Ακριτικά: Τα μεσαιωνικά δημοτικά τραγούδια των αντρειωμένων και το ταξίδι τους στον χρόνο
του Ηλία Αναγνωστάκηhttps://www.academia.edu/46929727/Ilias ... _time_2016
Οι λαοί της Ανατολικής Μεσογείου, από τον Δούναβη ως τον Ευφράτη, στην ελληνική έκφρασή τους τραγούδησαν διαχρονικά τα έργα ηρώων, πολεμιστών, στρατιωτών, αρχόντων, βασιλέων. Ελάχιστα από αυτά τα ηρωικά δημοτικά τραγούδια καταγράφηκαν ως τον 19ο αιώνα και το σύνολο όσων διαθέτουμε σήμερα έχουν κάνει ένα μακρύ και δύσκολα ανιχνεύσιμο ταξίδι προφορικού λόγου μέσα στο χρόνο. Ο χώρος δράσης των αντρειωμένων ή η ποθούμενη οικουμενική απήχηση των ανδραγαθιών τους ορίζεται στα τραγούδια ακριβώς από τα δύο άκρα, τα δύο αυτά μεγάλα ποτάμια, ή την Ανατολή και τη Δύση, που, ακόμη και όταν δεν κατονομάζονται, υποκρύπτονται στη φόρμουλα «Από την άκρη των ακρών ως που να πάει στην άλλη…» Τα άκρα της βυζαντινής οικουμένης ονοματοδότησαν τους φύλακες στρατιώτες αλλά και τους ήρωες που έδρασαν σε αυτά, τους Ακρίτες, μια συγκεκριμένη στρατιωτική υπηρεσία και ιδιότητα των υπερασπιστών ενός υπαρκτού ή μυθικού συνόρου.
Ο λαός, βέβαια, ποτέ δεν αποκάλεσε τα τραγούδια των ηρώων αυτών «ακριτικά», μια κατασκευή των λογίων μελετητών του δημοτικού τραγουδιού – ακόμη και αυτός ο όρος «δημοτικό τραγούδι» είναι μια λόγια επινόηση. Αντίθετα, μιλούσε και μιλάε ιπάντα για τραγούδια των αντρειωμένων και ανάλογα με τον πρωταγωνιστή ήρωα, μετο θέμα και τη στιχουργική ή ακόμη με το πότε και ποιοι τα τραγουδούσαν, τα αποκαλεί τραγούδια του Ακρίτη, του Διγενή, του Αρμούρη, του Πόρφυρα, τραγούδια του γάμου, της τάβλας, της στράτας, ριζίτικα, της Λαμπρής, τραγούδια της αγάπης, της ξενιτιάς, του χωρισμού, του κριματισμένου, παραλογές, ριμάδες κλπ. Πράγματι πολλά από αυτά τα τραγούδια με ήρωες τους ίδιους αντρειωμένους χαρακτηρίζονται από το λαό και ως «παραλογές», αφηγηματικά τραγούδια με δραματικό περιεχόμενο, όπου το οικογενειακό, λυρικό ή παραμυθιακό στοιχείο κυριαρχεί, ενώ υποχωρεί το ηρωικό, το επικό. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις τραγουδιών διαπιστώνονται ήθη και έργα που απλουστευτικά θεωρήθηκαν ακριτικά και που όντως παραπέμπουν σε έναν συγκεκριμένο ιστορικό χρόνο,
αυτόν του μεσαιωνικού ελληνισμού, τη βυζαντινή εποχή. Κατά συνέπεια, μπορούμε τελικά να ορίσουμε όχι μόνο τα ηρωικά τραγούδια των ακριτών –που όντως είναι τα κατ’ εξοχήν ακριτικά– αλλά και τα θεωρούμενα από το ύφος και το κλίμα «ακριτικά» (ηρωικά αφηγηματικά, ρίμες, παραλογές) ως τα βυζαντινά δημοτικά τραγούδια.
Ποια όμως θεωρήθηκαν ή θεωρούνται σε γενικές γραμμές τα βυζαντινά, τα ακριτικά χαρακτηριστικά όλων αυτών των τραγουδιών, των παραλογών συμπεριλαμβανομένων;
α)
Τα ονόματα των αντρειωμένων, που σύμφωνα με σοβαρές μελέτες δηλώνουν βυζαντινή εποχή, ορισμένα μάλιστα σχετίζονται και με το βυζαντινό έργο Βασίλειος Διγενής Ακρίτης (μάλλον του 11ου–12ου αιώνα, σωζόμενο σε μεταγενέστερες παραλλαγές λόγιες και δημώδεις), το οποίο έχει αξιοποιήσει μια ακόμη παλαιότερη προφορική παράδοση τραγουδιών για αντρειωμένους της βυζαντινοαραβικής σύγκρουσης στον μικρασιατικό χώρο: Ακρίτας, Αλέξανδρος, Αλέξης, Αμίρης /Καλομοίρης, Αμουρόπουλος, Αρμούρης, Αντρόνικος, Αρετή, Βασίλης, Βάρδας,Βδοκιά / Ευδοκιά, Γιάννης / Γιαννάκης / Μονόγιαννες, Διγενής, Δίγιαννος, Δούκας, Καλή, Καλάνα, Καλίτσα, Κωσταντίνος / Κωσταντής / Μικροκωσταντίνος και Ξάντινος, Νικηφόρος, Μάραντος, Μαριαλής, Μαρουδιά, Μαυριανός, Μαυρουδής, Πόρφυρας, Σκληρός, Συναδινός, Συναδινόπουλος, Συρόπουλος, Τσιμισκής, Βαρυτράχηλος / Πετροτράχηλος, Τρεμαντάχειλος, Τσαμαδός, Φιλιοπαππούς / Παλιοπαππούς / Χιλιοπαππούς, Φωκάς, Χαρζανής κ.ά. Σημειωτέον ότι διηγήσεις για τον Μέγα Αλέξανδρο, ακόμη και το ίδιο το ποίημα του Διγενή, προσφέρουν θεματικό υλικό για τη δημιουργία ανεξάρτητων ηρωικών τραγουδιών ή εμπλουτίζουν τα υπάρχοντα δημώδη.
β) Άλλο ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ηρωικών και ακριτικών τραγουδιών θεωρείται μια ειδική ανθρωπογεωγραφία με αναφορές στα άκρα, κυρίως στην Ανατολή, τη Συριά ή Σουριά, την Αρμενιά, τη Βαβυλώνα, τον Ευφράτη, της ερημιάς τα μέρη, τα άνυδρα υψίπεδα με τα βαθιά πηγάδια και τα απροσπέλαστα ποτάμια. Επίσης, οι αναφορές στη σύγκρουση
των Ρωμιών της Ρωμανίας, των Ελλένων ή Τραντέλλενων (= Ελλήνων υπερφυσικά ανδρειωμένων) με Σαρακηνούς, Αραβίτες, Μώρους.
γ) Κυρίαρχο επίσης χαρακτηριστικό των τραγουδιών αυτών θεωρείται είτε η μακροσκελής αφήγηση μιας ομαδικής ή ατομικής πολεμικής σύγκρουσης ή περιπέτειας με Σαρακηνούς και Μώρους (σε ρίμες ή εκτενή αφηγηματικά τραγούδια της τάβλας, δηλαδή ποτέ χορευτικά ή τελετουργικά τραγούδια) είτε η περιγραφή στο ίδιο πάντα κλίμα, με στοιχεία μαγικά και υπερφυσικά, μιας δραματικής προσωπικής ή οικογενειακής ιστορίας του ήρωα, σε τραγούδια κυρίως κάποιου τελετουργικού χορού.
δ) Τα ανδραγαθήματα των αντρειωμένων ξεπερνούν το κοινό ανθρώπινο μέτρο. Ο ήρωας, εκτός από τους αντιπάλους του, τους Σαρακηνούς και τους Μώρους, αντιμετωπίζει επίσης στοιχεία και δυνάμεις της φύσης που επίσης υποχωρούν μπροστά στην ηθική και μυική δύναμή του. Βουνά, ποτάμια, δέντρα, η μέρα και η νύχτα, οι αποστάσεις κι αυτός ο ίδιος ο ουρανός με τ’ άστρα, τον ήλιο και το φεγγάρι εκμηδενίζονται ή τίθενται στην υπηρεσία του, ενώ αντίθετα δεν συμβαίνει το ίδιο με το ακαταμάχητο πεπρωμένο, την ανθρώπινη μοίρα του, με την οποία επίσης επικά συγκρούεται.
ε) Τέλος, οι ήρωες είναι πολεμιστές-αγρότες, αμπελουργοί (το κρασί και το μεθύσι είναι ηρωικά στοιχεία) και, όπως ο ίδιος ο Ακρίτης, κυνηγούν, οργώνουν και σπέρνουν εμβληματικά, έχουν κοπάδια, ταξιδεύουν, είναι στρατοκόποι, ερωτεύονται, αρπάζουν κόρες, συμμετέχουν στα πανηγύρια, τρώνε, πίνουν και μεθούν στις αρχοντικές τάβλες, παλεύουν στις παλαίστρες, παρεξηγούν και συγκρούονται.
Έτσι οι ήρωες στα μεσαιωνικά δημοτικά τραγούδια των αντρειωμένων, όπως μας παραδίδονται με τα παραπάνω χαρακτηριστικά, μετέχουν ως διγενείς τόσο στο υπερφυσικό και γιγάντιο όσο και στο καθημερινό και ανθρώπινο. Το υπερφυσικό και τρομακτικό χαρακτηρίζει και τον οπλισμό τους (κοντάρια, τόξα, σπαθιά, λιθάρια), τα άλογά τους πετούν στον αέρα, πίνουν κρασί και μεθούν, αστέρια, οχιές, αστρίτες και φίδια είναι τα χαλινάρια, τα πέταλα, τα φτερνιστήρια. Το υπερπραγματικό και γιγάντιο χαρακτηρίζει το σώμα και τις ορέξεις των αντρειωμένων και εδώ τα τραγούδια δανείζονται στοιχεία από λαϊκούς θρύλους και παραμύθια: στην κεφαλή τους πάνω ή στα ρουθούνια και στα δάχτυλά τους χωρούν αλώνια και ανεμόμυλοι, σταβλίζονται ζώα. Γιγάντιες είναι οι ερωτικές και γαργαντουικές οι γαστρονομικές ορέξεις τους καθώς τρώνε φούρνους ψωμιά, πίνουν, όπως και τα άλογά τους, σκάφες κρασί και
τα μόριά τους είναι υπερμεγέθη. Ο ήρωας είναι τελικά μόνος και μοναδικός, συγκρούεται με την κάθε εξουσία, πολιτική και θρησκευτική. Θα δώσει«σείσμα τ’ ουρανού», θα ταρακουνήσει γη και ουρανό. Μοναδικά επική είναι ησύγκρουση του Διγενή με τον Χάρο, αλλά και ο ανταγωνισμός-στοίχημα του Γιαννάκη με τον Ήλιο ή οι μάχες των ηρώων με δράκους, φίδια και στοιχειά της ερήμου, των δασών και των νερών, όπου όμως η δραματική έκβαση, η οποία τελικά τους αφηρωίζει, δηλώνει και την τραγική ανθρώπινη μοίρα τους.
Αλλά ακόμη και μετά το θάνατό τους, ειδικά του Διγενή, η γη δεν τους χωράει και τρομάζει, ανατριχιάζει η πλάκα που θα σκεπάσει «της γης τον αντρειωμένο». Σπάνια πάντως αναφέρεται η όποια μεταφυσική έννοια και θρησκευτικότητα των ηρώων και απλώς γίνονται είτε επικλήσεις σε στρατιωτικούς κυρίως αγίους είτε αναφέρονται κάποιοι άγιοι σε τραγούδια πανηγυριού ή τελετουργικά τραγούδια μύησης.
Παρά τις υπερφυσικές ιδιότητες, στους ήρωες αποδίδονται κατά περίπτωση και κοινότατα χαρακτηριστικά ήθη και ασχολίες, οικεία στον κόσμο της κοινότητας που τους εξυμνεί, διευκολύνοντας την παραδειγματική και λυτρωτική οικειοποίησή τους από τον απλό λαό. Έτσι, πέρα από την πρώτιστη πολεμική ηρωική τους ιδιότητα, μια συμπληρωματική τους πτυχή (πάντα κατά περίπτωση τραγουδιού) σχετίζεται με την κανονικότητα του κοινωνικού συνόλου και μοιάζει να υπακούει στους κανόνες της. Μάλιστα, η ηθική τους εδράζεται στην παραδοσιακή αρετή του πολεμιστή, την ανδρεία, στους κώδικες τιμής και σεβασμού, όπου το δίκιο και η αδικία, όπως και αν ορίζονται, δημιουργούν τους ηθικούς κανόνες της
παραδοσιακής μεσαιωνικής κοινότητας. Οι ήρωες συνήθως υπερασπίζονται το δίκιο και μάχονται την αδικία,όταν όμως ορισμένοι κανόνες τούς επιβάλλονται καταπιεστικά και εξουσιαστικά,εκείνοι μπορεί να τους αψηφήσουν και γι’ αυτό το λόγο να συγκρουσθούν και να τιμωρηθούν από το βασιλιά.
Σε μια εντελώς διαφορετική περίπτωση, ως μη παραδειγματικοί ήρωες πλέον αλλά πάντα πέραν του φυσικού, ή μάλλον πέραν του κανονικού, ως
ήρωες των άκρων και των ακροτήτων, συμπεριφέρονται προφανώς ακραία και «υβριστικά» και σε πολλές παραλογές με ακριτικά χαρακτηριστικά γίνονται υπερόπτες, νεκρόφιλοι, ιερόσυλοι, διακορευτές, αιμομίκτες, δολοφόνοι, ληστρικοί ταραξίες της όποιας ευταξίας. Πολλά σατιρικά, γαμοτράγουδα ή πριαπικά έχουν έντονα ακριτικά χαρακτηριστικά, αλλά αντιστραμμένα. Ο Κωσταντής ή Γιάνναρος έχει «σαράντα οργιές ψωλή» καιπροκαλεί σεξιστικά το βασιλιά, την εξουσία. Είναι μια πτυχή των λεγόμενων ακριτικών, όπου η ανατροπή της εξουσιαστικής σοβαρότητας του ηρωικού δεν έχει τύχει μελέτης και αξιοποίησης στο ακριτικό πλαίσιο. Το ίδιο και στην περίπτωση της πολεμικής κόρης και της
νεκροφιλικής πράξης. Ο ακριτικός καβαλάρης Κωσταντής εφτά ή εννιά φορές κάνει έρωτα με τη νεκρή που βρίσκει όταν το άλογό του, δεμένο σε «μνημουριού κρικέλι», τραβάει την πλάκα και αποκαλύπτει τη φρεσκοθαμμένη. Η κόρη ζωντανεύει από τον πολύ έρωτα και ζητάει το άλογο του ακόρεστου επιβήτορα για να πάει να εκδικηθεί τον άπιστο νέο που την εγκατέλειψε. Πρόκειται για πολύπαλιό μύθο που μεταμορφώνεται σε τέλειο «ακριτικό» τραγούδι, όπως είναι και εκείνα του νεκραναστημένου Νεκρού Αδελφού που πάει στη Βαβυλώνα, ή του Κάστρου της Σουριάς ή Ωριάς, τα οποία όμως συνήθως ταξινομούνται στις παραλογές.
Πολλά από τα αδόμενα σχεδόν αρχετυπικά αυτά θέματα στην πορεία τους στο χώρο και στο χρόνο μεταμορφώνονται, εξελίσσονται ή παραμένουν σχετικά αναλλοίωτα και μας παραδίδονται σε τόση ποικιλία όσες είναι οι χώρες και οι διάλεκτοι του
ελληνικού κόσμου. Στην διαδρομή τους από την αρχαιότητα στους μέσους χρόνους και ακολούθως στους νεότερους, ντύνονται ανάλογα με τα νέα στοιχεία που προσφέρει η εκάστοτε ιστορική πραγματικότητα. Έτσι, αρχικά τα αρχαία θέματα προσαρμόζονται, εμπλουτίζονται και «ακριτικοποιούνται» στα επικά βυζαντινά χρόνια.
Στη συνέχεια κατά τους χρόνους της τουρκοκρατίας, όταν όλα σμικρύνονται και τα επικά μεγέθη υποχωρούν, πολλά ηρωικά ακριτικά τραγούδια, κυρίως στην ελληνική χερσόνησο, φορούν πλέον κλέφτικη φουστανέλα, μεταπλάθονται σε αρματολικά, κλέφτικα αλλά και ληστρικά, ενώ πολλά διατηρούνται χωρίς αλλοιώσεις του ακριτικού τους ύφους στον Πόντο, στην Καππαδοκία, στην Κύπρο, στα Δωδεκάνησα και στην Κρήτη. Η μετεξέλιξη αυτή συμβαίνει στο κοινωνικό κλίμα ανισοτήτων και συγκρούσεων του αγροτικού κοινοτισμού, του πραγματευτικού, ποιμενικού και νησιωτικού βίου της Βαλκανικής και του Αιγαίου, που σίγουρα είναι πολύ διαφορετικό από το αυτοκρατορικό κλίμα των μεγάλων αυθεντών γαιοκτημόνων και των επικών πολεμάρχων του βυζαντινού κόσμου. Ο στρατιώτης και πραγματευτής, ο ναύκληρος, ο πολεμικός μύρμηγκας,
αντί για την Ανατολή, τη Σουριά και τη Βαβυλώνα, μεταβαίνει στη Βλαχιά και Μπογδανιά, τη Βενετιά και την Μπαρμπαριά. Οι Σαρακηνοί και Αραβίτες γίνονται Καταλανοί, Φράγκοι, Αρβανίτες και Τούρκοι. Το πέρασμα του Ευφράτη, το γεφύρι των Αδάνων και της Δέβας γίνονται ποτάμια και γεφύρια της Βαλκανικής και κυρίως της Άρτας. Πάντως, στις πολεμικές ή γενικώς συγκρουσιακές οικογενειακές καταστάσεις που τα τραγούδιααυτά αφηγούνται, κυρίαρχο παραμένει ένα αντιστασιακό πνεύμα αλλά και μια αναστάσιμη προσδοκία που ενώνει τα αντίπαλα διεστώτα.
Αυτό ακριβώς το ηρωικό αντιστασιακό πνεύμα και η συνδιαλλαγή των άκρων είναι η θεματική παρακαταθήκη των ηρωικών μεσαιωνικών τραγουδιών ακόμη και στις μετεξελίξεις και μεταμορφώσεις τους: ο Διγενής, είτε ως Ακρίτας στρατιώτης είτε ως γίγαντας αλλά και ως κυνηγός, ζευγάς ή αμπελουργός, ο Γιαννάκης, είτε ως στρατιώτης, πολεμιστής, Δίγιαννος ή Μονόγιαννος είτε ως στρατοκόπος, ερωτευμένος μοναχογιός, αλλά και ο Κωσταντής, ο Αντρόνικος, ο Μαυριανός και ο Πόρφυρας ενσαρκώνουν στα τραγούδια ήρωες που πολεμούν την αδικία, αλλά και εκφράζουν τη χιμαιρική ανάγκη της αναζήτησης του φαντασιακού και αδύνατου στον Πάνω Κόσμο. Η φύση, η γη, αυτός ο λατρεμένος κόσμος, είναι η αρχή και βάση για να στηριχθεί ο ήρωας και να δώσει σείσμα του ουρανού: «να ’χεν η γη πατήματα…» Καθώς όλα είναι ενδοκοσμικά, και τα πάθη και οι υπερβολές και το δίκιο και το άδικο, και δεν υπάρχει καμία μεταφυσική για αναμενόμενη ανταμοιβή και δικαίωση,
για τον ήρωα ο Κάτω Κόσμος είναι απλά η σκιά του Πάνω.
Έτσι, το ακριτικό ιδεώδες του παντρέματος και της συνδιαλλαγής των άκρων γίνεται συνεχές πρόταγμα και ψυχισμός ενός διγενούς λαού, στον οποίο Ανατολή και Δύση συνυπάρχουν και τείνουν από τα χρόνια του Αλέξανδρου σε μια ποθούμενη ένωση, σε μια διγενή πραγματικότητα. Μαζί τα αηδόνια και τα μήλα της Ανατολής με τα πουλιά και τα κυδώνια της Δύσης, μαζί ο Έρωτας και ο Θάνατος, μαζί ο Παράδεισος και η Κόλαση, απόλυτα ενδοκοσμικοί όπως και ο συνεχής αγώνας και πόλεμος, εδώ και τώρα στον μόνο υπάρχοντα Πάνω Κόσμο αλλά και στη μυθική γεωγραφία του μυαλού και του πόθου μας, αγώνας αντρειωμένων τόσο δίπλα μας στα μαρμαρένια αλώνια όσο και στης ερημιάς τα μέρη, «στην άκρη των ακρών, στην τέλειωση του κόσμου».
Ηλίας Αναγνωστάκης (2016)