Εδώ εναποθέτουμε, για τους ιστορικούς του μέλλοντος, την καθοδήγηση από την ακαδηματου Ελληνισμού προς την αυτοεξάλειψη.
Ξεκινάμε με
https://www.kathimerini.gr/opinion/5611 ... horas-soy/Πώς υπερασπίζεσαι καλύτερα τα συμφέροντα της χώρας σου;
Γιώργος Παγουλάτος*
Είναι η ειλικρίνεια καλύτερη επικοινωνιακή στρατηγική από την προπαγάνδα; Είναι η γενναία ανάληψη ευθύνης αποτελεσματικότερη από την επίρριψη ευθυνών;
Παράδειγμα 1ο. Στα πρώτα «πέτρινα» χρόνια της κρίσης (2010-12), πολλοί βρεθήκαμε στη δύσκολη θέση να πρέπει να υπερασπιστούμε τη χώρα μας στο εξωτερικό, απέναντι σε ένα τείχος προκατάληψης. Κάποιοι επέλεξαν να στηλιτεύσουν τις ευθύνες των Ευρωπαίων, προκαλώντας μία ακόμα εχθρικότερη αντίδραση. Αντιμέτωπος με αυστηρά ακροατήρια, είχες χάσει το παιχνίδι εάν δεν ξεκινούσες με γενναία αυτοκριτική. Για τα λάθη που κάναμε, την ευθύνη που εμείς έχουμε, να κάνουμε τις σκληρές θυσίες που άλλες χώρες είχαν ήδη κάνει για να καταστήσουν την οικονομία τους βιώσιμη. Μόνο τότε, αφού είχες εμπεδώσει την αξιοπιστία του δίκαιου αναλυτή που σέβεται τους ακροατές του, μόνο τότε μπορούσες να προχωρήσεις στην κριτική για τους χειρισμούς των εταίρων, για το βαρύ υφεσιακό μείγμα, για το λάθος του να επιβάλλουν τόσο υφεσιακά μέτρα που καθυστερούσαν την ανάκαμψη αυξάνοντας το κόστος για την Ευρώπη, τροφοδοτώντας δημαγωγούς και εθνικιστές. Συμπέρασμα: Πείθεις όταν συναντάσαι σε έναν κοινό τόπο με τις αντιλήψεις, τις αξίες και τα συμφέροντα των ακροατών σου.
Παράδειγμα 2ο. Στη δεκαετία του ’90, στην έξαρση του «Μακεδονικού», κάθε Ελληνας επέβαλλε στους ξένους ακροατές του μια υποχρεωτική διάλεξη για την ελληνικότητα της Μακεδονίας, διαμαρτυρόμενος ταυτόχρονα για την έλλειψη συμπαράστασης. Ενα κρίσιμο ζήτημα σταθεροποίησης ενός μικρού, αδύναμου κράτους αντιμετωπιζόταν με όρους ιστορικού εθνοκεντρισμού και αλαζονικού μαξιμαλισμού. Αποτέλεσμα: η συγκατάβαση, θυμηδία, αντιπάθεια των ακροατών μας. Διήλθαμε μια μακρά περίοδο στην οποία κάθε τόσο μονολογούσαμε μελαγχολικά: «Κανείς δεν μας καταλαβαίνει..».
Τώρα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Στη διεθνή επικοινωνία και δημόσια διπλωματία απέναντι στην Τουρκία, η Ελλάδα έχει ένα πολύ σημαντικό «ηθικό» πλεονέκτημα. Η αντιδιαστολή ανάμεσα σε μια φιλελεύθερη ευρωπαϊκή δημοκρατία κι ένα αυταρχικό, μιλιταριστικό, ισλαμοεθνικιστικό καθεστώς, αυτό είναι το ισχυρότερο διεθνές επικοινωνιακό όπλο της χώρας μας. Η Ελλάδα δεν είναι ίδια με την Τουρκία, και κάθε υποστήριξη της θέσης μας πρέπει να ξεκινά με την υπόμνηση αυτή. Επίσης, η Ελλάδα είναι εταίρος για την Ε.Ε. και πιστό μέλος του ΝΑΤΟ. H Τουρκία όχι.
Το μεγάλο πλεονέκτημα της χώρας μας, όχι μόνο στη συγκρότηση της κοινωνίας αλλά στο πεδίο της διεθνούς δημόσιας διπλωματίας, είναι ακριβώς ότι η Ελλάδα παραμένει μια ανθούσα, ανοιχτή, πλουραλιστική κοινωνία. Μια χώρα στην οποία οι έκκεντρες, μειοψηφικές, αποκλίνουσες απόψεις έχουν εξέχουσα θέση στον εσωτερικό διάλογο, τεκμηριώνοντας ακριβώς την υπεροχή μιας δυτικής κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που αρνείται να μετατραπεί σε στρατόπεδο που θα σημάνει σιωπητήριο για τις «αιρετικές» απόψεις, για να μην αντλήσει τάχα από αυτές επιχειρήματα ο «εχθρός».
Εθεσα την προπερασμένη Κυριακή, αναφερόμενος στον λόγο δημοσιογράφων και αναλυτών, το ερώτημα: ποια είναι τα όρια ανάμεσα στην «αιρετική άποψη» και στο «εθνικό συμφέρον»; Η απάντηση είναι ότι σε μια φιλελεύθερη πολιτεία η αναζήτηση της αλήθειας από τους δημοσιογράφους συνιστά πατριωτικό καθήκον. Κι η ελεύθερη αναζήτηση της αλήθειας προστατεύει την εξουσία από τα λάθη στον προσδιορισμό και στην προαγωγή του εθνικού συμφέροντος.
Οσο πιο ζωντανός, ευρύς, ρωμαλέος παραμένει αυτός ο εσωτερικός διάλογος τόσο εδραιώνεται το πλεονέκτημα της χώρας μας απέναντι σε γείτονες λιγότερο ανοιχτούς, λιγότερο ανεκτικούς. Το εύρος του πλουραλισμού των απόψεων για τα εθνικά θέματα είναι η εθνική υπεροχή μας, ένα πλεονέκτημα που η χώρα δικαιούται να ανεμίζει υπερήφανη, αντί να το αντιμετωπίζει φοβικά.
Το άλλο είναι να μιλάς τη γλώσσα της μεγαλύτερης δυνατής ειλικρίνειας και ενσυναίσθησης προς τα έξω. Ο Ομπάμα κέρδισε τις νέες γενιές μουσουλμάνων με μια ιστορική ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Καΐρου, όπου παραδέχθηκε ιστορικά λάθη των ΗΠΑ και διατύπωσε ένα σύγχρονο όραμα ειρηνικής συνύπαρξης. Στον αντίποδα, ο Τραμπ πήγε στην έδρα του ΟΗΕ για να ανακοινώσει: «America First». Εξαιτίας του η δημοτικότητα της Αμερικής στη Δύση βρίσκεται σε ιστορικό ναδίρ.
Στις κοινωνίες της προσβάσιμης πληροφόρησης, η προπαγάνδα έχει στενά όρια. Το «my country right or wrong» είναι χειρότερο από έγκλημα, είναι λάθος – για να θυμηθούμε τον Ταλεϋράνδο.
Ποια ρητορική (και πολιτική) πρoωθεί καλύτερα τα εθνικά συμφέροντα; Μια ρητορική ενσυναίσθησης, πολυμέρειας, καλής γειτονίας, ανάδειξης κοινών συμφερόντων, αναζήτησης συγκλίσεων, διαλλακτικότητας μαζί με αποφασιστικότητα.
Η ευρωπαϊκή Ελλάδα απέναντι στην Τουρκία διαθέτει ένα σημαντικό κεφάλαιο ήπιας ισχύος (soft power). Μπορεί να εδραιωθεί στη διεθνή κοινή γνώμη ως η χώρα που επεκτείνει την Pax Europea στην Ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια. Κι όχι ως εκείνη που εισάγει τις βαλκανικές διενέξεις και την αστάθεια της Ανατολικής Μεσογείου στην Ευρώπη. Λεπτή διάκριση. Αλλά εξαιρετικά ουσιαστική.
* Ο κ. Γιώργος Παγουλάτος είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
Καινά δαιμόνια στη γη του Θουκυδίδη
Στον διάσημο διάλογο των Μηλίων με τους Αθηναίους, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Θουκυδίδης αντιπαραθέτει μια επιχειρηματολογία ανάμεσα στην Ισχύ και στο Δίκαιο. Οι Μήλιοι υποστήριξαν πως δεν ήταν δίκαιο υπό την απειλή πολέμου να υποχρεωθούν να ενταχθούν στην Αθηναϊκή Συμμαχία, ενώ οι Αθηναίοι αντέτειναν πως σε συνθήκες ανισότητας, ο ισχυρός προχωράει μέχρι εκεί που του επιτρέπει η ισχύς του και ο αδύναμος υποχωρεί μέχρι εκεί που του επιβάλει η αδυναμία του. Στο τέλος, η Μήλος καταστράφηκε ολοσχερώς.
Δεν είναι ανάγκη να ασπάζεται κανείς τη ρεαλιστική ή κατ’ άλλους κυνική θεώρηση του Θουκυδίδη, αρκεί όταν την υιοθετεί να μην μπερδεύει τις ιστορικές αναλογίες. Πολλοί συμπατριώτες μας και κάποιοι «ειδικοί», φέρ’ ειπείν, φρονούν πως στα ελληνοτουρκικά στη μεριά των Μηλίων βρίσκονται οι Τούρκοι και πως δεν έχουμε να χάσουμε τίποτε από μια σύρραξη. Αλλοι, πάλι, περιφρονούν τους κινδύνους γιατί «εμείς δεν προσκυνάμε». Δυστυχώς, η επιστήμη μου δεν μου προσφέρει τα εργαλεία για την κατανόηση του τρόπου σκέψης ούτε των μεν ούτε των δε. Είναι δουλειά ίσως άλλων επιστημών.
Παίρνοντας αποστάσεις από τον σκληρό ρεαλισμό του Θουκυδίδη, η ανθρωπότητα έκανε βήματα προς μια φιλελεύθερη διεθνή τάξη πραγμάτων. Η πικρή εμπειρία της αποικιοκρατίας, των δύο παγκόσμιων πολέμων, του Ολοκαυτώματος και στη συνέχεια του Βιετνάμ συνέβαλε στον περιορισμό της κτηνώδους κρατικής δύναμης, στην εφαρμογή διεθνών κανόνων και στον αυξημένο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 1951 υπογράφτηκε, για παράδειγμα, η συνθήκη της Γενεύης για την προστασία των προσφύγων.
Εντούτοις, τις τελευταίες δεκαετίες σημειώθηκαν σοβαρές υποχωρήσεις. Το διεθνές δίκαιο έγινε συχνά συνώνυμο της υποκρισίας και της επιλεκτικής επιβολής πολιτικών από τους ισχυρούς. Ο πόλεμος των κατασκευασμένων στοιχείων στο Ιράκ, η Κριμαία, η τραγωδία στη Συρία και το προσφυγικό δράμα ανέδειξαν τον κυνισμό όσων επικαλούνται το Δίκαιο κατά το δοκούν.
Η αναζήτηση μιας ισορροπίας ανάμεσα στο Δίκαιο και στην Ισχύ είναι λοιπόν κρίσιμο ζήτημα, αλλά συνιστά κινούμενη άμμο. Υπό αυτό το πρίσμα, πολλοί υποστηρίζουν πως αν θέλουμε ειρήνη με την Τουρκία πρέπει να γίνουμε ισχυρότεροι. Ναι, αλλά πώς;
Η ισχύς μιας χώρας είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων (οικονομία, δημογραφία, γεωπολιτική, κουλτούρα) και διαμορφώνεται σε βάθος χρόνου. Μερικοί έχουν την εύκολη συνταγή: Να γίνουμε «κράτος-αστακός», Ισραήλ των Βαλκανίων. Προτείνουν αύξηση στρατιωτικής θητείας, εξοπλιστικά προγράμματα-μαμούθ, έθνος σε διαρκή επιστράτευση.
Είναι ζωή αυτή; Ρωτήστε έναν νέο άνθρωπο. Θα ήθελε να περάσει 2-3 χρόνια στον στρατό; Θέλουμε να γυρίσουμε στην εποχή που η χώρα είχε χιλιάδες ανυπότακτους και η θητεία ήταν έκφραση ωμής κοινωνικής ανισότητας με τους αδύναμους στην παραμεθόριο και τους ισχυρούς «λούφα και παραλλαγή» καντηλανάφτες στον Λυκαβηττό; Δεν γνώρισα πολλούς που να μην έβαλαν ή να μην προσπάθησαν να βάλουν «μέσο» στον στρατό. Τα μεγάλα πολιτικά γραφεία, μάλιστα, είχαν άνθρωπο που ασχολούνταν αποκλειστικά με αυτό το είδος ρουσφετιού – τόση ήταν η ζήτηση. Πέφτετε από τα σύννεφα; Ελάτε τώρα!
Μήπως έστω εξάγουμε φρεγάτες; Αντίθετα, η επιλογή «του αστακού» είναι πιθανότερο να μας οδηγήσει ξανά στον γκρεμό παρά να μας ισχυροποιήσει. Εχουμε 200% χρέος, 37% ανεργία στους νέους, καχεκτικό κοινωνικό κράτος, και βαλθήκαμε να ξεπληρώσουμε το χρέος της Γαλλίας;
Ζήσαμε αυτήν την εμπειρία. Τις «αγορές του αιώνα» με τις μίζες του Τσοχατζόπουλου. Τα ξεχάσαμε; Και όταν χρεοκοπήσαμε και επαιτούσαμε, μας λυπήθηκε κανείς; Εντέλει, από την κούρσα των εξοπλισμών δεν κερδίσαμε σε ισχύ έναντι της Τουρκίας, αντιθέτως την τελευταία δεκαετία απωλέσαμε κιόλας.
Η διπλωματία ασφαλώς συνεισφέρει, αλλά αρκεί; Κρίνοντας από τις διαρκείς κρίσεις, μάλλον όχι. Επιπλέον, η διπλωματία της «περικύκλωσης» της Τουρκίας ρίχνει λάδι στη φωτιά, ενώ παλιότερες τυχοδιωκτικές «φιλίες» τύπου Οτσαλάν μάς γελοιοποίησαν. Θέλουμε ξανά κάτι τέτοιο;
Επομένως, το μοντέλο μιας ακραία ανταγωνιστικής σχέσης με την Τουρκία δεν βοηθά. Προσφέρει αέναους κύκλους έντασης. Μας εγκλωβίζει και αφαιρεί εθνικούς πόρους και διπλωματικό κεφάλαιο.
Ναι, πρέπει να γίνουμε ισχυρότεροι, αλλά πώς; Ας αλλάξουμε τρόπο σκέψης. Με δική μας πρωτοβουλία να γίνει το παιχνίδι στο Αιγαίο από ανταγωνιστικό σε συνεργατικό ή έστω πιο συνεργατικό από ό,τι είναι τώρα. Με άλλα λόγια, να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο οικονομικής συνεργασίας με την Τουρκία, που να λειτουργεί ως εμπόδιο στην ένταση.
Αν θέλουμε, λοιπόν, να ενισχυθούμε οφείλουμε να συνεργαστούμε. Μετατρεπόμενη η Τουρκία από ανταγωνιστικός σε συνεργατικός παράγοντας για εμάς, θα συμβάλει στη ισχυροποίησή μας μέσα στη διμερή σχέση, αλλά και η συνολική γεωπολιτική ισχύς μας θα αυξηθεί.
Οταν Ελλάδα και Τουρκία εμβαθύνουν την οικονομική συνεργασία τους στο Αιγαίο και ευρύτερα στην Ανατολική Μεσόγειο, η συζήτηση περί ισχύος θα πάψει να έχει την ίδια δραματική σημασία (δείτε, π.χ., τη σχέση Γερμανίας – Γαλλίας). Εως τότε, βέβαια, ακόμη κι αν περνιόμαστε για τους Αθηναίους, καλό είναι να θυμόμαστε πού και πού τους φουκαράδες Μηλίους, που ίσως θα είχαν προτιμήσει να γίνουν Φινλανδοί.
Απεβιωσε και ο Πατριαρχης της Τουρκολογιας.
ΠΤ. Οι περισσότεροι συμφωνούν ότι το ναμιλάμε είναι καλό, το ναεπιστρέφουνστο τραπέζι είναι καλό. Το ερώτημα είναι αν έχουμε καμία ελπίδα αυτό να βγάλει κάπου και αν από αυτά που είδαμε χθες, γιατί δεν ξέρουμε τι συζητήθηκε μέσα, αλλά από την περιρρέουσα ατμόσφαιρα,μπορούμε να έχουμε, ας πούμε,μια έστω συγκρατημένη αισιοδοξίαή όχι;
ΛΤ. Να απαντήσω στα δύο θέματα που αναδείξατε. Πρώτον, είναι καλό να μιλάμε ή όχι; Εγώ ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που πιστεύουν πως πάντοτε είναι καλό να μιλάς. Ο διάλογος είναι καλύτερος από τις εναλλακτικές λύσεις. Μέσα σε αυτή την κατηγορία, υπάρχουν δύο υποκατηγορίες. Είναι αυτοί που μιλάνε για να μιλάνε και δεν επιδιώκουν ουσιαστικά λύση. Μιλάνε για να δείχνουν στους άλλους ότι έχουν καλή διάθεση και είναι υπέρ του διαλόγου. Και είναι και αυτοί που μιλάνε για να καταλήξουν σε λύσεις. Εγώ, προσωπικά, ανήκω στην τελευταία κατηγορία. Το ερώτημα δεν είναι απλώς να μπούμε στις διερευνητικές συνομιλίες, αλλά με την προϋπόθεση ότι και οι Τούρκοι πραγματικά ενδιαφέρονται, να επιδιώξουμε λύση. Αυτό δεν είναι σαφές. Αν διαβάσει κανείς τα άρθρα που δημοσιεύονται στον ελληνικό τύπο, αν ακούσει τις διάφορες δηλώσεις, πολλοί από τους συμπατριώτες μας που φαινομενικά είναι υπέρ του διαλόγου λένε ότι «Δεν πειράζει, ας μιλήσουμε, δεν έχουν κόστος οι διερευνητικές. Ας δείξουμε στους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς ότι εμείς πιστεύουμε στον διάλογο, αλλά δεν βιαζόμαστε». Αυτά όμως έχουν ένα τεράστιο κόστος. Η μη λύση έχει κόστος μεταξύ άλλων και οικονομικό τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Τουρκία. Παράδειγμα, οι εξοπλισμοί.
ΠΤ. Υπάρχει από την άλλη πλευράτο ερώτημα, ωραίαλύση,αλλά λύση που να καλύπτει όλα αυτά που εμείς θεωρούμε δικαίως δικά μας,είναι πολύ δύσκολο να επιτύχουμε είτε με διαπραγματεύσεις είτε προσφεύγοντας στο διεθνές δικαστήριο. Θα την ακούτε αυτή την ένσταση πολύ,ιδίως τις τελευταίες ημέρες.
ΛΤ. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά, τι ακριβώς θέλουν οι Τούρκοι. [ ] Διότι η απέναντι πλευρά έχει πολύ συχνά μια αντιφατική πολιτική, μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Μια ξεκινάει με τελείως μαξιμαλιστικές, τρελές επιδιώξεις, άλλοτε χαμηλώνει τον τόνο και λέει «Μιλάμε συγκεκριμένα για πράγματα που μπορούν να μας οδηγήσουν σε έναν έντιμο συμβιβασμό». Εγώ, τουλάχιστον, θα ήθελα αν δοκιμάσω αν οι Τούρκοι εννοούν ότι θέλουν μια πραγματική λύση που να ικανοποιεί και τις δύο πλευρέςΑποδέχομαι όμως ότι οποιαδήποτε συζήτηση με τους Τούρκους που ξεκινάει με τις θαλάσσιες ζώνες, αναπόφευκτα περιέχει και μια συζήτηση περί χωρικών υδάτων. Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Η συζήτηση περί θαλάσσιων ζωνών αναπόφευκτα οδηγεί και σε συζήτηση περί χωρικών υδάτων. Δεν γίνεται να μιλήσεις για υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ, χωρίς να ξεκαθαρίσεις ποια είναι τα χωρικά σου ύδατα. Η ελληνική θέση εδώ κι δεκαετίες είναι ότι εμείς διατηρούμε το αναφαίρετο νομικό δικαίωμα να επεκτείνουμε στα 12 μίλια, αλλά δεν το κάνουμε. Δεν το κάνουμε, γιατί οι Τούρκοι απειλούν και γιατί άλλες χώρες, εκτός της γειτονιάς μας, δεν το θέλουν. Άρα, πολλοί συμπατριώτες μας φαίνεται να προτιμούν ένα θεωρητικό δικαίωμα, το οποίο δεν εφαρμόζεται, από μία πρακτική λύση που μπορεί να ικανοποιεί και τις δύο πλευρές.Το Αιγαίο είναι μια μεγάλη θάλασσα με πάρα πολλά ελληνικά νησιά. Αυτό, προφανώς, δημιουργεί δικαιώματα για την Ελλάδα. Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν στο Αιγαίο η διαχωριστική γραμμή είναι ανάμεσα στο τελευταίο ελληνικό νησί στα ανατολικά και τις ακτές τις Τουρκίας, ή αν έχουν και μερικά δικαιώματα οι Τούρκοι λόγω της εκτεταμένης ακτογραμμής που διαθέτουν.[ ] Σε αυτό το ερώτημα, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, θα πρέπει να δώσουμε μια απάντηση. Δεν λέω να βγούμε από την αρχή και να πούμε τι είμαστε διατεθειμένοι να δώσουμε στους Τούρκους. Προφανώς, όταν μπαίνεις σε μια διαπραγμάτευση, δεν διευκρινίζεις μέχρι που μπορείς να πας. Ορίζεις τις κόκκινες γραμμές αλλά δεν εξηγείς μέχρι που είσαι διατεθειμένος να πας μεταξύ μαξιμαλιστικών θέσεων και κόκκινων γραμμών. Πρέπει όμως να ξεκαθαρίσουμε στο μυαλό μας ποια είναι η απάντηση που δίνουμε στο αρχικό ερώτημα. Θέλουμε να το συζητήσουμε αυτό ή όχι;
ΠΤ. Υπάρχει μια πρόσφατη διατύπωση του Έλληνα Πρωθυπουργού του κυρίου Μητσοτάκη, σε μίασυνέντευξη πουείχε δώσει στα Νέα προ ολίγων μηνών, όπου έλεγε ότι αν δεν αναγνωρίζαμε ότι κάποια δικαιώματα έχει και η Τουρκία δεν θα προσερχόμασταν σε διάλογο, δεν θα είχε νόημα να το κάνουμε, αν δεν αναγνωρίζαμε και αυτοί κάποιου είδουςδικαιώματα έχουνκαι εδώ. Αυτήείναιμία θέση,κατά την γνώμη σας,που είναικοινής αποδοχής ή την αμφισβητούμε;
ΛΤ. Νομίζω ότι η θέση του πρωθυπουργού είναι πολύ σαφής και,αν μου επιτρέπετεκατά την ταπεινή μου άποψη, πολύ σωστή. Το πρόβλημα είναι ότι αυτήν την άποψη δεν την συμμερίζονται πάρα πολλοί συμπατριώτες μας και φοβούμαι επίσης πάρα πολλοί εντός του κυβερνητικούκόμματος. Παράδειγμα, δεν χρειάζεται να σας το θυμίσω, τι είπε ο κύριος Σαμαράς, πρώην πρωθυπουργός, σε συνέντευξη του στην Καθημερινή της Κυριακής, αλλά δεν είναι ο μόνος.
ΠΤ. Η χθεσινή μέρα σημαδεύθηκε απόαυτέςτις δυο κινήσεις της Τουρκικής πλευράς. Πρώτον η αλλαγή του τόπου συνάντησης που είχε έναν συμβολισμό, το ότι από ένα ξενοδοχείο ουδέτερο πήγανσε ένα ιστορικό κτήριο το οποίο είναι επίσης κυβερνητικόκτήριο, είναι κτήριο της Προεδρίας, το ιστορικό ΝτολμάΜπαχτσέ και επίσης ότι παρέστη ο πιο στενός συνεργάτης του ΤούρκουΠροέδρου δηλαδή το δεξί του χέρι και το αυτί. Πως θα τα ερμηνεύατεεσείς;
ΛΤ. Είναι σαφές το μήνυμα, αν το εννοούν βέβαια, ότι ο πρόεδρος της Τουρκίας θέλει να αναβαθμίσει τις συνομιλίες και δείχνει ότι ο ίδιος θέλει να έχει μία συμμετοχή, δηλαδή επενδύει ο ίδιος. Το εννοεί ή όχι, δεν το ξέρω, πάντως αυτό είναι το μήνυμα που περνάει. Στέλνοντας τον προσωπικό του σύμβουλο, που δεν ήταν στο πρόγραμμα να συμμετάσχει στις συνομιλίες αυτές,και πηγαίνοντας τους όλους σε ένα ιστορικό παλάτι στην Κωνσταντινούπολη, υποθέτω, θέλει να δείξει ότι αυτό μετράει για αυτόν και σε αυτό επενδύει. Ας το δοκιμάσουμε. Αυτό που θα ήθελα να προσθέσω είναι πως μέχρι τώρα -και ελπίζω να συνεχιστεί αυτό-δεν υπάρχουν διαρροές. Οκαλύτερος τρόπος για να τινάξεις στον αέρα τις διερευνητικές συνομιλίες είναι να αρχίσεις να κάνεις επιλεκτικές διαρροές.
Bάλε εκείνο το τελευταίο πιο πρόσφατο που λέει ότι οι γνήσιοι Έλληνες είναι οι Τούρκοι και ότι ο Κολοκοτρόνης ήταν αλλοδαπός