ΠΕΡΙ ΣΚΟΤΕΙΝΩΝ ΟΨΕΩΝ ΤΗΣ ΦΥΣΙΚΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ (3)

4. Διαίρεση της πρωτογενούς πραγματικότητας
Ο χωρισμός του εσωτερικού κόσμου του ανθρώπου και του περιβάλλοντός του δεν είναι μόνον αιτία για την παραβιασμένη σχέση φύσης και πολιτισμού (κουλτούρας), αλλά και για την αυταπάτη της αυτονομίας του ατόμου. Η συνείδηση προϋποθέτει τόσο μια διάκριση όσο και μια σχέση ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η διάκριση τού γνωρίζοντος υποκειμένου και του γνωσθέντος αντικειμένου είναι επιπλέον συστατική για τη φυσική επιστήμη, έτσι ώστε η αξίωση για μιαν απάρνηση ενός χωρισμού υποκειμένου-αντικειμένου να είναι πολύ αφελής. Χωρίς αυτόν τον δυαδισμό δεν θα υπήρχε γενικώς καμμιά γνώση. Η καρτεσιανή επιστήμη του res extensa και η μεταγενέστερη μετεξέλιξη της κλασσικής μηχανικής είναι εκ κατασκευής απαλλαγμένη (ελεύθερη) από αξίες της αίσθησης. Αυτή η τοποθέτηση δεν αντιστοιχεί σε μια φυσική αλήθεια, δεν μπορεί όμως και να υποτιμηθή απλώς ως «λανθασμένη». Η προβληματική αυτής της ενέργειας είναι ωστόσο σήμερα πασίδηλη. Η εξάλειψη της αντιληπτικής λειτουργίας δεν μπορούσε να αποφευχθή απ’ την επιστημονική συζήτηση, ήταν για λόγους αρχής σημαντική για μιαν επιτυχημένη μαθηματικοποίηση των φυσικών επιστημών, επέτρεψε όμως να προκύψη και ένα σημαντικό κενό. Ο καρτεσιανός δυαδισμός είναι ένα αδιέξοδο (Holzweg), όμως εμείς προοδεύουμε μόνον πάνω σ’ αυτό το αδιέξοδο – βεβαίως μόνον αν κατανοήσουμε, πως η καρτεσιανή τομή ήταν ένα απαραίτητο πρώτο βήμα . Ο ακραίος καρτεσιανισμός οδηγεί σε αβυσσαλέες δυσκολίες κι αυτό έχει τις θετικές του πλευρές, γιατί χωρίς αυτήν την ανάγκη δεν μπορούν να ενεργοποιηθούν καθόλου συμψηφιστικές αντίθετες δυνάμεις.
Πρέπει να ληφθή κατ’ αρχάς υπ’ όψιν, ότι τόσο η ύλη όσο και η επονομαζόμενη συνείδηση είναι κάτι πραγματικά άγνωστο. Δεν πρέπει να εγκαταλειφθή όμως η διάκριση αντικειμένου και υποκειμένου, πρέπει να εγκαταλειφθή η ιδέα, πως αυτός ο δυαδισμός αντικειμένου και υποκειμένου είναι θεόσδοτος ή προσδιορισμένος απ’ τον φυσικό νόμο. Κάθε διάκριση υποκειμένου και αντικειμένου απαιτεί (προϋποθέτει) έναν χωρισμό της μιάς πρωτογενούς δυναμικής πραγματικότητας. Γράφει σ’ ένα γράμμα στον Πάουλι ο Γιουνγκ:
«Αν έχη συνενώσει όμως τώρα τις αντιθέσεις στον εαυτό του ο άνθρωπος, τότε δεν εμποδίζει πια τίποτα τη γνώση του, να δη αντικειμενικά τη μιαν όψη του κόσμου όπως την άλλη. Ο εσωτερικός ψυχικός διχασμός αντικαθίσταται με μια διχασμένη κοσμοθεωρία και μάλιστα με αναπόφευκτον τρόπο, γιατί χωρίς αυτήν τη διάκριση θα ήταν αδύνατη η συνειδητή γνώση. Δεν είναι στην πραματικότητα κανένας διχασμένος κόσμος, γιατί απέναντι στον συνενωμένο άνθρωπο στέκεται ένας «unus mundus» («ένας κόσμος»). Πρέπει να διχάση αυτόν τον έναν κόσμο, για να μπορέση να τον γνωρίση, χωρίς να ξεχνά επιπλέον, ότι αυτό το οποίο διχάζει, είναι πάντα ο ένας κόσμος, κι ότι ο διχασμός είναι μια πρόληψη της συνείδησης».
Για την έννοια του «unus mundus» λέει σ’ ένα γράμμα ο Γιουνγκ:
«Έχουμε… κάθε λόγο να αποδεχθούμε, ότι υπάρχει μόνον ένας κόσμος, στον οποίον ψυχή (Psyche) και ύλη είναι ένα και το ίδιο πράγμα, που το διακρίνουμε για τον σκοπό της γνώσης».
Η πρωτογενής (πρωταρχική) πραγματικότητα είναι αμέριστη, πρέπει εμείς να τη μερίσουμε. Σ’ ένα γράμμα στον Χάιζενμπεργκ τονίζει ο Πάουλι αυτήν τη συνάρτηση μεταξύ θραύσης της συμμετρίας και τομής με τα λόγια:
«Διχοτόμηση και μείωση της συμμετρίας, αυτή είναι η ουσία. Η διχοτόμηση είναι μια πολύ παλιά ιδιότητα του διαβόλου».
5. Για την τομή της φυσικής των κβάντων απ’ τον Χάιζενμπεργκ.
Οι εννοιολογικά και μαθηματικά με ακρίβεια διατυπούμενες στην κβαντική θεωρία σχέσεις συμπλήρωσης τού καθαρά υλικού κόσμου υποβάλλουν, να υπερνικηθή με παρόμοιον τρόπο ο ιστορικός δυαδισμός σώματος-ψυχής, όπως έχει υπερνικήσει η μοντέρνα φυσική τον ιστορικό δυαδισμό κύματος-σωματιδίων της παλιάς φυσικής των κβάντων.
Λέγεται συχνά στην εκλαϊκευμένη φιλολογία για τη φυσική των κβάντων, ότι η συμπερίληψη του «ανθρώπινου» παρατηρητή είναι ένα ουσιαστικό και καινούργιο χαρακτηριστικό αυτής της φυσικής. Εκφρασμένο σ’ αυτήν τη μορφή, είναι παραπλανητικό. Ακριβώς όπως και στην κλασσική φυσική έχει ο πειραματιστής την ελευθερία, να διαλέξη την πειραματική διάταξη. Άλλες ιδιότητες του παρατηρητή είναι και στην κβαντική φυσική ασήμαντες. Με τα σαφή λόγια του Βόλφγκανγκ Πάουλι:
«Εντός τής φυσικής δεν χρειάζεται να χρησιμοποιηθή όμως άμεσα η έννοια της συνείδησης, καθώς μπορούμε να σκεφτούμε ως μέσο παρατήρησης κι ένα αυτόματο καταχωρητικό μηχάνημα. Απ’ αυτό πρέπει να αποδεχτούμε μόνον, ότι είναι περιγραπτό στη συνήθη γλώσσα, συμπληρωμένη ενδεχομένως με την ορολογία της κλασσικής φυσικής».
Και σε άλλο σημείο:
«Αφού έχει διαλέξει μια φορά την πειραματική του διάταξη ο φυσικός παρατηρητής, δεν έχει πια καμμιάν επίδραση πάνω στο αποτέλεσμα, το οποίο υφίσταται, αντικειμενικά καταχωρημένο, προσιτό σε όλους. Υποκειμενικές ιδιότητες του παρατηρητή ή η ψυχική του κατάσταση εισέρχονται στους φυσικούς νόμους εξίσου λίγο όπως και στην κλασσική φυσική».
Διαβεβαιώνεται δυστυχώς συχνά – χωρίς γνώση της πρωτότυπης φιλολογίας για τα πειραματικά δεδομένα – το αντίθετο στη φιλοσοφικά και ψυχολογικά προσανατολισμένη φιλολογία, ότι τυχόν προκαθορίζουν οι ψυχικές προϋποθέσεις, με τις οποίες αρχίζει ο φυσικός ένα πείραμα, το αποτέλεσμά του. Πρέπει να επιμείνουμε γι’ αυτό κατηγορηματικά, ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ούτε ένα φυσικο-επιστημονικά αναγνωρισμένο πείραμα, που να παρουσιάζη μιαν υπερβαίνουσα την προκαθορισμένη με την ελευθερία της βούλησης του πειραματιστή εκλογή των όρων του πειράματος, επίδραση της ψυχής στο αποτέλεσμα ενός κβαντο-φυσικού πειράματος. Προς συζήτηση του προβλήματος παρατήρησης έχουν εισάγει οι φυσικοί την επονομαζόμενη τομή του Χάιζενμπεργκ . Η κβαντική φυσική είναι ακόμα πάντα μια καρτεσιανή επιστήμη και προϋποθέτει σιωπηρά έναν αυστηρό χωρισμό πνεύματος και ύλης. Το αποφασιστικό καινούργιο σημείο απέναντι στην κλασσική φυσική είναι, ότι εξαρτάται ένα παρατηρηθέν φαινόμενο απ’ τη διανομή σε παρατηρηθέν σύστημα και μέσο παρατήρησης. Ο Χάιζενμπεργκ μιλάει σαφώς για υλικά μέσα παρατήρησης και όχι για «ανθρώπινους» παρατηρητές:
«Η τομή ανάμεσα στο υπό παρατήρηση σύστημα και τα μηχανήματα μέτρησης παρέχεται φυσικά μέσα απ’ τη θέση των ερωτημάτων μας, δεν δηλώνει όμως προφανώς καμμιάν ασυνέχεια του φυσικού συμβάντος. Γι’ αυτόν τον λόγο πρέπει να είναι ελεύθερα εκλέξιμη μέσα σε ορισμένα όρια η θέση της τομής: και η συμπεριφορά του μηχανήματος μέτρησης δεν πρέπει να αντιφάσκη ασφαλώς στους νόμους της μηχανικής των κβάντων».
Το ουσιαστικό σημείο δεν είναι ο «ανθρώπινος» παρατηρητής, αλλ’ ότι στην κβαντοφυσική η τομή του Χάιζενμπεργκ ανάμεσα στο εξεταζόμενο υλικό αντικείμενο και το υλικό όργανο μέτρησης δεν είναι βασικά αποφευκτή, δεν είναι όμως και καθορισμένη απ’ τον φυσικό νόμο. Η θέση αυτή οδηγεί στην καινούργια έναντι της κλασσικής φυσικής δυνατότητα ισότιμων βασικά , αλληλοαποκλειόμενων όμως συμπληρωματικών περιγραφών της φύσης . Μια πιο συγκεκριμένη ανάλυση δείχνει, ότι συμπληρωματικές περιγραφές δεν είναι μόνο δυνατές, αλλά και αναγκαίες: ο υλικός κόσμος μπορεί να εννοηθή πλήρως μόνο μέσα από ένα πλήθος συμπληρωματικών περιγραφών. Κάθε μια είναι σωστή, καμμιά δεν αρκεί από μόνη της, είναι όλες αναγκαίες. Λανθασμένη γίνεται μια περιγραφή, μόλις διαβεβαιωθή ως η μοναδικά αληθινή. Μόνον η ολότητα όλων των συμπληρωματικών περιγραφών μπορεί να αντιπροσωπεύση την αμέριστη (αδιαίρετη) υλική πραγματικότητα.
Η αναγκαιότητα συμπληρωματικών περιγραφών είναι μια συνέπεια της ίδιας της φύσης της υλικής πραγματικότητας, και δεν μπορεί να αναχθή σε τυχόν επιδράσεις της ψυχής ή περιορισμούς του μετρητικού μας εξοπλισμού. Η δομή τού κόσμου, που για να εκφραστή, πρέπει να περιγραφή συμπληρωματικά, αντανακλά μιαν ολικήν όψη της υλικής φύσης . Ολική σημαίνει εδώ κάτι, που δε ν συνίσταται από μέρη, μπορεί όμως αναμφίβολα να διαιρεθή μέσω βίαιων επεμβάσεων ή μέσω καταπίεσης ορισμένων όψεων σε μέρη. Η συμπληρωματικότητα είναι μια συνέπεια του μη μονοσήμαντου τέτοιων βεβιασμένων διανομών.
Η ιδέα ενός αμέριστου κόσμου βρίσκεται σε αντίθεση προς την πολωτική πραγματικότητα της συνείδησής μας, που απαιτεί πάντα έναν χωρισμό υποκειμένου-αντικειμένου. Αυτή η βεβιασμένη διχοτόμηση δημιουργεί κατ’ αρχάς τόσο τα εμπειρικώς απομονούμενα φαινόμενα όσο και τις εικόνες στον εσωτερικό μας χώρο των ιδεών. Η σημερινή κβαντοφυσική εργάζεται πάντοτε ακόμη με την παραδοσιακή καρτεσιανή τομή, συζητά όμως το υλικό μέρος από μιαν ολική (ολιστική) όψη. Αυτό σημαίνει, ότι όλες οι πραγματικά υπάρχουσες συσχετίσεις των κβάντων ανάμεσα στο υλικό αντικείμενο και τα υλικά μέσα παρατήρησης καταπιέζονται και συσκοτίζονται με την τομή του Χάιζενμπεργκ. Στην αργκό της κβαντομηχανικής μιλάει κανείς για μια «θραύση της ολιστικής συμμετρίας της ύλης» ή μιαν «επιστημική θραύση συμμετρίας». Μπορούμε να ανακαλύψουμε τις διάφορες συμπληρωματικές όψεις ενός συστήματος κβάντων, αν εφαρμόσουμε αλληλοαποκλειόμενους πειραματικούς όρους. Τέτοιες συμπληρωματικές περιγραφές του υλικού κόσμου είναι απολύτως αντικειμενικές (με την έννοια του διυποκειμενικά σωστού), γιατί όταν έχουμε αποφασίσει μια φορά για μιαν ορισμένη οπτική, κατασκευάζεται στο πλαίσιό της μια αντικειμενική πραγματικότητα.
συνεχεια
.....το Φρέαρ.....