Το θέμα μας είναι, απόψε, τα ιδεολογικά ρεύματα στις παραμονές της Επανάστασης του 1821. Σωστότερο θα είταν αν διατυπώναμε τον τίτλο κάπως διαφορετικά: οι ιδεολογικές συγκρούσεις και οι κοινωνικές τους καταβολές στα χρόνια που προηγήθηκαν από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας,
Θα αρχίσω θυμίζοντάς σας το παραδοσιακό σχήμα που παρέχει η ελληνική ιστοριογραφία για τα φαινόμενα που θα μας απασχολήσουν. Πραγματικά, κι έτσι είναι σωστό, σε όλες τις ιστορίες της Ελληνικής Επανάστασης και σε όλα, λίγο-πολύ, τα εγχειρίδια της νεοελληνικής πνευματικής ή γενικής ιστορίας, βρίσκουμε, με παραλλαγές στη διατύπωση του τίτλου, το απαραίτητο κεφάλαιο για τους πνευματικούς παράγοντες της Επαναστάσεως του 1821.
Το ερμηνευτικό σχήμα που κατά κανόνα προτείνεται παρουσιάζεται με την ακόλουθη μορφή: Σε όλους τους τομείς της ελληνικής πνευματικής ζωής διαπιστώνεται –από τα μέσα και ιδίως από τα τέλη του 18ου αιώνα– μια πολύ σημαντική πρόοδος που εκφράζει την αφύπνιση του έθνους, ύστερα από μακρούς αιώνες δουλείας και αμαθείας. Πολλαπλασιάζονται τα σχολεία, πολλαπλασιάζονται οι εκδόσεις βιβλίων, πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των δασκάλων και των μαθητών και ούτω καθεξής. Κυρίως: εμφανίζονται και εδραιώνονται οι νέες ιδέες, οι ιδέες του Διαφωτισμού που, εκφράζοντας τις νέες πραγματικότητες του νεοελληνικού κόσμου, συνδυάζουν την καταπολέμηση της δεισιδαιμονίας και των προλήψεων, της αμάθειας και της άγονης παραδοσιακής παιδείας με την εισαγωγή των επιστημών, την έξαρση του αρχαίου (ελληνικού αλλά και δημοκρατικού πνεύματος), την πίστη στη φιλοσοφία και στον ορθό λόγο.
Από το κανάλι <τον δίαυλο> του νεοελληνικού Διαφωτισμού περνούν επίσης, στις τουρκοκρατούμενες περιοχές τα δημοκρατικά κηρύγματα της Γαλλικής Επανάστασης.
Όπως λεν κατά κόρο οι σύγχρονες πηγές –είναι ένα από τα αγαπημένα τους μοτίβα– οι Μούσες επιστρέφουν στην Πατρίδα τους και ετοιμάζουν την Ανάσταση του Γένους.
Αυτό είναι το παραδοσιακό σχήμα, στο οποίο πιο ενήμεροι και πιο προοδευτικοί ιστορικοί προσθέτουν το στοιχείο της σύγκρουσης. Διαπιστώνουν ότι, φυσικά, όλα αυτά δεν γίνονται ομαλά, ότι υπάρχουν αντιδράσεις και συγκρούσεις που μερικές φορές είναι πολύ βίαιες, αλλά ότι οπωσδήποτε το γενικό κλίμα οδηγεί προς την πρόοδο, υπάρχει μια ανοδική πορεία, κι όσο περνούν τα χρόνια, όσο πλησιάζουμε προς το 21 οι αντιδράσεις εξουδετερώνονται πιο εύκολα, οι θέσεις της συντηρητικής ιδεολογίας υποχωρούν, ο Διαφωτισμός εδραιώνει τις δικές του θέσεις και δείχνει να έχει κερδίσει τη μεγάλη μάχη.
Έτσι, όλες αυτές οι νεωτερικές και ανανεωτικές κινήσεις στο χώρο της πνευματικής ζωής προετοιμάζουν ιδεολογικά και ψυχολογικά τους Έλληνες για τη μεγάλη αναμέτρηση με τους Τούρκους.
Σύμφωνα με το ίδιο παραδοσιακό σχήμα, όλα αυτά τελειώνουν ξαφνικά και απότομα με την έναρξη του Αγώνα, όταν τα όπλα πήραν τη θέση των λόγων.
Τέλος, απαραίτητο συμπλήρωμα και κατακλείδα του ίδιου σχήματος: η Επανάσταση και οι καταστροφές που γνώρισαν τα έργα της παιδείας. Τα σχολεία κλείνουν ή καταστρέφονται, οι βιβλιοθήκες διαλύονται ή πυρπολούνται, τα τυπογραφεία, όσα υπάρχουν, καταστρέφονται κι αυτά ή μεταφέρονται βιαστικά στις ελεύθερες περιοχές, Δάσκαλοι και μαθητές εγκαταλείπουν τις τάξεις των σχολείων ή τις σπουδές τους στο εξωτερικό για να πυκνώσουν τις τάξεις των αγωνιστών της ελευθερίας.
Αιτία: ο πόλεμος, η Επανάσταση στη διπλή τους εκδοχή. Η εκδικητική μανία των Τούρκων στις περιοχές που επικράτησαν (όπως στην Κωνσταντινούπολη, τη Χίο, τη Σμύρνη, τις Κυδωνιές, που είταν και και μεγάλα κέντρα παιδείας και διαφωτισμού) – ή οι ανάγκες του πολέμου στις περιοχές όπου άνθισε η Επανάσταση.
Όπως διαπιστώνουμε, η διαδοχή είναι ομαλή, το πέρασμα από το ένα στάδιο στο άλλο, από την προετοιμασία στην πράξη, παρουσιάζεται χωρίς λύση συνεχείας.
Τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι –θα μιλήσουμε γι’ αυτό στη συνέχεια– αλλά πάντως το παραδοσιακό σχήμα που σας παρουσίασα είναι και λογικοφανές και επιπλέον ανταποκρίνεται σε ορισμένες τάσεις μεγάλης διάρκειας που χαρακτηρίζουν την ελληνική προεπαναστατική ιστορία. Παράλληλα βοήθησε σε έναν ιδεολογικό αποχρωματισμό της ιστορίας – βολικό για τη διαμόρφωση της επίσημης νεοελληνικής ιδεολογίας όπως αυτή συγκροτήθηκε γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα• εξοβελίσθηκαν έτσι όλα τα στοιχεία που αναφέρονταν σε κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις για να προβληθεί η ιδέα του ενωμένου, χωρίς εσωτερικές αντιθέσεις έθνους, που ενιαίο και αδιαίρετο οδηγήθηκε στον αγώνα της Ανεξαρτησίας. <στο περιθώριο: τελεσφόροι συγκερασμοί>
Άλλωστε το σχήμα αυτό που σας θύμισα με μεγάλη συντομία δεν αφορά μόνο τα ιδεολογικά κινήματα και τα κινήματα της παιδείας στα πλαίσια του προεπαναστατικού ελληνισμού. Αφορά το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας στην τελευταία περίοδο της Τουρκοκρατίας και αφορά, φυσικά, και τις ερμηνείες που έχουν δοθεί για τα αίτια της Ελληνικής Επανάστασης.
Πραγματικά το ερμηνευτικό σχήμα που, αν όχι πάντα, ωστόσο κατά κανόνα προτείνεται, ακόμα και από τους έλληνες μαρξιστές, παρουσιάζει την Επανάσταση του 1821 σαν αποτέλεσμα πολλαπλών ευθύγραμμων αναπτύξεων που σημειώθηκαν στους κόλπους της νεοελληνικής κοινωνίας.
Με αφετηρία, χοντρικά, πάλι, τα μέσα του 18ου αιώνα επισημαίνονται, μέσα σ’ αυτή την προοπτική, διαδοχικές ή παράλληλες αλλά πάντως αλληλεξαρτώμενες ανοδικές κινήσεις σε όλους τους τομείς της ελληνικής ζωής.
Οι κινήσεις αυτές εκφράζονται κυρίως με την εμφάνιση, την ανάπτυξη και την εδραίωση της αστικής τάξης που έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση και την ανακατανομή του ελληνικού πλούτου και επίσης μια σαφή εξέλιξη του πλέγματος των παραγωγικών σχέσεων (πέρασμα από τη φεουδαρχία προς τον καπιταλισμό) ενώ παράλληλα διαμορφώνει μια νέα, δυναμική ιδεολογία, τον νεοελληνικό Διαφωτισμό που θα κυριαρχήσει στην ελληνική προεπαναστατική ζωή.
Με δυο λόγια, η ελληνική κοινωνία παρουσιάζεται, έτσι, να διανύει μια ανοδική φάση μακράς διαρκείας της οποίας η φυσιολογική κατάληξη δεν μπορούσε να είναι παρά η Επανάσταση. Με τον τρόπο αυτό και μέσα από αυτό το πρίσμα, η Επανάσταση εμφανίζεται σαν προϊόν ενός ωριμάσματος, μιας συλλογικής ανόδου• και ξεσπά μέσα σε ένα κλίμα ευφορίας και ανάπτυξης των ελληνικών δυνάμεων σε όλους τους χώρους και σε όλα τα επίπεδα. <στο περιθώριο: nuance των ταξικών συγκρούσεων>
***
Ωστόσο δεν φαίνεται πως η εικόνα αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Σχετικά πρόσφατες έρευνες νεώτερων ιστορικών, πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμα δημοσιευθεί και που έχουν την αφετηρία τους στο έργο του Ν. Σβορώνου, φωτίζουν την περίοδο αυτή με ένα νέο φως και θέτουν υπό αμφισβήτηση πολλές από τις τόσο καλά εδραιωμένες βεβαιότητές μας για την Τουρκοκρατία και την Επανάσταση. Έτσι, π.χ. αμφισβητείται βάσιμα, το αν μπορούμε, για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, να μιλούμε τόσο πολύ για αστική τάξη με την έννοια που δίνουμε στον όρο αυτό όταν αναφερόμαστε σε καπιταλιστικούς οικονομικούς σχηματισμούς ή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Όπως επίσης βάσιμα αμφισβητείται το αν μπορούμε να χαρακτηρίζουμε το σύνολο των οικονομικών φαινομένων που στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, ακόμα και στον τελευταίο αιώνα της, απορρέουν από το εμπόριο, τη ναυτιλία και την βιοτεχνία ή τα φαινόμενα που συνδέονται με τον εκχρηματισμό της οικονομίας σε ευρύτατη κλίμακα, σαν δραστηριότητες καπιταλιστικού τύπου.
Ορθότερο και πιο σύμφωνο με τα πράγματα είναι να εντάξουμε τις δραστηριότητες αυτές στον προκαπιταλιστικό οικονομικό-κοινωνικό σχηματισμό όπου πράγματι ανήκαν, δηλαδή στα πλαίσια της ιδιότυπης φεουδαλικής δομής που χαρακτηρίζει την οικονομία της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Στο μέτρο που υπάρχει υπέρβαση της δομής αυτής προς την κατεύθυνση της καπιταλιστικής οικονομίας, τα σχετικά φαινόμενα και είναι περιορισμένα και έχουν, τις περισσότερες φορές, μικτό χαρακτήρα. Κι αυτό έχει φυσικά άμεσες επιπτώσεις στον συσχετισμό των δυνάμεων, στην έκβαση των κοινωνικών αναμετρήσεων και στον χαρακτήρα και τα αποτελέσματα των εθνικών επαναστάσεων, όπως η Επανάσταση του 21.
Από την άλλη πλευρά, τα φαινόμενα της ανάπτυξης στα οποία αναφέρθηκα πιο πριν υπήρξαν πραγματικά. Δεν είχαν την έκταση που τους έχουν αποδώσει διάφοροι ιστορικοί, δεν είχαν επίσης το νόημα του αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας που πολύ συχνά επίσης τους αποδόθηκε. Όμως υπήρξαν. Και δημιούργησαν και προϋποθέσεις για μεταγενέστερες αλλαγές (που τελικά δεν ολοκληρώθηκαν)• όπως επίσης δημιούργησαν και ισχυρούς θύλακες αστικής οικονομικής και ιδεολογικής παρουσίας μέσα σε μια κοινωνία που, στο σύνολό της, εξακολουθεί να παραμένει ιδιότυπα φεουδαρχική, προκαπιταλιστική και παραδοσιακή.
Όμως η ανάπτυξη αυτή δεν είναι τόσο ευθύγραμμα ανοδική όσο θεωρήθηκε. Αντίθετα σημαδεύεται από συχνές ενδογενείς δομικές ή κυκλικές κρίσεις στις οποίες έρχονται να προστεθούν οι αποφασιστικές επιπτώσεις των αντίστοιχων κρίσεων που εκδηλώνονται στην ευρωπαϊκή οικονομία ή εκείνων που δημιουργεί η εισβολή του δυτικού καπιταλισμού στο χώρο του ανατολικού εμπορίου και της βαλκανικής βιοτεχνίας.
Από την άποψη αυτή, αν παρατηρήσουμε προσεκτικά τα όσα συμβαίνουν στα πλαίσια του ελληνισμού στα χρόνια που προηγούνται από την Επανάσταση του 21, θα έχουμε την εικόνα μιας κοινωνίας που όχι μόνο δεν βρίσκεται σε φάση πλήρους ανάπτυξης των δυνάμεων της αλλά, αντίθετα, μιας κοινωνίας που συγκλονίζεται από πολλαπλές, αλλεπάλληλες κρίσεις σε διάφορα επίπεδα.
Πραγματικά, στην πενταετία και ιδιαίτερα στην τριετία που προηγείται από την Επανάσταση του 1821 σημειώνεται σειρά ολόκληρη από κρίσεις – μερικές από τις οποίες αποτελούν συνέχεια προγενέστερων κραδασμών. Κρίσεις οικονομικές, κρίσεις κοινωνικές, κρίσεις στο χώρο της ιδεολογίας και της πνευματικής ζωής.
Για την οικονομική κρίση στον ελλαδικό χώρο και τις επιπτώσεις της στην Επανάσταση θα μας μιλήσεις, εδώ, την επόμενη Τετάρτη, ο κ. Κρεμμυδάς, ένας από τους λίγους έλληνες ιστορικούς που επισήμανε ότι το 1821 συντελέσθηκε μέσα σε έλα κλίμα οικονομικών κρίσεων και όχι μέσα σε ένα κλίμα ανάπτυξης των ελληνικών δυνάμεων.
Τώρα εδώ θα μιλήσουμε για τις κρίσεις που σημειώθηκαν στο χώρο της ιδεολογίας και της πνευματικής ζωής, με αναφορές σε εκείνα τα στοιχεία των οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων που είναι απαραίτητα για να κατανοηθούν οι μηχανισμοί των πνευματικών συγκρούσεων.
***
Εκείνο που στο επίπεδο της πνευματικής μας ιστορίας χαρακτηρίζει τον ελληνικό κόσμο στην κρίσιμη τριετία-τετραετία 1818/9-1821 είναι μια πρωτοφανής σε ένταση ιδεολογική κρίση, που εκδηλώνεται με τη μορφή μιας εξαιρετικά βίαιης αναμέτρησης που αντιπαραθέτει τους παραδοσιακούς φορείς της παιδείας και της κυρίαρχης ιδεολογίας με τους οπαδούς των νέων ιδεών.
Θυμόμαστε το παραδοσιακό σχήμα στο οποίο αναφέρθηκα στην αρχή της ομιλίας μου: διάδοση των φώτων, άνοδος της παιδείας, κυριαρχία του Διαφωτισμού κι ύστερα απότομη διακοπή εξαιτίας της Επανάστασης και των συνεπειών της.
Εξετάζοντας τα πράγματα από πιο κοντά, θα διαπιστώσουμε ότι πραγματικά, υπάρχει ανοδική πορεία που διακόπτεται απότομα. Πραγματικά σχολεία κλείνουν, βιβλιοθήκες καταστρέφονται, τυπογραφεία διαλύονται, μαθητές και δάσκαλοι τρέπονται σε φυγή.
Όλα αυτά όμως έγιναν όχι εξαιτίας της Επανάστασης, αλλά ακριβώς πριν από την Επανάσταση.
Εξαιτίας όχι της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης και του αγώνα για την ελευθερία αλλά εξαιτίας ενδοελληνικών κοινωνικών και ιδεολογικών συγκρούσεων. Οι Τούρκοι δεν ανακατεύθηκαν σ’ αυτές τις δουλειές.
Δεν είναι η θέση εδώ να παρουσιάσουμε το ιστορικό του νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ας πούμε μόνο, για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε, ότι το κίνημα αυτό που εκφράζει τις τάσεις για τη χειραφέτηση της πνευματικής ζωής από την θρησκευτική κηδεμονία και που παράλληλα εισάγει στην ελληνική ζωή τον ορθολογισμό και τις επιστήμες, τη σύγχρονη φιλοσοφία και τις δημοκρατικές ιδεολογίες, έχει να παρουσιάσει, στη δεύτερη δεκαετία του 19ου αιώνα, ένα σημαντικό έργο και αξιόλογες κατακτήσεις. Κυρίως κατορθώνει να δίνει αυτό τον τόνο στις ελληνικές πνευματικές και ιδεολογικές εκδηλώσεις.
Γύρω στα 1815, ας πούμε, όλα δείχνουν ότι κάτι αλλάζει, ότι κάτι έχει αλλάξει σε σχέση με τις προγενέστερες καταστάσεις. Ηγέτης αδιαμφισβήτητος του κινήματος του Ελληνικού Διαφωτισμού, ο Κοραής θα γράψει: «δεν έμεινεν αμφιβολία ότι έφθασε και των Γραικών ο καλός καιρός, και έφθασε με τόσην ορμήν, ώστε καμία δύναμις ανθρώπινος δεν είναι πλέον ικανή να μας οπισθοποδήση».
Την ίδια περίπου εποχή, στα 1816, ένας άλλος γράφει: «Δάκρυα χαράς πρέπει να χύση τη αληθεία ο φιλόσοφος παρατηρητής της παρούσης των Ελλήνων καταστάσεως, όταν βλέπη το γένος μας απ’ αρχής της αξιολόγου ταύτης εκατονταετηρίδος την οποίαν δικαίως ημπορούμεν να ονομάσωμεν Χρυσήν Εποχήν της Ελλάδος, να σπεύδη δρομαίως προς την φιλοσοφίαν και τον πολιτισμόν του».
Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε επ’ άπειρο τα παραθέματα αυτού του είδους. Οι διατυπώσεις τους έρχονται να εικονογραφήσουν μια πραγματικότητα. Εκφράζουν, όμως, παράλληλα και μια αισιοδοξία, την αισιοδοξία των ανερχόμενων κοινωνικών ομάδων, που δεν βρίσκεται σε αντιστοιχία με τους πραγματικούς συσχετισμούς των δυνάμεων που βαραίνουν στην ελληνική πλάστιγγα.
Πάντως εκείνο που χρειάζεται να συγκρατήσουμε τώρα είναι μια αναμφισβήτητη προώθηση των θέσεων του Διαφωτισμού. Και αυτό ανησυχεί τις κυρίαρχες κοινωνικές ομάδες και τους φορείς της κυρίαρχης ιδεολογίας – πρώτα και κύρια το Πατριαρχείο.
Από πολύ νωρίς και για λόγους πολεμικής η Εκκλησία προσπαθεί να ταυτίσει τους οπαδούς των νέων ιδεών με τους αρνητές της θρησκείας. Και έχει επισημάνει την ταξική συγκρότηση της ομάδας των νεωτεριστών: κείμενο του 1805, αυτοί που «αρνούνται και εκκλησίαν και μυστήρια και νηστείας και απλώς ειπείν γραφάς και ευαγγέλια (…) είναι άνθρωποι αμαθέστατοι, ως επι το πλείστον έμποροι και τεχνίται, και βάναυσοι άνθρωποι, ένας γούναρις ή ένας χαϊτατζής, ή ένας χρυσοχόος». Από την αντίθετη παράταξη, την παράταξη του Διαφωτισμού θα υπογραμμιστεί αντίστοιχα ότι «αι νέαι ιδέαι φωτίζουσαι τον νουν του λαού τον ελευθερώνουν από τον ζυγόν εκείνων, εις όσους αι δεισιδαιμονίαι έγιναν αργυρίου ή χρυσίου μεταλλεία ανεξάντλητα».
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΤΣΙ ΞΕΚΑΘΑΡΙΣΜΕΝΑ
Ωστόσο η στάση της Εκκλησίας, του Πατριαρχείου απέναντι στον Διαφωτισμό δεν είναι ενιαία μέσα στον χρόνο.
Η δυσπιστία και η εχθρότητα είναι εξυπαρχής δεδομένες. Όμως τα μέσα που χρησιμοποιούνται καθορίζονται, κάθε φορά, από το συσχετισμό των δυνάμεων και από την κοινωνική ή την πνευματική συγκυρία.
Αντίστοιχα, αν και αντίστροφα, η τακτική του Διαφωτισμού και των Διαφωτιστών απέναντι στις αντίπαλές τους δυνάμεις καθορίζεται από παρόμοιες εκτιμήσεις.
Από την άποψη αυτή η μόνη μεγάλη και γενικευμένη κρίση που γνωρίζουμε πριν από την εποχή που μας απασχολεί είναι εκείνη που ξέσπασε στην τελευταία δεκαετία του 18ου αιώνα. Είναι ο καιρός της προώθησης των Δημοκρατικών Γάλλων στην Ανατολή. Συμπίπτει με την εποχή της πρώτης μεγάλης εξόρμησης του νεοελληνικού Διαφωτισμού που συνδύαζε την ρητά και ωμά διατυπωμένη επιδίωξη της πνευματικής χειραφέτησης από την Εκκλησία με τα πατριωτικά-απελευθερωτικά κινήματα που ενσάρκωσε ο Ρήγας. Στην επίθεση αυτή η Εκκλησία, το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης απάντησε με βιαιότητα μεγάλη και με μέτρα δρακόντεια που ώς τότε δεν τά ’χε ξαναχρησιμοποιήσει ούτε σε τέτοια έκταση ούτε με τόση συνέχεια μέσα στο χρόνο.
Ύστερα τα πνεύματα καταλάγιασαν. Η αποτυχία των απελευθερωτικών σχεδίων έτρεψε το Διαφωτισμό προς πιο έμμεσους δρόμους για την επίτευξη των σκοπών του. Είναι η εποχή του «δράξασθαι παιδείας». Από την πλευρά της η Εκκλησία που έλεγχε αποτελεσματικά το ποίμνιό της, αποφεύγει τους γενικευμένους κατατρεγμούς, εξατομικεύει τις ύποπτες στα μάτια της εκδηλώσεις και προσπαθεί, τις περισσότερες φορές με επιτυχία, να αναχαιτίσει με έμμεσους τρόπους και με σοφά υπολογισμένους χειρισμούς την ορμή των νεωτεριστών.
Όμως εκεί, γύρω στα 1818/9, διαπιστώνουμε την ανατροπή ης πνευματικής συγκυρίας. Η Εκκλησία σκληραίνει τη στάση της σε όλους τους τομείς και εξαπολύει μια γενικευμένη, βίαιη επίθεση, εναντίον του νεοελληνικού Διαφωτισμού και των οπαδών του. Πολύ νωρίς άλλωστε συμπαρατάσσονται με το Πατριαρχείο δυνάμεις ευρύτατες, ανομοιογενείς, αλλά που εκφράζουν καλά τη συμμαχία των κυρίαρχων τάξεων απέναντι σ’ ένα πνευματικό και κοινωνικό κίνημα που απειλεί τις παγιωμένες κοινωνικές ισορροπίες.
Η κρίση που προκαλείται μ’ αυτόν τον τρόπο θα διαρκέσει ώς τα 1821 και θα σταματήσει όταν αρχίσει η Επανάσταση. Αποτέλεσμά της θα είναι η ήττα του Διαφωτισμού.
Για την ανατροπή της πνευματικής συγκυρίας συντέλεσαν φυσικά πολλοί λόγοι. Τρεις δείχνουν να είναι οι κυριώτεροι και θα προσπαθήσω να τους αναφέρω με συντομία.
Είναι πρώτα η αλλαγή στο ευρωπαϊκό πολιτικό κλίμα που σημειώνεται με την δημιουργία και την εδραίωση της Ιερής Συμμαχίας. Ύστερα από τη θύελλα της Γαλλικής Επανάστασης και των Ναπολεόντειων πολέμων οι ευρωπαϊκές δυνάμεις προσπαθούν να αποκαταστήσουν και να εμπεδώσουν τις διαταραγμένες κοινωνικές και κρατικές ισορροπίες. Εκείνο που χαρακτηρίζει από την σκοπιά μας την Ιερή Συμμαχία είναι η σταθερή θέλησή της να χτυπήσει κάθε επαναστατικό ή έστω ανανεωτικό κίνημα, είτε αυτό είναι εθνικό, είτε κοινωνικό είτε ιδεολογικό.
Παράλληλα διαμορφώνεται ένα ισχυρότατο μυστικιστικό ρεύμα που βρίσκει καλό προστάτη στο πρόσωπο του Τσάρου της Ρωσίας στο περιβάλλον του οποίου δεσπόζει η μορφή της κυρίας Krudener. Η λατρεία του ορθού λόγου που κυριαρχούσε στην προηγούμενη περίοδο γίνεται ύποπτη και αναβιώνουν οι θεοκρατικές και απολυταρχικές θεωρίες που πλαισιώνουν την πρώτη περίοδο του ρωμαντισμού. Με τη διαμεσολάβηση και του Καποδίστρια, υπουργού του Τσάρου τότε που παρεμβαίνει προσωπικά στις ενδοελληνικές διαμάχες. Οι πραγματικότητες της Ιερής Συμμαχίας μετακενώνονται στις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και μεταβάλλονται σε σημείο αναφοράς και συσπείρωσης των συντηρητικών ηγετικών ομάδων. Πατριαρχείο και Φαναριώτες αλλά και ένα τμήμα των αστών λειτουργούν τώρα πια μέσα σε ένα κλίμα που τους επιτρέπει, όταν δεν τους ωθεί, να εκκαθαρίσουν τους λογαριασμούς τους με παληούς αντιπάλους. Η τήρηση και ο σεβασμός των καθεστώτων και η θεοκρατική υφή της εξουσίας είναι τα στοιχεία που συσπειρώνουν και στα πλαίσια του ελληνισμού το σύνολο περίπου των συντηρητικών δυνάμεων.
Δεύτερο λόγο συνδυασμένο με τον πρώτο πρέπει να θεωρήσουμε την μόνιμη επιδίωξη της Ανατολικής Εκκλησίας να επανακτήση το έδαφος που είχε χάσει από τα τέλη του 18ου αιώνα και να αποκαταστήσει στην πληρότητά τους όλες τις εξουσίες που της είχαν αποσπάσει ή που της είχαν αμφισβητηθεί.
Όπως ξέρουμε, η άνοδος της εμπορικής τάξης είχε περιορίσει στα μεγάλα ελληνικά κέντρα την κοσμική εξουσία της Εκκλησίας και των κληρικών. Και οι πρόοδοι του Διαφωτισμού είχαν κλονίσει το εκκλησιαστικό μονοπώλιο σε ό,τι αφορούσε την παιδεία και την πνευματική ηγεμονία.
Η συσπείρωση των συντηρητικών δυνάμεων που σημειώνεται στις τουρκοκρατούμενες περιοχές στα χρόνια της Ιερής Συμμαχίας και τα εξωτερικά στηρίγματα που αποκτά σύντομα η ορθόδοξη Εκκλησία, ιδίως από την πλευρά της ομόδοξης τσαρικής Ρωσίας, ευνοούν αποφασιστικά τα σχέδιά της.
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε έναν τρίτο παράγοντα που τελικά έκρινε την έκβαση της ιδεολογικής αναμέτρησης των ετών 1818-1821. Είναι οι πολλαπλές οικονομικές και κοινωνικές κρίσεις που συγκλονίζουν τον ελληνισμό. Κρίση του εμπορίου, κρίση της ναυτιλίας, κατακόρυφη πτώση των τιμών, αποδιάρθρωση της βιοτεχνίας εξαιτίας της εισβολής ευρωπαϊκών βιομηχανοποιημένων προϊόντων, νομισματική κρίση – όλα αυτά τα φαινόμενα του οικονομικού βίου, που πυκνώνουν στα χρόνια 1817-1820, πλήττουν κατά κύριο λόγο τους εμπόρους και γενικότερα τους αστούς. Οι αλλεπάλληλες πτωχεύσεις εμπόρων που σημειώνονται στα χρόνια 1819/20 στη Σμύρνη, στην Πόλη, στην Τεργέστη και στη Μασσαλία εκφράζουν καλά τα αποτελέσματα των οικονομικών κρίσεων.
Αυτή η οικονομική αποδυνάμωση των εμπόρων και των αστών έχει σοβαρές επιπτώσεις και στην κοινωνική τους δύναμη και στην πολιτική εξουσία που είχαν ώς τότε κατακτήσει. Σε πόλεις όπως η Σμύρνη, οι συντεχνίες, σε συμμαχία με την τοπική εκκλησία, ανατρέπουν την κοινοτική εξουσία των εμπόρων.
Με λιγότερη ένταση το ίδιο φαινόμενο σημειώνεται και αλλού, ενώ σε άλλα κέντρα όπως στην Οδησσό παρουσιάζονται οξύτατες ενδοαστικές αντιθέσεις.
Από την άποψη που μας ενδιαφέρει εδώ πρέπει να υπογραμμίσουμε τις επιπτώσεις αυτής της κατάστασης στα θέματα της πνευματικής ιστορίας, που είναι και αυτή ιστορία κοινωνική. Ο νεοελληνικός Διαφωτισμός άντλησε τις δυνάμεις του και στήριξε την ακτινοβολία του στην ενίσχυση και στη συμπαράσταση κυρίως των εμπόρων. Στο μέτρο λοιπόν που οι οικονομικές κρίσεις αποδυναμώνουν αυτή την κοινωνική ομάδα, ο Διαφωτισμός χάνει τη μόνη συνεπή δύναμη στήριξής του και παρουσιάζεται πιο ευάλωτος μπρος σε έναν αντίπαλο που για τους λόγους που αναφέραμε εμφανίζεται ισχυρότερος από κάθε άλλη φορά.
Οι προϋποθέσεις υπάρχουν για να επιχειρηθεί η επίθεση. Και ακριβώς στην κατάλληλη ώρα εκλέγεται πατριάρχης ο κατάλληλος άνθρωπος που θα συντονίσει τις ενέργειες και θα οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις. Είναι ο Γρηγόριος Ε΄ που ανεβαίνει για τρίτη φορά στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Δοκιμασμένος αντίπαλος του Διαφωτισμού, αυστηρά προσηλωμένος στην παράδοση και στην τήρηση των καθεστώτων, φέρνει μαζί του την πείρα της πρώτης του πατριαρχίας στη διάρκεια της οποίας είχε αντισταθεί πεισματικά στην ορμητική επίθεση του Διαφωτισμού. Τότε είχε αφορίσει τον Ρήγα, τη Γαλλική Επανάσταση και τη δυτική φιλοσοφία, είχε στήσει τους πρώτους γενικευμένους μηχανισμούς λογοκρισίας βιβλίων και είχε ανασυγκροτήσει το Πατριαρχικό Τυπογραφείο για να τυπώνει βιβλία που θα καταπολεμούσαν τις νέες ιδέες.
Την πείρα του αυτή θα την χρησιμοποιήσει και στα χρόνια του 1819-1821• πολλές πράξεις του αυτή την περίοδο αποτελούν επανάληψη πράξεων της πρώτης του πατριαρχίας. Η βιαιότητα του Γρηγορίου είταν τόση στη διάρκεια του κατατρεγμού ώστε ο Κοραής που είχε σκληρή πένα, όταν στα 1821 πληροφορήθηκε πως οι Τούρκοι κρέμασαν τον Πατριάρχη, δεν δίστασε να γράψει: «Ω τον ηλίθιον τον Σουλτάνον! Τους φίλους του σφάζει αντί να τους φορέσει καυτάνια».
***
Ας συνοψίσουμε τώρα τους κύριους σταθμούς της επίθεσης εναντίον του Διαφωτισμού στα χρόνια 1818-1821. Για τις αντιδράσεις των διαφωτιστών θα μιλήσουμε στη συνέχεια.
Μπορούμε να τοποθετήσουμε την αρχή της ιδεολογικής κρίσης στα 1818 και στην έκδοση της Μελέτης της Κοινής Ελληνικής Διαλέκτου του φαναριώτη Παναγιώτη Κοδρικά. Πρόκειται για ένα χοντρό βιβλίο που έρχεται να καταπολεμήσει τη γλωσσική θεωρία του Κοραή και να υπερασπίσει τη γλώσσα των ευγενών. Δεν είναι αυτό το σημαντικό. Ο Κοδρικάς χτυπά τον Κοραή όχι μόνο για τη γλώσσα του αλλά και για τις δημοκρατικές του ιδέες. Τον αποκαλεί γιακωβίνο, κόκκινο ανατροπέα των καθεστώτων, μεταφέροντας έτσι την γλωσσική διαμάχη στο πραγματικό κοινωνικό της επίπεδο. Αλλά ούτε κι αυτό συμβαίνει για πρώτη φορά. Αυτή η τακτική είχε χρησιμοποιηθεί και σε προγενέστερα χρόνια. Εκείνο που έχει περισσότερη σημασία είναι ότι το βιβλίο βγαίνει με αφιέρωση του Κοδρικά στον Τσάρο της Ρωσίας και όλοι καταλαβαίνουν ή μαθαίνουν πολύ γρήγορα ότι η αφιέρωση έχει εγκριθεί από τον ίδιο τον Τσάρο, με τη μεσολάβηση του Καποδίστρια. Στους μήνες που ακολουθούν δύο πατριάρχες της Κωνσταντινούπολης, ο Κύριλλος και ο Γρηγόριος Ε΄ που τον διαδέχεται, εγκρίνουν δημόσια το περιεχόμενο του βιβλίου και επαινούν τον συγγραφέα του.
Ετσι οι Έλληνες του 1818/1819 μπόρεσαν να διαπιστώσουν ότι απέναντι στο ριζοσπαστικότερο ρεύμα του νεοελληνικού Διαφωτισμού, απέναντι στο ρεύμα που αντιπροσωπεύει ο κοραϊσμός, διαμορφώνεται μια πανίσχυρη πολιτικο-θρησκευτική συμμαχία: Τσάρος της Ρωσίας – Καποδίστριας – Πατριαρχείο – Φανάρι. Και για πρώτη φορά στόχος είναι ο Κοραής τον οποίο εξαιτίας του τεράστιου ευρωπαϊκού του κύρους καμιά επίσημη αρχή δεν είχε θελήσει ώς τότε να τον επικρίνει δημόσια, όσες κι αν είταν οι αντιθέσεις.
Η προειδοποίηση είναι τώρα σαφής και απευθύνεται όχι μόνο τον ενδιαφερόμενο και τους οπαδούς του αλλά στο σύνολο της ελληνικής λογιοσύνης που είναι σε θέση να καταλάβει το αντικείμενο της διαμάχης.
Αρχές 1819. Ο Γρηγόριος Ε΄ ανεβαίνει στον Πατριαρχικό θρόνο
Μάρτιος 1819. Ο Γρηγόριος και η Πατριαρχική Σύνοδος εξαπολύουν μια βίαιη εγκύκλιο εναντίον του Διαφωτισμού που είναι ταυτόχρονα και ένα πλήρες πρόγραμμα για το περιεχόμενο της παιδείας που θα παρέχεται στους Έλληνες. Στόχος οι φυσικές επιστήμες, η γλωσσική διδασκαλία του Κοραή (ο οποίος όμως αυτή τη φορά δεν κατονομάζεται) και η συνήθεια να βαφτίζονται τα παιδιά με αρχαιοελληνικά ονόματα, πράγμα που θεωρείται αντιχριστιανική εκδήλωση.
Σας διαβάζω ένα απόσπασμα:
“Επιπολάζει ενιαχού μία καταφρόνεσις προς τα γραμματικά μαθήματα (…) προερχομένη εκ της ολοτελούς αφοσιώσεως μαθητών και διδασκάλων εις μόνα τα Μαθηματικά και τας επιστήμας, και μία ψυχρότης περί τα της αμωμήτου ημών πίστεως και αδιαφορία εις τας παραδιδομένας νηστείας (…) κατά σύγκρισιν και παράθεσιν ευρίσκεται επωφελεστέρα τω γένει και αναγκαιοτέρα η παράδοσις των γραμματικών από την διδασκαλίαν των Μαθηματικών και επιστημονικών (…) Επειδή τίς ωφέλεια προσκολλώμενοι οι νέοι εις τας παραδόσεις αυτάς να μανθάνωσιν αριθμούς και αλγέβρας και κύβους, και κυβοκύβους, και τρίγωνα, και τριγωνοτετράγωνα και λογαρίθμους, και συμβολικούς λογισμούς (…) και άτομα, και κενά και δίνας, και δυνάμεις, και έλξεις, και βαρύτητας, του φωτός ιδιότητας (…) και μύρια τοιαύτα και άλλα τερατώδη (…) έπειτα εις τας ομιλίας των βάρβαροι, εις τας γραφάς των σόλοικοι, εις τα της θρησκείας των ανίδεοι, εις τα ήθη παράφοροι και διεφθαρμένοι, εις τα πολιτεύματα επιβλαβείς”.
Για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης δεν μπορούσε να υπάρξει καμιά αμφιβολία για το ποιοί είταν οι μη κατονομασμένοι στόχοι της εγκυκλίου. Βέβαια η διδασκαλία του Κοραή – αλλά αυτός είναι μακρυά, στο Παρίσι. Συγκεκριμένα όμως οι ισχυρές θέσεις του Κοραϊσμού μέσα στην τουρκοκρατούμενη Ανατολή – τα Γυμνάσια των Κυδωνιών, της Σμύρνης και της Χίου. Εκεί διδάσκονται όσα καταδικάζει η εγκύκλιος κι εκεί παράγονται, από δασκάλους διαποτισμένους από το πνεύμα του Κοραϊσμού, όλο και περισσότεροι μαθητές που με τη σειρά τους γίνονται δάσκαλοι σε ελληνικά σχολεία άλλων περιοχών μεταφέροντας τις ύποπτες διδασκαλίες.
Δεν ξέρουμε τι ακριβώς έγινε στις Κυδωνιές, αλλά πολύ γρήγορα από το 1820 ο Θεόφιλος Καΐρης φοβάται, υποχωρεί για να αποφύγει τον κατατρεγμό. Ελπίζει ότι πρόκειται για μια παροδική κρίση.
Στη Σμύρνη η επίθεση εναντίον του Φιλολογικού Γυμνασίου είναι άμεση και αποτελεσματική. Με επικεφαλής τον επίσκοπο Σμύρνης, που υπερβαίνει τις εντολές του Πατριαρχείου, πραγματοποιείται η «οχλοκρατική κατάλυσις» του άθεου Γυμνασίου, ο διασκορπισμός της βιβλιοθήκης και η φυγή από την πολιτεία δασκάλων και μαθητών. Όλα αυτά έχουν τελειώσει ώς το καλοκαίρι του 1819 και η ταχύτητα με την οποία διαδραματίσθηκαν τα γεγονότα οφείλεται και στο γεγονός ότι στη Σμύρνη είχαν εκδηλωθεί ισχυρότατα κινήματα εναντίον των εμπόρων, που οδήγησαν στην ανατροπή τους από την κοινοτική εξουσία, πράγμα που άφησε το φιλοσοφικό Γυμνάσιο ανυπεράσπιστο από τους κοινωνικούς του προστάτες.
Στη Χίο τα πράγματα πήραν περισσότερο καιρό γιατί τα κοινωνικά στηρίγματα της σχολής δεν είχαν κλονισθεί. Όμως κι εκεί στις αρχές του 1821, και πάντως πριν την έναρξη της Επανάστασης, το Πατριαρχείο κατόρθωσε, ύστερα από πολλαπλές απειλές και πιέσεις, να διώξει τον διευθυντή του Γυμνασίου, τον Ν. Βάμβα και να κλείσει το σχολείο.
Εκ των υστέρων, μετά την Επανάσταση και για να καλυφθεί ο ρόλος του Πατριαρχείου, ειπώθηκε πως το Γυμνάσιο έκλεισε «δια τον φόβον των Τούρκων».
Όμως, όπως έλεγα και πιο πριν οι Τούρκοι δεν ανακατεύθηκαν σ’ αυτές τις δουλειές. Και πραγματικά δεν έχουμε καμιά έγκυρη σύγχρονη ένδειξη τουρκικής ανάμιξης στις ελληνικές ιδεολογικές διαμάχες.
Αντίθετα έχουμε μια πολύτιμη μαρτυρία του 1820, που προέρχεται από άνθρωπο που γνώριζε καλά τα πράγματα. Εκείνο το χρόνο, ο πρώτος γραμματέας της Γαλλικής Πρεσβείας της Κωνσταντινούπολης είχε πάει στη Χίο όπου είχε συναντήσει τον διευθυντή της Σχολής, τον Ν. Βάμβα. Ο Βάμβας είναι μαθητής και φίλος του Κοραή και ταυτόχρονα μια από τις πιο σημαντικές φυσιογνωμίες του Διαφωτισμού.
Ο Γάλλος διπλωμάτης εξέφρασε στο Βάμβα τον φόβο πως η εισαγωγή της αλληλοδιδακτικής μεθόδου στο Γυμνάσιο της Χίου είναι δυνατόν να προκαλέσει την καχυποψία των Τούρκων. Η απάντηση του Βάμβα είταν σαφής: «οι Τούρκοι της Χίου» λέει «δεν προκαλούν εδώ ούτε τρόμο, ούτε ανησυχία. Από αδιαφορία ή για λόγους αρχής η Υψηλή Πύλη δεν δείχνει να αντιτίθεται στην εκπαιδευτική αναγέννηση της Ελλάδας. Οι πραγματικοί εχθροί αυτής της ευτυχισμένης παλινόρθωσης [της παιδείας] βρίσκονται στους κόλπους μας. Και αν οι προσπάθειές μας επιτύχουν, και κατορθώσουμε να υποτάξουμε τις προλήψεις ή την αδιαφορία του πανίσχυροι κλήρου που αποτελεί σήμερα την πρώτη τάξη του ελληνικού έθνους, τότε λίγα πράγματα θα μένουν να κάνουμε εναντίον των Τούρκων» (Souv. de l’Orient A’, 1839, 193).
Στo κλίμα που δημιουργεί η εγκύκλιος του 1819 πρέπει να εγγράψουμε το περιεχόμενο που πήραν οι πρωτοβουλίες για την ανασύσταση του Πατριαρχικού Τυπογραφείου στα 1820. Ο σκοπός, όπως διατυπώθηκε σε μια «απανταχούσα» των εφόρων της τυπογραφίας που τυπώθηκε σε φυλλάδιο στα 1820, είναι σαφής: για τη δόξα του γένους τα ελληνικά βιβλία πρέπει να τυπώνονται όλα στην Κωνσταντινούπολη και όχι σε ξένες πόλεις. Για το λόγο αυτό το Πατριαρχικό Τυπογραφείο μετονομάζεται σε Κοινή του Γένους Τυπογραφία. Όμως μέσα στην ίδια απανταχούσα αποκαλύπτεται ο σκοπός στον οποίο αποβλέπει το Πατριαρχείο: να αποφεύγεται ό,τι δεν είναι «σύμφωνον με την πίστιν» και της «παν ό,τι δύναται να συσκιάση την λαμπρότητα της ακραιφνούς ημών υποταγής» (εννοεί της Τούρκους) «διά της εκδόσεως βιβλίων αντιφρονούντων».