Ο Φωτάκος λέει πως έπεσε στην μάχη :
... παντοῦ παρευρέθη, κατ᾿ ἐξοχὴν δὲ εἰς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἀθηνῶν, εἰς τὴν ὁποίαν πρῶτος τῶν λοιπῶν Πελοποννησίων ἐξεστράτευσε, καὶ ὅπου ἔπεσε μαχόμενος εἴς τινα μάχην γενομένην κατὰ τὸν Φαληρέα, καὶ ἰδίως κατὰ τὴν θέσιν τὴν λεγομένην Ἀνάλατα.
Ο Περραιβός το ίδιο :
Ο Κασομούλης :
O Μακρυγιάννης :
Όσα ταμπούρια ήταν από την άκρη την θάλασσα ως τα δικά-μας, δέκα-έντεκα, τζακίστηκαν χωρίς πόλεμον και μας άφησαν τα τρία ταμπούρια του Νοταρά, το δικό-μου, του Βάσιου και του αλλουνού Νοταρά, οπού ήταν σε ένα ταμπούρι. Και εις τον ίδιον καιρόν τζακιστήκαμεν και τα τρία ταμπούρια και πελεκιώντας με τους Τούρκους -άκουγες σα-να ήταν λόγκος χτύπαγαν τα μαχαίρια και τα σπαθιά. Τυλιμένος με τους Τούρκους και χάριν-εις τα ποδάρια μου κι᾿ ότι βρέθηκα με κουράγιον, δεν κιότεψα (ότι οι περισσότεροι από αυτό χάθηκαν) και κόβοντας από ᾿μάς οι Τούρκοι από τον Ανάλατον ως την θάλασσα, φτάσαμε εκεί, οπού γίνεταν θρήνος. Και οι Έλληνες κάμαν το χρέος τους, όμως κέρδεσαν την νίκη οι Τούρκοι. Περίτου από οχτακόσοι Έλληνες πήγαν, όλο το άνθος. Και οι Τούρκοι ζύγωσαν εις αυτό. ᾿Σ την θάλασσα ηύραμεν τον Κώστα Μπότζαρη και τους άλλους, οπού άφησαν τα ταμπούρια τους και φύγαν πρωτύτερα. Είχαν όλοι μπη εις την θάλασσα και φαίνονταν τα κεφάλια τους μόνον. Τότε μας ρίχτηκαν κ᾿ εκεί πεζούρα και καβαλλαρία, και με τα μαχαίρια σκάβαμεν την γης και φκειάναμεν ταμπούρια και μπαίναμεν από-πίσου. Και πολεμήσαμεν ως τα σούρπα. Και τότε αρχίσαμεν να μπαρκαριστούμε. (...) Χάθηκαν εις τον Ανάλατον οι γενναίοι και οι καλοί πατριώτες, τα άξια παληκάρια ο Δράκος, ο Βέικος, ο Ντούσιας, ο Γιώργο Τζαβέλας, ο Νοταράς, ο Τζελέπης κι᾿ άλλοι πλήθος αξιωματικοί. Πιάστη ζωντανός κι᾿ ο καϊμένος ο Καλλέργης και τράβησε τόσα μαρτύρια και τον ξαγόρασαν. Σκοτώθηκαν οι περισσότεροι Κρητικοί κι᾿ ο γενναίος Κουρμούζης. Αιωνία τους η μνήμη! Η πατρίδα χρωστάγει χάριτες σε όλους αυτούς. Και να ευκέται τον νέον Ναύαρχον κι᾿ Αρχιστράτηγον, οπού τους στείλαν παράωρα εις τον Άδη όλους από τις κυβέρνειες τους. Σκοτώνοντας ο Νοταράς, οι περισσότεροί του άνθρωποι ήρθαν μ᾿ εμένα.
_____________________________________________________________________
O Μακρυγιάννης για τις κόντρες των Νοταραίων :
Με διορίζει η Κυβέρνηση και πήγα δυο φορές εις την Κόρθο να ησυχάσω τον Γιάννη Νοταρά και Παναγιώτη Νοταρά, οπού είχαν Ρουμελιώτες ο ένας κι᾿ ο άλλος συνάξη και γύμνωναν την πατρίδα τους , ο ένας Νοταράς την μισή κι᾿ ο άλλος την άλλη μισή, και δίναν και των Ρουμελιώτων τους μιστούς τους. Κι᾿ ο καυγάς τους ποιος ήταν; Ήθελαν να πάρουν μια γυναίκα και την θέλαν και οι δυο. Το χωριό καίγεταν και η γριά λαμπροχτενίζεταν. Παντού εις την πατρίδα Τούρκοι, και το κάστρο των Αθηνών, οπού ήταν η ελπίδα της Ελλάδος, κιντύνευε και σαν χάνεταν αυτό, και η πατρίς κακή τύχη είχε -τα οτζάκια καύλωναν. Με συχωράτε, αναγνώστες αν ξέρετε εκείνη την περίσταση τι κίντυνος ήταν της πατρίδος, κ᾿ εσείς θα λέγατε το ίδιον ᾿σ αυτούς και τον Αντρέα Λόντον, οπού τους βοηθούσε και γκιζερούσε με τα παιδάκια. Αφού τους μίλησα πολλά και τις δυο φορές και δεν μ᾿ άκουγαν, ᾿σ το υστερνό τους είπα «Πάγω και γράφω οσουνών είναι εις το κάστρο της Αθήνας και του Καραϊσκάκη, οπού ᾿ναι μέσα-εις τα χιόνια, οπού φκειάνει εις την Αράχωβα πύργους τα κεφάλια των Τούρκων, τους γράφω και γυρίζουν και μπαίνομεν όλοι εδώ και φκειάνομεν τα δικά-σας κεφάλια πύργους». Και σηκώθηκα να φύγω. Και τότε συνκατένεψε ο Αντρέας Λόντος και μου είπε ότι του Γιάννη Νοταρά του λέγει να ᾿ρθη εις την Αθήνα. Παράγγειλα εγώ και του Παναγιώτη Νοταρά και πήγαν και οι δυο εις Μέγαρα. Πήγα τα χαμπέρια της Διοίκησης και μ᾿ ευκαρίστησε πολύ και καταξοχή ο καϊμένος ο αγαθός Ζαϊμης, οπού πολεμούσε τόσον καιρόν να τους χωρίση και δεν τον άκουγαν ούτε αυτόν, ούτε την Κυβέρνησιν.