Δεν ξέρω τα ποσοστά που αφορούν στις αντιδράσεις των θυμάτων βιασμού αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη ότι το ποσοστό στο οποίο αναφέρεσαι (και προσωπικώς τουλάχιστον βρίσκω απολύτως λογικό) αφορά στα θύματα των πραγματικών βιασμών, όπου υφίσταται όντως φόβος για την ζωή και τη σωματική ακεραιότητα του θύματος.stavmanr έγραψε: ↑18 Ιαν 2020, 17:58Το σκεπτικό σου είναι παντελώς εσφαλμένο ακριβώς επειδή το ιστορικό των βιασμών δείχνει ότι ένα 70% των θυμάτων "παγώνει" κατά τη διάρκεια του βιασμού.stargazer έγραψε: ↑18 Ιαν 2020, 11:20Εγώ συμφωνώ για το ότι πρέπει να σταματάει ο ένας όταν ο άλλος δεν συναινεί. Όχι απλά συμφωνώ, μου φαίνεται κοινή λογική
Στο τι είναι συναίνεση και πως πρέπει να εκφράζεται είναι το θέμα μας και εκεί υιοθετώ το άρθρο του νόμου που παρέθεσε η Γαλή...Που με την σαφήνεια και νηφαλιότητα του, κάνει ξεκάθαρο γιατί οι νόμοι βγαίνουν από νομοθέτες και όχι από τυχαία μέλη φόρουμ ή υστερικές μαλακισμένες.Η αντίθετη βούληση ενός προσώπου συνιστά μία κατάσταση του εσωτερικού κόσμου και, όπως όλες οι καταστάσεις του εσωτερικού κόσμου, δεν είναι δυνατόν να γίνει αντιληπτή, εάν δεν εξωτερικευτεί. Έτσι, η αντίθετη βούληση απαιτείται να έχει εξωτερικευτεί, και επιπλέον, όπως γίνεται δεκτό στη νομολογία, να έχει καταστεί εμφανής στο δράστη.
Με ποιον τρόπο, όμως, μπορεί να εξωτερικευτεί η αντίθετη βούληση ενός προσώπου σε ορισμένη πράξη, παράλειψη ή ανοχή;
Η αντίθετη βούληση θα πρέπει να συνάγεται από την εν γένει στάση του θύματος και μπορεί να εκφραστεί με δύο συνολικά τρόπους: είτε με μυϊκές ενέργειες (αντίσταση), είτε λεκτικά, π.χ. προσπάθεια αποτροπής, παρακλήσεις προς τον δράστη, φωνές, κλήση σε βοήθεια.
Προβληματική εμφανίζεται, ωστόσο, η περίπτωση στην οποία εκφέρονται αντιφατικά μηνύματα ή συνάγεται αναποφασιστικότητα από πλευράς του θύματος. Σε αυτή την περίπτωση δεν στοιχειοθετείται το έγκλημα του βιασμού, καθώς η αντίθετη βούληση του θύματος, ακόμη και αν υπάρχει ως εσωτερική κατάσταση, ωστόσο, δεν έχει καταστεί εμφανής στο δράστη. Στο ίδιο αποτέλεσμα καταλήγουμε και όταν το θύμα είχε τη δυνατότητα να αποκρούσει (π.χ. απωθώντας τον δράστη με ένα απλό σπρώξιμο) ή να αποφύγει (π.χ. βάζοντάς το στα πόδια) την επίθεση. Τότε εύλογα ο δράστης θεωρεί ότι το θύμα συναινεί ή τουλάχιστον δεν αντιστέκεται.
Γι' αυτό κι ο νομοθέτης βάζει στη μέση τη λέξη "συναίνεση". Πρέπει να "ζητήσεις την άδεια" του άλλου για μία τέτοια πράξη, με όποιο πρόσφορο μέσο διατίθεται στη σχέση σας, κι εξασφαλίζει ότι δεν υπερβαίνεις τη βούληση του άλλου.
Συναίνεση δεν είναι η μη αντίδραση. Μη αντίδραση μπορεί να είναι τα πάντα. Αν πχ. δε μου μιλήσεις καθόλου την ώρα που σε κλέβω δεν σημαίνει ότι αποδέχεσαι την κλοπή σου ως δίκαιη πράξη.
Συναίνεση είναι η θετική (ενεργή) πράξη που εξασφαλίζει ότι υπάρχει άδεια για να προχωρήσεις.
Και όπως αναφέρθηκε δεκάδες φορές σ' αυτές τις περιπτώσεις, ο παράγων "συναίνεση" είναι το τελευταίο πράγμα που ενδιαφέρει το βιαστή.
Με λίγα λόγια, αυτές ακριβώς οι περιπτώσεις δεν πρέπει να συγχέονται με τις θεωρητικές προσεγγίσεις των υπόλοιπων βιασμών.
Και όλη η συναινετική φιλολογία οδηγεί μαθηματικά σ' αυτό.