Re: To χιούμορ είναι μασκαρεμένη μαλακία
Δημοσιεύτηκε: 06 Δεκ 2019, 12:29
Πορφύριος Εξαρχίδης έγραψε: ↑06 Δεκ 2019, 09:36κώμη [f.] 'village', as opposed to a strengthened 1tOALC;, also 'district, part of a city'Antigeist έγραψε: ↑05 Δεκ 2019, 19:09Καταρχάς θα ζητούσα περισσότερη κοσμιότητα στη συζήτηση. Κατά δεύτερον και εντελώς επιγραμματικά ο κωμικός δεν προέρχεται από την κώμη που είναι το μικρό χωριό αλλά από τον κώμο που αρχικά ήταν παρέα αντρών που σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας περιφέρονταν και πείραζαν τους γύρω τους (καταλαβαίνεις πως μόνο από αυτό όλα τα επιχειρήματά σου συντρίβονται και μετατρέπονται σε στάχτη) και αργότερα μετατρέπεται σε αρχαίο θεό της γιορτής και ακόλουθο του Διόνυσου. Εκπροσωπεί την αναρχία και το χάος και είναι θεός της υπερβολής.Πορφύριος Εξαρχίδης έγραψε: ↑03 Δεκ 2019, 14:55
Ο μεγάλος ιστορικός Κονδύλης λέει μαλακίες.
Ο κωμικός είναι αυτό που λέει η ετυμολογία της λέξης. Ένας παλιάτσος που γυρίζει τα χωριά (κώμες) και σε διασκεδάζει. Μεσα στη γενικότερη απίστευτη μαλθακότητα της κοινωνίας μας έχουμε ξεχάσει ότι αυτό ακριβώς είναι οι κωμικοί, ηθοποιοί κτλ. Παλιάτσοι, τίποτε άλλο.
Πουθενά και ποτέ δεν περιορίστηκε η κωμωδία και η σάτιρα στον αυτοσαρκασμό.
(Hes.). <!!I ?
.COMP E.g. κωμό-πολις; 'town with the position of a κώμη, market town' (Str., NT),
cf. Schulze 1933a: 5232 .
• DER Diminutives κώμιον (Str.), κωμάριον (H.), -ύδριον (Porph.); further κωμήτης;
(lA), κωμέτας; (Mycenae Ha) 'inhabitant of a village or district', κωμητικός; 'belonging
to a κώμη (or a κωμήτης)' (pap.); κωμαίος; 'regarding a K.' (St. Byz.); κωμηδόν 'per
village' (Str., D. S., D. H.). ,
• ETYM The reconstruction of a lengthened grade form *koi-m-h2, connected with the
Germanic group of Go. haims 'village' and the Baltic group of Lith. kaima(s)
'(farmers') village', kiemas 'farmstead' has now been abandoned, because such
lengthened grade formations cannot be accounted for in PIE terms. Thus, the word
remains unexplained.
κώμος [m.] 'revel, carousal, merry-making <?f youths, Dionysiac festive procession and
festive songs, festival' (post-Horn.). <!!l IE? *komso- 'praise', PG?
.COMP κωμ-ωδός; 'singer of a κώμος;' (Att.), 'comic player' (Hell.) with -EW, -la, etc.,
σύγ-κωμος; 'comrade of a K.' (Att.; rather back-formation from συγ-κωμάζω).
.DER κωμικός = κωμωδικός; 'belonging to a comedy' (Aeschin., Arist., Hell.); κωμάζω
'participate in a κώμος;, drink' (post-Horn.) with κωμασία 'festive procession',
κωμαστής; 'drinker, member of a festive procession' (Att., pap.), κωμαστήριον 'place
where κωμασταί assemble' (pap.), κωμαστικός; 'belonging to a κωμαστής or a κώμος'
(D. H., Ph.) .
• ETYM As the precise development of the meaning of κώμος is uncertain,
etymological suggestions remain highly hypothetical. Recently, connection with Skt.
stirrzsa- 'praise, judgement' has been assumed; see e.g. Schlerath RPh. 74 (2000): 273
(discussion in Hackstein 2002: 190). I suggest that this is a Pre-Greek word.
Beekes, R. S. P. «Etymological dictionary of Greek» (2010)