Σ' εμένα, αυτό το ποίημα του Νεσίν, θύμισε αυτόματα ένα ποίημα του Αναγνωστάκη, που έγραψε το... δοξασμένο 1983.Πασιφάη έγραψε: ↑13 Μάιος 2021, 16:02ksk
Αυτός που φωνάζει, ακούγεται. Όποιος περιμένει την '' τυχάρπαστη βόλτα'' των άλλων στα μύχια του, παραμένει σιωπηλός. Σαν να μην έχει αρθρώσει λέξη.
Πρέπει να λέμε αυτό που αισθανόμαστε,και που ξέρεις. Ίσως η όλη διαδικασία μας ωφελήσει.
Θυμήθηκα τον Αζίζ Νεσίν..
Σώπα μη μιλάς…
Σώπα, μη μιλάς , είναι ντροπή
κόψ’ τη φωνή σου
σώπασε επιτέλους
κι αν ο λόγος είναι αργυρός
η σιωπή ειναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια που άκουσα από παιδί
έκλαιγα,γέλαγα,έπαιζα μου λέγανε:
“σώπα”.
Στο σχολείο μού κρύψαν την αλήθεια τη μισή,
μου λέγανε :”εσένα τι σε νοιάζει ; Σώπα!”
Με φιλούσε το πρώτο κορίτσι που ερωτεύτηκα και μου λέγανε:
“κοίτα μην πείς τίποτα, σσσσ….σώπα!”
Κόψε τη φωνή σου και μη μιλάς, σώπαινε.
Και αυτό βάσταξε μέχρι τα εικοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου
η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στο πεζοδρόμιο,
“Τι σε νοιάζει εσένα;”, μου λέγανε,
“θα βρείς το μπελά σου, σώπα”.
Αργότερα φωνάζανε οι προϊστάμενοι
“Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις ,σώπα”
Παντρεύτηκα , έκανα παιδιά ,
η γυναίκά μου ήταν τίμια κι εργατική και
ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή , που της έλεγε “Σώπα”.
Σε χρόνια δίσεκτα οι γονείς, οι γείτονες με συμβουλεύανε :
“Μην ανακατεύεσαι, κάνε πως δεν είδες τίποτα. Σώπα”
Μπορεί να μην είχαμε με δ’αύτους γνωριμίες ζηλευτές,
με τους γειτονες, μας ένωνε , όμως, το Σώπα.
Σώπα ο ενας,σώπα ο άλλος σώπα οι επάνω, σώπα η κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι και οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσά μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του “Σώπα”.
και μαζευτηκαμε πολλοι
μία πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη ,αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά,φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε παράσημα,
τα πάντα κι όλα πολύ.
Ευκολα , μόνο με το Σώπα.
Μεγάλη τέχνη αυτό το “Σώπα”.
Μάθε το στη γυναίκα σου,στο παιδί σου,στην πεθερά σου
κι όταν νιώσεις ανάγκη να μιλήσεις ξερίζωσε τη γλώσσά σου
και κάν’την να σωπάσει.
Κόψ’την σύρριζα.
Πέτα την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο από τη στιγμή που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες , τύψεις κι αμφιβολίες.
Δε θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου και θα γλιτώσεις απο το βραχνά να μιλάς ,
χωρίς να μιλάς να λές “έχετε δίκιο,είμαι σαν κι εσάς”
Αχ! Πόσο θα ‘θελα να μιλήσω ο κερατάς.
και δεν θα μιλάς ,
θα γίνεις φαφλατάς ,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς .
Κόψε τη γλώσσά σου, κόψ’την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια.
Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις , καλύτερα να το τολμησεις Κόψε τη γλώσσά σου.
Για να είμαι τουλάχιστον σωστός στα σχέδια και στα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και σε παροξυσμούς κρατώ τη γλώσσά μου,
γιατί νομίζω πως θα’ρθει η στιγμή που δεν θα αντέξω
και θα ξεσπάσω και δεν θα φοβηθώ και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω με ένα φθόγγο ,
με έναν ψιθυρο , με ένα τραύλισμα , με μια κραυγή που θα μου λεει:
ΜΙΛΑ!…
Φοβᾶμαι...
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι, φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
ΦΕΤΟΣ φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.