Μόλις ξημέρωσε πήρα το δρόμο να πάω να βρω τη μάνα μου στο Λάκκο. Πάω στο Λάκκο άκρη άκρη, για να μη με δουν οι χίτες, επειδή ήταν σαπέρα και γυρίζανε κι ό, τι γίνει. Άμα πήγαινα από το Βιρό, θα έβρισκα τον μπάρμπα μου το Λυκούργο και τη θειά μου την Αγγέλω, που ήταν κρυμμένοι εκεί κάτω. Αλλά εγώ σκιάχτηκα να πάω από το Λαγγάδι μη με βαρέσουνε πάλι. Γιατί δεν θα ξέρανε ποιος είμαι. Άμα ήμουν ένα παιδί και το ξέρανε μπορεί και να γλίτωνα. Αλλά δεν θα ξέρανε μες τη νύχτα ποιος ήταν, αν με έβρισκαν ή με άκουγαν. Πάω δρόμο- δρόμο στο λάκκο, Δεν είδα κανέναν. Βροντούσαν οι πόρτες, όπως βροντούσαν εδώ πάνω στην ερημιά. Τότε μου ήρθε η μεγαλύτερη λιποψυχία και η θλίψη. Τώρα είπα που να πάω; Πρέπει να πεθάνω. Έκλαιγα και βάραγα το κεφάλι μου. Είπα ότι τώρα πρέπει να πεθάνω εδώ. Στο κτήμα της θειάς μου της Σταθούλας, που είχα βάλει και τα σκουτιά. Βάρεσα, βάρεσα το κεφάλι μου, είδα ότι δεν πεθαίνω.. Τώρα αφού δεν πεθαίνω, είπα, πρέπει να πάω να βρω κάποιον. Πάω λοιπόν κάτω στο άλλο σπίτι της θειάς μου της Σταθούλας. Άκουσα από πάνω, στα βόρεια, τη φωνή της. Είπα λοιπόν να πάω να πάρω τα πράματά μου και να πάω να τη βρω.
Με το γύρισμα, που έκανα εκεί πάνω, ήβρα τον παπα Μήτσο, που έκοβε το σαπούνι και έκλαιγα. Μου λέει ο παπάς: « Που βρέθηκες εδώ»; Ήξερε ότι ήμουν μεινεμένη στο βουνό. Του λέω: «Σκοτώσανε τον πατέρα μου και εμένα με διώξανε.». «Τους ατίμους. Γιατί τον σκοτώσανε τον Παντελή; Τον καημένο..» «Εγώ δεν ξέρω», γιατί όντως δεν ήξερα. Ήμουν μικρή. «Έννοια σου, μην κλαίεις! Την έχουνε πιάσει τη μάνα σου και δεν την πειράξανε. Την έχουνε πάει στην Καρδαμύλη». Αυτά μου είπε. Πολλές φορές λέω «Θεός σχωρέστον, την ώρα που τον ήβρα». Μου έδωσε λίγο θάρρος, που είχα απογοητευτεί, είχα λιγοψυχήσει. Ήμουν γεμάτη ψείρες, πώς αντέξαμε. Ήμουν νηστική μέρες, ούτε ξέρω από τα πότε. Πώς περπάταγα, δεν ξέρω! Πάει κάτω κάτω στο Πετροβούνι. Τον ακολούθαγα εγώ μετά . Κι εκεί κάτω, που βρήκαμε ένα φυλάκιο, του είπαν : «Ποια είναι ευτούνη;» Όταν πέρασε επάνω πριν ο παπάς είχε πάρει άδεια. Αλλά κάτω είχε κι εμένα από πίσω πλέον.
Κι ο παπάς τους είπε ότι έρχομαι από το βουνό και σκοτώσανε τον πατέρα μου και με διώξανε. Εκείνοι του είπανε ότι λέω ψέματα. Κι ότι τα λέω, για να μην πειράξουν τη μάνα μου. Εγώ τους είπα ότι έτσι μου είπανε και δεν ξέρω τίποτα άλλο. Κι έκλαιγα.Μετά που με πήγανε στην Καρδαμύλη, κάτω, με ήβρε η μάνα κι έκλαιγε, που τις το είπα. Της είπα ότι σκοτώσανε τον πατέρα μου κι έκλαιγε κι είπε ότι όταν του μίλαγε, δεν άκουγε. «Την ώρα εκείνη, θα τα ήβρε τα λόγια μου! Ήταν αργά». Αυτά είπε η μάνα μου. Του έλεγε: «κάτσε φρόνιμα. Με τρία παιδιά, που να πάεις;» Δεν έλεγε και ψέματα. Δεν του τα είπα όμως εγώ αυτά αυτού. Όταν μας πολεμούσανε μια φορά κι είχε τον Παντελή κι έκλαιγε και της είπε «πνίξε το γιατί θα μας το σκοτώσουν άδικα». Κι η μάνα μου είχε απαντήσει, φανταστείτε τη στενοχώρια της, «άμα θέλεις πνίξε το εσύ. Εγώ δεν μπορώ να το πνίξω». Μάλιστα της είπαν να το βουλώσει το στόμα. Κι εκείνο δεν το βούλωνε, ήταν μικρό πολύ...
Περάσαμε μεγάλες περιπέτειες. Αυτοί αρχίσανε και σκορπίσανε, αφού τους σκοτώσανε αυτούς εδώ πάνω. Μετά την Καρδαμύλη αρχίσαμε να ερχόμασταν στα σπίτια μας. Ήρθαμε στα σπίτια μας. Την ημέρα που τους πιάσανε στο μοναστήρι, τους φέρανε στο Πετροβούνι. Εκεί, είπε η μάνα μου μετά, που ήταν οι αρχηγοί. Ο Βουνισέας…Και ήτανε στο Πετροβούνι ο παππούς μου με τη θειά μου, όταν τους είχαν εκτοπίσει από το λάκκο.
Τον παππού μου και τη γιαγιά μου τους είχε κοντά η θεία μου η Σταθούλα. Μόλις τους είδε στην πλατεία, που τους φέρανε, τη μάνα μου με τον Παντελή, ο παππούς μου έκλαιγε, μόλις μας είδε όλους. Έκλαιγε κι έφυγε. Χωρίς να πει ότι είναι παιδιά του! Δεν μίλησε, γιατί τον είχαν βαρέσει νωρίτερα, που είχε μείνει κουφός. Αλλά μετά που γίνηκε το κακό, κατάλαβε. Η μάνα μου τον ελυπήθη, πώς ήταν μόλις μας είδε. Μόλις μας είδε, έκλαιγε κι έφυγε! Μετά που μας αφήσανε αυτοί, ήρθαμε επάνω. Κι ήρθαν κι άλλοι, οι διαβόλοι, για μένα. Τι μου κάμανε αυτοί! Τι μου κάμανε! Αυτό να μην το συλλογίζομαι. Ήταν κι άλλοι πολλοί ρουφιάνοι, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα τότε να τους πω κάτι. Δεν ήταν εκείνος μοναχός του. Ήταν ο Σωτήρης ο Βαντέας, την πρώτη φορά που με βάρεσε αυτός, γιατί δεν τον μελετάμε αυτόν, την πρώτη φορά που με βάρεσε με τη μαγκούρα και κόντεψε να με κοντοσταβλίασει στη σκάλα. Είχε έρθει ο Αριστειδης απέναντι, αυτός ο φοβερός κι ο Σωτήρης ο Βαντέας στεκότανε. Κι εκείνος με βάραγε. Είχανε βρει κάποιο δόκανο, δεν ξέρω κι εγώ τι είχαν βρει, και του είχαν πει αυτού ότι το είχε κλέψει ο πατέρας μου, δηλαδή για να σκοτώσει εμένα. Που να ήξερα εγώ πιος το είχε αυτό; Εκείνοι κρύβονταν εκεί κάτω και βρήκανε χειροβομβίδες, που πιλαλούσανε να κρυφτούνε από τους Χωροφύλακες, που ήταν εκεί κάτω. Που να ήξερα εγώ πιος άφηνε αυτά τα πράγματα; «Τι να είναι αυτό», μου είπε εκείνος. «Ξέρω εγώ, εγώ δεν ξέρω τίποτα», του είπα. Εγώ δεν ήξερα που είμαι. Με βάρεσε για να με σκοτώσει. Φώναξε η μάνα μου από επάνω «σήκω, έλα μέσα». Λάκησα εγώ, συνήλθα από το σοκ. Πιλάλησα και μπήκα μέσα. Μπήκα μέσα! Αλλά τι θα γινότανε; Αν δεν ήταν η γιαγιά μου, θα τη σκότωνε έτσι τη μάνα μου. Αλλά τον περίλαβε η γιαγιά μου, ήτανε ψηλότερη από δαύτονε και τον τσάκωσε. Και τον έπιασε με το ψυχικό. Του είπε για ψυχικό: «μην την βαρέσεις, μην την σκοτώσεις για ψυχικό». Τι τρεμούλα! Τι ταραχή. Να βαράει μόνο εμένανε και μετά να πολεμάει να σκοτώσει και τη μάνα μου, να είμαστε παιδιά τότε! Τον κάλμαρε, «μην την σκοτώσεις, μην τη σκοτώσεις τι θα κάνουν τα παιδιά του;» κι έπεσε και γλίτωσε η μάνα μου.
Μετά από λίγες ημέρες μου είπαν «έλα εδώ πέρα, που θέλουνε να σε ανακρίνουνε». Θυμάμαι και που ήμουνα. Ήμουνα στη Χορεύτρα, στις φραγκοσυκιές. Έκοβα από πάνω χορτάρι. Ήρθαν από κάτου. Ήταν ένας ξένος κι ο Ταντίνας. Μου είπαν: «έλα εδώ». Μόλις μου είπαν έτσι με έπιασε εμένα θερισμός στην ψυχή μου. «Τώρα που με πάνε», σκιάχτηκα. Με πάνε εκεί πέρα στου Πολυμενέα, που ήτανε ένα σωρό διαβόλοι, τους πουλούσανε ντορβά, για να φάνε όλοι οι πειναλέοι σα πέρα και γι’ αυτό ερχόντανε και κάνανε αυτά τα πράγματα. Και μου λένε: «έλα εδώ να μας πεις που έχει ο πατέρας σου αποθήκες». «Τι αποθήκες να έχει ο πατέρας μου;». Σάμπως είχε; Ένα παιδί είχε, τι να πάρει; Τα πράγματά τους τα είχαν κουβαλήσει, βροντούσαν οι πόρτες. Ήταν σαν τα κατσούλια, που πεινάγανε κι ένα τους με είχε δαγκάσει από την πείνα του.
Και τους λέω: «Εγώ δεν ξέρω. Τίποτα δεν ξέρω.» «Δεν ξέρεις; Ελά εδώ». Μου ρίξανε από εδώ, μου ρίξανε από εκεί, μου κάνανε το κεφάλι κούκλα κι εκεί είδα φωτίες. Όπως λένε «με βαρέσανε κι είδα φωτίες». Έτσι τις είδα κι εγώ. Πώς φανήκανε οι φωτίες; Πρώτη φορά.. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο πράγμα. Αφού είδαν ότι δεν μιλάω, και δεν ήξερα να πω, μου είπαν: «Έλα τώρα να δεις που θα σου κόψουμε το κεφάλι». Μου πιάνουν το κεφάλι μου από εδώ και μου ακουμπήσανε τη μαχαίρα πάνου πάνου . Αλλά και να μου το κόβανε το κεφάλι, εκείνη την ώρα, δεν αισθανόμουν τίποτα από το φόβο μου εκείνη την ώρα! Χειρότερα δεν ήταν άλλα.
Και πριν να πάμε στο βουνό θυμάμαι και τούτη την περιπέτεια. Εκείνη την ημέρα που βαρέσανε τον παππού μου και σκοτώσανε την κυρά Αναστάσαινα και το Μήτσο, το Σταυριανό, όλους. Θυμάμαι που μας πήρανε ο Καμαρινέας και ο άλλος για να σκοτώσουνε τη μάνα μου. Και τι έφταιγε η μάνα μου; Του έλεγε, όπως είπα: «μην πάς στο βουνό με τρία παιδιά».
Του έλεγε για τον ……ότι «αυτός έχει μόνο την κωλαρίνα του κι είναι μοναχός του, εσύ που πας;». Φαντάσου τη στεναχώρια της. Που να πάει με ένα παιδί και να μην μπορεί όυτε να κρυφτεί! Φαντάσου τι πέρασε. Μεγάλες περιπέτειες και στεναχώριες! Πώς άντεξε! Εκείνη την ημέρα τους καθαρίσανε όλους από το Πετροβούνι. Αρχίζανε να καθαρίζουνε. Οι ρουφιάνοι τους γράφανε για το ποιους θα αφήσουνε. Στου Πολυμενέα θυμάμαι, που ήμουνα πλέον παιδί, μες τον κόσμο τι να είπανε οι άλλοι οι μεγάλοι. Ήτανε επάνω στην ταράτσα κάποιοι διαβόλοι και βαραίνουνε τον γέρο Μπατσέα με ένα τούβλο, που ήταν κιόλας και καραφλός .. Ωωω, άμα θυμάμαι το γέρο! Ένας γέρος άνθρωπος. Το κεφάλι του μαδημένο το βρήκανε.! Ευτυχώς έπιασε με το χέρι του το τούβλο, που του ρίξανε.
Και μετά στεκότανε δίπλα μου η Παυλέισσα με το Φάνη 6 μηνών. Και είπα κάποιος μεγάλος: «Που την πάνε τούτη με μικρό παιδί; Τον άντρα της τον έχουνε σκοτώσει». Δεν το ήξερε εκείνη ότι τον άντρα της τον είχαν σκοτώσει. Οι μεγάλοι το κρύβανε. Όλα αυτά τα άκουγα εγώ, που ήμουνα δίπλα, ήμουν μικρό παιδί. Ε, τους γυρίσανε πλέον όσους ήσαν έτσι. Κι αυτή. Τη μάνα μου και το γέρο Μπατσέα τους τραβήξανε στο βουνό. Τι να ήθελε ο γέρος; Ένα παιδί είχε, να πάει αυτό στο βουνό να σκοτωθεί; Δεν ήθελε. Αλλά εκείνοι; Να ξεθυμάνουν με το γέρο!
Μας πάνε στην Καρδαμύλη εκεί κάτω – του ‘ χανε πάρει και το ντουφέκι το κυνηγετικό, το είχανε ζαλώσει της Βουλιώς της Πατριαρχίτσας, που την είχανε πάρει και αυτή κοντά, θυμάμαι, με το μουλάρι του, το ντουφέκι του, ενώ εμένα με είχανε ζαλώσει ένα σακκούλι αμύγδαλα που τα είχανε από της γριας Αναστάσαινας κλέψει- νηστικοί. Και μόλις βράδιασε μας είπαν «τραβάτε πέρα». Κι είχα κι ένα γουρουνάκι. Κι ακολουθούσαν όλα. Τη Βουλιώ ένας Κουκής από τον Κάμπο όλη την ημέρα την τράβαγε από τα μαλλιά. Μήπως καταλάβαινα τι διάβολο κάνουνε; Ήμουνα μικρή. Τον γέρο Μπατσέα και τη μάνα μου πήγαιναν να τους σκοτώσουν κι εγώ από πίσω! Σκοτώσανε τη γυναίκα! Τη γριά Αναστάσαινα, με τις πέτρες, του Σταύρου του Ζερβέα τη μάνα. Είχανε πάρει και τα προβατάκια και τα αρνάκια που είχε και το γουρουνάκι της της γριάς Στάθαινας να τα φάνε. Εκείνη την ημέρα σκοτώσανε 10. 7 στην Καρδαμύλη και 3 εδώ πάνω.
Εκείνη την ημέρα μάλλον, αν θυμάμαι καλά, ήταν που τα κάψανε των Ζερβαίων. Βάλανε φωτία, μαυρίλα, καπνός…
Δεν με παίρνανε αυτοί εμένα, άμα ήθελα να φύγω, αλλά δεν έφευγα από τη μάνα μου ποτέ. Νόμιζα ότι άμα δεν την έβλεπα, θα τη σκοτώσουν! Και τότε πλέον τι να γινόμουν εγώ; Η Σωτηρούλα, που ήταν μικρότερη από εμένα, δεν είχε αυτό που είχα εγώ. Είχε τον εαυτό της. Μόλις άκουσε κάτι τέτοια, γινότανε καπνός από το σπίτι. Και πήγαινε στα σπίτια, που ήταν δεξιοί. Εγω δεν έφευγα ποτές από τη μάνα μου. Από πίσω.
Μόλις φτάσαμε πιο πέρα στο γιοφύρι, εστάθην ο Παναγιώταρος και κοίταζε φανερά τον Καμαρινέα! Γιατί διαλέξανε όσους διαλέξανε. Τη μάνα μου και το γερο Μπατσέα τους πήρανε να τους σκοτώσουνε. Δεν τον είχα ξαναδει από κοντά! Και ήτανε ευτυχώς της Βαγγέλαινας η κουβέντα και γλίτωσε η μάνα μου. Της λέει: «Είναι ο Παντελής στο βουνό;» Το είπε της Βαγγελιώς. Γνωριζότανε με την Ευαγγελία, ήτανε συμπεθέροι. Από την κουνιάδα της. «Δεν είναι. Εγώ τον άκουσα. Άει Βούλα να βοσκήσεις τις γίδες, να φάει το παιδί γάλα». Δεν είχε πάει κανείς στο βουνό. Ο Παναγιώταρος είπε ότι τη Βούλα θα την προστάτευε ο ίδιος και να γυρίσει η μάνα μου. Δεν ήταν ικανός ο πατέρας μου τότες να πολεμήσει; Ήτανε ικανός για τον εαυτό του και για το σπίτι του. Εστάθην ο Καμαρινέας και ο Παναγιώταρος, που ήταν μαζί, και λέει: «Γυρίστε πίσω». Είπε στη Βαγγέλαινα: «Θα στη φέρουμε εμείς τη Βούλα σου». Είχανε τότες τα κλεψιμέϊκα εκεί πάνου. «Θα στη φτιάξουμε εμείς να μην έρθει στον κάμπο. Γυρίσαμε επάνω». Γυρίσαμε πίσω η μάνα μου, εγώ και η Βαγγέλαινα. Μόλις φτάξαμε στον Άη Σπυρίδωνα, που πάει ο δρόμος κατά τα Γούρνιτσα, είδαμε τη Φιλάνθη του Αλεπούδαινα και είπε στους μεγάλους- εγώ τα άκουγα:
«Σας αφήσανε; Κάματε το σταυρό σας και φεύγετε. Εφτά σκοτώσανε μπροστά στην εκκλησία», είπε. «Σήμερα εγίνηκε ο χαμός!», είπε η Αναστάσαινα. Προσκυνήσανε οι μεγάλοι και πηγαίναμε επάνω. Ξυπόλητη εγώ, νηστικοί όλοι μας..
Μόλις ήρθαμε εδώ πάνω, ήβραμε τον παππού μου ξαπλωμένον. Τα μούτρα του πληγέεες! Και του λέω: «Παππού, σε βαρέσανε;» «Να τους πάρει ο τριόβολος!», μου λέει. Τον είχανε βαρέσει οι χίτες, την ημέρα που σκοτώσανε τον Παλιατσέα. Ο παππούς μου ήταν ένα γεροντάκι αδύνατο με ένα μουσάκι. Οι πληγές, που είδα στα μούτρα του, δεν ξεχνιούνται. Αλλά η προκαδούρα στο στήθος του, ούτε κι αυτή ξαχνιέται. Μελανές οι πρόκες, είχανε μείνει επάνω του. Εκείνος ο γέρος δεν είπε τίποτα. Με πόσες πρόκες θα τον βαρέσανε; Γιατί ήταν χαζός. Δεν θα άκουγε, που ήξερε ότι γίνεται τέτοιος πανικός. Στο Εξωχώρι δεν ήξερε εκείνος ότι είναι τέτοιοι διαβόλοι και κλέβουνε. Που να το ξέρει; Στον Αγιο Νικόλα, που ήρθε, απάντησε τον Παναγιώταρο και του είπε «καλώς το συμπέθερο». Άμα του έλεγε «καλώς τον καπετάνιο» δεν θα τον εβάραγε. Εκείνος ούτε χέρι δεν του έδωσε-ήταν καπετάνιος μεγάλος τότες- και του είπε «που είναι ο Παντελής;» «Εγώ δεν ξέρω», του είπε ο γέρος και όντως δεν ήξερε. Δεν του έδινε του γέρου αναφορά. «Να ξεράσεις», του απάντησε εκείνος. Αυτό το άκουσε ο γέρος, επειδή το είπε δυνατά, και εκείνος προσεβλήθη. Ο ένας προσεβλήθη για το «καπετάνιος» κι ο άλλος για το «να ξεράσεις και να ξερομαγγανιάσεις»! Ήταν 90 χρονών τότε και παραπάνω. Τότε ο γέρος του είπε: «Να ξεράσεις εσύ!». Με αυτά τα λόγια εκείνος να! Πάρε και τούτη, πάρε και την άλλη. Τον έριξε κάτω ανάσκελα και μετά πάτησε και πάνω στο στήθος του. 90 χρονών! Τι να έλεγε το μυαλό του, τρομάρα του!Έπρεπε να του τα πω αυτά μετά εκείνου εγώ. Όταν μου είπε ότι πονούσαν τα χέρια του, που τον βάραγε ο Χωροφύλακας στο βουνό, να του πω κι εγώ «κι εσύ που βάραγες έναν γέρο άνθρωπο»; Ο Χωροφύλακας στο βουνό του είπε: «Παναγιώταρε, εδώ πληρώνονται όλα με τα καλά που έχεις κάνει με τα χέρια σου». Τα κακά τα έκανε και που το είπε.
Τι να πρωτοπώ; Αυτός πολύ μετά πέθανε από λευχαιμία. Τα παιδιά, που σκότωσε στη Βαϊδενίτσα, που μου το έχει πει η θειά μου 100 φορές και ράγιζε η καρδιά μου- σκότωνε δυο παιδιά, που το άκουσα από τους μεγάλους, και κλαίω ακόμα.. Το ένα παιδί ήταν από τους Γοράνους. Δεν ξέρω το όνομά του. Το άκουσα από την Ποτούλα, που ερχότανε από το βουνό και από την Αργύρω, που τα είδε χωσμένα με πέτρε και λαχανιάζανε. Και της είπα της θειάς μου: «Μη μου το λες. Σταμάτησε!». Αλλά άκουσα και τη Φωτούλα, που ερχότανε μαζί. Τα είχανε πάρει και το ένα πήγαινε στο σχολείο, στο Γυμνάσιο. Το ένα ήταν λεπτεπίλεπτο. Το είχανε βουτήξει ξυπόλητο από το κρεβάτι. Και περπάταγε, έλεγε η Φωτούλα, που κατεβαίανε μαζί από το βουνό, επάνω στις πέτρες, που του κόβανε τα χαλίκια. Κι επειδή της μίλαγε, έλεγε, ο Παναγιώταρος και κουβέντιαζε με θάρρος, επειδή εκείνη ήταν δικιά, και την έλεγε Κώσταινα, δεν την πείραζε, ερχόταν το παιδί κοντά της, για να του κάνει, μήπως μίλαγε αυτή σε αυτόν. «Μπορούσα εγώ να μιλήσω»; έλεγε η Φωτούλα.
Μόλις έφτασαν στη Βαϊδενίτσα, το περιλάβανε με τις πέτρες και το κάνανε να! Ερχότανε η θειά μου η Αργύρω από επάνω μετά και τα πιάνουνε τα παιδιά και τα σκοτώνουνε με τις πέτρες. Της έλεγα να μη μου το λέει γιατί δεν αντέχεται πια! Έρχονταν με τον Τάκη από επάνω και τα ήβρανε που λαχανιάζανε! Όπως τον Άγιο Στέφανο, έτσι τα είχανε κι εκείνα! Και τους μιλούσανε: «Τι πάθατε ρε παιδιά, τι πάθατε;» Δεν καταλαβαίνανε ότι τα σκοτώσανε με τις πέτρες; Ήτανε πράγματα αυτά να τα ακούσεις, να ραγίζεται η καρδιά σου. Μια φορά, που μας πήρανε εμάς πριν να φύγουμε και μας πάρουν στο βουνό, ήρθανε κάτι διαβόλοι μέσα στο σπίτι και βαράγανε με έναν βούρδουλα και πριν να μπούνε μέσα στο σπίτι και τα κάνουν αυτά, μου είπε, για τα άλλα. Ήταν μικρά: «Εγώ θα φύγω. Εσείς είστε μικρά και μπορεί να σας βαρέσουν. Εμένα άμα με βρουν θα με σκοτώσουν και τη μάνα μου ». Πριν να πάμε στο βουνό εγώ ήμουν 11 χρονών. Έρχονται μέσα και κάνανε σαν διαβόλοι! Σπάγανε ό,τι βρίσκανε και θυμάμαι που περνούσανε και παίρνανε όλους τους γέρους και τους πήγανε στην Υπαπαντή. Θα ήτανε 500, παραπάαανω! Γιομάτη η πλατεία. Και στη μέση καθότανε ο Βουνισέας με ένα πολυβόλο. Να μας διαλύσει όλους ήτανε!
Η μάνα μου πήγε και κρύφτηκε. Ήρθανε και μου λένε εμένα: «Μπρος, πάρτα τα». Ζαλώνω τον Παντελή, ήταν μικρό πολύ, μικρή κι εγώ. Η άλλη ακολούθαγε από πίσω. Δεν είχε προλάβει να κρυφτεί. Ήταν κι αυτή μικρή. Κοιμότανε. Μας πάνε στην Υπαπαντή. Περνάμε εμείς από την εκκλησία, που ήταν η μάνα μου κρυμμένη μέσα και μας είδε κι είπε απ’ ό, τι μας είπε μετά: «Εγώ τι κρύφτηκα τότες; Άμα τα σκοτώσουνε αυτά, εγώ τι θα πάω να κάνω»; Μας πάνε εκεί πέρα στο Βουνισέα κι αυτός μου λέει: «Τίνους είσαστε»; «Είμαστε του Παντελή», του είπαμε. «Άστε στο διάβολο», μας λέει. Τα πήρα πάλι εγώ τα μικρά κι ήρθα στη χώρα. Μόλις μας είδε η μάνα μου κι ερχόμαστε, χάρηκε. Δεν είχανε φτάσει τότες ως εκεί δα, να σκοτώσουν τα παιδιά. Στη Γλουμπίνιτσα, τα σκοτώσανε!
Μετά αυτό το λάθος που έκανε η μάνα μου, δεν καταλάβαινε βέβαια και δεν φταίει, ήταν αν μπορούσε να μιλήσει. Αν μπορούσα εγώ να μιλήσω σ’ αυτούς τους μεγάλους, σ’ αυτούς τους ηγέτες, τους διαβόλους της γης, άκου τι θα τους έλεγα: «Τι πάτε και κάνετε και ξανασκαλίζετε τι κακό γίνηκε και τι και τι. Δε κοιτάτε να μορφώσετε τους ανθρώπους από μικρούς στον ίσιο δρόμο, τον καλόν, και να μην αφήνετε σ’ αυτά τα σημεία, να αφήνετε να γίνονται θηρία. Γιατί αν μορφώνονταν οι ανθρώποι από μικρά παιδιά σωστά, δεν θα έκαναν σαν τα θηρία, που είναι στην ζούγκλα και τους κανίβαλλους. Αυτοί ήταν χειρότεροι από κανίβαλλοι. Να πάει ένα μικρό παιδί και να φωνάζει μη με σκοτώνεις μπάρμπα κι εκείνος να κάνει έτσι δα. Ο Χριστός είπε αφήστε τα παιδία να ρθούνε σε μένα. Δεν τους διδάσκουνε τα λόγια του Χριστού παρά τους αφήνουνε να σκοτώνουνε για να ξοδεύουνε τα ντουφέκια τους; Ποιος τους το έβαλε στο αυτί; Αλλά δεν μπορώ να τους μιλήσω και να του πω αυτά. Μια γυναίκα, που με συνάντησε, μου είπε ότι εγώ είμαι κομμουνίστρια και δεν πιστεύω σ’ αυτά. «Γιατί αν υπήρχε Θεός, τότε γιατί δεν σκοτώνει τον Μπους»; « Πόσους Μπους να σκοτώσει ο Θεός», της λέω. Εγώ όμως όσους σκοτώνουν δεν τους λέω μεγάλους, είτε αυτοί είναι αντάρτες, είτε είναι χίτες. Τους λέω διαβόλους, που βγαίνουν από του διαβόλου το κατράμι και την κόλαση. Πώς μπορείς να σκοτώσεις τον άλλον, επειδή του αρέσει εκεινού;
Ένα σωρό κανίβαλλοι και να μας κάνουν εμάς τέτοιες ταραχές; Εγώ ήμουν παιδί κι ήθελα να παίξω. Δεν ήθελα να ακούω τις φωνές της γριάς Αναστάσαινας, που τις ακούω ακόμη και την κάμανε μπουκιές. Και είδα τους κόμους της, τα κόκκαλά της σκονισμένα στο χώμα από τα γκωνάρια, που της είχαν ρίξει επάνω της. Είναι πράγματα αυτά; Ποιος τα έκανε αυτά; Πήγε το παιδί της στο βουνό, δεν τη ρώτησε. Τη ρώτησε; Η κακομοίρα ήταν γριά γυναίκα. Ήταν μια άγια γυναίκα, άγια, ήταν η μάνα του Σταύρου του Ζερβέα. Έβοσκε τα αρνάκια της. … Τι έφταιγε αυτή και της κάνανε αυτό το φρικτό θάνατο με τις πέτρες, αγκωνάρια επάνω… Και την άλλη μέρα εγώ δεν έπρεπε να πάω. Δεν καταλάβαινα ότι θα μείνουνε πληγές αγιάτρευτες αυτά που είδα. Όλα αυτά που τα πέρναγα τότες, τα πέρναγα με φόβο, αλλά δεν σκέφτηκα και τα ψυχολογικά προβλήματα στην ζωή μου. Πήγα και είδα τα μαλλιά της χάμου και τους κόμπους της είδα να είναι χωμένοι μέσα στο χώμα, που της είχαν ρίξει επάνω της και τα μυαλά της όξω.. Μετά που μου είπε η μάνα μου πάλι να πάω να βρω του πατέρα μου τα κόκκαλα, εκεί που θα πάνε κι οι άλλες. Αν ήταν μορφωμένη αυτή, γιατί λένε τα βιβλία «μορφώσατε τα παιδιά, «που το στέλνω το παιδί; Ας πάω εγώ άμα θέλω. Αν δεν θέλω άστα κάτω». Έτσι της είπα εγώ μετά. Εγώ δεν κατάλαβα τι θα πάθω και της είπα θα πάω. Δεν κατάλαβα τα ψυχολογικά προβλήματα, που θα δημιουργηθούν μετά. Πάμε με τις άλλες. Πήγαμε με την Καλαπάθαινα, με την Τασσώ, με την Κατίνα και την Αγγελικούλα τη Δικαιϊτσα. Κι εγώ ήμουν μικρότερη από εκείνες. Μόλις πήγαμε εκεί πάνω στη Γλουμπίνιτσα, και ήβραμε ένα δωμάτιο όλο με συντρίμμια ανθρώπων, έλα να δεις. Μπεζερίσαμε να τους ξεπετρώσουμε, για να βρούμε. Τι να βρούμε! Μαύρη μας μαυρίλα ήβραμε! Είχανε ρίξει όλα τα αγκωνάρια από επάνω, για να μην φαίνονται, και μέσα ήταν οι ανθρώποι. Εγώ μ’ αυτούς τους ανθρώπους είχα μείνει 5 μήνες μαζί. Και τους γνώρισα από τα ρούχα τους. Αλλά αυτοί είχαν γίνει συντρίμμια μέσα από τις χεοροβομβίδες, που τους ρίξανε. Πιάναμε και διαλέγαμε ό, τι διαλέγαμε και μετά είπαμε να πάμε και για τον πατέρα μου. Μου είπανε που είναι, κι ήρθανε δυο από εκείνες και πήγαμε εκεί πάνω που τον είχανε σκοτώσει, που τον είχε σκοτώσει αυτός ο άλλος διάβολος. Ήταν το αίμα χάμου, επάνω στις πέτρες, δεν είχε φύγει. Τα μάτια μου να τρέχουν δάκρυ. Το δάκρυ που είχα χύσει τότε … Δεν είδα πώς βλέπουν ακόμα τα μάτια μου! Κάποια δύναμις μου φαίνεται ότι μου δίνει. Είχα φύγει τη νύχτα με τον πατέρα μου και μετά να δω τα κόκκαλα χάμου.. Και μετά να ζαλώσω τα κόκκαλα, για να έρθω εδώ κάτου. Μετά που μεγάλωσα και το κατάλαβα, λέω στη μάνα μου: «Δεν μου λες, τι έλεγε το μυαλό σου; Να στείλεις εμένα, ένα παιδί!» Αυτή η εικόνα ήταν η χειρότερη εικόνα της ζωής μου! Αυτή! Που πήγα και είδα στην Γλουμπίνιτσα αυτό το κακό! Να δω 5 κοπέλες πεντάμορφες, ωραίες. Η Ρεβεκκούλα ήτανε στην ομορφιά η πιο όμορφη. Την έχω προσωμοιάσει με τα μπουμπούκια. Βλέπω κάτι μπουμπούκια την άνοιξη πριν ανοίξουνε, κάτι μεγάλα τριαντάφυλλα. Ήτανε αυτή! Το χρώμα της τριανταφυλλί, το πρόσωπό της να λάμπει, κούκλα, κατσαρομάλλα! Τη σκοτώσανε! Γιατί τη σκοτώσανε; Η Στέλλα, η Αγγέλω. Η Ρεβεκκούλα ήταν Αντωνίτσα. Η Αγγέλω ήταν Τζανετίτσα. Η Πότα ήταν Παλιατσίτσα. Η Στέλλα ήταν Φουντίτσα. . Η Σοφία η Φουντίτσα. Η Ερασμία η Κιτρινιάραινα, του Χρήστου του Παλιατσέα αδελφή. 5 γυναίκες ήταν. Τις έχω μετρήσει. Και με την Ερασμία ήταν 6! Και τι τράβηξε η Ερασμία! Όταν ήρθε από εκεί κάτω από τη Σελίνιτσα, άμα την άκουγες και την ήβλεπες, θα έκλαιγε η ψυχή σου! Είπε ότι ήτανε πόσες μέρες με ένα πόδι κατσούφλια, που το κορμί της είχε μπει μέσα. Πρησμένο το πόδι της. Ερχόταν κατσούφλια. Και το παράσταινε. Εγώ ήμουν κοπελίτσα και το παράσταινε η ίδια! Παράσταινε τη δίψα της, πόσες ημέρες ήταν χωρίς νερό! Είχε κολλήσει η γλώσσα της στον καταπίτη της! Πώς ξέμπλεξε κι ήρθε εκεί πάνω άμα την άκουγες!
Όταν τους πιάσανε, είπε, τους πήγανε μέσα στου Καλλέργη, στο σπίτι. Και τους είπανε κάποιοι άνθρωποι καλοί, που ήτανε καλά λόγια. Ήταν ένας κουμπάρος της οικογένειας της Ερασμίας από την Αράχωβα, που είχαν τα ζα. Της είπε: «Έλα εδώ, μωρή! Τι ήθελες που πήγες στο βουνό εσύ; Και πήρες στο λαιμό σου τον άντρα σου, έναν αθώο άνθρωπο, τι ήθελες και τον πήγες στο βουνό»; Ο άντρας της, ο Βαγγέλης ο Κιτρινιάρης, σκοτώθηκε κι αυτός στη Γλουμπίνιτσα. Αφού είπε έτσι ο κουμπάρος της, αφήσανε τα δυο παιδιά τους, τη Δημητρούλα και το Γιώργο. Τα είχε η Καλαπάσαινα, αυτή τα ανάστησε. Τα είχε τα παιδιά η Ερασμία μαζί της στο βουνό. Και η Καλλέργαινα είχε την κοπελίτσα, που της είχανε κάνει ψυχολογικά προβλήματα. Την είχανε βάλει στο πηγάδι και την είχανε κάνει να! Της Καίτης της Καλλεργίτσας... Την κρεμάγανε σ΄ ένα πηγάδι με το κεφάλι κάτω και παίζανε με δαύτη οι χίτες. Στη Γούβα στη Σελίνιτσα. Θα τις εκτελούσανε. Η μια κρύφτηκε και της άλλης της έκανε πλάτη ο κουμπάρος τους κι έφυγε η Ερασμία.
Εκείνους που τους πιάσανε δεν τους πήγανε στη Γούβα. Τους πήγανε επάνω στο σπίτι. Τα άκουγα όλα αυτά τα πράγματα. Γιατί θα νομίζανε οι άλλοι ότι θα τους τιμωρούσανε. Καθόλου! Εκείνοι που τους πιάσανε, οι χίτες δεν τους τιμωρήσανε καθόλου! Αλλά τους είπανε και του Καλλέργη και των άλλων ότι «θα σας πάρουμε και θα σας στείλουμε σαπέρα, στην Καλαμάτα». Μόλις ήρθανε οι άλλοι, ο Γαβρίλης με το Μπουγαλέα, είπανε: «σκοτώστε τους». Αυτοί είπαν: «σκοτώστε τους». Η Ερασμία είπε ότι ο Μπουγαλέας ίσα που στεκότανε και τήραγε. Μπροστά τους ούτε μίλησε, ούτε τίποτα. Ο άλλος όμως είπε: «τι θα της έκανα της Καλλέργαινας», είπε, «σκοτώστε τους». Μόλις νύχτωσε, λένε, τους έβγαλαν κάτω στη σπηλιά.
Δεν ήταν όλοι φονιάδες. Πολλοί είπαν να τους αφήσουνε. Το είχανε πει από την αρχή. Και της κάνανε και πλάτη εκεινής. Έπεσε μέσα στη θάλασσα. Πήγε το κορμί μέσα στα πόδια από κάτω, είχε καρφωθεί. Εκείνος πήδηξε μέσα στη θάλασσα, έπλεξε ο Αρίστος και βγήκε σαπέρα στην Καρδαμύλη, που βγήκε μετά. «Εκείνη τη σφάξανε», είπε η Ερασμία. «Τη σφάξανε», είπε, «στη σπηλιά», γιατί δεν άκουσε ντουφεκιά, αλλά άκουγε η Ερασμία από την κρυψώνα της, που βόγγαγε.
Μετά ήρθανε επάνω και τους λιανίσανε πίσω. Κι εκεί πάνω, που τους λιανίσανε. Αυτό έγινε εξαιτίας αυτού από τη Χώρα. Αν δεν ήταν αυτός, δεν ξέρεις τι θα γινόταν εκεί πάνω. Η γιαγιά της γεροντοπούλας, η Βαρβάρα, ήταν αδελφή της μάνας του. Η Βαρβάρα και η Καλλέργαινα ήταν αδελφάδες. Η Βαρβάρα είπε ότι είχε μια εγγόνα και δε νοιάστηκε για να τη γλιτώσει. Όταν πεθάνω μην ερθεί στην κηδεία μου, γιατί «θα σηκωθώ από την κάσα».
Αν σκοτώνανε όσους ήταν αντάρτες και κάνανε πόλεμο, όπως τον Παλιατσέα το Σταύρο, έστω. Τα παιδιά όμως; Τις κοπέλες; Τους άφησε όλους να σκοτωθούνε. Εγώ τον έχω ονομάσει Νέρωνα.
Ήταν αιμοχαρής και χαιρόταν να βλέπει να τρέχει των αλλονών το αίμα. Είπε μια φορά του Δικαίου, όταν τον απάντησε μια φορά σαπάνου στο δρόμο, «με συγχωράς;», κλαίγοντας. «Γιατί να σε συγχωρέσω»; του είπε ο Δικαίος. «Γιατί έχω φταίξει στο σπίτι σου», του ξανάπε. «Σε συγχωρώ», του είπε ο Δικαίος. «Τι να του έλεγα», μου έλεγε μετά. Δεν κάνει να τα λέμε αυτά, γιατί θα τα ακούσουν πολλοί και δεν κάνει.
Εγώ που ήμουν εκεί πάνω, άκουγα τι να λέγανε οι μεγάλοι. Δεν είχα γνώμη, δεν είχα τίποτα, γιατί ήμουν παιδί και πήγαινα κι έπαιζα. Άκουσα τι να είπε η μάνα μου και η θειά μου η Αργύρω από εδώ κάτου. «Μην πάτε στο βουνό. Τι πάτε εσείς στο βουνό»! Η απάντηση ήταν: «Που να πάμε μωρέ θειά; Αφού αυτός θα μας σκοτώσει. Είναι όπως το πυρωμένο σίδερο». Γιατί είπε ότι της έριξε μια κλωτσιά από της Υπαπαντής την πόρτα και βρέθηκε εκεί κάτου κι είδε το θάνατο.
Ήταν το φόβητρο του δήμου, όχι μόνο της κοινότητας. Από φόβο πήγαμε στο βουνό. Είχε λυσσάξει! Τι πήγε να κάνει; Να φτιάξει το Κράτος; Το Κράτος φτιάχνεται με τέτοιο τρόπο; Με το ντουφέκι είπε ο Χριστός δεν φτιάχνεται ο κόσμος. Θα φτιαχτεί με την αγάπη.
Σκοτώσανε όλοι. Σκότωσε ο ένας, σκότωσε ο άλλος. Φτιάξανε τίποτα; Γιατί δε λέγανε όλοι: «για ελάτε εδώ ρε παιδιά! Γιατί μαλώνουμε και γιατί να σκοτωθούμε; Τι θα κερδίσουμε; Εμείς τίποτα να φτιάξουμε δεν μπορούμε»….
Και του είπα του Μάκη μια φορά. «Ποιοι αριστεροί ρε; Λες ότι είσαστε αριστεροί. Εγώ σου λέω ότι δεν είναι κανένας σωστός αριστερός. Για πες μου εσύ έναν. Ο ένας σκοτώνει τον άλλον. Εσύ αν είσαι καλός, τότε να πας να πιάσεις τον άλλον και να του πεις ότι δεν μαλώνουμε και να γίνουμε αδέλφια». Να μην πηγαίνανε στο βουνό. Δεν κάθονταν καλύτερα να κάνουνε ό,τι τους λέγανε αυτοί και να μην πάνε να κάνουνε αυτό το κακό στο βουνό, που είδα;
Εγώ θα ήθελα να ζούνε οι άνθρωποι αυτοί που είδα σκοτωμένους. Ήταν τρία πρώτα μου ξαδέλφια. Η Ρεβεκκούλα, ένα λουλούδι, κοπέλα ωραία κι όμορφη, καλύτερα να ήταν εκεί και να ζούσε. Και μου είπε ο Σωτήρης αλλά και ο Μάκης: «Αν δεν πηγαίνανε, δεν θα μπορούσες εσύ να μιλήσεις ποτέ». «Να μην μπορούσα να μιλήσω! Καλύτερα! Καλύτερα να μη μίλαγα και να μην σκοτώνονταν». Ο Σωτήρης μου είπε ότι δεν πέρναγε και ψυχικό. «Τους αναγκάσανε. Τους αναγκάσανε να σκοτώσουνε. Γιατί στα καλά καθούμενα δεν μπρούσανε να σκοτώσουνε έτσι! Τους πιέσανε, ώστε να πάνε και να βρουν αφορμή. Έτσι τους διατάξανε, να σκοτώνουν αβέρτα. Και τα κάνανε να, μετά! Δεν γινόταν αλλιώς». Εκείνος ο Βουνισέας, όταν σκοτώναν στο Λάκκο της Λίτσας την αδελφή, κοπελίτσα 14 χρονών, και τη γρια Βαγγέλαινα.. Πήγαινα στο Λάκκο, που ήταν οι θειάδες μου και τις είχανε σκοτώσει προς τα εκεί. Είχανε έρθει κατά πάνω, γιατί είχαν ζα. Είχαν περάσει κατά πάνω στα σύνορα και τη συνήντησε ένας φονιάς και πιλαλήσανε, πιλαλήσανε αυτές… Μόλις γύρανε κατά το λάκκο, κ ενώ θα προλαβαίνανε να φτάσουνε στο Λάκκο και να ξεφύγουνε, τις βάρεσε και τις είχε τη μια πάνω στην άλλη. Δεμένες τις είδε η θειά μου η Γιαννούλα, που δεν είχαν εκτοπίσει ακόμα την οικογένειά της τότες.
Μετά δεν ήταν και κανένας άντρας. Ποιος να πάει να τις θάψει και ποιος να πάει να τις κουβαλήσει; Τις ζαλώνουνε της Πολίτως- δεν ήταν και κανένας άλλος νέος να τις πάει- για να τις πάνε να τις θάψουνε. Και κόπηκε εκείνης το αίμα της και γίνεται κίτρινη σαν το λεμόνι! Θυμάμαι πήγα εγώ τότε εκεί κάτω κι ήταν η Πολίτω άσπρη όπως το λεμόνι! Και μου διηγήθηκε την ιστορία! Από τη θλίψη της είπαν μετά ότι εχύθη η χολή της. Ήταν μια κοπέλα αυτή! Κι αυτός μετά ήταν ένας άγνωστος χίτης. Αυτός έτυχε μετά να τον ιδεί η Βουλιώ η Δικαιίτσα σ’ ένα νοσοκομείο στην Αθήνα. Και φώναζε! Ήταν σε αθλία κατάσταση….Κι έλεγε παραλογισμένος την ιστορία που σκότωσε μια γριούλα και μια κοπελίτσα. Ποιος ξέρει! Μπορεί να του είχε μπει δαιμόνιο και η συνείδησή του να μην ησύχαζε. Δεν θυμάμαι το όνομά του…Η Βουλιώ τότε τον έβαλε μια πόστα, από ό,τι έλεγε….. Βέβαια δεν θέλω να τον ιδώ να βασανίζεται παρά το κακό που μου έχει κάνει εμένα. ….. Είχαν χάσει τον εαυτό τους, είχαν χάσει όλα τους κι είχαν γίνει θηρία. Κανίβαλλοι! Έχω περάσει εγώ μεγάλες περιπέτειες. Με το βούρδουλα με βαρέσανε. Το 1944 στο πρώτο αντάρτικο! Τότε που ήταν οι ταγματασφαλίτες! Είπαν τότε «βαραίνουμε τον Παντελή», τον πατέρα μου. Το άκουσα εγώ και τον αγάπαγα τον πατέρα μου και δεν μπρούσα να κάθομαι και πιλάλησα. Δεν θυμάμαι ποίος το είπε. Αφού το άκουσα εγώ, πιλάλησα να ιδώ που τον βαραίνουνε! Αγνάντεψα κι έκλαιγα. Μου ρίξανε με το βούρδουλα κι έγινα μπουχός. Ήμουν παιδί μικρό και μόλις μου ρίξανε με το βούρδουλα, έτρεχε αίμα από το χέρι μου, ένα χερουλάκι μικρούλι τότες! Ο βούρδουλας είχε κάτι σύρματα κι από εκεί βγήκαν αίματα! Το θυμάμαι!! Και γύρισα και γίνηκα μπουχός! Δεν καταλάβαινα το γιατί! Ακόμα τον κόσμο δεν τον είχα ιδεί καλά! Μετά που τον ίδα όμως..! Θυμάμαι τον Κολοβιστέα, που τον πήρανε οι χίτες από τον κήπο ! Και τον πατέρα μου τον βαρέσανε! Γι’ αυτό πήγε στο βουνό! Είχαμε κάτι περιπέτειες μεγάλες! Τότες, που τον βαρέσανε τον πατέρα μου, ήταν ένα μήνα στο κρεβάτι. Η πλάτη του είχε γίνει πίσω σακκούλια και κρεμότανε. Εγώ νόμιζα ότι κρεμότανε σαν πατσά! Ήταν ένα μήνα ξάπλα. Τι θυμάμαι! Και την Παλιατσίτσα τη φέρανε από τη γούβα και την είχανε εκεί πέρα…Λέγανε ότι οι αντάρτες κάνανε γάμο στο σπίτι της. Εκείνη ήταν επιπόλαιη, δεν καταλάβαινε καλά. Αυτό έγινε στο δεύτερο αντάρτικο. Το θυμάμαι κι εγώ, που πήγανε οι αντάρτες και τους αφήνανε και χορεύανε. Στο πρώτο αντάρτικο εγώ ήμουν πολύ μικρή. Τα μόνα που θυμάμαι ήταν που είχαν κλείσει τον πατέρα μου στη φυλακή και με έστελνε η μάνα μου να του πάω φαϊ. Τον είχαν κλείσει το 1944 τον πατέρα μου φυλακή στο Αλεξανδράκειο στου Καρέλια, στην Καλαμάτα. Δεν ήταν αντάρτης, αλλά επειδή ήταν αριστερός. Ανακατευότανε και γι’ αυτό η έρμη η μάνα μου του φώναζε. Είχαν κλείσει μαζί και το Μάκη το Νικολετσέα. Και η μάνα μου τότες ούτε λεφτά είχε να πάει να του πάρει φαϊ και φυλαγότανε κιόλας. Τι με ήβρε από τον καιρό που άνοιξα τα μάτια μου! Όπου έβρισκε ευκαιρία, πήγαινε! Είτε ζήσω, είτε δεν ζήσω, τίποτα. Όταν πήγα να του στείλω φαγητό στου Καρέλια τις φυλακές, δεν ξέρω να πρέπει να το ειπώ, ήμουν 8 χρονών, πώς μπορώ και τα κατάφερνα και τα έβγαζα πέρα αυτά τα πράγματα; Είχε αρρωστήσει ο πατέρας μου, που ήταν κρατούμενος στη φυλακή. Και τον πήγανε στο Αλεξανδράκειο το Νοσοκομείο. Και του ετοίμαζε η μάνα μου πράγματα, για να του τα πάω εγώ. Φτώχεια είχαμε τότε! Να του τα πάω να φάει! Πώς να πάω στο Αλεξανδράκειο το νοσοκομείο εγώ; Ο Γιώργης ο Μπρατσέας με ρώτησε αν θα πάω στην Καλαμάτα. Θα πήγιανε με το Γιώργη με τη βενζίνα του Χαραλαμπέα.
Βγήκαμε εκεί πέρα στην παραλία. Εκεί πέρα πρωτομπήκα στο αυτοκίνητο! Μου φαινότανε ότι τρέχανε τα δέντρα! Φεύγανε τα δέντρα! Χάνονταν! Μετά μου είπε η μάνα μου να πηγαίνω στην Καλαμάτα, να του πηγαίνω φαϊ, όποτε πήγαινα, και να τηράω τα καμπαναρία της Υπαπαντής. Να βγαίνω στην παραλία 8 χρονώ παιδί, πόσα έχω ζήσει, ζαλωμένη με ό, τι μου δινε και να τηράω το καμπαναρίο της Υπαπαντής και να πηγαίνω εκεί πάνω! Έτρεχα, έτρεχα, έτρεχα επάνω, επάνω…Τη μια φορά βγήκα από την Ακρίτα.. Πώ να ξεμπλέξω να βγω! Τη μια φορά που με είδανε κάποιοι ξυπολητη, σε χάλια, κάτι είπανε και με λυπηθήκανε. Ξέμπλεκα, πήγαινα στο Αλεξανδράκειο, καθόμουνα μια βραδιά. Με αφήνανε. Ήτανε ένας σκοπός μέσα και μου έλεγε: «Ήρθες πάλι Σταυρούλα;» Έτσι με έλεγε. Μετά άντε να βρεις πάλι του Χαραλαμπέα τη μπενζίνα από τα Αλεξανδράκειο! Έψανχα, έψανχα, έψαχνα… Άμα έβγαινα από τη Φαρών, ξέμπλεκα κι έβγαινα κάτω στην παραλία. Κάποιο δρόμο θυμάμαι έκανα μια φορά λάθος και βγήκα στους μύλους…. Τι απωλεμένη γύριζα και τι κακά έχω πάθει από τον πατέρα μου και από τη μάνα μου! Δε λέγονται! Από του Χαραλαμπέα τη μπενζίνα έβγαινα στην Καρδαμύλη κι από εκεί ανέβαινα από τα Γούρνιτσα. Μοναχή μου, ένα παιδί! Μια φορά, όταν με έστειλε η μάνα μου να πάω πράματα του πατέρα μου, μόλις πήγα στη μπενζίνα του Χαραλαμπέα, η μπενζίνα είχε λύσει. Είπα: «Πώς θα γυρίσω πίσω εγώ; Ν ανεβώ από τα Γούρνιτσα κι αύριο να στείλει πάλι πίσω». Είχα το μυαλό μου και τα σκεφτόμουν. Είχα μια ταραχή! Και πιλαλώ, πιλαλώ, πιλαλώ, όπως έφευγε η βενζίνα και πήδησα μέσα! Με σχολίαζαν οι μεγάλοι, θυμάμαι. «Πωπώ, τρομάρα, που έχει τούτη δα η κοπελίτσα!»
Η πενία τέχνας κατεργάζεται, που είπε και ο Αίσωπος. Το ίδιο είχε συμβεί και με εμένα. Πήγα τελικά το φαϊ. Μετά κοίταζα το καμπαναρίο και πήγαινα. Το ίδιο κι όταν γύριζα στην παραλία. Κι αν χανόμουν πότε ,έκανα παρακάτου ή παραπάνου και βρισκόμουν. Μια φορά που με έστελνε η μάνα μου μαζί με την Ελευθερία, πήγαινε κι εκείνη του Μάκη στου Καρέλια τις φυλακές, το παραθυράκι της φυλακής ήταν στης Ολυμπιάδας το σπίτι. Είχε λοιπόν η Ολυμπιάδα τους φυλακωμένους μέσα. Και πήγε η Ελευθερία και με πήρε κι εμένα κοντά. Και θα πήγαινα και του πατέρα μου φαϊ και θα πήγαινα να με ιδεί. Κι αυτό το θυμάμαι πολύ καλά! Τότε που ήρθε ο Μάκης και με έπιασε από το παραθύρι και με κατέβασε μέσα στη φυλακή. Από τη άλλη μεριά, που ήταν αυτός. Χαρές ο πατέρας μου. Με φιλάγανε όλοι. Και μετά με ανέβασε από το παραθυράκι και φύγαμε μετά πάλι με την Ελευθερία. Τέτοιες περιπέτειες μου έχει κάνει η μάνα μου. Φοβερές! Μου φορτώσανε όλα τα βαρίδια τους επάνω μου! Τι να πρωτοπώ τι βαρίδια μου έχουν φορτώσει! Μου φορτώσανε τη μικρή, που ήταν 4,5 χρονώ, εμένα 9 χρονών παιδί! Τότες ήταν οι Ιταλοί! Να περνούν τα αεροπλάνα , να είμαι μικρή και να βαστάω 5 μηνών παιδί! Να πιλαλάω να κρυφτώ, να περνάνε τα αεροπλάνα, που να ρίχνουν βόμπες- έτσι πίστευα και φοβόμουν! Και η μάνα μου μου έλεγε: «Και τι να κάνω; Δεν μπόρεγα να κάνω αλλιώς». Ακούς δεν μπόρεγα να κάνω αλλιώς. «Να τον αφήσεις τον πατέρα μου και να χωρίσεις από δαύτον», της έλεγα. «Και που να πάω»; Έτσι μου έλεγε. Σπίτι δεν είχε, τίποτα δεν είχε. Και τα πλήρωσα όλα τους εγώ. Έφαγα και ξύλο, να μου κόψουνε και το κεφάλι, γιατί το θέλανε αυτοί. Τι πράγματα ήταν αυτά και πόσα άλλα, που δεν τα θυμάμαι. Πώς δεν το σκότωσα το μικρό; Μια φορά που πήγαινα στον Αη Γιάννη παραλίγο να γίνει κακό….».