Αφορμή γι αυτό το νήμα μου έδωσε ο nik_killthemall με αυτό που εγραψε:
Όπως επίσης και ο alphabet που κάπου έγραψε:"Η όλη παρανόηση ξεκινάει από το γεγονός πως οι πιστοί και όχι οι άπιστοι (εδώ εγώ θα συμπλήρωνα και οι άπιστοι ή έστω οι αγνωστικιστές) ταυτίζουν τις γραφές και τις ερμηνείες τους με τον ίδιο τον θεό.
Είναι ιερές γραφές = θεός ? Ναι ή όχι?"
Επειδή λοιπόν όσους αιώνες και να κουβεντιάζουμε εδώ μεσα, αν δεν γνωρίζουν οι μεν τι θεωρούν σαν Αληθεια οι δε και ποιά είναι τα κριτήρια αυτής της αλήθειας τους, (άσχετα αν δεν γίνεται αποδεκτή), άκρη δεν θα βγει, καλό είναι να γίνει γνωστό (κατά το δυνατόν του λόγου) τι είναι για την ορθοδοξια η Αγία Γραφή, σε σχέση με την όντως Αλήθεια που περιγράφει. Από κει και πέρα ο καθείς έχει δικαίωμα όπως νομίζει να συμπεραίνει και όπως κατά την κρίση του να αντιλαμβάνεται τα πράγματα."Αυτο ακριβως ειναι που με τρελαινει με ορισμενους χριστιανους εδω μεσα. Ξεκινας μια λογικη συζητηση, τους παραθετεις επιχειρηματα μεσα απο την Γραφη που ειναι Η ΠΗΓΗ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ οσο αφορα τον χριστιανισμο και σου αρχιζουν μια ατελειωτη λογοδιαροια για το πως ειναι ο Θεος...και φερνουν ισχυρα επιχειρηματα παραθετοντας τους Πατερες, ενω η ιδια η εκκλησια διδασκει οτι ειναι αδυνατον το ανθρωπινο μυαλο να καταλαβει τον Θεο.
Τελικα οι Πατερες πρεπει να ηταν ή εξωγηινοι, ή απατεωνες."
...Κι όμως για τους ορθόδοξους...η Αγία Γραφή δεν είναι η πηγή των ΠΑΝΤΩΝ.
Τζάμπα τρελαίνονται κάποιοι.
Για τους ορθόδοξους η Αγία Γραφή είναι η φανέρωση του Θεού μέσα στην ανθρώπινη ιστορία, σε μια κοινωνία που ανέκαθεν ήταν και είναι γεμάτη με αδυναμίες, εγωϊσμούς-φιλοτομαρισμούς, μνησικακίες, υποκρισίες, άγρια πάθη, καμιά φορά και μέσω καθαρμάτων (έτσι είμαστε οι άνθρωποι και η κοινωνία μας-καλώς ή κακώς μέσα από αυτούς έπρεπε να δράσει ο Θεός -γιατί δεν έχει σημασία τι είμαστε αλλά τι θα γίνουμε) και ένας οδηγός που οδηγεί βήμα-βήμα προς τον Θεό.
Από κει και πέρα το έργο για την περαιτέρω κατανόηση αυτής της φανέρωσης και την αποκάλυψη και άλλων θείων μυστηρίων, είναι το Άγιο Πνεύμα όπως ο ίδιος ο Χριστός είπε.
Ἡ Αγία Γραφή μόνη της δεν μπορεί να οδηγήσει στην Αλήθεια.
Π.χ ο προτεσταντικός κόσμος, με την υπερπροσήλωσή του στην Αγία Γραφή, πίστεψε ότι αυτή είναι αρκετή για να οδηγήσει στην Αλήθεια (ή ακόμη χειρότερα ότι ταυτίζεται με την Αλήθεια). Αρκεί η Γραφή, «μόνο η Γραφή»!
Ἡ ίδια επαρκεί για την κατανόηση και την ερμηνεία της: «η Γραφή ερμηνεύεται διά της Γραφής». Έτσι αυτόματα ο χριστιανισμός γίνεται και είναι αυστηρά η θρησκεία ενός βιβλίου.
Τα αποτελέσματα αυτής της αντίληψης ήταν, όντως, τραγικά. Κάθε μικροομάδα ή και μεμονωμένο πρόσωπο, έχοντας απόλυτη πεποίθηση στη δική του αυθαίρετη κατανόηση και ερμηνεία, αποσχιζόταν και δημιουργούσε τη δική του άποψη και αν τον ακολουθούσαν και άλλοι τη δική του εκκλησία-αίρεση.
Αυτή η αντίληψη για την Αγία Γραφή δεν διαφέρει από την αντίληψη τού Ισλάμ για το Κοράνιο.
Κατά τη διδασκαλία τού Ισλάμ, το Κοράνιο είναι «ο άκτιστος Λόγος τού Θεού». Σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει ἡ Ορθόδοξη Εκκλησία για τη Βίβλο, το Κοράνιο δεν θεωρείται κτιστός λόγος, αλλά άκτιστος. Αυτό σημαίνει, ότι ολόκληρο το περιεχόμενό του, μέχρι των παραμικρών λεπτομερειών, είναι θεόπνευστο και έχει απόλυτο κύρος.
Τό Κοράνιο κατέβηκε αυτούσιο από τον ουρανό. Το πρωτότυπό του διατηρείται εκεί, στον ουρανό. Εδώ, στη γη, υπάρχει ένα αντίγραφο τού ουράνιου πρωτοτύπου. Κατά συνέπεια, το Κοράνιο είναι το κατ’ εξοχήν θεμέλιο τού Ισλάμ: το Ισλάμ είναι «η θρησκεία ενός βιβλίου».
Έτσι, σε χριστιανικές αιρέσεις συναντάμε την αντίληψη ότι η Αγία Γραφή είναι ο Λόγος τού Θεού ή ότι ταυτίζεται με τον Λόγο τού Θεού ή ότι είναι η Αποκάλυψη τού Θεού.
Ἐπίσης, είναι ευρύτατα διαδεδομένη η αντίληψη ότι ή Γραφή είναι θεόπνευστη «κατά γράμμα» και ότι πρέπει να ερμηνεύεται «κατά γράμμα».
Συνεπώς, κάθε παραδεδομένη πίστη έξω από τη Γραφή, ακόμη και η μεταποστολική, απορρίπτεται.
Αν δεν είναι όμως πρωταρχικά και κύρια η πηγή της Αλήθειας του χριστιανισμού η Αγία Γραφή τότε ποιά είναι; Ποιο είναι το θεμέλιο; Τι προηγείται και τι έπεται αξιολογικά;
Για τους Ορθοδόξους το θέμα είναι απλό: Ουσία και θεμέλιο τού Χριστιανισμού είναι μόνο το Θεανθρώπινο πρόσωπο τού Ιησού Χριστού. Αυτός προηγείται όλων. Αυτός είναι ο Πρώτος και ο Έσχατος, το Α καί το Ω, η Αρχή και το Τέλος. Αυτός ειναι το Θεμέλιο τής Εκκλησίας και «θεμέλιον άλλον ουδείς δύναται θείναι παρά τον κείμενον, ός ἐστιν Ἰησούς Χριστός» (Α΄ Κορ. 3,11), ο «Υιός τού Θεού τού ζώντος» (Ματθ. 16, 16-18).
Είναι αδύνατον και δεν γινόταν ούτε και γίνεται να γνωρίσει κανείς τον Θεό παρά μόνο αν ο ίδιος παρέμβαινε μέσα στην ιστορία και ενσαρκωνόταν.
Κατά συνέπειαν, ο Χριστιανισμός είναι «η θρησκεία ενός προσώπου»...για το οποίο ναι μεν μιλούν οι Γραφές αλλά οι Γραφές δεν εξαντλούν την Αλήθεια του.
Η Αγία Γραφή ναι μεν είναι θεόπνευστη αλλά δεν λοβοτομείται ο συγγραφέας. Μεσολαβεί η προσωπική κατανόηση του μεταφέροντος τον λόγο του Χριστού και η μνήμη του.
(Γράφει π.χ ο Ματθαίος στο 27/κζ: 9:
"Τότε επληρώθη το ρηθέν δια Ιερεμίου του προφήτου λέγοντος: Και έλαβον τα τριάκοντα αργύρια, την τιμήν του τετιμημένου ον ετιμήσαντο από υιών Ισραήλ"
Λοιπόν, ψάξτε όσο θέλετε τον Ιερεμία.
Αυτό το εδάφιο δεν θα το βρείτε!
Και ας γράφει ο Ματθαίος ότι το λέει ο Ιερεμίας.
Πού είναι αυτό το εδάφιο;
Βρίσκεται στον προφήτη Ζαχαρία!
Γράφει ο Ζαχαρίας:
"και ερώ προς αυτούς: Ει καλόν ενώπιον υμών εστι, δότε στήσαντες τον μισθόν μου ή απείπασθε• και έστησαν τον μισθόν μου τριάκοντα αργυρούς"
(Ζαχαρίας 11/ια: 12).
Είναι προφανές εδώ, ότι ο Ματθαίος έγραψε από μνήμης ό,τι θυμόταν, και έκανε λάθος!
Νόμιζε ότι την είχε διαβάσει στον Ιερεμία, αλλά την είχε διαβάσει στον Ζαχαρία!
Αλλού πάλι άλλος ευαγγελιστής γράφει μακάριοι οι πτωχοί το πνεύματι και άλλος μακάριοι οι πτωχοί.
Κι εδώ είναι προφανές πως αλλιώς χαράχθηκε στην μνήμη του ενός και αλλιώς στου άλλου.
Και είναι επίσης προφανές πως το μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι είναι το ορθό και όχι μακάριοι οι πτωχοί σε υλικά αγαθά καθ' ότι είναι γνωστό πως υπάρχουν πολλά καθάρματα που είναι πτωχοί.
Υπάρχουν και πολλά άλλα παρόμοια τέτοια μέσα στην Γραφή.
Έτσι όσοι το παραβλέπουν αυτό και παίρνουν κατά το γράμμα (όπως οι προτεστάντες το Ευαγγέλιο ή όπως οι ισλαμιστές το Κοράνι) και όχι κατά το πνεύμα τις Γραφές ξεχνούν τα:
". Ιωαν. 14,16 καὶ ἐγὼ ἐρωτήσω τὸν πατέρα καὶ ἄλλον παράκλητον δώσει ὑμῖν, ἵνα μένῃ μεθ᾿ ὑμῶν εἰς τὸν αιώνα.
Ιω. 14,26 ὁ δὲ παράκλητος, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν.
Ιω. 16,12 Ἔτι πολλὰ ἔχω λέγειν ὑμῖν, ἀλλ᾿ οὐ δύνασθε βαστάζειν ἄρτι.
Ιω. 16,13 ὅταν δὲ ἔλθῃ ἐκεῖνος, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὁδηγήσει ὑμᾶς εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν· οὐ γὰρ λαλήσει ἀφ᾿ ἑαυτοῦ, ἀλλ᾿ ὅσα ἂν ἀκούσῃ λαλήσει, καὶ τὰ ἐρχόμενα ἀναγγελεῖ ὑμῖν.
Με αυτήν την έννοια η Αγία Γραφή κατανοείται μέσα από τον φωτισμό και τον δρόμο που δείχνει το Άγιο Πνεύμα. Ο δεύτερος Παράκλητος. Για τον ορθόδοξο το Άγιο Πνεύμα δρα και δείχνει την Αλήθεια, μέσα στην ιστορία των αιώνων, μέσα απ την Εκκλησία που είναι το σώμα του Χριστού και μέσα απ' τους άγιους και τους Πατέρες.
Αξιολογικά, προηγούνται ο Χριστός και η Εκκλησία και έπεται η Αγία Γραφή. Η αξία της Αγίας Γραφής έγκειται στο ότι μαρτυρεί περί του Χριστού και στο ότι η μαρτυρία της είναι αυθεντική.
Επιγραμματικά:
Η Αγία Γραφή δεν είναι ο Λόγος τού Θεού. Ο Λόγος τού Θεού είναι ο Χριστός!.
Ο λόγος περί τού Θεού ή ο λόγος περί του Λόγου τού Θεού, δεν είναι ο Χριστός, αλλά είναι ο οδηγός προς τον Χριστό και στην διά τού Χριστού σωτηρία, και αυτός ο οδηγός δεν ταυτίζεται με την Αλήθεια, ούτε περιέχει ολόκληρη την Αλήθεια, απλούστατα επειδή η Αλήθεια δεν περιορίζεται σε κάποια κείμενα, έστω κι αν αυτά είναι ιερά.
Ἡ Αλήθεια είναι ο Ίδιος ο Χριστός («ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» Ἰω. 14,6) και ο Χριστός είπε και έπραξε τόσα πολλά, ώστε αν καταγράφονταν, ο κόσμος δεν θα χωρούσε τα γραφόμενα βιβλία! (Ἰω. 21,25).
Οι παραπάνω διακρίσεις φαίνονται, ίσως, λεπτές και χωρίς νόημα, αν όμως, αγνοηθούν, οδηγούν σε πλάνες, σαν αυτές που συναντάμε στις διάφορες παρερμηνείες και χριστιανικές αιρέσεις.
Λέμε, συνήθως, ότι η Αγία Γραφή είναι θεόπνευστη ή ότι έχει γραφτεί με τον φωτισμό τού Αγίου Πνεύματος κι αυτό, όντως, ισχύει. «Πᾶσα γραφή θεόπνευστος» (Β' Τιμ. 3,16) και «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β' Πέτρ. 1,21).
Όμως, ποια είναι η φύση τής θεοπνευστίας;
Για τό θέμα αυτό έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες, οι κυριώτερες από τις οποίες είναι δύο:
α) η μηχανική ή «κατά γράμμα» θεοπνευστία, κατά την οποία ο ιερός συγγραφέας ενεργεί μηχανικά, (κάτι σαν την αυτόματη γραφή των παραψυχολόγων), ως άβουλο όργανο του Αγίου Πνεύματος, με αποτέλεσμα η θεοπνευστία να φτάνει μέχρι τις λέξεις, τα γράμματα, ακόμη και τα σημεία στίξης, και
β) η δυναμική η «κατ’ έννοιαν» θεοπνευστία, κατά την οποία το Άγιο Πνεύμα ενεργεί στους ιερούς συγγραφείς αποκαλύπτοντας θείες αλήθειες, χωρίς, όμως να καταργεί την αυτοσυνειδησία τους, με αποτέλεσμα η Αγία Γραφή να είναι έργο δύο παραγόντων, του θείου και του ανθρώπινου.
Είναι φανερό, ότι στα Ορθόδοξα δεδομένα προσιδιάζει η δεύτερη, η «κατ’ έννοιαν», και όχι η πρώτη, η «κατά γράμμα» (η μαγική στην ουσία), θεωρία της θεοπνευστίας.
Είναι, επίσης, φανερό, ότι η περί θεοπνευστίας αντίληψη επηρεάζει καίρια και την περί ερμηνείας της Αγίας Γραφής αντίληψη.
Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι περισσότεροι αιρετικοί τής εποχής (Άρειος, Νεστόριος, Θεόδωρος Μοψουεστίας κ.ά.) χρησιμοποιούσαν την «κατά γράμμα» ερμηνεία.
Αυτό σημαίνει, ότι η αυθεντική ερμηνεία τής Αγίας Γραφής υπερβαίνει ερμηνευτικές μεθόδους και θεωρίες περί θεοπνευστίας.
Για την ακρίβεια, δεν υπάρχουν θεόπνευστα κείμενα, αλλά θεόπνευστα πρόσωπα. Τα οποία κείμενα τα γράφουν βέβαια τα θεόπνευστα πρόσωπα αλλά αυτό δεν σημαίνει πως είναι συγγραφικά ρομπότ υπαγόρευσης και μηχανικής καταγραφής.
Θεόπνευστα πρόσωπα είναι όσοι βλέπουν τον Χριστό μέσα στην άκτιστη Δόξα Του, είτε ως Άσαρκο Λόγο, όπως οι Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης, είτε ως σαρκωμένο Λόγο, όπως οι Απόστολοι της Καινής και οι Άγιοι της Εκκλησίας.
Ὅσοι βλέπουν έτσι τον Χριστό τον βλέπουν διά τού Αγίου Πνεύματος, είναι Πνευματοφόροι, έχουν «Πνεύμα Κυρίου», είναι «πλήρεις Πνεύματος Αγίου» (Πράξ. 7,55) καί «ὑπό Πνεύματος Ἁγίου φερόμενοι» (Β' Πέτρ. 1,21).
Ὁ Χριστός εμφανίστηκε «ἐν Δόξη» στη Μεταμόρφωση, αλλά εμφανίζεται έτσι και μετά την Ανάληψή Του στους ουρανούς. Εμφανίσεις του Χριστού «εν Δόξη» μετά την Ανάληψη καταγράφονται και στην Καινή Διαθήκη, όπως στην περίπτωση του απ. Παύλου (Πράξ. 9, 4-5) και του αγίου Στεφάνου (Πράξ. 7,55), όμως επαναλαμβάνονται και εκτός της Καινής Διαθήκης στους Αγίους της Εκκλησίας μέχρι σήμερα, καθώς συνεχίζεται και η δράση τού Αγίου Πνεύματος εντός της Εκκλησίας μέχρι σήμερα.
Στη συνέχεια, τά θεόπνευστα πρόσωπα διατυπώνουν την άκτιστη εμπειρία τους και τις αλήθειες που τους αποκαλύπτονται εντός αυτής με ανθρώπινους (κτιστούς) λόγους.
Κατ’ επέκτασιν, θεόπνευστοι θεωρούνται και οι λόγοι των θεοπνεύστων αυτών ανθρώπων, όχι μόνο οι γραπτοί, αλλά και οι προφορικοί.
Ένα μέρος αυτών των λόγων έχει καταγραφεί στην Αγία Γραφή. Βέβαια, ένα μέρος τής Αγίας Γραφής είναι λόγοι τού ίδιου τού Κυρίου, όπως, όμως, τους διέσωσαν και τους κατέγραψαν θεόπνευστοι άνθρωποι.
Ένα άλλο μέρος θεόπνευστων λόγων έχει καταγραφεί σε άλλα ιερά κείμενα, από τη μεταποστολική εποχή μέχρι σήμερα, κι αυτά αποτελοῦν την Ιερά Παράδοση.
Η Παράδοση είναι έργο τού Αγίου Πνεύματος, όπως και η Γραφή "(Ίσως και κάποια σημεία από τα απόκρυφα και όχι όλα όσα γράφτηκαν σε αυτά)": ό,τι αποκαλύπτει το Άγιο Πνεύμα έχει την ίδια ακριβώς αξία, είτε βρίσκεται εντός, είτε εκτός τής Γραφής. Η Γραφή είναι μέρος της Παράδοσης και η Παράδοση είναι η συνέχεια τής Γραφής.
Αυτό σημαίνει ότι για τους εκτός Ἐκκλησίας...ακόμα και για τους εντός της Εκκλησίας (αυτούς που ονομάζουμε "χριστιανούς" μόνο στην ταυτότητα), η Αγία Γραφή είναι βιβλίο «κατεσφραγισμένον σφραγίσιν επτά», κατά τη χαρακτηριστική εικόνα τής Αποκαλύψεως (5,1), δηλαδή είναι βιβλίο πλήρως ακατανότητο.
Οι Απόστολοι προφανώς γνώριζαν τις Γραφές και εκτός του ότι είχαν την εμπειρία της συναναστροφής με τον Χριστό και είδαν και άκουσαν πολλά από Εκείνον, πολλά απ' αυτά που έλεγε δεν τα καταλάβαιναν, αλλά τα κατανόησαν όλα μόνο όταν ο Κύριος «διήνοιξεν αὐτῶν τόν νοῦν τοῦ συνιέναι τάς Γραφάς» (Λουκ. 24,45).
Κατά συνέπειαν, το ερμηνευτικό «κλειδί» των Γραφών είναι οι λόγοι των Πατέρων και των Αγίων της Εκκλησίας.
Όσοι δεν πιστεύουν στην θεότητα του Χριστού ασφαλώς δεν πιστεύουν ούτε και στο Άγιο Πνεύμα και φυσικά τους είναι είτε αδιάφορα, είτε αντιφατικά είτε ακατανόητα είτε ακόμη και ανόητα αυτά που οι Πατέρες λένε. Επομένως με εκείνους μάταιη και η όποια συζήτηση περί όλων αυτών...
Δικαίωμα του καθένα βέβαια είναι να ερμηνεύει και να κατανοεί όπως θέλει.
Απλά οριοθέτηση κάνουμε του τι είναι τι.
Εξ άλλου δόγμα αυτό σημαίνει. Όριο. Το όριο της βιούμενης Αλήθειας των πιστών.
Π.χ. ό,τι άσχημο και να λένε για τις γυναίκες οι άλλοι άντρες, αν ο Κώστας ο Μήτσος και ο Βαγγέλης έχουν την τέλεια σχέση με την γυναίκα τους και ζουν αγάπη και θυσιαστική προσφορά, γι αυτούς οι γυναίκες είναι αγγελικά πλάσματα. Για τον Κώστα τον Μήτσο και τον Βαγγέλη αυτό είναι το όριο της αλήθειας τους για τις γυναικες.
Δε πα να λένε οι άλλοι ό,τι θέλουνε.
Ό,τι και να λενε για τις γυναίκες τούς είναι αδιάφορο κι ας υπάρχει αυτό το άλλο. Το ό,τι υπάρχει δεν διαψεύδει την δική τους αλήθεια. Απλά αποδεικνύει την αποτυχία τού άλλου τρόπου ύπαρξης.
Επανέρχομαι. Ο κανόνας προϋποθέτει ότι εντός της Ἐκκλησίας υπάρχει μία και μοναδική κατανόηση των Γραφών, χωρίς διαφωνίες.
Αν, ωστόσο, υπάρξει κάποια διαφωνία, (καθ' ότι η θεοπνευστία ειναι το συναμφότερον Πνεύματος Αγίου και ατελούς ανθρώπου) τότε είμαστε υποχρεωμένοι να ερμηνεύσουμε, όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες και οι Άγιοι της Εκκλησίας και όπως διδάσκουν με τα συγγράμματά τους που οδηγούν πάντα στις ίδιες αλήθειες, στη μία πίστη τής Εκκλησίας, και στην ενότητα τής πίστεως.
Ο λόγος που η Εκκλησία από την αρχή της αποφάσιζε Συνοδικά για δυσερμήνευτα θέματα που υπήρχαν διαφωνίες (διότι όπως ελέχθη πιο πάνω, οι Πατέρες που ήταν θεόπνευστοι δεν έπαυαν από το να είναι άνθρωποι με τα προσωπικά στοιχεία αντίληψης, μνήμης κλπ.) θέτοντας το πρόβλημα ενώπιον τού πληρώματος τών Συνόδων, απέφευγαν κατά το δυνατόν προσωπικές ίσως ερμηνείες και παρερμηνείες.
Το ομόγνωμον των Συνόδων αυτό το στόχο είχε. Την ενότητα εις μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολική Εκκλησία θέτοντας τα όρια.
Αυτό ακολούθησαν οι πατέρες από την εποχή τών Αποστόλων που δεν κήρυτταν διαφορετικά, έτσι και οι πατέρες οι μετά τους Αποστόλους.