1. Βλέπω πως βρίσκομαι σ'ενα κατάστημα δίχως σαφή ένδειξη. Μπαίνω μέσα και διαπιστώνω πως υπάρχουν τριγύρω μου ντουλάπες, κι ένας ξυλινος πάγκος με μια ταμειακή πάνω. Κάνω να φύγω, σκάει υπάλληλος και αρχίζει να βγάζει παντελόνια, γραβάτες ,πουκάμισα. Του λέω πως δεν επιθυμώ να ψωνίσω και απορώ που δεν υπάρχει βιτρίνα στο μαγαζί. Τεσπα, βγαίνω έξω και με πιάνει μια τύπισσα, υποτίθεται γνωστή και μου λέει πως πρέπει να πάρω οπωσδήποτε το παντελόνι που μου έδειξε ο μαλάκας. Της λέω όχι δεν παίζει και αυτή μου απαντάει, ''πάρτο, κάνει μόνο 120 έουρος. Γίνομαι Λούης.
2. Είμαι στα Γιάννενα, όχι στο πατρικό της μάνας μου, αλλά σε κάποιο ξένο σπίτι και σκάει μύτη η κολλητή μου απ'την Καρδίτσα για να δει και καλά τους κύκνους που υπάρχουν σ'ένα δωμάτιο του σπιτιού. Πάω στην οικοδέσποινα, χαμός από κόσμο το τσαρδί και της ζητάω να δει η φίλη μου τα πουλιά. Με προγκάει η ρουφιάνα και βγαίνω όξω να της το πω. Εν τω μεταξύ κατουριέμαι ( στο όνειρο..), γράφω στα παπάρια μου τη φίλη, που της έχω πετάξει τη σακούλα με κάτι σκουπίδια του σπιτιού στη μούρη, και προσπαθώ να βρω κάπου να ξαλαφρώσω. Τρέχω γρήγορα σε ένα πάρκο ,και διαπιστώνω ρε πούστη ότι έχουν κάποια εγκαίνια. Πάω, χώνομαι στους θάμνους, καμία ελπίδα.
3. Βρισκομαι σε μια στοά, που υπάρχει μια τράπεζα και ακριβώς απέναντι, μια ξεκάρφωτη τουαλέτα. Ένας ταμίας σε γκισέ, σχεδόν δίπλα. Έξω απ΄το κατάστημα. Στα δυο μέτρα το παρτάλι. Μπαίνω γρήγορα να κατουρήσω αλλά η πόρτα η ρημαδιασμένη δεν έκλεινε. Και ο ταμίας γελούσε.
Εν τέλει ο Πασιφαϊκός εγκέφαλος, αποφάσισε να σηκωθώ απ'το κρεββάτι, ειδάλλως θα κατουριόμουν και θα γέλαγε ο κάθε πικραμένος στο σπίτι.
![011 :011:](./images/smilies/011.gif)