Η αριστοτελική θεολογία
Αν αναζητήσει κανείς τις ρητές αναφορές του Αριστοτέλη στον θεό ή στους θεούς, είναι εύκολο να
διαπιστώσει ότι είναι πολλαπλάσιες στα ηθικά και στα πολιτικά του συγγράμματα σε σχέση με τα μεταφυσικά
ή τα φυσικά. Ωστόσο, οι περισσότεροι μελετητές θα συμφωνούσαν ότι δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο ρόλος
που αποδίδει ο Αριστοτέλης στο θείο για τη θεμελίωση της σωστής ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Ο Αριστοτέλης υιοθετεί μια συμβατική στάση αποδοχής απέναντι στις κοινές πεποιθήσεις για τους θεούς της
πόλης –θα μπορούσαν οι απόψεις αυτές να συνοψιστούν στο ότι οι θεοί είναι τέλεια έμβια όντα που
μεριμνούν για τους ανθρώπους– και θεωρεί ύψιστο καθήκον της πόλης την «περὶ τὸ θεῖον ἐπιμέλειαν»
(Πολιτικά 1328b). Στα Ηθικά Νικομάχεια (1162a4) δεν θα διστάσει να δηλώσει, χωρίς ιδιαίτερο σχόλιο, ότι
στους θεούς οφείλουμε τα πάντα: την ύπαρξη, την επιβίωση και την παιδεία μας.
Αντιθέτως, οι ελάχιστες αναφορές του Αριστοτέλη στον θεό στο πλαίσιο της μεταφυσικής του έχουν
σχολιαστεί εξαντλητικά και έχουν γενικά θεωρηθεί θεμελιώδεις για την οικοδόμηση μιας «φυσικής
θεολογίας». Στο Λ των Μετά τα φυσικά, ο Θεός –σε ενικό αριθμό αυτήν τη φορά– ταυτίζεται με το «πρῶτον
κινοῦν ἀκίνητον», την αριστοτελική αρχή της κίνησης του σύμπαντος, ως μια ουσία υπερβατική,
απαλλαγμένη πλήρως από ύλη, ως καθαρή νοητική ενέργεια, ως νόησις νοήσεως. Η ιστορία της φιλοσοφίας
θέλει τον Αριστοτέλη υπέρμαχο του δόγματος, που στην ύστερη αρχαιότητα θα ονομαστεί theologia tripertita
(ή tripartita): άλλοι οι θεοί των ποιητών (που ο φιλόσοφος περιφρονεί), άλλοι οι θεοί της πόλης (που ο
φιλόσοφος τιμά και σέβεται), και άλλοι οι θεοί, ή μάλλον ο θεός, της φιλοσοφίας (ως σημαντικό στοιχείο ενός
φιλοσοφικού συστήματος).
Είναι μάλιστα εντυπωσιακό να σκεφτεί κανείς ότι η σχολαστική φιλοσοφία, δηλαδή η σύζευξη
χριστιανισμού και αριστοτελισμού που θεμελιώνεται από τον Θωμά Ακινάτη, στηρίχθηκε ουσιαστικά σε ένα
κεφάλαιο του Λ (το 7ο). Αποτελεί, κατά τη γνώμη μου, ανοικτό ερώτημα πώς μπόρεσε να επιτευχθεί και να
επιβληθεί αυτή η σύζευξη, όταν ο Αριστοτέλης αρνείται ρητώς βασικά δόγματα του χριστιανισμού, κυρίως
την αθανασία της ψυχής και τη δημιουργία του κόσμου (αλλά και την ύπαρξη θείας πρόνοιας). Αν λοιπόν δεν
υπήρχε το Λ7, τότε μάλλον ο Ακινάτης, ως μεγάλος φιλόσοφος που όντως είναι, υποθέτω ότι θα περιοριζόταν
να εκφράσει τον θαυμασμό του για τη σκέψη του μεγαλύτερου εθνικού φιλοσόφου, και δεν θα επιχειρούσε να
τον ενσωματώσει στη χριστιανική δογματική.
Υπάρχει άραγε ρόλος για τον θεό στο αριστοτελικό σύμπαν; Για τους ανθρωπομορφικούς θεούς του
ελληνικής μυθολογίας σίγουρα δεν υπάρχει. Ούτε όμως και για τον παντοδύναμο θεό-δημιουργό της
χριστιανικής θρησκείας, που έχει τη δυνατότητα να επεμβαίνει στον κόσμο. H φύση, για τον Αριστοτέλη, έχει
τη δυνατότητα να αυτορυθμίζεται. Και όμως υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις, όπου η μεταφυσική ονομάζεται
«θεολογική». O Αριστοτέλης δέχεται την ύπαρξη μιας οντότητας, πλήρως απαλλαγμένης από την κίνηση και
την ύλη, την οποία ονομάζει «κινούν ακίνητον», αλλά και κάποιες φορές «θεό». Οι λόγοι που επικαλείται για
την αναγκαιότητα ύπαρξης μιας τέτοιας οντότητας είναι καθαρά λογικοί. Στη φύση παρατηρούμε μια συνεχή
μετάδοση κινήσεων από σώμα σε σώμα, μια συνεχή ενεργοποίηση δυνατοτήτων. Πώς θεμελιώνεται λογικά
αυτή η αλυσίδα των κινήσεων; Δεν θα πρέπει να υπάρχει μια αρχή, μια πρώτη αιτία της κίνησης;
Το Πρώτο Κινούν Ακίνητο εισάγεται στα Φυσικά του Αριστοτέλη (χωρίς εκεί να επονομάζεται
«θεός»), σε μια προσπάθεια να αιτιολογηθεί η τακτική και συνεχής κυκλική περιφορά της σφαίρας των
απλανών αστέρων, η οποία στα μάτια του Αριστοτέλη αντιπροσωπεύει την πρωταρχική και ιδανική μορφή
κίνησης. Η εισαγωγή του Κινούντος Ακινήτου προκαλείται λοιπόν από ανάγκες που προέκυψαν στο
εσωτερικό της αριστοτελικής φυσικής θεωρίας και εντάσσεται στην αριστοτελική φυσική.
Ο Αριστοτέλης κάποια στιγμή καταλήγει στη θέση ότι κάθε κίνηση, που εξ ορισμού είναι μια
μετάβαση από το δυνάμει στο ενεργεία, πρέπει να προκαλείται από ένα κινούν που το ίδιο πραγματώνει την
ενέργεια του κινουμένου. Η κίνηση του πρώτου ουρανού, της εξώτατης σφαίρας του σύμπαντος, θα πρέπει να
προκαλείται από κάτι, που κατέχει ενεργεία όλα τα ουσιαστικά γνωρίσματα του πρώτου ουρανού: την
αιωνιότητα, τη συνέχεια, την ομαλότητα, την τάξη. Αν τώρα αυτό το κάτι κινούνταν, τότε θα έπρεπε να
αιτιολογήσουμε την κίνησή του με ένα άλλο κινούν. Άρα το Πρώτο Κινούν, το κινούν αίτιο του Πρώτου
ουρανού είναι κατ’ ανάγκην ακίνητο. Αυτός είναι ο συλλογισμός του Αριστοτέλη στα Φυσικά.
Στο Λ των Μετά τα φυσικά (μια πραγματεία που δεν ανήκει στη φυσική, αλλά στην πρώτη φιλοσοφία,
αφού το θέμα της είναι η ουσία) ο Αριστοτέλης επανέρχεται στο Πρώτο Κινούν Ακίνητο. Και εδώ είναι που
θα συνδέσει το Κινούν Ακίνητο με τον Θεό. Από τον αριστοτελικό θεό, ως πρώτη αρχή της κίνησης,
εξαρτάται όλος «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ φύσις».
Ο πρώτος ουρανός θα είναι αιώνιος. Υπάρχει όμως και κάτι που [τον] κινεί. Και επειδή αυτό που κινείται και
κινεί είναι ενδιάμεσο, θα υπάρχει ένα κινούν που κινεί χωρίς να κινείται, κάτι που είναι αιώνιο, ουσία και
ενέργεια. Και κινεί με τον ίδιο τρόπο που κινούν το «ὀρεκτόν» και το «νοητόν»: κινούν χωρίς να κινούνται…
Από μια τέτοια αρχή, λοιπόν, εξαρτάται «ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ φύσις». Η διαγωγή της είναι όπως η άριστη δική μας,
που εμείς ωστόσο απολαμβάνουμε σε σπάνιες περιστάσεις. Γιατί εκείνη βρίσκεται αιωνίως σ’ αυτήν την
κατάσταση -πράγμα που εμείς δεν μπορούμε να πετύχουμε-, καθώς η ενέργειά της είναι και ηδονή… Η δική του
ενέργεια είναι η άριστη και αιώνια ζωή. Και λέμε ότι ο θεός είναι έμβιο ον αιώνιο και άριστο, έτσι ώστε να
υπάρχει σ’ αυτόν ζωή και διάρκεια συνεχής και αιώνια. Γιατί αυτό είναι ο θεός (Μετά τα φυσικά Λ 1072a23
κ.ε.).
Το Πρώτο Κινούν Ακίνητο και εδώ εισάγεται ως αρχή κίνησης. Κινεί χωρίς το ίδιο να θίγεται στο ελάχιστο,
κινεί όπως το ὀρεκτόν και το νοητόν, κινεί ως ἐρώμενον. Εδώ όμως χαρακτηρίζεται επιπλέον με μια σειρά
θετικών κατηγορημάτων: είναι καλόν, ἁπλοῦν, ἄριστον. Η ενέργειά του είναι η νόησις, αφού κινεί ως νοητόν.
Νοεί όμως τον ίδιο του τον εαυτό και τίποτε άλλο, όντας νόησις νοήσεως. Ως ενέργεια και νόησις, το Πρώτο
Κινούν χαρακτηρίζεται αιωνίως από διαγωγήν ἀρίστην. Η διαγωγή αυτή είναι ελάχιστα προσιτή στον
άνθρωπο, είναι παρόμοια όμως με την αιώνια, συνεχή και άριστη ζωή του θεού. Κατά συνέπειαν, το Πρώτο
Κινούν είναι ο θεός.
Το κείμενο του Λ7 είναι ένα μεικτό κείμενο. Εμπεριέχει βασικές φιλοσοφικές θέσεις του Αριστοτέλη,
αλλά εμπεριέχει και ισχυρή δόση μεταφορικού λόγου, προτρεπτικού πιθανότατα περιεχομένου. Η έμφαση δεν
δίνεται στην εξήγηση των κινήσεων, αλλά στο γεγονός ότι το Κινούν Ακίνητο είναι ουσία.
Υπάρχει μίατουλάχιστον ουσία, διαφορετική από τις αισθητές ουσίες, αφού είναι άυλη, ακίνητη, αιώνια και χωριστή. Μια
ουσία που είναι καθαρή ενέργεια, από την οποία εξαρτάται όλος ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ φύσις. Από τη στιγμή
ωστόσο που ορίζεται με αυτόν τον τρόπο, το Πρώτο Κινούν Ακίνητο καθίσταται ουσιαστικά άρρητο. Αυτό
που είναι καθαρή ενέργεια, τι ακριβώς πραγματώνει; Απλώς και μόνο την ύπαρξή του. Μόνο λοιπόν
αρνητικούς προσδιορισμούς μπορούμε να του αποδώσουμε: είναι ακίνητο, άυλο, αγέννητο και ανώλεθρο,
αμερές, αμέγεθες, αδιαίρετο. Μπορούμε απλώς να πούμε για το Κινούν Ακίνητο ότι ως καθαρή ενέργεια είναι
επιπλέον νοητό. Αυτή είναι η κατάληξη της αποδεικτικής συλλογιστικής του Αριστοτέλη στο Λ7. Όλα τα
άλλα, και είναι πολλά και μάλιστα τα πιο γνωστά, δεν είναι συλλογισμοί αλλά είναι εικόνες, επιβλητικές,
όπως αποδείχτηκε στο πέρασμα του χρόνου, μεταφορές, που μας φέρνουν εγγύτερα στην άρρητη ενέργεια του
Πρώτου Κινούντος. Το να πει κανείς, όπως εδώ ο Αριστοτέλης, ότι το Κινούν Ακίνητο ζει μια ευτυχισμένη
ζωή, είναι απλώς μια μεταφορά. Μεταφορά είναι και το να πει κανείς ότι το Κινούν Ακίνητο είναι «θεός»:
ένας θεός αυτάρκης και αγαθός, που ζει, σκέπτεται και αισθάνεται ηδονή. Δηλαδή ο θεός της ελληνικής
παράδοσης, ο θεός της πόλης, ο οποίος ακριβώς είναι ένα τέλειο, έμβιο ον.
Όποτε χρησιμοποιεί τον θεό ο Αριστοτέλης στα κείμενά του, είτε στα ηθικά είτε στα μεταφυσικά, τον
χρησιμοποιεί με την καθιερωμένη από την παράδοση αρχαιοελληνική έννοια του τέλειου έμβιου όντος. Η
σύνδεση Κινούντος Ακινήτου και θεού δεν αποτελεί ταύτιση αλλά μεταφορική προσέγγιση. Το ίδιο ισχύει για
την σύλληψη του Κινούντος Ακινήτου ως Νου που νοεί τον εαυτό του.
Μπορούμε λοιπόν να συλλάβουμε τη δυνατότητα ύπαρξης μιας οντότητας, που θα προκαλεί κίνηση
χωρίς η ίδια να κινείται, μια οντότητα που θα βρίσκεται έξω από τον κύκλο των μεταβολών. Αυτό είναι το
αριστοτελικό «κινούν ακίνητο», ο θεός του Αριστοτέλη. Δεν δημιουργεί το σύμπαν ούτε επεμβαίνει με
κανέναν τρόπο σ’ αυτό. Εγγυάται απλώς την αλυσίδα των μεταβολών.
Αν ο θεός του Αριστοτέλη αποχωρούσε από το θέατρο του κόσμου, δεν θα έμενε κενός ένας
πρωταγωνιστικός ρόλος. Θα ακυρωνόταν απλώς μια λογική δυνατότητα.