Ρουμ έγραψε: ↑13 Νοέμ 2019, 11:41
Δωρικο υποστρωμα τοπονυμικο στη Κεφαλονια
Β΄. Διατηρούνται και τοπωνύμια με το δωρικό τύπο:
Αράκλι < Αράκλειον / Ηράκλειον < Αρακλέας-ής / Ηρακλής. Στην κοιλάδα του Αρακλιού κατά την αρχαιότητα λατρευόταν ο Ηρακλής. (16)
Κρανιά < Κράνη < κράνα – κράνη / κρήνη. Από τους πρόποδες του λόφου, στην κορυφή του οποίου σώζεται η ακρόπολη της αρχαίας Κράνης, αναβλύζουν παλαιές πηγές πόσιμου νερού. (17)
Λανού < λανός / ληνός = κάθε κοίλωμα που έχει σχήμα κάδου ή σκάφης, σκάφη για το πότισμα των ζώων, ποτίστρα, ληνός. (18) Επειδή, κατά τη γνώμη μας, τα παρόμοια στην Κεφαλονιά τοπωνύμια με κατάληξη σε –ού δηλώνουν περιεκτικότητα (19), Λανού σημαίνει την περιοχή με τους πολλούς λανούς / ληνούς = ποτίστρες, καθώς η κοιλάδα στο συγκεκριμένο σημείο είναι αρκετά βαθουλή και άρα κατάλληλη για το πότισμα και τη συνακόλουθη ανάπαυση των ζώων. (20)
Παγά < παγά / πηγή. Στην περιοχή διατηρείται παλαιά πλούσια πηγή. (21)
Φαγιάς < φαγός / φηγός = βελανιδιά. Φαγιάς (περιεκτικό): ο τόπος με τις πολλές «φηγούς», τις πολλές βελανιδιές. Φαγιάς είναι περιοχή στη δυτική πλαγιά του Αίνου. (22)
III. Σημειώνουμε τη χαρακτηριστική περίπτωση χρονικού επιρρήματος – δωρικού κατάλοιπου:
αμά και κιαμά (< και /κι + αμά). Στο κεφαλονίτικο ιδίωμα σημαίνει «έπειτα», «στη συνέχεια», «αμέσως μετά», όπως στις φράσεις:
– «Έφαγα, αμά εβγήκα έξω» (ΤΣ., λ. αμά)
– «Πρώτα εφτά, κιαμά οχτώ» (Λ. 756).
Διασώζονται στο στόμα του λαού ρήματα που μας έρχονται κατευθείαν από τα αρχαία χρόνια. Και οι ρηματικοί αυτοί τύποι είτε είναι ίδιοι μορφολογικά με τους αντίστοιχους αρχαίους, είτε είναι παραφθορά εκείνων, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις έχει διαφοροποιηθεί η σημασία τους. (29) Αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα:
ανασκυντάω = επιπλήττω, βρίζω < αναισχυντέω = είμαι αναίσχυντος, φέρομαι με αναίδεια.
βρυάζω = πλεονάζω, πλημμυρίζω < βρύω, βρυάζω = πρήζομαι, φουσκώνω.
Βλ. τη φράση: «Τα σκουλίκια εβρύαξαν απάνου του» (ΤΣ., λ. βρυάζω).
https://www.kefaloniapress.gr/2018/04/2 ... katavoles/
γιώνω = οξειδώνω, δηλητηριάζω, σκυθρωπιάζω (30) // ζηλοφθονώ, κιτρινίζω, γίνομαι πελδινός, (Γ.Γ.-ΤΖ., λ. γιωμάρα/γιομάρα-γιώνω-γιωμένος), και ψυχραίνομαι, παγώνω από τη συμπεριφορά κάποιου, (ΤΣ.-ΒΛ., λ. γιώνω) < ιώνω < ιός. (31)