sys3x έγραψε: ↑10 Σεπ 2020, 18:09
omg kai 3 lol έγραψε: ↑10 Σεπ 2020, 01:42
Zelda έγραψε: ↑10 Σεπ 2020, 01:26
Μιλαμε για διαφορετικα πραγματα.
Οι Μικρασιατες ηταν πραγματικοι προσφυγες.
Οσοι ερχονται απο την Τουρκια σήμερα δεν μπορουν να θεωρουνται προσφυγες νομικα.
Δεν ειναι σε εμπολεμη κατασταση η Τουρκια.
αυτο προσπαθω να καταδειξω, οτι αν και ηταν ομοεθνεις προσφυγες νομικα κατοχυρωμενοι τους φερθηκαν χειροτερα κι απο ζωα,
απο φοβο μη τους φανε το ψωμι
σημερα καποιοι συμπεριφερονται το ιδιο χωρις να υπαρχει αυτος ο φοβος, αλλα κυριως απο κομματικα κριτηρια
η μονη ελπιδα και κοινος παρανομαστης ειναι επικλιση στην ανθρωπια που ελειπε τοτε, λειπει και τωρα
Επειδή μάλλον δεν κατάλαβες τι σε λένε τα παιδιά θα στο πω εγώ λίγο πιο απλά, συγκρίνεις πούτσες με βούρτσες.
Αν πάλι επιμένεις σε μία παντελώς άτυχη και αναχρονιστική σύγκριση σκέψου απλά ότι πολλοί ελλαδίτες πραγματικά φέρθηκαν σκατένια σε αυτούς τους ανθρώπους παρότι όλοι οι πραγματικά πρόσφυγες εκείνη την εποχή ήτανε Έλληνες και βρίσκανε καταφύγιο στην μητέρα Πατρίδα τους, άρα αν κάνεις σωστά την λανθασμένη σου σύγκριση (γιατί στην πραγματικότητα δεν συγκρίνεις πρόσφυγες με πρόσφυγες, δεν είναι σχεδόν κανένας από τους σημερινούς πρόσφυγας, καθώς επίσης συγκρίνεις Έλληνες που επιστρέφουν στην Πατρίδα τους με αλλοεθνείς που μεταναστεύουν σε ξένη χώρα) θα δεις ότι τους λαθρό τους φερόμαστε πολύ πολύ καλλίτερα.
Δεν τα έγραψα όλα αυτά για εσένα, εσύ είσαι αριστεράντζα, θα συνεχίσεις να λες τις δικές σου ανοησίες, μας διαβάζουν και άλλοι άνθρωποι, κανονικοί.
δε μπορώ να σκεφτώ τι χειρότερο θα έκαναν δηλαδή στους σημερινούς λάθρο-προσφυγες από αυτά που έκαναν στους ορίτζιναλ πρόσφυγες-προσφυγες που είχαν τόσα κοινά μαζί τους και τους αγαπούσαν τόσο πολύ
μερικά αποσπασματικά:
«Ηρθαμε στη Θεσσαλονίκη, στο Καραμπουρνού», αφηγείται χαρακτηριστικά η Ευρυδίκη Γαλανού, από τα Ιμερα της Τραπεζούντας. «Ενα μήνα μείναμε στην καραντίνα. Υποφέραμε από αρρώστιες. Κάθε μέρα κάποιον έθαβαν. Μια μάνα έθαψε έξι παιδιά της» (σ. 406). Ο συντοπίτης της Χαράλαμπος Τσαχουρίδης, που έζησε τρεις μήνες στον ίδιο χώρο, συμπληρώνει ότι «πολλοί πέθαιναν από τύφο, λόγω του υπάρχοντος συνωστισμού. Εις όλο το διάστημα της λειτουργίας της καραντίνας απέθανον περί τις είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Την ημέρα πέθαιναν ογδόντα έως εκατό» (σ. 408). Τα ίδια και στο λοιμοκαθαρτήριο του Αϊ-Γιώργη, στο Κερατσίνι: «Μας κουρέψανε όλους, άντρες, γυναίκες και παιδιά και περάσανε τα ρούχα μας από τον κλίβανο. Κι άλλοι πεθάνανε εκεί»
Το πλοίο ''Θέμις'' που έφερε τέσσερις χιλιάδες Ποντίους απ’ τον Καύκασο, όλοι πέθαναν. Από αρρώστιες πέθαναν. Και εξόν που πέθαναν, ο Αγιος Γεώργιος είχε γεμίσει και δε μπορούσαν να τους κατεβάσουν. Τους είχαν μέσα στο πλοίο. Οσοι πέθαιναν δεν τους κατέβαζαν. Τους έκαιγαν στο φούρνο για κάρβουνο. Οσοι απόμειναν τους κατέβασαν. Τρεις μήνες στάθηκε το ''Θέμις'' και δεν τους κατέβασαν. Ο Αϊ-Γιώργης ήταν γεμάτος, η Μακρόνησος γεμάτη»
Η άλλη Μακρόνησος
Ως λύση για τη διαχείριση της προσφυγικής «απειλής», η κυβέρνηση Γούναρη θα μετατρέψει σε ειδικό «χώρο υποδοχής» τη Μακρόνησο. Το ξερονήσι, που έγινε αργότερα θλιβερά διάσημο ως τόπος βίαιης «αναμόρφωσης» των πολιτικών κρατουμένων, είχε ήδη άσχημη προϊστορία. Κατά τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο του 1912-13 είχε χρησιμοποιηθεί ως στρατόπεδο συγκέντρωσης Τούρκων αιχμαλώτων, πολλές εκατοντάδες από τους οποίους άφησαν τα κόκαλά τους εκεί, αποδεκατισμένοι από τον τύφο.
Λίγο αργότερα μετατράπηκε από τους Αγγλο-Γάλλους συμμάχους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου σε χώρο εκτόπισης Ρώσων φαντάρων που θεωρούνταν ύποπτοι για μπολσεβικισμό. Με ειδική απόφαση του υπουργικού συμβουλίου (9.6.1922) για «το ζήτημα της εγκαταστάσεως των προσφύγων, απεφασίσθη όπως εγκατασταθούν όλοι εις Μακρόνησον» και, «μετά την απολύμανσίν των και την εξυγίανσιν [να] τοποθετηθούν εις διάφορα μέρη» («Εμπρός», 10.6.1922).
Η επιλογή δεν ήταν καθόλου τυχαία. Οπως επισημαίνει στις αναμνήσεις της μια Αμερικανίδα γιατρός που εργάστηκε εκεί για την περίθαλψη των προσφύγων το 1923, το Μακρονήσι «είχε μόνο ένα σημείο υπέρ αυτού ως σταθμός καραντίνας: δίχως εξωτερική συνεργασία, ήταν αδύνατο να το σκάσει οποιοσδήποτε ήταν ανίκανος να κολυμπήσει οκτώ μίλια» (Esther Pohl Lovejoy, «Certain Samaritans», Ν. Υόρκη 1927, σ. 196).
Για τους νέους τροφίμους αυτής της ανοιχτής φυλακής, η «εξυγίανσις» ισοδυναμούσε με την τελική φάση του δράματος:
► «Μας κατέβασαν στη Μακρόνησο, Αύγουστο μήνα. Μείναμε σαράντα μέρες στην καραντίνα. Ηταν επιδημία. Το βράδυ δεν είχες τίποτα και το πρωί σηκωνόσουν άρρωστος. Πέθαινε κόσμος. Μερικοί που μπαίναν στο νοσοκομείο γινόταν καλά και όταν βγαίναν έξω δεν είχαν να φάνε και πέθαιναν» (σ. 384, Σοφία Παντελίδου από την Αστρα της Αργυρούπολης).
► «Μόλις πλησιάσαμε τη Σαλαμίνα, μαζί με πέντε-έξι πλοία φορτωμένα, απ’ τη Σαλαμίνα μας φώναξαν: -''Εϊ! Πού έρθετε! Εμείς εχάθαμε!''. Μας εσήκωσαν απ’ τη Σαλαμίνα. Δεν μας ξεφόρτωσαν. Μας έφεραν στη Μακρόνησο. Μας έβαλαν σε κάτι θάμνους μέσα, με τα πράματά μας. Σκάψαμε κάτι έρημα μέρη, στήσαμε τέντες. Εστησαν κάτι σανίδια, μας έλουσαν, μας κούρεψαν. [...] Νερό δεν είχαμε. Ξερό είναι το νησί. Τα παιδιά φώναζαν. Ζητούσαν νερό. Βρήκαμε κάτι γλυφές πηγές. Μας τροφοδοτούσε ο Γιαννουλάτος. Ανέλαβε και έστησε σκηνές, μαγειρεία. Από εφτάμιση χιλιάδες άτομα πέθαναν οχτακόσιοι από πείνα και αρρώστειες. Χολέρα, τι ήταν, δεν ξέρω. Μας τάισαν κατσικίσιο κρέας και αρρωστήσαμε. Μια γυναίκα βγήκε απ’ τον τάφο, όπου τη θάψανε. Δεν είχε πεθάνει»
►«Την αρρώστια στη Μακρόνησο την αποχτήσαμε. Ζούσαμε μες στη βρώμα, στην πείνα και τη δίψα. Νερό δεν υπήρχε στάλα στο νησί. Μια μαούνα μάς έφερνε από το Λαύριο νερό κι εκείνο γλυφό και λιγοστό. Μας τάιζαν βρωμερά μακαρόνια, ελιές σκουλικιασμένες, χαλασμένες ρέγγες κι έπεσε τύφος. Και νερό πουθενά. Κάποτε έκανε τρεις μέρες η μαούνα να φέρει νερό. Λιποθυμούσε ο κόσμος απ’ τη δίψα. Μας τάιζαν και αλμυρές ρέγγες, χαλασμένες και... καταλαβαίνεις.
Οι εργολάβοι που μας τροφοδοτούσαν μας έφερναν αυτές τις χαλασμένες τροφές και έπιασε τον κόσμο τύφος. Η διοίκηση της καραντίνας τα έβλεπε αυτά αλλά δεν μιλούσε, ούτε συνελάμβανε τους εγκληματίες εργολάβους τροφοδότες. Εκείνοι πλούτισαν εις βάρος χιλιάδων ανθρώπων. Πάτησαν πάνω στα πτώματά τους. [...] Ξέχασα να σου πω ότι κάπου-κάπου έρχονταν έμποροι με ιστιοφόρα και πουλούσαν λαθραία σε μας ψωμί. Σπείρα σωστή ήταν. Ενα ψωμί το πουλούσαν μια λίρα χρυσή, ένα δαχτυλίδι χρυσό, ένα ρολόι»https://www.efsyn.gr/stiles/arheio/o-io ... s-pontioys