Μη αναγνωσμένη δημοσίευση
από Νετο Γκουερινο » 16 Απρ 2024, 09:00
Ηρόδοτος
Σ᾽ όλες τις μάχες ύστερα οι Λακεδαιμόνιοι συνεχώς και πάντα κακοτυχούσαν πολεμώντας με τους Τεγεάτες· όμως στα χρόνια του Κροίσου, όταν στη Σπάρτη βασίλευαν ο Αλεξανδρίδης και ο Αρίστων, κατόρθωσαν επιτέλους οι Σπαρτιάτες να νικήσουν στον πόλεμο — και το πράγμα έγινε έτσι: [1.67.2] Επειδή οι Τεγεάτες συνεχώς τους νικούσαν στον πόλεμο, έστειλαν ανθρώπους τους στους Δελφούς να ρωτήσουν ποιόν από τους θεούς αν εξευμένιζαν, θα κατόρθωναν να νικήσουν στον πόλεμο τους Τεγεάτες. Και η Πυθία χρησμοδότησε πως αν έφερναν τα οστά του Ορέστη, του γιου του Αγαμέμνονα. [1.67.3] Καθώς όμως δεν τους στάθηκε δυνατό να ανακαλύψουν τον τάφο του Ορέστη, έστειλαν πάλι προς τη θεά ανθρώπους τους να ρωτήσουν για το μέρος που ήταν θαμμένος ο Ορέστης. Και στην ερώτηση των αποσταλμένων τους δίνει η Πυθία την ακόλουθη απάντηση:
[1.67.4] Εις τόπον επίπεδον της Αρκαδίας είναι η πόλις Τεγέα.
Εις δε το μέρος όπου πνέουσι δύο άνεμοι προερχόμενοι από ισχυράν ανάγκην
και όπου γίνεται κτύπος αντίκτυπος, και βλάβη κείται επάνω βλάβης,
εκεί η φυσίζωος γη κατέχει τον Αγαμεμνονίδην.
Αυτόν εάν φέρεις εις τον τόπον σου, θα γένεις επικρατής της Τεγέας.
[1.67.5] Όμως και ύστερα από τον δεύτερο χρησμό οι Λακεδαιμόνιοι διόλου δεν επλησίαζαν σ᾽ αυτό που γύρευαν, κι ας έψαχναν παντού, έως ότου ο Λίχας, ένας από τους Σπαρτιάτες που ονομάζονται αγαθοεργοί, έκανε την ανακάλυψη. Οι αγαθοεργοί είναι πολίτες που βγαίνουν από την τάξη των ιππέων, κάθε φορά οι πρεσβύτεροι, πέντε κάθε χρόνο. Αυτοί έχουν χρέος, τη χρονιά που είναι να βγουν από την τάξη των ιππέων, να παίρνουν μέρος, δίχως διακοπή, καθένας και σε άλλη αποστολή, για τα κοινά πράγματα των Σπαρτιατών.
[1.68.1] Ένας λοιπόν από αυτούς κι ο Λίχας, έκανε την ανακάλυψη στην Τεγέα, βοηθημένος και από την τύχη κι από την εξυπνάδα του. Πράγματι καθώς την εποχή εκείνη οι σχέσεις με τους Τεγεάτες ήταν καλές, πήγε ο Λίχας σ᾽ ένα χαλκουργείο, παρακολουθούσε πώς σφυρηλατούσε ο χαλκιάς το σίδερο, και κοίταζε γεμάτος θαυμασμό αυτό που έβγαινε. [1.68.2] Παρατηρώντας ο χαλκιάς το σάστισμά του, σταμάτησε τη δουλειά του και είπε: «Αλήθεια, ξένε Σπαρτιάτη, αν ίσως είχες δει ό,τι και εγώ, θα ήταν ο θαυμασμός σου πράγματι μεγάλος, αφού τώρα έτσι σαστίζεις βλέποντας πώς δουλεύεται το σίδερο. [1.68.3] Γιατί εγώ θέλοντας να ανοίξω σ᾽ αυτήν εδώ την αυλή ένα πηγάδι, σκάβοντας έπεσα πάνω σ᾽ ένα κιβούρι επτά πήχεις μακρύ· επειδή αρνιόμουν να πιστέψω πως ποτέ έγιναν άνθρωποι πιο μακριοί από τους σημερινούς, το άνοιξα και είδα τον νεκρό να είναι το ίδιο μακρύς όσο και το κιβούρι. Τον μέτρησα κι ύστερα τον παράχωσα ξανά». Εκείνος λοιπόν του έλεγε αυτά που είχε δει, όμως ο Λίχας μπήκε καλά στο νόημα των λόγων του και έβγαλε το συμπέρασμα πως είναι ο Ορέστης ο νεκρός αυτός, σύμφωνα με το χρησμό — και νά πώς συνδύασε το πράγμα: [1.68.4] Βλέποντας τα δύο φυσερά του χαλκιά, έβρισκε ότι αυτά είναι οι άνεμοι, το αμόνι πάλι και το σφυρί πως είναι το χτύπημα και το αντιχτύπημα, στο σίδερο που σφυροκοπούσαν έβλεπε το ένα κακό πάνω στο άλλο, κάνοντας ένα παρόμοιο συλλογισμό· πως δηλαδή για συμφορά των ανθρώπων βρέθηκε το σίδερο. [1.68.5] Με αυτά τα συμπεράσματα γύρισε πίσω στη Σπάρτη, και εξήγησε στους Λακεδαιμόνιους όλη την υπόθεση. Αυτοί διατύπωσαν εναντίον του πλαστή κατηγορία και σκηνοθέτησαν την εξορία του. Και εκείνος, όταν έφτασε στην Τεγέα, διηγούνταν στο χαλκιά τη συμφορά του και επέμενε να του νοικιάσει την αυλή του, αλλά αυτός δεν του την έδινε. [1.68.6] Με τα πολλά όμως τον έπεισε, εγκαταστάθηκε εκεί και αφού ανέσκαψε τον τάφο, μάζεψε τα οστά, τα πήρε μαζί του και έφυγε για τη Σπάρτη. Από τότε και ύστερα κάθε φορά που έρχονταν σε σύγκρουση μεταξύ τους, νικούσαν πια εύκολα στον πόλεμο τους Τεγεάτες οι Λακεδαιμόνιοι· στο μεταξύ και το μεγαλύτερο μέρος της Πελοποννήσου βρισκόταν κάτω από την εξουσία τους.