κοινωνιοκεντρικές και όχι ατομοκεντρικές "Καθ' ότι αν κοινωνούμεν αληθεύομεν, αν ιδιωτεύουμε ψευδόμεθα, έλεγε ο Ηράκλειτος. Το ίδιο και για την εκκλησία με τη διαφορά ότι σε αυτή Υπάρχει το κεντρικό Πρόσωπο που τα διαλεύκανε αυτά και κατανοήθηκαν με το εργαλείο αυτό. Την αρχαία Ελληνική φιλοσοφική γλώσσα. Μέσα στο σώμα της κοινωνίας ανιχνεύουμε και γνωρίζουμε τι αληθεύει και όχι από ατομικές εξερευνήσεις μας).
Αν υπάρχει Θεός και αυτός είναι συνειδητή προσωπική οντότητα σημαίνει πως με αυτήν την περί του Θεού έννοια όσο και έξυπνοι ή ενορατικοί, ή χαρισματούχοι, ή ευφυείς και να είμαστε, αν δεν θέλει το Υπερούσιον, το Αμετάβλητο και το Υπέρχωροχρονικό, το Άκτιστο και Αυτοαίτιο, δηλαδή ο Θεός, να επέμβει στην ιστορία του ληξιπρόθεσμου κτιστού δημιούργηματός του φανερώνοντας το πρόσωπό Tου και να επικοινωνήσει με την ανθρώπινη πεπερασμένη και μεταβλητή χωροχρονική οντότητα, δεν δύναται το πεπερασμένο και κτιστό να νοήσει και να σχετιστεί με το άκτιστο, το αιώνιο και το άχρονο.
Μπορεί ο καθένας να «φτιάξει», να σχηματίσει, να «βυθιστεί» σε μια νιρβάνα, να εκστασιαστεί σε διάφορες ιδέες περί θείου, περί κάποιας αφηρημένης και απρόσωπης θεότητας παρατηρώντας τις θαυμαστές μεταβλητές διαδικασίες και μεταμορφώσεις τού κόσμου. Αυτό ναι. Το μπορεί.
Να γνωρίσει τον Θεό όμως άνευ αποκάλυψης απ' τον ίδιο, όχι. Εξ' ορισμού αδύνατον, διότι ο Θεός ως άκτιστος και αναφής, ΜΟΝΟ αυτοαποκαλύπτεται και ΠΟΤΕ δεν δύναται να γίνει αντιληπτός από τον Άνθρωπο όσο κι αν προσπαθεί από μόνος του να τον κατανοήσει με τον οποιοδήποτε νοητικό στοχασμό.
Κατά την ορθόδοξη πίστη, η πρώτη φανέρωση του Θεού στην ιστορία του κόσμου έγινε σε έναν αμόρφωτο νομαδικό λαό και σαν τέτοιος που ήταν χρειαζόταν σκαλοπάτια παιδαγωγίας, κατανόησης. Καθ ότι τα πάθη, οι αδυναμίες, οι εγωϊσμοί και οι ματαιοδοξίες των ανθρώπων ήταν, είναι και θα είναι παντού ίδιες ανεξαρτήτως μορφωτικού ή πολιτιστικού επιπέδου. Μέσα απ αυτούς τους γιδοβοσκούς θέλησε ο Θεός να αποκαλυφθεί.
Λένε κάποιοι πως αρκετά από αυτά είναι ένας μύθος, όπως το δάγκωμα του μήλου ας πούμε. Οκ. Ας το δεχτώ χάριν κουβέντας. Όμως άλλο μύθος και άλλο μύθευμα. Ο μύθος κρύβει ένα μήνυμα μιας αλήθειας. Το μύθευμα είναι ψέμα. Οι μύθοι δείχνουν και στοχεύουν σε ένα γεγονός αλήθειας που πάει πέρα απ την περιγραφή.
Και οι μύθοι των αρχαίων Ελλήνων μιαν αλήθεια ζωής έκρυβαν. Στην ουσία της αλήθειας όπως την αντιλαμβανόντουσαν αυτοί στόχευαν και όχι στο περιγραφικό γεγονός.
Η δεύτερη φανέρωση είναι ο σαρκωθέντας Λόγος. Γι αυτό για τον ορθόδοξο χριστιανισμό η γνώση του Θεού είναι δυνατή μόνο μέσω του ενσαρκωμένου Λόγου του Θεού δηλαδή τού Χριστού. Αυτός για τον χριστιανό είναι η αυτοαποκάλυψη του Ακτίστου στο κτιστό. Αν υπάρχει δημιουργός Θεός και είναι συνειδητή οντότητα, μόνο έτσι θα ήταν δυνατόν να κάνει γνωστό στον άνθρωπο «κάτι» απ τον Εαυτό του. Να γίνει άνθρωπος. Όποιος βλέπει εμένα βλέπει και τον Πατέρα μου είπε ο Χριστός.
Η τρίτη φανέρωση είναι ο φωτισμός του Αγίου Πνεύματος στη ζωή της Εκκλησίας. «Πραξ. 2,4 καὶ ἐπλήσθησαν ἅπαντες Πνεύματος Ἁγίου» και πριν την ανάληψή Του, ο Ίδιος «Λουκ. 24,45 τότε διήνοιξεν αὐτῶν τὸν νοῦν τοῦ συνιέναι τὰς γραφάς»
Έγραψες κάπου: "Πουθενά ο δημιουργός του λόγου των Γραφών θεϊκός ή μη, δεν προανήγγειλε στον λόγο του αναγκαιότητα για μεταγενέστερα ερμηνευτικά κλειδιά"....
Ναι; Θα αναγκαστώ να επαναληφθώ. Και τα παρακάτω που γράφονται; Τι είναι; Εκτός Γραφής;
". Ιωαν. 14,16 καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αιώνα.
Ιω. 14,26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς ΔΙΔΑΞΕΙ πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.
Ιω. 16,12 Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι.
Ιω. 16,13 ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ΟΔΗΓΗΣΕΙ ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν• οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλ᾿ ὅσα ἂν ἀκούσῃ λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν."
Έχει κάποιος όλο το δικαίωμα να αμφισβητεί και να αμφιβάλλει για την θεοπνευστία των Πατέρων. Άλλο αυτό και άλλο αυτό που είπες πως πουθενά στη Γραφή δεν αναφέρεται και δεν προλέγεται το μετά τον Χριστό ερμηνευτικό κλειδί των λόγων και των έργων του.
Συνεχίζω ...
Επομένως το κύριο είναι για ποια έννοια περί Θεού μιλάμε.
Η απάντηση που φέρνει η χριστιανική οντολογία στο ερώτημα «τι είναι όντως υπαρκτό;», ποια είναι η πηγή των πάντων, ποια είναι η όντως Αλήθεια…η όντως Ζωή…εκείνη δηλαδή που διαρκεί, που δεν φθείρεται και δεν υποτάσσεται στον χρόνο και στον θάνατο, είναι η άρρητη αλήθεια του προσώπου, εμπειρικά προσιτή μέσω της σχέσης, μέσω του έρωτα και τελικά ως προϋπόθεση, μέσω τής Πίστης.
Για τον υλιστή είναι η ύλη, για τον ιδεαλιστή είναι η ιδέα, για το θεοσοφιστή ένα απρόσωπο ΕΝ, για τον ορθόδοξο εκκλησιαστικό άνθρωπο είναι το Πρόσωπο του Θεού και η αγάπη της Αγίας Τριάδος.
Για την ορθόδοξη θεολογία, η Α-ΛΗΘΕΙΑ =(ΜΗ ΛΗΘΗ=ΑΙΩΝΙΟ), το ΕΙΝΑΙ, το «ΟΝΤΩΣ ΕΙΝΑΙ», είναι μια ελεύθερη από κάθε προκαθορισμό ουσίας Κοινωνία Προσώπων που φέρνει απ την παντελή ανυπαρξία και εκ του μηδενός στην ύπαρξη τον κόσμο επειδή αγαπάει και αποτυπώνει την εικόνα του στον άνθρωπο. Δεν υπάρχει αιωνιότητα του κόσμου (στην οποιαδήποτε μορφή του), ούτε της ύλης (στην οποιαδήποτε μορφή της), ούτε αιώνιες ιδέες και ενεργειακές συμπαντικές θείες συνειδητότητες ή ασυνειδητότητες (όπως λένε οι Ανατολικές φιλοσοφίες, ή κάποιοι αρχαίοι Έλληνες ή και οι θεοσοφιστές), ούτε αιώνια κβαντικά ψευδοκενά που κρύβουν δυνάμει κόσμους (όπως λένε οι υλιστές).
Ο Θεός (κατά την ορθοδοξία κατά τη σειρά της αυτοαποκαλύψεως=ορθοδοξία=Αγία Γραφή (που περιέχει την αυτοαποκάλυψη τού Θεού στις σελίδες της)+Πατέρες+Εκκλησία) σαν τρισυπόστατος Θεότης ή ομοούσιος Τριάδα, σαν αγαπητική κοινωνία Προσώπων δεν έχει ανάγκη την ύπαρξη της εκδήλωσης κάποιου κόσμου. Είναι μακάριος και πλήρης μες την Κοινωνία της Τριαδικότητάς του.
Δεν έχει ανάγκη τίποτα. Αν είχε ανάγκη την ύπαρξη ενός κόσμου για να εκδηλωθεί ως αγάπη…απλά δεν θα ήταν Θεός.
Βούλεται και «Πλάθει» εκ του μηδενός και δημιουργεί από υπερεκχείλιση της αγάπης Του.
Έναν χριστιανό μια αόριστη και αφηρημένη ύπαρξη ή μη ύπαρξη κάποιου παντοδύναμου και πάνσοφου γεωμέτρη, αιτιοκρατικού ή μη αιτιοκρατικού, ενδοσυμπαντικού ενδοχωροχρονικού ή ακόμη και εξωσυμπαντικού εξωχωροχρονικού
πιθανού θεού που δεν μετέχει της ιστορίας και δεν έχει υπαρξιακές ΑΠΤΕΣ συνέπειες στην ζωή του και ούτε μπορεί να σχετιστεί ως πρόσωπο κατ' έναντι μαζί του μετέχοντας στον τρόπο της άχρονης αναιτιοκρατικής, ελεύθερης ύπαρξής του, τον αφήνει παντελώς αδιάφορο.
Αφού αν δεν είναι έτσι, είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει άνευ σημασίας είναι.
Είτε μιλάμε για τον σούπερμαν που ήρθε απ τον Σείριο, είτε για ένα αφηρημένο "θείον", είτε για κάποιον παντοδύναμο ευφυή νου, το ίδιο πράγμα θάναι.
Ο Θεός, κατά την ορθόδοξη θεώρηση του Αληθούς, (σύμφωνα με τους Πατέρες) είναι οντολογικά διάφορος της κτίσης.
Η οντολογική διαφορά προκύπτει από το ότι μόνο ο Θεός είναι οντολογικά αυθύπαρκτος, θέτει τον εαυτό του, ενώ τα άλλα όντα, τα δημιουργημένα, τίθενται στο ον είτε εκ του Θεού είτε εξ άλλων δημιουργημένων όντων.
Ότι ο Θεός θέτει τον εαυτό του, σημαίνει ότι δεν μπορεί να νοηθεί ως κάτι πεπερασμένο ή συγκεκριμένο, αλλά ακριβώς ως αυτό που εκφεύγει κάθε ορισμού και περιορισμού. Αυτό είναι το απερινόητο στο Θεό. Το ότι όμως ο Θεός είναι απερινόητος στην ουσία του, αυτό δε σημαίνει ότι είναι και ακατανόητος σαν πρόσωπο. Και αυτό το πρόσωπο αποκαλύπτεται στο πρόσωπο του σαρκωθέντα Λόγου, του Χριστού.
Όλοι οι χαρακτηρισμοί, όπως π.χ. πανάγαθος, πάνσοφος, παντοδύναμος κ.τ.λ. και όλες οι ιδιότητες που του αποδίδουμε, δεν ισχύουν.
Όλες αυτές οι εκφράσεις είναι ανθρωπομορφικές προβολές. Άρα, δεν μπορούν να τοποθετηθούν στο ίδιο επίπεδο με την ουσία τού Θεού αλλά μόνο ψηλαφητά, «ως εν τω σκότη» για τις ενέργειές Του και καθόλου για την ουσία Του.
Για να αποφευχθεί αυτό, στην ορθοδοξία δεν χρησιμοποιείται το πανάγαθος ως επίφαση του αγαθού, αλλά το υπερ-αγαθός, υπερ-σοφός, υπερ-ούσιος εννοώντας με το υπέρ το ξεπέρασμα του αγαθού, της σοφίας, της ουσίας.
Αυτό το υπέρ υποδηλώνει ακριβώς αυτήν την υπέρβαση από τους ανθρωπομορφικούς χαρακτηρισμούς. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα γι' Αυτόν και για την ουσία Του. Τίποτα απολύτως. Γιατί απλά αν υπάρχει ο Θεός, η ουσία Του ξεπερνά τα όρια της γλώσσας μας και, συνεπώς, της συνειδητότητάς μας και της αντίληψής μας. Τίποτα λοιπόν δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι ο Θεός, όπως και τίποτα δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι όπως λέει και ο «ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΑΡΕΟΠΑΓΙΤΗΣ:
«….Και ανερχόμενοι λέμε ότι (ο Θεός) ούτε ψυχή είναι, ούτε νους, ούτε έχει φαντασία ή γνώμη ή λόγο ή νόηση ούτε είναι λόγος, ούτε λέγεται, ούτε νοείται, ούτε είναι αριθμός ή τάξη ή μέγεθος ή σμικρότητα ή ισότητα ή ανισότητα ή ομοιότητα ή ανομοιότητα, ούτε στέκεται, ούτε κινείται, ούτε ησυχάζει, ούτε έχει δύναμη, ούτε είναι δύναμη, ούτε είναι φως, ούτε ζει ούτε είναι ζωή, ούτε είναι ουσία, ούτε είναι αιώνας, ούτε είναι χρόνος, ούτε νοητικά (γνωστικά) μπορεί να έχει κανείς επαφή μαζί του...
ούτε είναι επιστήμη (γνώση) ούτε είναι αλήθεια
ούτε είναι βασιλεία, ούτε είναι σοφία
ούτε είναι ένα ή ενότητα ή θεότητα ή αγαθότητα, ούτε είναι πνεύμα, όπως εμείς «ξέρουμε», ούτε υιότητα, ούτε πατρότητα, ούτε τίποτα άλλο από όσα αφορούν εμάς ή κάποιο άλλο από τα γνωστά όντα, ούτε ανήκει στα μη όντα αλλά ούτε και στα όντα και ούτε τα όντα γνωρίζουν τί είναι, ούτε γνωρίζει με τη γνώση τί είναι τα όντα
ούτε υπάρχει λόγος γι' αυτόν, ούτε όνομα ούτε γνώση
ούτε είναι σκοτάδι, ούτε είναι φως
ούτε πλάνη, ούτε αλήθεια
ούτε μπορεί καθόλου να οριστεί με την κατάφαση ή την αφαίρεση
αλλά όταν τα προερχόμενα από αυτόν προσθέτουμε (καταφατικά) ή αφαιρούμε (αποφατικά), σ' Αυτον ούτε προσθέτουμε ούτε αφαιρούμε τίποτε.
Επειδή η τέλεια και ενιαία Αιτία των πάντων ξεπερνά κάθε ορισμό και κάθε πρόθεση και ξεπερνά κάθε αφαίρεση η υπεροχή Εκείνου που απλά είναι αποδεσμευμένος εκ της «φύσεώς Του» από τις έννοιες που τού αποδίδονται, από όλα και που τα πάντα υπερβαίνει."
Το μόνο που μπορούμε να αντιληφθούμε είναι οι ενέργειές του και το μόνο που μπορούμε να πούμε για τον Θεό, είναι ο μόνος ορισμός περί του Θεού που βρίσκουμε στις Γραφές: «ο Θεός αγάπη εστί».
Αυτό εκφράζει και με τις δύο μεγάλες και περιεκτικές εντολές Του, όπως τις εξέφρασε μέσω τής ενανθρωπίσεώς Του ως οφειλή για τους ανθρώπους απέναντι στον Ίδιο και τον Άνθρωπο που ποθεί να Του ομοιάσει στο «καθ’ ομοίωσιν»: «Λουκ. 10,27 ὁ δὲ ἀποκριθεὶς εἶπεν· ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν·»
Αυτό σημαίνει πως η αγάπη δεν είναι μια ιδιότητά του αλλά ότι υπάρχει με τον τρόπο τής αγάπης μες την Τριαδικότητά του και δίνεται κατ’ επέκταση στα λογικά κτίσματά Του.
Για την ορθόδοξη θεολογία ο τρόπος ύπαρξης του Άκτιστου Θεού, μπορεί να πραγματοποιηθεί και από τον κτιστό άνθρωπο. Να υπάρξει και ο άνθρωπος με τον τρόπο της αγάπης. Να υπάρξει όχι ως φυσικό άτομο, αλλά ως πρόσωπο ελεύθερο από τις αναγκαιότητες της φύσης του...την χρονικότητα, την φθορά, τον θάνατο.
Έτσι η αγάπη δεν στέκει ως μια από τις πολλές αρετές που πρέπει ο άνθρωπος να κατακτήσει, μα ο κατ’ εξοχήν τρόπος ύπαρξης του ανθρώπου ΑΦΟΥ ΕΙΝΑΙ Ο ΚΑΤ ΕΞΟΧΗΝ ΤΡΟΠΟΣ ΥΠΑΡΞΗΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΗΣ ΑΝΑΡΧΟΥ ΚΑΙ ΑΧΡΟΝΟΥ ΑΙΤΙΑΣ.
Τώρα..λέγοντας ο Θεός είναι αγάπη προκύπτει το ερώτημα. .Τι σημαίνει αγάπη σε αυτήν την "θεία" κατάσταση;
Αν ο Θεός είναι μια ξεμοναχιασμένη οντότητα, μια εξωσυμπαντική ή ενδοσυμπαντική ανώτατη διάνοια όπως κηρύττει ο Ιουδαϊσμός ή ο
Ισλαμισμός και πολλοί άλλοι, τότε για ποια αγάπη μιλάμε ότι EINAI το ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ αφού «ο Θεός αγάπη εστί;;;»
Κι αν ο Θεός είναι αγάπη ποιόν αγαπάει αυτή η μοναχική υπέρλογη οντότητα πριν την δημιουργία των υλικών και των αύλων αφού για να είναι Θεός δεν μπορεί να προηγείται τίποτα Εκείνου; Τον εαυτό της; Αυτό είναι αγάπη;;;
Η αγάπη προϋποθέτει αναφορά ως προς «άλλον» και σχέση με έτερον τι. Δεν νοείται αγάπη χωρίς «έτερον τι» που να αναφέρεται.
Σχέση λοιπόν είναι η σωστότερη λέξη κατ εμέ, απ την αλληλεπίδραση που χρησιμοποιείς κατά κόρον. Αλληλεπίδραση μπορεί να συμβεί μεταξύ ενός υποκείμενου και ενός αντικείμενου. Σχέση όμως μόνο πρόσωπα δημιουργούν.
Με αυτήν την έννοια λοιπόν (και με τις έννοιες που παραπάνω περιέγραψα) αν ο Θεός δεν είναι Τριάδα Προσώπων δεν είναι Θεός που πρέπει να μας αφορά και κυρίως δεν είναι αγάπη!
Λες πως αυτά είναι ανθρώπινες αδυναμίες και δεν ταιριάζουν στον Θεό.
Όταν θεωρεί ή αν υποθέσει κάποιος τον Θεό (αν υπάρχει) σαν μια ξεμοναχιασμένη συνειδητή παντοδύναμη διάνοια, είναι λογικό να φτάνει στα λογικά συμπεράσματα που φτάνεις και συ.
Ο Θεός όμως για την ορθοδοξία σημαίνει εμπιστοσύνη σε ένα πρόσωπο. Νυμφίο τον λέει η εκκλησία. Μεσσία τον λένε οι προφήτες και τον περίμεναν οι Ιουδαίοι που τον περιμένουν ακόμα.
Εμπιστοσύνη σε έναν θυσιαστικό έρωτα που ξεπερνάει τον χρόνο, την φθορά και τον θάνατο. Κλήση σε μια σχέση, σε μια φιλία. Σε έναν άλλον τρόπο ύπαρξης. Φίλους αποκαλούσε ο Χριστός τους αποστόλους.
Εμπιστοσύνη στην ύπαρξη μιας παρουσίας που δεν είναι νοητικές ακροβασίες, φιλοσοφικές αναζητήσεις, εμμονικές βεβαιότητες και ανάγκες, αλλά βεβαιούται μόνο βιωματικά και μέσα από εμπειρία σχέσης. (Αυτή η σχέση για τον λαό Του εκφράζεται στην Εκκλησία Του. Για τους Αγίους τής Εκκλησίας Του και τους Προφήτες πριν την ενανθρώπισή Του, ως «Πρόσωπον προς πρόσωπον».
Και το να φτάσεις να συναντήσεις ένα πραγματικό πρόσωπο απέναντί σου, είναι ένας αγώνας συνεχόμενος. Να το ζητάς αδιάκοπα, να το κερδίζεις καθημερινά… όπως ακριβώς συμβαίνει και στις καθημερινές ανθρώπινες προσωπικές σχέσεις.
Γιατί δεν είναι δυνατόν να βρεις ένα πρόσωπο και να το κατέχεις/εξουσιάζεις. Αν το κατέχεις τότε δεν είναι σχέση πια…γιατί ακυρώνεται η ελευθερία του άλλου. Είναι ο θάνατος της σχέσης.
Ούτε είναι δυνατόν να δημιουργήσεις σχέση με κάποιον άλλον που δικτακτορικά θέλει να σου επιβληθεί ή έστω να σου επιβάλλει την παρουσία του...είτε είναι άνθρωπος είτε Θεός.
Επειδή λοιπόν πάντα πίστευα πως για να πάρεις σωστή απάντηση πρέπει πρώτα να έχεις θέσει σωστό ερώτημα…θα έλεγα πως…δεν μ’ ενδιαφέρει καθόλου το ξερό ερώτημα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός. Το θεωρώ λάθος ερώτημα. Το ερώτημα «υπάρχει ή δεν υπάρχει Θεός;» δεν αρκεί. Αν δεν συνοδεύεται και με το ερώτημα με ποιον τρόπο σχετίζεται με τον κόσμο ο Θεός και ο κόσμος με Εκείνον, το ερώτημα αυτό δεν έχει νόημα. (Για τον Επίκουρο αρκεί. Σου λέει και να υπάρχει και να μην υπάρχει τι μας νοιάζει. Και είχε δίκιο βέβαια έτσι όπως θεωρούσε τον Θεό ή το θείο... και να υπάρχει αυτό το όν σιγά μη κάτσει να ασχοληθεί με τα ανθρωπάκια του και στο τι μαλακίες κάνουν, γι αυτό εμείς ας κοιτάξουμε να περάσουμε καλά π.χ με την ηδονή της φιλίας κι ας αποθάνουμε ευτυχείς. Ο καθ’ ένας όπως γουστάρει στην τελική).
Για να πάρει λοιπόν κάποιος σωστή απάντηση πρέπει το ερώτημα που έχει τεθεί να είναι σωστό. Να μη λαθεύει. Να είναι εμπεριστατωμένο από κάθε άποψη.
Λάθος ερώτημα ίσον λάθος απάντηση γιατί το πρόβλημα σε αυτό τον χώρο αναζήτησης δεν είναι πρόβλημα απαντήσεων αλλά
πρωτίστως πρόβλημα ερωτημάτων.
Δεν υπάρχει π.χ απάντηση στο «Τι;» ή στο «Ποια;» είναι η αλήθεια, γι αυτό και όταν ο Πιλάτος ρώτησε τον Χριστό «ΤΙ είναι η αλήθεια;» Εκείνος δεν απάντησε. Γιατί η ερώτηση τέθηκε λάθος.
Το προηγούμενο βράδυ όμως είχε πει στους μαθητές του «ΕΓΩ ειμί η Αλήθεια» και αλλού λέει «Ιω. 11,25 εἶπεν αὐτῇ ὁ Ἰησοῦς·
ἐγώ εἰμι ἡ ἀνάστασις καὶ ἡ ζωή.».
Ταύτισε δηλαδή την Αλήθεια με το Πρόσωπό του. Δεν είπε ...εγώ λέω ή εγώ θα σου πω την αλήθεια , αλλά Εγώ είμαι η Αλήθεια, που σημαίνει πως η όντως Αλήθεια είναι ένα Πρόσωπο.
Και αυτή η Αλήθεια είναι κάτι πολύ περισσότερο απ τις παγιωμένες αντιλήψεις μας περί αλήθειας, ηθικής και αγάπης…και από τα κριτήρια που έχουμε όταν τοποθετούμαστε σε αυτά τα θέματα.
Όπως ήδη είπα για όποιον είναι ορθόδοξος χριστιανός η ερμηνεία των λόγων του ευαγγελίου αποδίδεται απ' τους Πατέρες της Εκκλησίας μέσω του Αγίου Πνεύματος, οι οποίοι συγκεφαλαίωναν στο πρόσωπό τους την μέσα στους αιώνες επαληθευόμενη κοινωνούμενη αλήθεια του βιώματος των πιστών. Των αληθινών πιστών,
όχι των φοβισμένων παρτάκηδων που προσπαθούν να εξασφαλίσουν την εύνοια του Θεού μπας και πάρουν κανένα διαμπερές διαμερισματάκι στον παράδεισο.
Τα λόγια των φωτισμένων με Πνεύμα Πατέρων π.χ του Μάξιμου ομολογητή, του Διονύσιου Αεροπαγίτη, του Γρηγορίου Νύσσης, του Γρηγορίου Παλαμά και από τους Μεγάλους θεολόγους πλην του πρώτου, τού Ευαγγελιστή Ιωάννη, τους τρεις Ιεράρχες και πολλών άλλων, αυτήν την αλήθεια εξέφραζαν και όχι μόνο την ατομική δική τους.
Ο Ορθόδοξος θα έλεγα ότι έχει έναν «μηδενισμό» ως προς τα συμβάντα, γιατί γνωρίζει πως όλα τα συμβαίνοντα στο σύμπαν τείνουν στο μηδέν και στην ανυπαρξία.
Και αυτό δεν είναι απαισιόδοξη ψυχολογική ροπή, αλλά η φυσική ροπή (η εντροπία) του σύμπαντος φυσικού κόσμου.
Αλλά ο λόγος της ορθοδοξίας δεν σταματάει εκεί. Μπορεί να έχει έναν μηδενισμό ως προς τα φαινόμενα, αλλά αγιοποιεί και αφθαρτοποιεί την γνησιότητα της ζωής και στις παραμικρές της λεπτομέρειες.
Γιατί μπορεί η φθορά και ο θάνατος να είναι το εγγενές δεδομένο του δημιουργηθέντος κτιστού (καθ ότι η αθανασία και η αιωνιότητα μόνο στο Άκτιστο ανήκει) αλλά ο Θεός δεν έφτιαξε έναν κόσμο για να πεθάνει.
Έδωσε την δυνατότητα μέσω της ελευθερίας του ανθρώπου αν επέλεγε να κάνει πράξη το «καθ’ ομοίωσιν» να αφθαρτοποιηθεί όλος ο κόσμος.
Η Ενσάρκωση, η Σταύρωση και η Ανάσταση Του, το δώρισαν και στον άνθρωπο αυτό «δείχνοντας» τον τρόπο για όλη την ανθρωπότητα αν το ποθεί και αυτό βασίζεται πάνω στις δύο μεγάλες εντολές τού Χριστού.
Ο θάνατος είναι το εγγενές δεδομένο του κτιστού. Μόνο το Άκτιστο δεν έχει αρχή και τέλος. Όπως λέει ο Μάξιμος ο ομολογητής…απλά η πτώση του ανθρώπου απέκλεισε την δυνατότητα αφθαρτοποίησης, μιας και ο άνθρωπος αποφάσισε να αντλήσει δύναμη απ’ τις δικές του κτιστές και περιορισμένες δυνατότητες και όχι απ’ την σχέση του με την πηγή τού "Όντως Είναι" δηλαδή τον Θεό.
Όμως ο Θεός σεβόμενος απόλυτα την ελευθερία του δημιουργήματός του δεν άφησε τον άνθρωπο.
Και εκεί έρχεται το σχέδιο σωτηρίας του κόσμου με την ενσάρκωση του θεανθρώπου.
Η ορθοδοξία όπως την έχω αντιληφθεί εγώ είναι κάτι σαν την τέχνη ή την ποίηση.
Απευθύνεται σε όλους αλλά χρειάζονται κάποια ιδιαίτερα αισθητήρια ωρίμανσης για να ξεπεράσεις τα πεπατημένα και να την αντιληφθείς. Πρέπει να ρίξεις λίγο τα μούτρα σου και την έπαρση των ατομικών ερμηνειών (καμιά φορά και εμμονικών) αυτοδικαίωτων βεβαιοτήτων σου. Πρέπει να περάσεις πέρα απ αυτό που φαίνεται στα μάτια σου προφανές, καμιά φορά αντιφατικό και απλοϊκό.
Ο Χριστιανός δεν μιλάει για θεότητα, γιατί η θεότητα είναι μια αφηρημένη έννοια, αλλά
για Θεό. Με τον ίδιο τρόπο που δεν μιλάει και για ανθρωπότητα, γιατί και η ανθρωπότητα είναι κι αυτή μια αφηρημένη έννοια, αλλά για συγκεκριμένο άνθρωπο, και για τις διαπροσωπικές του σχέσεις με τον Θεό και τον συνάνθρωπο.
Τα βάθη της ψυχής μας όμως και τα κίνητρα των προθέσεών μας για το κάθε τι που κάνουμε ή που δεν κάνουμε…μες την αδυναμία μας και μες την άγνοιά μας είναι άλλο θέμα που μόνο ο Θεός τα ξέρει.
Λένε κάποιοι:…
Αν όπως λέτε ο Χριστός είναι ο Θεός και είναι η μόνη αλήθεια, όλοι οι άλλοι που δεν είναι ορθόδοξοι; Τι θα γίνει με αυτούς; Και αν αυτοί σωθούν μόνο με έργα αγάπης και όχι με τη πίστη στην μόνη όπως λέτε, αλήθεια, τότε τι χρειάζεται το ευαγγέλιο; Τι χρειάζεται το δόγμα και η μυστηριακή ζωή των πιστών;;…
Αυτό είναι κάτι σα να λέμε: οι πόλεις με τους δρόμους τους υπάρχουν...τι τον θέλουμε το κώδικα οδικής κυκλοφορίας για να φτάσουμε ασφαλείς στον προορισμό μας, ή τι τον θέλουμε τον σχεδιαστή της πόλεως για να μας οδηγήσει από την ασφαλή οδό....
Για να ξεκαθαριστεί: Άλλο Αλήθεια και η αποκάλυψη της Αλήθειας του Όντως υπαρκτού μέσω τής ενσάρκωσης του Θεού…το Θεϊκό σχέδιο δηλαδή σωτηρίας του κόσμου και άλλο η «κρίση» του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά απ τον Θεό όπου κι αν ανήκει, όποτε κι αν έζησε.
Το ανθρώπινο πρόσωπο και η χάρις του Θεού είναι πάνω απ όλες τις ιδέες και τις φιλοσοφίες, πάνω απ όλα τα ανθρώπινα διανοητικο-ιδεολογικά κατασκευάσματα, και μπορεί να τα υπερβεί σε όποιον χώρο και χρόνο και να βρίσκονται.
Απ᾿ την άλλη η Εκκλησία θωρακίζεται από την ίδια τη διδασκαλία του Χριστού που διατηρεί εκ παραδόσεως στους κόλπους της.
Κατά τους Πατέρες, όσοι δεν γνωρίζουν την αλήθεια του Θεού θα «κριθούν» μόνο με τα έργα της αγάπης. (ή μάλλον θα αυτοκριθούν, όπως άλλωστε στην ουσία θα αυτοκριθούμε και όλοι μας όταν βρεθούμε αντιμέτωποι και πρόσωπο με πρόσωπο με την όντως Αλήθεια, με την αγάπη του Θεού, όπως ένα κόπρανο θα αυτόκρινε την μυρωδιά του όταν θα βρισκόταν ανάμεσα στα γιασεμιά.
Αυτή είναι η κόλαση και ο παράδεισος. Και με αυτήν την έννοια ο Θεός και στην κόλαση θα υπάρχει. Απλά οι μακράν της αγάπης θα τον αντιλαμβάνονται σαν βάσανο, λόγω του εγωϊσμού τους και μη συνταιριασμού στο θέμα της αγάπης.
Δεν είναι τιμωρία η κόλαση. Αυτοεξορισμός και αυτοβασανισμός είναι.
Πρόγευση παίρνουμε από την προσωπική μας ζωή και δεν χρειάζεται να πω παραδείγματα.
Τώρα του τι είδους αγάπη είναι αυτή, το πόσο καθαρή καρδιά έχει κάποιος, πόσο καθαρές προθέσεις και προαιρέσεις, πόσο ο «άλλος» ο «απέναντι» δεν είναι απλά ένα αντικείμενο που μπορεί να εκτονώνει τις καλοσύνες του και τα ένδοξα καλά του έργα αλλά είναι ένα υποκείμενο σχέσης, και πόσο αληθινά είναι τα έργα της αγάπης του (έργα δηλαδή που όσο ενάρετα και να φαίνονται μπορεί να έχουν υποσυνείδητη βαθύτερη αφετηρία και κατάληξη την αυταρέσκειά του, την φήμη του, την απολαβή του, ή και την αυτοθέωσή του-και άρα δεν είναι αγάπη-) αυτό κανείς αλλά ούτε και το ίδιο το υποκείμενο που δρα την «αγάπη» δύναται να γνωρίζει παρά μόνο ο Θεός.
Συνεπώς ΝΑΙ. Ένας Ινδουιστής ή ένας ισλαμιστής, ή ένας πριν του Χριστού την γέννηση, ή ένας άθεος που πληρεί όλες τις παραπάνω προϋποθέσεις δύναται να λάβει χάρη απ τον πολυέλαιο-και γνώστη της βαθύτερης αλήθειας του καθένα μας-Θεό, και να «σωθεί». (γιατί μόνο Αυτός ξέρει. Εμείς οι Χριστιανοί που τα συζητάμε-«το ψάχνουμε», μόνο υποθέσεις μπορούμε να κάνουμε).
Όχι όμως επειδή ακολούθησε τις τοπικές θεότητες ή φιλοσοφίες που βρέθηκαν «μπροστά» του, στον τόπο και στον χρόνο που παραδοσιακά γεννήθηκε, ούτε επειδή άκουσε και προτίμησε την φωνή της λογικής του, αλλά επειδή ο νόμος της συνειδήσεώς του, το ποσό της ανιδιοτελούς αγάπης του προς τον πλησίον, τον κάνει άξιο να βρίσκεται μαζί μ᾿ εκείνους που ακολούθησαν το δρόμο της οντολογικής Αγάπης που είναι ο ίδιος ο Θεός, καθ ότι «ο Θεός Αγάπη εστι...» και ο Οποίος απέδειξε την αξιομίμητη αγάπη Του στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, όχι με ωραία λογάκια αλλά με τη θυσία Του με τέλος τη Σταυρική και ότι συνεπάγεται αυτό.
Το Ευαγγέλιο της Εκκλησίας είναι, κάτι ολίγον σκανδαλώδες. Σκανδαλώδες με την έννοια ότι απαιτεί πολύν ωρίμανση του ανθρώπου για να ψηλαφίσει στο Ευαγγέλιο της Εκκλησίας την ελπίδα. Όχι να φαντασιωθεί ελπίδα. Να την ψηλαφίσει.
Αυτό μέσα από τους δρόμους της Εκκλησίας. Οι δρόμοι αυτοί δεν είναι απλά manual οδηγιών. Είναι δοκιμασμένες ασκητικές εμπειρίες και όποιος θέλει τις δοκιμάζει κι αυτός.
Οι δρόμοι της Εκκλησίας είναι δρόμοι ασκητικοί και σιωπηλοί Μαρκ. 8,34 Καὶ προσκαλεσάμενος τὸν ὄχλον σὺν τοῖς μαθηταῖς αὐτοῦ εἶπεν αὐτοῖς· ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι..
Δεν είναι δρόμοι ούτε κηρυγματικοί ούτε θριαμβολογίας. Ακριβώς επειδή πρόκειται για το μέγιστο και τίμιο. Για το εν ου «εστι χρεία» (Λουκ. 10, 41). Και νομίζω ότι η απάντηση ―αν υπάρχει απάντηση σ’ αυτή την φρικαλεότητα που ζει ο κόσμος αιώνες― αυτή η απάντηση περισσότερο ψηλαφείται στα πρόσωπα των αγίων της Εκκλησίας, παρά σε μια απ’ ευθείας προσπάθεια να τα καταλάβουμε όλα μέσα από την δική μας πρόσβαση και τις αυτοδικαίωτες δικές μας ατομικές κατανοήσεις.
Οι άγιοι απλά δείχνουν και με το παράδειγμά τους πως αυτό που ζητάει ο Χριστός είναι ανθρωπίνως δυνατόν και όχι παντελώς αδύνατον.
Αυτοί είναι η γέφυρα που λες όχι όμως όπως το λες.
Η θέωση είναι έργο τής χάρης του Θεού γιατί είδε ειλικρίνεια έστω μέσα απ τα λάθη και τις πλάνες.
Δεν είναι κατόρθωμα ανθρώπινο.
Είναι δώρημα σε αυτόν που ζει το καθ' ομοίωση.
Αν ο Θεός υπάρχει και είναι πρόσωπο και απ την στιγμή που μιλάμε για σχέση προσώπων...δεν είναι ότι αυτοί είναι οι εκλεκτοί ουρανοκατέβατα. Γιατί αν ο Θεός είναι αγάπη τότε για να σχετιστείς μαζί του πρέπει να είσαι και συ αγάπη και αυτό απαιτεί διαρκή αγώνα απαλλαγής από χίλια δυο μέσα μας που εμποδίζουν σε αυτό.
Απαιτεί προσπάθεια που άσχετα με τις ανθρώπινες αδυναμίες το τέλος τού δρόμου έχει σημασία.
Σημασία έχει πόσο ειλικρινά το θες αυτό.
Αυτό είναι οι άγιοι. Δεν είναι εκλεκτοί του Θεού οι άγιοι επειδή έτσι γούσταρε ο Θεός και έκανε διακρίσεις. Είναι αυτοί που μπόρεσαν να αποκτήσουν μέσα τους αγάπη που αγάπησαν τον πλησίον τους σαν τον εαυτό τους με έργα.
Εν ολίγοις. Αλληλεπίδραση ίσως μπορεί να συμβεί μεταξύ δυο προσώπων, αλλά σχέση δεν γίνεται με το ζόρι. Πόσω μάλλον δε αμοιβαία αγαπητική σχέση.
Όπως για παράδειγμα με το ζόρι κάποιος δεν μπορεί να γίνει φίλος κάποιου άλλου αν τον έχει αντιπαθήσει και να πιούνε τσιπουράκι, το ίδιο ισχύει και για τον Θεό...(ΑΝ βέβαια ο Θεός είναι πρόσωπο και όχι ξερά μια ξεμοναχιασμένη αφηρημένη και παντοδύναμη διάνοια).
…Η ορθοδοξία δεν μίλησε ποτέ αφηρημένα. Δεν μίλησε ποτέ συγκινησιακά. Μίλησε μόνο Οντολογικά.
…Η μαρτυρία της Ορθοδοξίας αναφέρεται στην αμεσότητα του υπάρχειν, στο γεγονός της υπάρξεως, στην αποτυχία της ύπαρξης, στην ζωή και στον θάνατο, στο πάντα επίκαιρο ερώτημα τής ανθρώπινης λογικής ύπαρξης..
Και αποτυχία είναι η μη σχέση, η μη αγάπη, η βασανιστική μοναξιά στον υπεροπτικό εγωϊσμό μας και ο εγκλωβισμός στην αυτοδικαίωτη μοναχικότητά μας και ένδοξη ευφυία μας.
Επομένως μιλώντας για την ηθική της Εκκλησίας δεν μιλάμε σαν να πρόκειται για ποινικό κώδικα δοσμένο άνωθεν που αν δεν τηρηθεί μας τιμωρεί ο νομοθέτης, ή σαν οδηγό καλής συμπεριφοράς και «καλών μας» πράξεων στενά ατομικό, αλλά…ως αγαπητική-ερωτική σχέση με το Θεό και τους ανθρώπους κατά το μέτρο της κάθαρσης της καρδιάς του καθένα..
Η ορθοδοξία κυρίως είναι πάνω απ όλα μια απάντηση για την ζωή και τον θάνατο..
Εάν θες να γνωρίσεις τον Θεό, τον επώνυμο Θεό, σαν αγαπώμενο πρόσωπο, πρέπει ν' ακολουθήσεις την οδό της σχέσης με Εκείνον…
Έχεις έναν Θεό που μπαίνει μες την ιστορία ενσάρκως με άκρα ταπεινότητα.
Κι αυτόν τον Θεό, δεν το πλησιάζεις ούτε με ιδεολογήματα, ούτε με διανοήματα , ούτε με φιλοσοφήματα.
Τον πλησιάζεις από άλλο δρόμο. Δρόμο ασκητικό. Όπως γνωρίζεις ένα πρόσωπο.........
Και το να βρεις τον Θεό, το να βρεις ένα πραγματικό πρόσωπο απέναντί σου που σε αναζητά, σε μια σχέση ερωτική είναι να το ζητάς συνεχώς…να το κερδίζεις ασκούμενος καθημερινά. Όπως ακριβώς συμβαίνει και στις διαπροσωπικές ανθρώπινες σχέσεις. Είναι δυνατόν όταν είσαι ερωτευμένος, να έγινες ερωτευμένος διαβάζοντας βιβλία κι επειδή μελέτησες περί του προσώπου που αγαπάς;;; Είσαι ερωτευμένος μέσα στο βίωμα μιας σχέσης. Και η σχέση είναι δρόμος με γεφύρια, με ανηφόρες και δύσβατα μονοπάτια, έχει μια πρακτική. Έχει μια αμεσότητα. Δεν είναι θεωρία ούτε ιδεολόγημα, ούτε υψιπετής διανόηση, ούτε νεφελώδης ενόραση και φιλοσόφημα….
Κλείνω με προσωπική μου θέση:
Πιστεύω πως όσο και να προσπαθεί ο άνθρωπος σαν λογικό ον να βρίσκει λύσεις και τρόπους να προσπερνάει το δεδομένο γεγονός του θανάτου, πάντα βαθειά μέσα του θα υπάρχει αυτή η αγωνία. Ο τρόπος της ζωής του ανθρώπου είναι να αποφύγει αυτή τη αγωνία, να την καλύπτει, να την ξεχνάει ή να την μετατρέπει.
Αλλά ακόμα κι από το θάνατο πιο πολύ είναι η απουσία νοήματος, Όχι νοήματος καθημερινότητας (αυτό είναι πανεύκολο να το εφεύρεις. Είναι θέμα γούστου και προσωπικής επιλογής, π.χ ακόμη και ένας χούλιγκανς ποδοσφαίρου δεν χρειάζεται να ψάχνει τέτοια θέματα. Αυτός έχει βρει το νόημα στην ύπαρξή του κι αυτό είναι η ομάδα του). Αλλά νοήματος ύπαρξης και εσχάτων που ξεπερνάει την φθορά και τον θάνατο.
Μια απουσία που βιώνεται είτε ως πλήξη – κατάθλιψη είτε ως εμμονές σε ψευδαισθήσεις και ζωτικά ψεύδη είτε ως παράνοια.
Το «Ο ΘΕΟΣ ΑΓΑΠΗ ΕΣΤΙ» βεβαιώνει ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι και υπάρχει ο Θεός είναι Πρόσωπο και αγάπη. Και αγάπη υπάρχει μόνο σε ελευθερία…μόνο σε αυτοσυνειδησία και βούληση ελεύθερη.
Αυτή είναι η τεράστια διαφορά της ορθοδοξίας απ την αρχαιοελληνική θεολογία και φιλοσοφία και τις άλλες θρησκείες και φιλοσοφίες της Ανατολής. Μόνο έτσι βλέπω να έχει νόημα ο κόσμος.
Εκτός κι αν πω:… «Μου είναι αδιάφορες τέτοιου είδους ανιχνεύσεις πάνω στα «πόθεν» τα «τι» και τα «γιατί» γιατί και να βρω τις απαντήσεις μόνο την περιέργειά μου θα ικανοποιήσω και τίποτε άλλο. Σεβαστές οι τοποθετήσεις και η πίστη του καθένα (αρκεί να μην μου γίνονται τσιμπούρι) αλλά εμένα μου αρκεί που έχω μπροστά μου το Υπαρκτό. Για το μόνο που είμαι σίγουρος είναι πως είμαι μέρος του Υπαρκτού και κατά το δοκούν πορεύομαι κατά πως γουστάρω έως ότου μου τελειώσει η βενζίνη...Όλα τα υπόλοιπα είναι φαντασιοκοπήματα, ευσεβείς πόθοι και παραλογισμοί που αφορούν αδύναμα και φοβισμένα ανθρωπάκια ανίκανα να δημιουργήσουν από μόνοι τους χαρά και νόημα στη ζωή τους...».
Αφού πρώτα πω πως προσωπικά δεν νιώθω καθόλου αδύναμος δημιουργικά και ζω τις χαρές της ζωής έχοντας δημιουργήσει οικογένεια και έχοντας επιστήθιους φίλους, ασχολούμενος ταυτόχρονα με πολλές μορφές τής τέχνης και παίρνοντας χαρά από όλα αυτά, θα δηλώσω πως σέβομαι την παραπάνω θέση κυρίως γιατί είναι ξεκάθαρη.
Ξεκάθαρα λοιπόν θα πω και εγώ πως αν φαίνεται η κοσμοθεωρία και πίστη των χριστιανών σαν καθαρή τρέλα και παραλογισμός θα έλεγα πως αποδέχομαι αυτήν την ρετσινιά της τρέλας και πως η δική μου πεποίθηση είναι πως αν δεν υπάρχει Θεός που να υπάρχει με τον τρόπο της αγάπης και που ενδιαφέρεται για τον κάθε ένα από μας ξεχωριστά καλώντας μας σε σχέση μαζί του, σεβόμενος την ελευθερία μας, τότε τα πάντα (για μένα) είναι πολύ μεγαλύτερη τρέλα και ο απόλυτος παραλογισμός.
Θα τολμούσα να πω πως κατά την γνώμη μου τότε, τα πάντα είναι γελοιότητες.
Αν ΔΕΝ υπάρχει τέτοιος Θεός που μας καλεί σε σχέση και η αγάπη του ξεπερνάει την φθορά και τον θάνατο…τότε (σεβόμενος πάντα την διαφορετική κοσμοθεωρία οποιουδήποτε άλλου), τολμώ να πω πως κατ ουσία για εμένα δεν έχει τίποτε νόημα στον κόσμο…και τα πάντα φαντάζουν ανόητα και χαζά. Και όταν λέω τα πάντα εννοώ τα ΠΑΝΤΑ.
Όσο ευγενή και «υψηλά» και νάναι, όσο πολύψαχτα, αλτρουιστικά, προοδευτικά, σοφά, πνευματοφόρα, δημιουργικά, λαμπροφόρα και άριστα να φαίνονται, και να αποκαλούνται. Και τα καλά και τα κακά και τα δίκαια και τα άδικα, και αυτά που λέω και κάνω εγώ, και αυτά που λένε και κάνουν οι άλλοι και όλοι μας, και οι πριν από μας και οι μετά από μας. Στην κυριολεξία τα πάντα. Ούτε αυτά που λέμε, ούτε αυτά που κάνουμε, ούτε αυτά που γνωρίζουμε, ούτε αυτά που ζούμε, ούτε αυτά που θα γνωρίσουμε ούτε και αυτά που θα κάνουμε.
Μπορεί να λαθεύω σε όσα πιο πάνω λέω. Μα αν λαθεύω τότε καμιά άλλη ιδέα περί θεού ή περί κόσμου ή περί θεότητας δεν με καλύπτει, δεν μου δίνει καμιά απάντηση, δεν νοηματοδοτεί κατά την κρίση μου τον κόσμο και την ιστορία και μου είναι απολύτως αδιάφορη μια οποιαδήποτε άλλη "αλήθεια" στην ζωή μου.
Όχι μόνο υπαρξιακά αλλά και στην πρακτική καθημερινότητα και με αφήνει παγερά αδιάφορο οποιαδήποτε άλλη ιδέα περί Θεού..είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει.
Αν δεν υπάρχει ένας Θεός που μας καλεί σε σχέση μαζί του και που αγαπά τον κόσμο και τον καθένα μας χώρια με μια αγάπη που ξεπερνά τον χρόνο την φθορά και τον θάνατο, Θεός της αγάπης, Θεός του έρωτα και κυρίως της ελευθερίας που μας καλεί ελεύθερα σε σχέση μαζί του… τότε ή θα είμαστε μια άλογη χωρίς κανένα νόημα και σκοπό διακύμανση του μηδενός που προήλθε από κάποιες τυχαίες συμπυκνώσεις κβαντικών πεδίων, είτε θα είμαστε παροδικά γεννήματα μιας αιώνιας απροσδιόριστα μεταφυσικής και νεφελώδους κατάστασης (όπως διδάσκει το ΕΝ τού Πλωτίνου, η παγκόσμια νόηση τού Αριστοτέλη, ο κόσμος των ιδεών του Πλάτωνα, το ΤΑΟ ή το Ζεν της ανατολής, το αείζωον πύρ τού Ηράκλειτου, το ανεκδήλωτο «μη ον» του εσωτερισμού) απ την οποία προέρχονται, γεννώνται, πεθαίνουν, και ξαναγεννώνται οι κόσμοι και εξελικτικά γίνονται ασβέστης σκουλίκι δεινόσαυρος σκύλος ..ο Μπάμπης, ο Μήτσος η Φροξυλάνθη και εγώ….και ξανά μανά ασβέστης, σκουλίκι, δεινόσαυρος, σκύλος, ο Μπάμπης , ο Μήτσος, η Φροξυλάνθη κι εγώ…
Αν η αιώνια αρχή είναι είτε η ανοήμων, απρόσωπη και άσκοπη ύλη καταδικασμένη στην φυσική αναγκαιότητα της αυθυπαρξίας της, και του κύκλου της γέννησης, της φθοράς και του θανάτου της, είτε μια απρόσωπη αφηρημένη θεϊκή ουσία και απρόσωπη ανώτατη παντοδύναμη διάνοια που εκδηλώνεται και απεκδηλώνεται αιωνίως σε μορφές και σε αρμονικούς κόσμους…..τότε εγώ που θεωρώ τον εαυτό μου πρόσωπο (οντότητα δηλαδή που ολοκληρώνεται «εν σχέσει») και σαν πρόσωπα βλέπω και όλους τους ομοίους μου, τι με νοιάζει έμενα αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μια παντοδύναμη ανώτατη διάνοια;
…Ή τι με νοιάζει αν μετά από εκατό δισεκατομμύρια ή τρισεκατομμύρια χρόνια μετά την εξαφάνιση την δική μας και όλου αυτού του σύμπαντος που είναι μέρος των αναγεννώμενων απείρων συμπάντων, στο αιωνίως «υπάρχον όλον», εμφανιστεί σε αυτόν ή σε κάποιον πλανήτη άλλου σύμπαντος ένας άλλος π.χ. παρόμοιος ή καλύτερος Αθηναϊκός πολιτισμός…Κινέζικος ή Ινδικός με κατοίκους κάτι σαν τον Ηράκλειτο, τον Πυθαγόρα, τον Αριστοτέλη και τον Γκάντι, σε κάποιον άλλον Παρθενώνα….μέχρι κι’αυτοί να εξαφανιστούν στον ωκεανό του τίποτα και να εμφανιστούν μετά από εκατοντάκις τρισεκατομμύρια χρόνια πάλι κάποιες άλλες παροδικές αναλώσιμες (σοφές) υπάρξεις των μετασχηματισμών της ύλης και των κοχλασμών των κουάρκ.
Οι οποίες συνεχώς νέες μορφές ίσως μέσω της γνώσης, τής ενόρασης, του στοχασμού, της τεχνολογίας και του ορθού λόγου θα κάνουν διαπλανητικά και διασυμπαντικά ταξίδια, «καταφέρνοντας» ταυτόχρονα και την τέλεια δημοκρατική, δίκαιη και σοσιαλιστική κοινωνία, ασχολούμενοι με λάγνες, υψιπετείς ιδέες σε παρεάκια φιλοσοφικά πίνοντας κρασάκι…μέχρι κι΄αυτά τα σύμπαντα να εξαφανιστούν στην κοσμική σούπα των κβαντικών πιθανοτήτων της αιώνιας αλήθειας που είναι το τίποτα και το τυχαίο…, ή το Βράχμα κάποιων άλλων Ινδιών, το ΤΑΟ, ή οι ιδέες τών όντων κάποιου Πλάτωνα, κάποιου Πλωτίνου ή κάποιου Επίκουρου ή κάποιου Κρίσνα Μούτι…..
κ.λ.π., κ.λ.π., κ.λ.π…
Ε, και;;;;;;;;.......
Ρητορικό και προσωπικό το ερώτημα και δεν χρειάζεται βέβαια απάντηση.