Ποιος πρέπει να αλλάξει: αυτοί ή εμείς όλοι;
Αν δεν αλλάξει πραγματικά, όπως πορεύεται σήμερα η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον. Το έγκλημα των Τεμπών είναι, ίσως, η ύστατη προειδοποίηση
Το δυστύχημα των Τεμπών, οι «7 παραβιάσεις του πρωτοκόλλου ασφαλείας», η στάση της κυβέρνησης και της κοινωνίας
Εάν οι υπεύθυνοι για την ασφαλή λειτουργία της μοναδικής (τι φαιδρότητα, αλήθεια) σιδηροδρομικής γραμμής της χώρας ήταν άνθρωποι υπεύθυνοι και έντιμοι που γνώριζαν ότι τα τρένα σε πολλές περιπτώσεις μπαίνουν στη γραμμή αντίθετης κατεύθυνσης και τρέχουν με ταχύτητα μεγαλύτερη των 100 χλμ. την ώρα, είναι βέβαιο πως δεν θα μπορούσαν να κοιμηθούν ώσπου να βρουν μία σειρά από λύσεις ασφαλείας για αυτό το εν δυνάμει θανάσιμα επικίνδυνο πρόβλημα.
Και υπήρχαν πολλές λύσεις που θα μπορούσαν να δοθούν με τις διαθέσιμες σήμερα τεχνολογικές δυνατότητες –και, μάλιστα, πολύ εύκολα. Για παράδειγμα, η ανάπτυξη μίας απλής εφαρμογής στο κινητό τηλέφωνο του κάθε μηχανοδηγού, στο Viber ή στο WhatsApp, με την οποία κάθε φορά που το τρένο θα εισερχόταν σε γραμμή αντίθετης κατεύθυνσης, θα έστελνε ένα μήνυμα με το σημείο της εισόδου του σε όλους τους αναγκαίους αποδέκτες. Με μία απλή ρύθμιση για να χτυπάει συναγερμός όταν δύο τρένα κινούνται αντίθετα πάνω στην ίδια γραμμή. Ή και πολλά άλλα. Σε συνδυασμό. Μόνο που οι υπεύθυνοι κοιμόντουσαν ήσυχοι, παρότι δεν είχαν κάνει τίποτα από όλα αυτά. Επειδή προφανώς δεν τους ενδιέφερε, γιατί είχαν άλλες προτεραιότητες. Ή γιατί δεν ήθελαν να κάνουν κάτι διότι το «θέμα» έπρεπε να παραμένει σε εκκρεμότητα ώστε να γίνονται καλύτερα, και ενδεχόμενα προς «αμοιβαίο» όφελος, οι παράπλευρες συνεννοήσεις για την τεράστια επένδυση στο νέο σύστημα τηλεδιοίκησης. (Άλλωστε, ούτε για τις κλοπές των υλικών από τις γνωστές παραβατικές ομάδες ενδιαφέρθηκαν να κάνουν κάτι, παρά το ότι υπάρχει μία απλή λύση, που την έχουν εφαρμόσει η Deutsche Bahn και άλλες ευρωπαϊκές εταιρείες. Πλην όμως οι κλοπές υλικού, επιτρέπουν νέες αγορές, και υπόσχονται νέα τυχερά «οφέλη»).
Το να συμβαίνουν «7 παραβιάσεις του πρωτοκόλλου ασφαλείας» σε έναν οργανισμό με ευθύνη για την ασφάλεια της ζωής εκατοντάδων ή χιλιάδων ανθρώπων, δεν μπορεί να είναι δικαιολογία και απόδειξη της ύπαρξης «ανθρωπίνου λάθους», όπως φαίνεται να πιστεύει ο κύριος πρωθυπουργός με την ομιλία του στο Κοινοβούλιο. Αντιθέτως, είναι μία εκκωφαντική απόδειξη πως σε έναν οργανισμό, υπό την εποπτεία της κυβέρνησης και του κυβερνητικού κόμματος, τίποτε και κανείς δεν ασχολείται με την ομαλή και εύρυθμη λειτουργία του. Μάλλον όλοι ασχολούνται με την καταλεηλάτησή του, με κάθε τρόπο και σε βαθμό παράκρουσης, χωρίς να ανησυχούν για τα περαιτέρω.
Ο θάνατος των 57 ανθρώπων στα Τέμπη δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα έγκλημα από ένα σύστημα το οποίο, με αναγκαίο πρόσχημα την εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, λεηλατεί τον δημόσιο πλούτο προς ίδιον όφελος. Και είναι φυσικό, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τα ατυχήματα και οι ανθρωποθυσίες να γίνονται, κάποια στιγμή, αναπόφευκτες. Γι’ αυτό είναι πραγματικά αφελές να προσπαθεί κάποιος να εγκαλέσει τους κυβερνώντες ζητώντας τους να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να ζητήσουν συγγνώμη και να αποδώσουν δικαιοσύνη. Τι να έλεγαν δηλαδή ο πρωθυπουργός και οι υπουργοί του στους πολίτες για τα Τέμπη; Ότι αν θέλουν οι Έλληνες μία κυβέρνηση που να μοιράζει αφειδώς επιδόματα, σαν να μην υπάρχει αύριο (και που μάλιστα δεν απειλεί να βγάλει την Ελλάδα από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση εισάγοντας τοπικά νομίσματα), τότε αναγκαστικά θα πρέπει να δεχτούν, ταυτόχρονα, και τη λεηλασία του δημόσιου πλούτου, μαζί με όλα όσα αυτό συνεπάγεται ως «παράπλευρες απώλειες», περιλαμβανομένων ενίοτε και των ανθρωποθυσιών; Τέτοιο πράγμα δε θα μπορούσε να πει φυσικά ο κύριος πρωθυπουργός γιατί αυτό θα ήταν πολιτική αυτοκτονία και καταστροφή για τον ίδιον και την παράταξή του. Γι’ αυτό, λοιπόν, η μόνη λύση που είχε ήταν να περάσει στην αντεπίθεση. Να βάλει τους συνεργάτες του να κουνάνε το δάχτυλο στους συγγενείς των θυμάτων, να χαρακτηρίζουν τοξικότητα το αίτημα για δικαιοσύνη, και να ασχημονούν στη μνήμη των αδικοχαμένων παιδιών. Κινητοποιώντας, παράλληλα, αδίστακτους κονδυλοφόρους, σιτιζόμενους από τα ευρώ των σχετικών κονδυλίων της «ενημέρωσης», να κατηγορούν τους χαροκαμένους γονείς ότι, ζητώντας δικαιοσύνη και σεβασμό στη μνήμη των παιδιών τους, κινούνται από προσωπικά κίνητρα για την προβολή τους και από ταπεινές επιδιώξεις συμφέροντος. Δεν πρέπει ποτέ στην πρόσφατη ελληνική ιστορία μία κυβέρνηση να έχει φτάσει τόσο χαμηλά στην αήθεια και στη χυδαιότητα.
Το χειρότερο όμως δεν είναι αυτό. Το χειρότερο είναι πόσο βαθιά έχει βυθιστεί η ελληνική κοινωνία στον κυνισμό, ώστε ένα μεγάλο μέρος της να ανέχεται ή/και να υποστηρίζει αυτήν τη αήθεια. Διότι είναι η κοινωνία η ίδια που έχει δημιουργήσει, στηρίξει και ανεχθεί πολιτικούς και κόμματα του εμπαιγμού, του ψεύδους και της χυδαιότητας. Το δράμα της Σκύλας και της Χάρυβδης που αντιμετωπίζει στις επιλογές της, είναι η ίδια που το έχει στήσει μπρος της. Όσοι την κακοποιούν και την ατιμάζουν εδώ και χρόνια από εκείνη έχουν επιλεγεί, από εμάς τους ίδιους. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν είναι να αλλάξουν «αυτοί», αλλά εμείς όλοι. Αλλιώς, αν δεν αλλάξει πραγματικά, όπως πορεύεται σήμερα η χώρα δεν έχει κανένα μέλλον. Το έγκλημα των Τεμπών είναι, ίσως, η ύστατη προειδοποίηση.