Λοξίας έγραψε: ↑16 Αύγ 2022, 16:23
Είμαι σίγουρος πως
Όλοι το έχετε διαβάσει ...
Είναι βέβαιο επίσης, πως όλοι έχετε διαβάσει πως:
Αθεϊσμός: (atheism) Ο όρος κυμαίνεται από την ανυπαρξία πίστης στον Θεό,[16] έως την πίστη πως δεν υπάρχει θεός.
...και όλο το υπόλοιπο άρθρο.
Κάποιοι, είμαι πάλι σίγουρος, πως έχουν διαβάσει και Χιούμ και Καντ, για να μην αναφέρω τους νεώτερους φιλοσόφους...
Παρ' όλ' αυτά, κάποιοι συνεχίζετε να βαράτε την ίδια παπάτζα που βαράγατε εδώ και πολλά χρόνια...πως δηλαδή ο άθεος "πιστεύει πως δεν..." και δεν υπάρχει τίποτε άλλο.
Αν αυτό ικανοποιεί τον θρησκευτικό εγωϊσμό σας και καθησυχάζει τους φόβους σας (για να μην πω την ζήλεια σας...), με γεια σας με χαρά σας.
Πλην όμως, ΔΕΝ είναι έτσι, αν έτσι νομίζετε...
Αν το διάβαζες την πηγή σου εσύ ο ίδιος θα έβλεπες το εξής:
Υπό μια πιο στενή έννοια, ο αθεϊσμός δηλώνει την απόρριψη της πίστης στην ύπαρξη θεοτήτων. Σε ακόμη πιο στενή έννοια, ο αθεϊσμός λαμβάνει τη συγκεκριμένη θέση πως δεν υπάρχουν θεότητες
Μολογάτε χωρίς ξύλο που λέει κι ο Beria σε άλλο νήμα...
Όταν λέμε "πιστεύω" εννοούμε ότι καταθέτουμε πίστη επάνω σε κάτι.
Όταν λέμε "δεν πιστεύω" εννοούμε ότι καταθέτουμε πίστη επάνω στη μη κάτι.
Πχ.
Πιστεύω ότι θα πιάσω το τζόκερ (δηλώνω πεπεισμένος ότι θα το πιάσω)
Δεν πιστεύω ότι θα πιάσω το τζόκερ (δηλώνω πεπεισμένος ότι δεν θα το πιάσω)
Πιστεύω ότι υπάρχουν εξωγήινοι
Δεν πιστεύω ότι υπάρχουν εξωγήινοι.
κλπ.
Από την ίδια πηγή:
Στα πρώιμα αρχαία Ελληνικά, το επίθετο άθεος (από το α-στερητικό και το Θεός) σήμαινε κάποιον χωρίς Θεό. Χρησιμοποιήθηκε πρώτα ως όρος για κάποιον που δεν έδειχνε σεβασμό στα θεία. Τον 5ο αιώνα, η λέξη ξεκίνησε να εκφράζει πιο συγκεκριμένη έννοια, όπως «διακοπή των σχέσεων με τους θεούς» ή «άρνηση των θεών».Ο όρος «ασεβής» εμφανίστηκε αργότερα για να περιγράψει αυτούς που δεν σέβονταν ή αρνούνταν την ύπαρξη των θεοτήτων. Σύγχρονες μεταφράσεις των κλασικών κειμένων, μεταφέρουν τη λέξη átheos σε αθεϊστικός «atheistic». Ως αφηρημένο ουσιαστικό, υπάρχει επίσης και το ἀθεότης (atheotēs), "atheism". Ο Κικέρωνας μετέφερε την ελληνική λέξη στα λατινικά átheos. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε αρκετά στους διαλόγους που είχαν οι πρώιμοι χριστιανοί με τους οπαδούς της παραδοσιακής θρησκείας, η κάθε μια όμως τον χρησιμοποιούσε υποτιμητικά, αποδίδοντας τον στους άλλους.[23]
Ο όρος άθεος, (από το γαλλικό athée), με την έννοια «αυτός ο οποίος…αρνιέται την ύπαρξη του Θεού ή θεοτήτων» [24] Προϋπάρχει του αγγλικού «atheism» στα αγγλικά, το οποίο βρίσκεται για πρώτη φορά το 1566,[25] και ξανά το 1571.[26] «Άθεος» σαν σήμανση της πρακτικής αθεΐας χρησιμοποιήθηκε από το 1577.[27] Ο όρος αθειμός, από την γαλλική λέξη atheism η οποία προήλθε από το γαλλικό athéisme, και εμφανίζεται στα αγγλικά το 1587.[28] Μια εργασία του 1534, χρησιμοποίησε τον όρο ‘’atheonism’’.[29] Παρόμοιες ορολογίες εμφανίστηκαν αργότερα: ‘’deist’’, (ντεϊσμός), το 1621,[30] ‘’theist’’ (θεϊστής) το 1662,[31] ντεϊσμός (deism) το 1675,[32] και θεϊσμός το 1678.[33] Εκείνη την εποχή, οι λέξεις ντεϊστής, ντεϊσμός μετέφεραν το σημερινό νόημα.
Η Karen Armstrong γράφει ότι «Κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, η λέξη «άθεος» χρησιμοποιούνταν με πολεμικό τρόπο, ο όρος ήταν υβριστικός. Κανένας δεν ήθελε να αποκαλέσει τον εαυτό του άθεο.»[34]
Ο «Αθεϊσμός» ξεκίνησε να χρησιμοποιείται τον 18ο αιώνα για να περιγράψει μια παραδοχή με συγκεκριμένο χαρακτηρισμό την άρνηση του μονοθεϊστικού Αβρααμικού Θεού. [35] Τον 20ο αιώνα, η παγκοσμιοποίηση βοήθησε στο να κυριαρχήσει η έννοια πως ο αθεϊσμός είναι άρνηση όλων των θεοτήτων, αν και στη Δύση περιγράφει απλώς την «αμφισβήτηση του Θεού» [36]