Εμμανουήλ Ξάνθος ο Φιλικόςτου Κ. Παπαγιώργη
Η πρώτη Ιστορική αφήγηση για τή πολυθρύλητη -καί κατασυκοφαντημένη-Έταιρία των Φιλικών άρχίζει, ώς γνωστόν, μέ μιά «βαριά» ανακρίβεια. Ό ‘Ιωάννης Φιλήμων (άρχικό επώνυμο Βασιλείου η Βασιλειάδης, Κωνσταντινοπολίτης, δεινός γνώστης της τουρκικής, που διετέλεσε γραμματέας τοϋ Δημήτριου Υψηλάντη καί γρονθοκοπήθηκε

, κατά μία εκδοχή, άπό τόν Κολοκοτρώνη έξω άπό τήν Τριπολιτσά), όταν τό 1834 εξέδωσε στό Ναΰπλιο τό
Δοκίμων περί της Φιλικής ‘Εταιρίας, ήταν κατηγορηματικός. Κατονομάζοντας τους τρείς πρωτενεργούς της επαναστατικής συνωμοσίας (Σκουφά, Τσακάλωφ καί Αναγνωστόπουλο) απέκλειε άσυζητητί τόν Ξάνθο άπό τήν ιδρυτική τριάδα. Ό Πάτμιος δέν υπολογιζόταν στήν αρχική συνάντηση της Όδησσοϋ’ αντίθετα «δεσμός άδιάρρηκτος» θά συναφθεί άνάμεσα στόν Αρτινό, στόν Ιωαννίτη καί στόν Ανδριτσάνο. Μάλιστα ο ‘Αναγνωστόπουλος, που άποτελεϊ εν προκειμένω τήν πέτρα τοϋ σκανδάλου, θεωρείται «πλέον ηνωμένος» μέ τόν «πεπυρωμένο υπερβολικά Σκουφά». «Οί δυό οΰτοι σχεδιάζουν εις τήν φαντασίαν των τό πέρας τοϋ μεγάλου έργου. Διανυκτέρευαν πολλάκις ολόκληρους νύκτας εις τάς γλυκείας επαναλήψεις τών άπεραντολογιών των».
Δέν έχει σημασία τί πιστεύουμε σήμερα’ μέσα στήν αλλοτινή κατάσταση της νεοπαγούς ανεξαρτησίας, μέ νωπή ακόμη τήν εξόντωση τοϋ κυβερνήτη Καποδίστρια, μιά ιστορική πραγματεία γιά τή Φιλική δέν είχε ιδιαίτερη άξία.
Ή άρχική συνωμοσία πού οδήγησε στήν τελική Επανάσταση δέν ήταν μόνο λησμονημένη, άλλά είχε περιπέσει σέ ανυποληψία ήδη λήγοντος τοϋ ’21,
όταν ή εξέγερση στήν Βλαχομπογδανία κατέληξε σέ φρικαλέο ναυάγιο καί στήν άδοξη φυλάκιση τοϋ αρχηγού της, ‘Αλέξανδρου Υψηλάντη. Όπως σημειώνει ό Γριτσόπουλος στό περιοδικό Μνημοσννη( 1901),
οί Φιλικοί «έδεινοπαθοΰσαν στήν ελεύθερη Ελλάδα». Ή Εταιρία δέν είχε μνημονευτεί στίς Εθνικές Συνελεύσεις, γιά νά μήν υπάρχει κανένας συσχετισμός τής Ελληνικής μέ τήν ‘Ισπανική ή τήν ‘Ιταλική ‘Επανάσταση, άλλά επιπλέον είχε άπολέσει καί μέσα στίς τάξεις τών εξεγερμένων τό κύρος της’
τά πολυάριθμα μέλη της είχαν ενταχθεί σέ άλλες, ντόπιες φατρίες καί οί πρωτενεργοί της είτε είχαν πεθάνει (όπως ό Σκουφάς), είτε είχαν εκπατριστεί (όπως ό Τσακάλωφ) είτε άγνοοΰνταν καί μάλλον θεωρούνταν νεκροί (όπως ό Ξάνθος).
Ό Όθωνας είχε άποβιβαστεΐ μέ τό επιτελείο του στό Ναύπλιο, στίς 24 Νοεμβρίου 1832, επιβαίνοντας στήν άγγλική φρεγάδα «Μαδαγασκάρη». Ό στολίσκος πού συνόδευε τόν μελλοντικό βασιλιά μετέφερε 3.500 Βαυαρούς στρατιώτες. Όταν γιά πρώτη φορά επισκέφθηκε τή μελλοντική του πρωτεύουσα -στήν όποια θά εγκατασταθεί τήν 1 Δεκεμβρίου 1834- έγραφε στόν πατέρα του ότι άντίκρισε γυμνούς βράχους, χέρσα γή, μονοπάτια καί ποτάμια χωρίς γεφύρια. Μετά τήν ένηλικίωσή του, 20 Μαΐου 1835, θά άναθέσει, καθ’ υπόδειξη τοϋ πατέρα του Λουδοβίκου Α’, τήν πρωθυπουργία στόν “Αρμανσμπεργκ. Μιά έκθεση τοϋ αυστριακού πρέσβη στήν ‘Αθήνα Πρόκες-Όστεν μετέφερε στόν Μέτερνιχ αύτολεξεί τίς δηλώσεις τοϋ Λάιονς:
«Μιά αληθινά άνεξάρτητη Ελλάδα είναι παραλογισμός. Ή Ελλάδα είναι ή ρωσική ή άγγλική καί εφόσον δέν πρέπει νά είναι ρωσική, πρέπει νά είναι άγγλική…».
Μέσα σέ αυτό τό κλίμα -καί ενώ στήν προεδρία τής κυβέρνησης διατηρούνταν ό Γεώργιος Κουντουριιότης καί ό ‘Αλέξανδρος Ζαΐμης-
ή ντόπια ιστοριογραφία επιχειρούσε τό πρώτο τής βήμα· τό μελλοντικό σχέδιο τοϋ Φιλήμονα ήταν νά καταγράψει τήν ιστορία τοϋ Έθνικό-άπελευθερωτικοϋ ‘Αγώνα σέ 14 τόμους, άπό τούς οποίους πρόλαβε νά συγγράψει μόνο τούς πρώτους τέσσερις. Ή άπαρχή ήταν δοκιμαστική, εξ οΰ καί ό τίτλος «Δοκίμων ιστορικόν» Περί της Φιλικής Εταιρείας. ‘Αρχεία δέν υπήρχαν, άπομνημονεύματα δέν είχαν γραφτεί [εκτός άπό τού Παλαιών Πατρών Γερμανού (1827)], επιστολές, έγγραφα, λογής λογής τεκμήρια άποτελοϋσαν πολυτέλεια γιά τόν αυτόκλητο ιστορικό. Έκ τών ενόντων καί συχνά μέ βάση προφορικές μαρτυρίες, ό Φιλήμων κατάφερε τελικά νά ολοκληρώσει τό Δοκίμιο του.
Ξέρουμε ότι ή άνακριβής υποκατάσταση τοϋ Πάτμιου άπό τόν Ανδριτσάνο στήν ιδρυτική τριάδα, οφείλεται σέ υποβολιμαίες πληροφορίες τοϋ ίδιου τοϋ ‘Αναγνωστόπουλου, οί όποιες κοινοποιήθηκαν ζώντων άκόμη τοϋ Τσακάλωφ, τοϋ Ξάνθου, τοϋ Π. Σέκερη καί άλλων Φιλικών. Διόλου περίεργο λοιπόν ότι ή άντίδραση απέναντι στό βιβλίο δέν εκδηλώθηκε άπό τρίτους, άλλά άπό τόν ίδιο τόν Ξάνθο, τόν κατεξοχήν βαλλόμενο καί συκοφαντούμενο. Όχι μόνο τού ύπέκλεπτε τήν συμμετοχή του στήν άρχική τριάδα, όχι μόνο τόν κατήγγελλε ώς χρηματολόγο καί καταδολιευτή τών εισφορών, άλλά άφηνε δηλητηριώδεις υπόνοιες γιά τό ήθος του καί έκμηδένιζε τήν όντότητά του. Γι' αυτό καί ή διαμάχη δέν θά ξεσπάσει μόνο άπ’ άφορμή τό ζήτημα τής άρχαιότητας στήν Εταιρία· ή πιό βαριά κατηγορία κατά τού Ξάνθου συνοψιζόταν σέ μιάν υποσημείωση ή όποία μνημείωνε, εννοείται,
κάποια ομολογία τοϋ Σκουφά λίγο προτού πεθάνει. «Δυό πράγματα», είπε ό άρτινός, «μέ καταθλίβουν. Τά έκαμα, νομίζων πώς ήθελον ωφελήσει. Έδέχθην εις την Έταιρίαν τον Γαλάτην καί τον Ξάνθον. Ό πρώτος εχει κλίσην εις τάς κακοπραγίας. Ποιος ημπορεί νά μας άσφαλίση άπ’ αύτάς; Ό δεύτερος άσωτεύει τά χρήματα της Εταιρίας. Ποιος άγνοεϊ δτι ό τοιούτος δύναται νά είναι υποκείμενος καί εις αλλα ελαττώματα; Δεν ήξεύρω αν θέλη μ’ άφήσει τήν ζωήν ή προσβολή της λύπης. Άλλα σεις ‘Αδελφοί! μάρτυρες των αισθημάτων καί της καρδίας μου, ομολογήσατε, αν δεν ώδήγησε τάς πράξεις μου πάντοτε όχι τό ϊδιον, άλλά τό κοινόν συμφέρον. Δέν πταίω εγώ, άν υπάρχουν εις τόν κόσμον άνθρωποι τοιούτοι. Πταίω μόνον, διότι έπρεπε νά ήξεύρω, ότι υπάρχουν».
Σημειωτέον ότι ό Φιλήμονας δέν κρύβει τις πηγές του ούτε τά λάθη του. “Οταν θά έκδόσει τό Δοκίμιον Ιστορικόν περί τής ‘Ελληνικής Επαναστάσεως (1859), τό έργο δηλαδή πού τόν καθιέρωσε ώς ιστορικό, θά άπολογηθεί ότι τό πρώτο του σύγγραμμα είναι «πάντοτε ατελές καί πολλαχοϋ έσφαλμένον» καί θά τονίσει τήν συμβολή τοϋ Ανδριτσάνου (
ό ‘Αναγνωστόπουλος έξεπλήρωσεν τό καθήκον αύτοϋ, βοηθήσας ήμΐν ό μόνος από μνήμης, ώς ούδενός διασωθέντος παρ’ αντώ έγγραφου). Τά γραπτά τεκμήρια άξιζαν χρυσάφι, θά άρκοϋσε ένα έγγραφο τοϋ 1814, στήν ‘Οδησσό, πού θά έφερε τις υπογραφές των ιδρυτών της Φιλικής, γιά νά καταρρεύσει τό μύθευμα τοϋ ‘Αναγνωστόπουλου καί τοϋ Φιλήμονα. ‘Ατυχώς παρόμοιο κιτάπι δέν υπήρχε. Τόν λόγο έπρεπε νά πάρει ή τρωθεΐσα άξιοπιστία τών δυό παλαιοφιλικών πού -όπως κατοπινά
οί άπομνημονευματογράφοι-περισσότερο έπειθαν μέ τούς άποσκορακισμούς καί τις βάναυσες επιθέσεις κατά αντιζήλων παρά μέ τήν προάσπιση της άλήθειας.
Έχει ιδιαίτερη σημασία νά τονίζουμε τήν άξία τών εγγράφων καί τών τεκμηρίων της γραφής. Αύτό εξάλλου φρονούσε καί ό βαλλόμενος Ξάνθος πού, μολονότι έκτός ελευθέρου κράτους, μόλις έμαθε τά γραφόμενα τοϋ ιστορικού δέν έμεινε άπραγος. Διόλου συμπτωματικό βέβαια ότι είναι ό μόνος από τούς «αρχηγούς» ή «πρωτενεργούς» της Φιλικής πού συνέγραψε ‘Απομνημονεύματα γιά νά άποκαταστήσει τήν τιμή καί τήν επαναστατική του υπόληψη. Ή εποχή μάλιστα τόν εύνοοΰσε. Είκοσι καί τριάντα χρόνια μετά τά γεγονότα, πρεσβύτης πιά, θά μπορούσε μέ αποσιωπήσεις, προσεχτικές ανακρίβειες καί ίοβόλες υπόνοιες νά άντιμετωπίσει τήν καταλαλιά καί νά θέσει στήν προσωπική του υπηρεσία τήν εξουσία της γραφής. Συνάμα δέ νά εξιστορήσει τή δική του, σημαντικότατη δράση, ή όποία κορυφώθηκε μέ τήν έπίσκεψη στόν Καποδίστρια καί, κατόπιν, στό μοιραίο, έταιρικό προξενιό μέ τόν πρίγκηπα ‘Αλ. ‘Υψηλάντη. Άμα τή έπανόδω του στή χώρα, ό Πάτμιος συνειδητοποίησε ότι μόνο αύτός μπορούσε νά αναδειχθεί σέ επίσημο «ιστορικό» τής Φιλικής.
Γιά τήν ακρίβεια, τά γραπτά τού Ξάνθου είναι τέσσερα (τά τετράδυμα, κατά τόν Γριτσόπουλο): Ή «’Έκθεσις ανωνύμου», τό «Υπόμνημα» (1835), ή «Απολογία» (1837) καί τά «Απομνημονεύματα» (1845). Τό πρώτο (πού ουσιαστικά δέν διαφέρει άπό τό δεύτερο) γράφτηκε εντός Ελλάδος, πιθανότατα διαρκούσης τής ‘Επαναστάσεως, προτού ό Πάτμιος άναχωρήσει (1827) γιά τό Βουκουρέστι, καί ιδιωτεύσει στό χωριό Τελέγκα, ‘Επαρχία Πρόχοβας, τής Βλαχίας, χωρίς νά δίνει σημεία ζωής. Αντίθετα, τό δεύτερο γράφτηκε έκτός Ελλάδος, ειδικά γιά τόν ομογενή Θεοχάρη. Τό κίνητρο του -τύποις τουλάχιστον-ήταν άθώο καί άσχετο μέ τούς κατοπινούς φατριασμούς. Ό Γρηγόριος Θεοχάρης, ‘ισχυρός παράγοντας τού τόπου πού τόν περιέβαλλε μέ κάθε λογής προστασία, είχε τήν περιέργεια νά μάθει τά ένδότερα τής Φιλικής. Έτσι έξηγείται καί ή είκοσασέλιδη, έπιστολιμαία μορφή τοϋ κειμένου: «Σεβαστέ Κύριε, σπεύδω νά ευχαριστήσω την περιέργειάν σας, κατά τήν ζήτησίν σας, μέ τήν σύντομον μέν, άλλά ειλικρινή καί ακριβή περιγραφήν τών μεγάλων συμβάντων…”
Ή ίδρυση τής Εταιρίας ύπομνηματίζεται μέ τόν ακόλουθο τρόπο: «Περί τα τέλη τοϋ 1814, τρείς φίλοι, ονομαζόμενοι Έμ. Ξάνθος, Πάτμιος, Νικόλαος Σκουφάς, εκ τής “Αρτης καί Άθ. Τσακάλωφ Ίωαννίτης, έκ τού γένους τοϋ περιφήμου Τεκελή, ευρεθέντες εις Όδησσόν (…) άπεφάσισαν νά σχεδιάσιοσι κανόνας ταύτης τής εταιρίας, τήν οποίαν καί Έταιρίαν τών Φιλικών ονόμασαν…» Πρέπει νά έχουμε υπόψη μας ότι, ‘ίσαμε εκείνη τή χρονική στιγμή, ό Ξάνθος δέν γνωρίζει τίποτα γιά τό Δοκίμιον τού Φιλήμονα, οπότε ό υπομνηματισμός παρέχεται άβίαστα -μόνο γιά τήν ιστορική άποκατάσταση τών πραγμάτων. Άπό τή στιγμή όμως πού θά πληροφορηθεί τίς βαριές κατηγορίες εναντίον του, λαμβάνει μεγάλες αποφάσεις· κατέρχεται στήν Αθήνα πανοικεϊ (μέ τή γυναίκα του Σεβαστή καί τά τρία παιδιά τους Νικόλα, Περικλή καί Ασπασία). ‘Εκεί, παρότι ένδεής καί άγνοημένος, θά ξεκινήσει μεγάλο αγώνα γιά τό ξεντρόπιασμά του.
Οί «φίλοι» τοϋ Ξάνθου μέσα στήν απόξενη γι’ αυτόν «Όθωνούπολη» ήταν ελάχιστοι. Ό Αναγνωστόπουλος υπηρετούσε ώς Διοικητής Ευβοίας· ό Δημήτριος Υψηλάντης είχε πεθάνει τό 1832″ ό Τσακάλωφ είχε άναχωρήσει τήν ίδια χρονιά γιά τή Μόσχα άηδιασμένος μετά τή δολοφονία τού κυβερνήτη, ενώ
ό Π. Σέκερης, ό παλιός χρηματοδότης του καί αδιαμφισβήτητος πυλώνας τής Εταιρίας μετά τόν θάνατο τού Σκουφά, υπηρετούσε ώς τελώνης στήν Ύδρα. Ουσιαστικά δηλαδή ήταν μόνος καί αβοήθητος.
Ή πρώτη -«βιαιοπαθέστατη»-κίνηση του ήταν νά άπαντήσει γραπτώς στους κατηγόρους του (1 ‘Οκτωβρίου 1837) καί νά υιοθετήσει τό πρώτο αφηγηματικό πρόσωπο. «Γνωρίσας έκ τοϋ πλησίον τους πρώτους άρχηγούς της Εταιρίας των Φιλικών, Σκουφαν, Τσακάλωφ, Ξάνθον, τάς οικογενείας των Ύψηλαντών, δεν ήδυνήθην νά άναγνοισω τό μερος τοϋ ιστορικού Δοκιμίου χωρίς θλίψιν καί άγανάκτησιν της ψυχής μου, παρατηρήσας πολλά διηγήματα μακράν άπέχοντα τής αληθείας καί με ψευδή, πλήττον πρόσωπα τινά τά όποια μάλιστα τό Κοινόν έχρεώστει νά τιμήση, διά τάς έκδουλεύσεις των, επαινούν δε άλλα τά όποια μακράν τοϋ νά ώφελήσωσιν ώς έκ διαθέσεως και άναξιότητος, έκ πτώχειας τοϋ νοός των ‘ίσως καί έβλαψαν».
Ουσιαστικά ό Ξάνθος εγκαινιάζει έν αγνοία του τό καταγγελτικό καί ενίοτε φαϋλο ΰφος που θά κυριαρχήσει τις επόμενες δεκαετίες στά ιστορικά γραφτά καί στά απομνημονεύματα των αγωνιστών. «Ή κακοήθης άσέβεια καί ασυνείδητος συκοφαντία, ή άχαριστία καί ή αναίσχυντος ψευδολογία, ένωθέντα εις ένα ύποκείμενον, ήπάτησαν τήν άγνοιαν καί τήν εύπιστίαν τοϋ Ιστοριογράφου καί τόν κατέπεισαν νά γράψη έναντίον τής συνειδήσειός του μιάν
όλόκληρον Ίλιάδα ψευδολογιών». Ειδικά γιά τόν ‘Αναγνωστόπουλο, ό ΑΩ (έτσι υπέγραφε ό Πάτμιος) είναι άπηνής: «Καί έκεΐνον τόν καιρόν, οΰτε ιδέα, οΰτε λόγος περί ‘Αναγνωστόπουλου ητον. Οΰτε έγνωρίζετο παρ’ αυτών τοιοϋτος άνθρωπος, ώς παντάπασιν άσήμαντος». (Αν ό Θεοχάρης γνώριζε ήδη τό Δοκίμων τον Φιλήμονα όταν ζήτησε διευκρινίσεις άπό τόν Πάτμιο -όπως υποστηρίχθηκε-, τότε θά τόν είχε πληροφορήσει σχετικά, όποτε τό «Υπόμνημα» θά είχε γραφεί μέ άλλο φρόνημα. ‘Απόδειξη ότι μόλις ό Ξάνθος διάβασε τό Δοκίμιο, έξεμάνη καί άπάντησε μέ τόν χολερικό τρόπο που άπάντησε).
Αυτό τό κείμενο, που ονομάστηκε «Απολογία» Ξάνθου, δέν άφησε άπαθή τόν Φιλήμονα. Εκδότης τής εφημερίδας «Αιών», ή όποία κυκλοφοροΰσε δίς τής έβδομάδος, ό Ιστορικός έσπευσε μέ ένα άρθρο του (1839) νά άποκαταστήσει τόν λιβελλογράφο. Θά παραδεχθεί ότι αδίκησε τόν Φιλικό (ύποπέσαμεν έξ αγνοίας εις παραδρομάς τινάς καί ώς πρός τά συστατικά της άρχής τοϋ συστήματος τούτον έν γένει, καί ώς πρός τό πρόσωπον τοϋ Ξάνθου Ιδιαιτέρως), θά τονίσει ότι ορθά ή Ελληνική κυβέρνηση τόν τίμησε μέ τόν χρυσόσταυρο τών ‘Ιπποτών τοϋ Σιοτήρος, καί φυσικά θά δώσει ιδιαίτερη έμφαση στίς άθλιες βιοτικές συνθήκες που άντιμετώπιζε ό Ξάνθος:
ποίον δέν θέλει καταλάβειι δεινοτέρα λύπη, όταν άκουσΐ ότι ό Ξάνθος ζή εις τήν Ελλάδα δι’ ελέους;
‘Αλλά καί ό ‘Αναγνωστόπουλος, λαμβάνοντας τελικά τά έπίχειρα τής «διαβολής» του, δέν θά μείνει άργός. ‘Αμέσως μετά τό άρθρο τοϋ «Αιώνα», άπάντησε μέ τή σύνταξη ενός διεξοδικού σημειώματος τό όποιο έφερε τόν τίτλο «Γενικοί παρατηρήσεις» (1839). Γιά τήν άκρίβεια τό παρέδωσε στόν Φιλήμονα πρός δημοσίευση, άλλά ό ιστορικός έκρινε πώς ή στιγμή δέν ήταν κατάλληλη νά δοθεί συνέχεια στή διαμάχη. (Τό κείμενο δέν δημοσιεύτηκε, σώθηκε παραταϋτα στό ‘Αρχείο τοϋ ίστορικοϋ). Στά γραφόμενά του, ό Ανδριτσάνος όχι μόνο καταφρονούσε τόν Πάτμιο (
μοί φαίνεται πάρα πολύχαμερπές νά πιασθώ μέ τόν Ξάνθον), όχι μόνο άνασκεύαζε τά «ματαιοδιηγήματά» του άμαυριόνοντας τήν πολιτεία του καθ’ όλη τή διάρκεια τοϋ ‘Αγώνα (
ό Ξάνθος δέν διαφέρει άπό εκείνους, όσοι έπωλοϋσαν μακρόθεν ένθουσιασμόν καί πατριωτισμόν, έντρυφώντες είς την άλλοδαπήν), άλλά έπέμενε στίς οικονομικές καταχρήσεις σέ βάρος τής Εταιρίας, (
προδιατεθείς τό χρηματολογεΐν), καί φυσικά στήν άλλοίωση τής άρχικής σύστασης.
Μολονότι σήμερα γνωρίζουμε άπό τά άρχεϊα τής Όδησσοϋ ότι ό Ξάνθος βρισκόταν σέ αυτή τή ρωσική πόλη τό 1814, ό ‘Αναγνωστόπουλος έπέμενε ότι ή μύηση τοϋ Ξάνθου έγινε στήν Κωνσταντινούπολη: «Καταβάντες έξ ‘Οδησσού εις Κων/πολιν ότε Σκουφάς καί Άναγνωστόπονλος κατά τό 1817 έκατήχησανό μέν πρώτος τόν Ξάνθον, ό δέ δεύτερος τόν Σέκερην, λαβόντες αμφότεροι τά παρά τών κατηχηθέντων αφιερωτικά έγγραφά των».Τό εντυπωσιακό γιά τήν πατριδογνωσία τοϋ σημερινοϋ Έλληνα είναι ότι, άν θέλει νά πληροφορηθεί άμεσα -άπό τις πηγές δηλαδή, άπό τήν «ύλη πρώτης χειρός» καί όχι άπό κατοπινά ιστοριογραφήματα τά πεπραγμένα τής συνωμοσίας πού οδήγησαν στήν Εθνική ‘Επανάσταση, είναι άναγκασμένος νά άναζητήσει τοϋ λόγου τό άληθές μέσα σέ κακόψυχες καταγγελίες, σέ σπαρακτικές επιθέσεις καί σέ ένίοτε φαϋλες διαστρεβλώσεις γεγονότων καί προσώπων. Γενικά, όλοι οί άγωνιστές, θιγμένοι άπό μομφές καί άδικες έπιθέσεις, είχαν δικαίωμα νά έπικαλεστοϋν τό «έμαυτοϋ έπελαθόμην», ήτοι ότι «άκούγοντας τά λόγια τών κατηγόρων μου ξέχασα ποιός είμαι». ‘Αλλά τό ζεϋγος Ξάνθου- ‘Αναγνωστόπουλου, μέ τήν άπερίγραπτη έχθρότητά τους, παρέμεινε μνημειώδες όχι μόνο διότι προκάλεσε, μέ τή «δημοσιογραφική μονομαχία» του, άμοιβαία καταρράκωση, άλλά κυρίως επειδή
άποτέλεσε τήν άφορμή γιά νά γραφτεί -μέσες άκρες έστω-ή ιστορία τοϋ συνωμοτικού «σωματείου» καί νά καταγραφεί ό βίος καί ή πολιτεία τών Φιλικών. “Αν δέν είχε τραυματιστεί ή φιλοτιμία του, πιθανότατα ό Ξάνθος θά παρέμενε άφωνος όπως καί τόσοι άλλοι καί ή Φιλική θά είχε στερηθεί τόν ιστορικό της.
Ποιό ήταν λοιπόν τό κατηγορητήριο πού άνέπτυσσε ό άνδριτσάνος στίς συνοπτικές «Πολιτικές παρατηρήσεις» του, έχοντας δίκιο καί αυτόχρημα άδικο;
α) Ό Ξάνθος ισχυρίζεται ψευδώς ότι ανήκε στήν άρχική τριάδα τής Όδησσοϋ. «Καταβάντες έξ Όδησσού εις Κωνστ/πολιν ό τέ Σκουφάς καί ‘Αναγνωστόπουλος κατά τό 1817 έκατήχησαν ό μέν πρώτος τόν Ξάνθον, ό δέ δεύτερος τόν Σέκερην λαβόντες άμφότεροι τά παρά τών κατηχηθέντων αφιερωτικά έγγραφά των. ‘Ιδού αϋτη είναι ή μοναδική καί αναλλοίωτος αλήθεια ήτις δέν επιδέχεται καμμίαν άντίρρησιν καί επομένως ουδείς θνητός έπί τής γης τίμιος άνθρωπος, άν μή παράφρων, δύναται να είπη ή πιστεύση άλλως…»
β) Ή μοναδική του συμβολή στήν Εταιρία ήταν ή άποστολή του στήν Πετρούπολη όπου, άποτυγχάνοντας νά πείσει τόν Καποδίστρια, προσέφυγε στόν Άλ. Υψηλάντη. «Βληθείς εις τήν Έταιρείαν κατά τό 1817 έν Κωνστ/πόλει ώς ιερεύς, μετ’ ολίγον δέ αποδειχθείς εις τήν πρώτην ‘Αρχήν, απεστάλη επομένως εις Πετρούπολιν εις τόν Κυβερνήτην καί αποτυχών προσέφυγεν εις τόν Άλ. Ύψηλάντην, τόν όποιον καί έξελέξατο. Αυτή δέ μόνον ειναι ή κυρία τοϋ Ξάνθου δούλευσις καί χρονολογείται άπό τό 1817 τόν Ίούλιον μήνα».
γ) Ήταν ό Φιλικός πού καταχράστηκε τις εισφορές τών μελών καί άπέφυγε συστηματικά κάθε συμμετοχή στόν ‘Αγώνα. «”Ελαβεν όθεν ό,τι ήδυνήθη καί όχι ό,τι προδιετέθη, αμφιβάλλων τήν έπ’ άγαθώ περαίωσιν τής Επαναστάσεως, διά νά ήθελεν οΰτως εύρεθή μέ χρήματα εις την γωνίαν, οπόθεν διά τον τηλεσκοπίου έθεωρουσε τά πράγματα της Επαναστάσεως, εν περιπτώσει δε επιτεύξεως νά παρουσιασθή με έγγραφα ώς πρωτενεργός της ‘Ελληνικής Παλιγγενεσίας.»
δ) Οί διαρκείς μετακινήσεις του και ή παραμονή του στήν Ευρώπη δεν έξυπηρετοΰσαν σκοπούς της Φιλικής παρά μόνο τό παραδόπιστο πάθος του. «Ό Ξάνθος, μη διορισθείς από τινα νά μείνη εις τήν Ενρώπην, ώς μη ύπαρχούσης ύλης τινός, παρακινούμενος δε νά άπέλθη άλλον εκείθεν και μή υπακούων, είχε σκοπόν καί ότι ό σκοπός ούτος ήτον αναντιρρήτως το χρηματολογεΐν, έπειδή ώς εκ των Ιδίων τον εγγράφων τούτο εξάγεται καί επομένως ή εν τή Εύρώπη διαμονή τον δεν εϊχεν άλλο άντικείμενον παρά τόν ληισμόν, όχι τό ύπηρετεΐν τήν ‘Ελλάδα αλλά τό ληίζειν αν τήν, αλήθεια μοναδική καί αναλλοίωτος».
ε) Τελικά, ώς άδιάψευστα αποδεικτικά στοιχεία της άσωτείας καί τής άνηθικότητας τού πάτμιου, ό ‘Αναγνωστόπουλος παραθέτει δυό έπιστολές – ή μιά ανήκει στη γυναίκα του:
«Μάτια μον Μανολάκη, αχ αν μπορώ καί τώρα πάλιν νά σέ ονομάζω Μάτια μου, ας σε ειπώ όμως τά βάσανά μου, αι είκοσι δυό χιλιάδες ρούβλια, τάς όποιας με άφησες, έτελείωσαν, είναι κάμποσος καιρός πού πάσχω μεγάλην στενοχωρίαν, μάτια μου Μανολάκη, γνωρίζετε πώς ζωοτρέφω τόσα στόματα καί φορέματα, μέ είπες ότι θέ νά με στείλεις χαρτζιλίκι, αλλά τώρα κάμνεις τόν κουφόν, εγώ σού έγραψα τόσα γράμματα, μά άπάντησιν δεν έχω, το ξεύρω, κάθεσαι αύτού καί γλεντίζεις μέ τές ερωμένες σου, 

εγώ τά έμαθα, τά έμαθα καί τά κάδρα τους άκόμη κρατείς επάνω σου,
σέ ρίχνω εις τόν Θεόν καί ό Θεός θέ νά σέ παίδευση».
Ή άλλη, πιό βαρυσήμαντη αυτή, είναι γραμμένη διά χειρός Τσακάλωφ:
«Ό Ξάνθος επαναπαύεται εις τήν ‘Αγκώνα έπερειδόμενος εις τούς θριάμβους τής ιεροσυλίας του. Πώς έγινε, αδελφέ, αυτός ό άνθρωπος, οποία τρομερή μεταβολή; Άγκαλά τι λέω αυτός άνέκαθεν ήτο τοιούτος, βυζάσας τό κακόν καί τήν διαφθοράν έξ άπαλών ονύχων ή εικοσαετής κατά την Σμύρνην ηλικία του, συνοδευόμενη μέ παντοειδείς κακοηθείας καί άρπαγάς επί τό έμπόριον τόν έξώρισεν εκείθεν, καθώς καί από Τριέστιον, ή έπί συναλλαγματικαΐς πλαστογραφία διά νά άποφύγη την βαρείαν των νόμων ποινήν, τήν άφαίρεσιν τής χειρός, αλλά τί νά εϊπω διά την Ρωσσίαν τον άλλαχού, όπου εγώ αύτός έγινα αυτόπτης των άσωτειών καί διαφθορών του; “Αχ αδελφέ Παναγιωτάκη, τώρα ένθυμήθην τόν δυστυχή Σέκερην, αλλ’ ή μνήμη αϋτη δέν εμποδίζει τήν σπατάλην τών εθνικών χρημάτων από τόν Ξάνθον καί τήν άσεμνον οίκογένειάν του (…) εννοείται λοιπόν ότι ό Ξάνθος ήτον τοιούτος άνέκαθεν, άλλ’ εγώ έχων κηλίδα εις τούς οφθαλμούς δέν τόν έβλεπα, τώρα δέ μέ άφηρέθη ή από τά όμματά μου πυκνοτάτη άχλύς καί έπομένως βλέπω τόν σωστόν Ξάνθον».
“Οπως γνωρίζουμε, ό Πάτμιος έγραψε δίς γιά νά άνασκευάσει όχι τις «Πολιτικές παρατηρήσεις», που τελικά δέν δημοσιεύτηκαν, άλλά τό Δοκίμιον του Φιλήμονα τό όποΐο «μύριζε άπ’ άκρου εις άκρον Αναγνωστόπουλο», όπως σημειώνει ό Κανδηλώρος. Ή ανασκευή του αποτελεί ουσιαστικά καί τήν ιστορία τής Φιλικής.
Αλλά εκκρεμεί έν προκειμένω μιά εύλογη άπορία” εφόσον οί μόνοι άνθρωποι πού θά μπορούσαν νά βάλουν τά πράγματα στή θέση τους καί νά άποστομώσουν τούς δυό φρυάττοντες Φιλικούς ήταν ό Τσακάλωφ καί ό Π. Σέκερης, γιατί δέν έσπευσαν νά καταθέσουν τή μαρτυρία τους -έστω καί από τήν μακρινή Μόσχα ή άπό τήν κοντινή Ύδρα;
Προτού απαντήσουμε, έπιβάλλεται νά θυμίσουμε καί μιά άλλη μαρτυρία τοΰ Ξάνθου -πρός τήν Εθνοσυνέλευση αυτή τή φορά-ή όποία ανατρέπει τίς πρότερες καταθέσεις του, συσκοτίζοντας ακόμη περισσότερο τό ζήτημα. Στίς 15 Δεκεμβρίου 1843 (δυό χρόνια δηλαδή προτού εκδώσει τά οριστικά του Απομνημονεύματα), ό Ξάνθος υποβάλλει στήν Εθνοσυνέλευση μιάν άναφορά όπου διεκτραγωδεί τήν οικογενειακή του εξαθλίωση. Στήν τρίτη κιόλας παράγραφο τής εκτενούς εκθέσεως, διαβάζουμέ
τό εξής άλλόκοτο: «Οί πρώτοι συσκεφθέντες καί άρχισαντες τό έργον εις ‘Οδησσόν κατά τον Νοέμβριον τοϋ 1814 έτους, ήσαν τέσσαρα άτομα, ό Ν. Σκουφάς, ό Άθ. Φίρου Τσακάλωφ, ό Π. ‘Αναγνωστόπουλος και ό υποφαινόμενος εκ Πάτμου…». Ύπαναχωριόντας δηλαδή, ό Ξάνθος παραδέχεται τήν παρουσία τού Ανδριτσάνου στήν ‘Οδησσό -κάνοντας τούς τρεις, τέσσερις-, τόν χαρακτηρίζει «νέον καλών μέν ηθών καί μέ ένθουσιασμόν άλλά πολύ αύστηρόν καί άδυσώπητον εις τάς αδυναμίας τών ανθρώπων» καί μάλιστα τοϋ άναγνωρίζει προτεραιότητα.

Συνεπώς τί νόημα έχουν οί προηγούμενες διαψεύσεις καί ή άναλωθείσα χολή; Ή παλινωδία μπορεί νά εξηγηθεί μόνο ώς διπλωματική κίνηση. Δεδομένου ότι ό Πάτμιος αποσκοπούσε σέ άμεσο οικονομικό όφελος (τό όποιο δέν επέτυχε) καί ξέροντας ότι μεταξύ τών πληρεξουσίων βρίσκονταν καί πολλοί πρώην Φιλικοί πού εκτιμούσαν τόν ‘Αναγνωστόπουλο ό όποιος είχε λάβει ενεργό μέρος στόν ‘Αγώνα, απέφυγε νά θίξει τόν Ανδριτσάνο. (
“Αλλωστε, όταν θά ξεθυμάνει ή έριδα, ό ‘Αναγνωστόπουλος θά παραδεχθεί ότι κα-ηχήθηκε στήν Φιλική τό 1816 καί όχι τό 1814…).
Ή άπελπισία ήταν κακός σύμβουλος γιά τόν Πάτμιο, άλλά παρ’ ελπίδα έλαβε καί μιά παλαιοφιλική ενθάρρυνση. Ή μόνη έταιριστική χειρονομία άλληλεγγύης πού ειχε δεχθεί, είχε εκφραστεί άπό τόν Ξόδυλο (τόν ‘Ιούνιο τοϋ 1836, όταν ό Πάτμιος ήταν άκόμη εκτός Ελλάδος καί διέμενε «απόμαχος, άπόμακρος, λησμονημένος» στό μοναστήρι τοϋ Μαρτζινενίου), ό όποιος τόν πληροφορούσε ότι επρόκειτο νά εκδοθεί Ιστορία τών «έν Βλαχομπογδανία διατρεξάτων» καί συνάμα άφηνε υπόνοιες κατά τοϋ Φιλήμονα γιά τόν «’Αχιλλέα του», ήγουν τόν ‘Αναγνωστόπουλο. Ό Ξόδυλος άποροϋσε: «Δέν εννοώ πόθεν λαμβάνουν τάς πηγάς των!». Ωστόσο τήν ίδια χρονιά, μέ τήν έκδοση τών Άπομνψιονευμάτων του Περραιβοϋ -συνεργάτη τοΰ Ρήγα, Φιλικού καί άγωνιστή τής ‘Επανάστασης- ή θέση τοϋ Ξάνθου εγινε δυσκολότερη. Ό Ολύμπιος στρατηγός (τό αληθινό τοϋ όνομα ήταν Χρυσαφής Χατζηβασίλης) όχι μόνο παραδεχόταν τις θέσεις τοϋ Φιλήμονα (
έγραψε κατά πλάτος, καί όνεκάλυψε ικανά πράγματα), όχι μόνο άφηνε εκθετο τόν Πάτμιο διά της σιωπής, άλλά ομολογούσε ότι δέν είχε «κλίσιν εις τοιαύτην ΰλην», ήτοι νά μιλήσει γιά την «Εταιρεία των Ελλήνων» καί νά «εξιχνίαση πολλά περίεργα πράγματα». Ποία ηταν αύτά τά περίεργα πράγματα; “Αγνωστο καί άδήλωτο.
Δίκη άνευ μαρτύρων βέβαια δέ νοείται, πόσο μάλλον όταν ό Τσακάλωφ, μοναδικός έν ζωή αυτόπτης καί αϋτήκοος μάρτυς πολλών πεπραγμένων από της Ιδρύσεως καί έντεϋθεν, άρνείται νά καταθέσει άν καί τοϋ τό ζητοϋν πιεστικά. Μετά από δυό χρόνια, τουτέστι τό 1845, ό Ανδριτσάνος πιάνει καί γράφει στόν αυτοεξόριστο έν Μόσχα Ιωαννίτη τά ακόλουθα:
Φίλτατε μοι αδελφέ Τσακάλωφ, Πάμπολλα έτη παρήλθαν άφ’ ότου άναχωρήσατε άπό τήν Πατρίδα διά τόν τόπον όπου ήδη εύρίσκεσθε καί ή αιτία, ήτις σας έκαμε νά μήν κυττάξετε όπίσω σας καί είδητε τόν τόπον υπέρ τοϋ οποίου είσθε τόσον ενθουσιασμένος καί έμοχθήσατε τοσούτον, ήτον ή αιτία σημαντική καί αξιοσημείωτος καί Σας δικαιώνει μεγάλως, διότι ήτον ό θάνατος τοϋ άειμνήστου Κυβερνήτου. Κανείς φίλε μου ‘Αθανάσιε, έχων τόν νοϋν του σύμφωνον μέ τήν καρδίαν του, δέν μπορεί νά Σας μεμφθή, ζητώντας τόν άρτον Σας, τόν όποιον σας ήρνήθη, ώς μή όφειλεν, ή Πατρίς, εις τήν άλλοδαπήν! “Ω πόσον ήμάρτησα άποδώσας τήν άρνησιν εις τήν Πατρίδα, ενώ αΰτη ή τάλαινα πληρώνει άδρώς διά νά άνταμείβωνται οί κατά καιρόν διέποντες τά πράγματα, όχι δέ καί εις έμέ καί πάντα άλλον καλώς άγωνισάμενον;(…) ‘Ιδού τά νέα: Ό κ. Ξάνθος έξέδωκε έν, ώς ό ‘ίδιος τό ώνόμασεν, ‘Ιστορικόν υπόμνημα της Φιλικής Εταιρίας'. Λέγει δέ ότι αύτός κατά τό 1813 μεταβάς άπό Κωνστ/πολιν εις Πρέβεζαν καί εκείθεν εις ‘Οδησσόν, όπου εύρών τόν κ. Σκουφάν, πρώτον τόν ένέπνευσεν, καθώς καί υμάς δεύτερον, τόν περί έλευθερίας Σκοπόν καί ότι καθό μασσών (κτίστης) έκαμε τό σχέδιον τής Εταιρίας. Συμφωνήσαντες δέ καί ύμείς μετ’ αύτοϋ, έκάματε τό Σύστημα αυτής.Τοιαϋτα καί πολλά άλλα κακοήθη ψεύδη έκήρυξεν, ένώ ζώσιν εισέτι έξ άπό τά πρωτενεργά μέλη, τά όποια γνωρίζουν ότι αύτός έκατηχήθη άπό τόν μακαρίτην Σκουφάν κατά τό 1818 έν Κωνστ/πόλει, τήν ιδίαν ήμέραν, καθ’ ην κατηχήθη καί ό Π. Σέκερης άπό έμέ. Δέν μπορώ πρός τό παρόν νά επεκταθώ. Είπατέ μοι τα περί τοϋ άνθρώπου τούτου ό,τι έγκρίνητε.
Τή 8 Δεκεμβρίου 1845 Έν ‘Αθήναις.΄Αραγε γιατί ο Τσακάλωφ ένέκρινε τή σιωπή; ‘Ορισμένοι ιστορικοί φρονοϋν ότι μετά άπό τήν έκτέλεση τοϋ Γαλάτη στά περίχωρα τής ‘Ερμιόνης -έπιχείρηση πού άνατέθηκε στόν Τσακάλωφ καί στόν Μανιάτη Δημητρόπουλοο Ιωαννίτης «έθεώρησεν έκτοτε καί εαυτόν ώς νεκρόν». “Αλλοι πάλι θεωροϋν ότι ή δολοφονία τοϋ Κυβερνήτη τοϋ έκλεισε τό στόμα μιά γιά πάντα. “Αλλωστε καί ό Φιλήμονας πού τόν γνώρισε τό 1823 καί τό 1829, ομολογεί ότι «ήτο άνήρ λίαν έχέμυθος, σκεπτικός πάντοτε καί πασαν έπίδειξιν άποφεύγων». Πλήν όμως ή άπροθυμία του νά έπιμαρτυρήσει άφησε ουσιαστικά μετέωρο ένα ζήτημα πρωταρχικό. Ψεύδεται ό Πάτμιος; Ψεύδεται ό Ανδριτσάνος; Μήπως ψεύδονται άμφότεροι, άποκρύπτοντας στοιχεία πού άνευ αυτών διαστρεβλώνεται ή ιστορία τής Φιλικής; Ή ειρωνεία τής τύχης είναι ότι τά δυό πρόσωπα πού δέν άμφισβητήθηκαν ποτέ -Σκουφάς καί Τσακάλωφ-δέν άφησαν πολιτική διαθήκη ή κάποιους διαφωτιστικούς κωδίκελλους τέλος πάντων. Αλλά καί ό Φιλήμονας, πού είχε υποσχεθεί ότι στό Δοκίμιο του γιά τόν ‘Εθνικό Αγώνα θά άποκαθιστοϋσε τόν Ξάνθο, ουσιαστικά δέν έδωσε καμιά τελεσίδικη λύση, άν καί ειχε ύπόψη του τά εκδοθέντα έν τώ μεταξύ Άπομνημονεύματά του.
Ό Φιλήμονας θά συγκαταριθμήσει αυτή τή φορά τόν Πάτμιο στά Ιδρυτικά πρόσωπα (Σκουφάς, Τσακάλωφ, Άθ. Σέκερης, Ξάνθος, ‘Αναγνωστόπουλος, Π. Σέκερης, Κομιζόπουλος), θέτοντάς τον μάλιστα πρίν άπό τόν Ανδριτσάνο. ‘Αλλά τό άπομνημόνευμα τοϋ Ξάνθου δέν θά τό θεωρήσει άποφασιστικό τεκμήριο (
ουσιωδώς δέ ή μονογραφία αυτη κρίνεται πολλώ κατωτέρα τής ελπίδος ήν εδικαιούτο πάς τις έχειν παρά τοϋ Ξάνθου, γράφοντος περί της Φιλικής Εταιρίας). Θά σπεύσει λοιπόν νά δικαιολογήσει τήν άνεπάρκεια τής μαρτυρίας (
τό βαθύ γήρας καί ή μάλλον τούτον παραλύουσα τόν νοϋν καί τήν μνήμην έσχάτη και τόσω σκληρά δυστυχία τοϋ ανδρός αύτοϋ παρήγαγον έργον ουχί πολλής σπονδής άξιον) καί συνάμα νά παραδεχθεί τήν άμηχανία τοϋ ιστορικού άπέναντι στήν
άτεκμηρίωτη «έναρξη καί σύλληψη της έλληνικής ένότητος ήτις άπέκειτο έν τή μέση τάξει, τή εμπορική ιδίως».
‘Εντούτοις, ή κατοπινή ιστοριογραφία δέν κράτησε τήν ίδια στάση. Τά ‘Απομνημονεύματα τοϋ Ξάνθου, μετά άπό κάποιες άμφιταλαντεύσεις ντόπιων καί ξένων ιστορικών, θεωρήθηκαν άκλόνητο στοιχείο καί καθιέρωσαν τήν πανθομολογούμενη πλέον -καί ιστορικά όρθή-άποψη ότι πριοτουργοί τής Φιλικής ήταν οί Σκουφάς, Τσακάλιοφ καί Ξάνθος.
Ό Σπυρίδων Τρικούπης (1860) -κατήγορος τής Φιλικής καί υπερασπιστής τοϋ Μαυροκορδάτου, καθότι γυναικάδελφος του- άναφέρει μόνο τόν Σκουφά (άνθρωπον τιμίου χαρακτήρος, πολύπειρο αλλ’ όλίγης παιδείας καί μικράς σημασίας), ώς θεμελιωτή τής Εταιρίας μέ τό χαρακτηριστικό σχόλιο: «ό άσήμαντος ούτος θεμελιωτής άσημάντους παρέλαβε συμπράκτορας κατ’ άρχάς».Ό Πρόκες “Οστεν (1848) άναφέρει Σκουφά, Τσακάλωφ καί ‘Αναγνωστόπουλο άγνοώντας τόν Ξάνθο.
Ό πρωτοσύγγελος Φραντζής (1839), άν καί άναφέρει καί τούς τέσσερις παλαιοφιλικούς, άραδιάζει τρομερές άνακρίβειες, (θεωρεί «σχεδιαστή» τής Φιλικής τόν Αλέξ. Μαυροκορδάτο, τόν καί Φυραρή: δραπέτη, έπωνομασθέντα…).
Ό Σπηλιάδης (1851)-Πελοποννήσιος καί υποστηρικτής τοϋ Καποδίστρια-άαγνωρίζει πρωτουργό τόν Σκουφά καί κατόπιν τούς Τσακάλωφ καί ‘Αναγνωστόπουλο.Ό Γούδας, ιατρός καί ιστορικός (1872), στόν ε’ τόμο τών Παράλληλων βίων, άφοϋ παρατηρήσει δτι ή Εταιρία (αρξαμένη έκ σμικρών και τρόπον τινά γελοίων) είναι ασαφής ώς προς τήν ΐδρυσή της (δυσχερεστάτη καθίσταται δυστυχώς ή λεπτομερής περιγραφή), παραδέχεται Σκουφά καί Τσακάλωφ, ώς πρώτιστους άρχηγούς, ενώ για τον Ανδριτσάνο καί τον Πάτμιο παρατηρεί: οί δυό ούτοι αρχηγοί της Φιλικής Εταιρίας, έρισαντες προς αλλήλους περί των πρωτείων, περιήλθαν εις τοιαύτας άντεγκλήσεις ώστε δυσκόλως δύναται τις νά έξάγη έξ αυτών τήν άλήθειαν.Εκδίδοντας τήν «’Απολογία Ξανθού» στό περιοδικό Μνημοσύνη, ό Γριτσόπουλος αντιμετώπισε μέ άληθινή σύνεση τή διαμάχη καί προσπάθησε νά απονείμει δικαιοσύνη παρά τήν τοπικιστική του μεροληψία ύπέρ τοϋ συμπατρκότη του ‘Αναγνωστόπουλου.
Ό Τάκης Κανδηλώρος, Πελοποννήσιος κι αυτός, μέ τό γνωστό πόνημά του: Ή Φιλική ‘Εταιρία, τυπωμένο στήν ‘Αθήνα τό 1926 (τύποις Παναγιώτου Κ. Οικονόμου), μπορεί νά θεωρείται ό κατεξοχήν υποστηρικτής τοϋ Ξάνθου, ό Ιστορικός που ουσιαστικά έστησε τόν ανδριάντα του.Ό Κόκκινος -μεσοϋντος τοϋ εικοστοΰ α’ιώνα πλέον, τουτέστι τό 1956-άναφέρει ιεραρχικά Σκουφά, Τσακάλωφ και Ξάνθο, αλλά συμπληρώνει: «Έν τούτοις ό ‘Αναγνωστόπουλος διεξεδίκησε διά τοϋ Φιλήμονος τήν τρίτην θέσιν, καί τό ζήτημα της προτεραιότητος μεταξύ αυτών τών δυο, άφοϋ εξελίχθη εις σκληράν μονομαχίαν διά δημοσιευμάτων μεταξύ των επί σειράν ετών, συνεχίζεται άκόμη μεταξύ τών ερευνητών. Ή δημιουργία καί τά πρώτα βήματα της Εταιρίας εξακολουθούν νά εύρίσκωνται υπό σκιάν. Ό Σκουφάς απέθανε πολύ ένωρίς καί δέν τόν έγνώρισε κανείς άπ’ όσους έγραψαν τότε. Ό Ξάνθος ώμίλησε πολύ περί τοϋ έαυτοϋ του. Ό ‘Αναγνωστόπουλος υπέστη διαψεύσεις χωρίς νά εύρη συνήγορον, καί ό σιωπηλός Τσακάλωφ διέψευσε μόνον επανειλημμένως τόν Ξάνθον, άλλ’ ήρνήθη νά όμιλήση διά τόν Άναγνωστόπουλον, όταν εκείνος τόν έπεκαλέσθη, καί δέν ειπεν τίποτε διά τήν πραγματικήν ιστορίαν τών Φιλικών».
Ή σκέψη τοϋ Κόκκινου ότι «τό ζήτημα της προτεραιότητας δέν έχει τίποτε νά προσθέση ή νά αφαίρεση από τήν άξίαν έκαστου»,
μπορεί νά μας συνετίζει σχετικά καί νά αποθαρρύνει τή νεύρωση της ακρίβειας, πλήν όμως δέν αίρει τό γενικότερο ζήτημα γιά τήν άξιοπιστία τών τεκμηρίων. Τά κείμενα τοϋ Ξόδυλου, τοϋ Ν. Υψηλάντη, τοϋ Θ. Νέγρη, τοϋ Γ. Λεβέντη κ.λπ., δεδομένου ότι γράφτηκαν από έταιρικά μέλη πού κατηχήθηκαν κατοπινά, άδυνατοϋν νά κομίσουν κάτι ουσιώδες, οπότε ή επιχειρηματολογία τους γιά τήν άρχική τριάδα αυθαιρετεί ή πορίζεται πληροφορίες έξ άοράτου.
Έξ όρατοϋ ή άοράτου πάντως, μπορούμε σήμερα νά ανασκευάσουμε κάποια άπό τά πεπραγμένα της θρυλικής ‘Εταιρίας, πάντα μέ αξονα τόν Ξάνθο,
τόν μόνο παλαιοφιλικό πού διέθετε ‘Αρχεία. Δέν θά επιμείνουμε στίς γνωστές καί επαληθευμένες, αλλά στίς άγνωστες πτυχές τοϋ συνωμοτικού οργανισμού, σχολιάζοντας τις εκάστοτε τυχαίες ή εσκεμμένες άνακρίβειες, άποκαθιστώντας κατά τό δυνατόν τά πράγματα ή άφήνοντας κενά στά σημεία όπου ή Ιστορία δέν κατάφερε νά εισχωρήσει. Είναι βέβαιο ότι ή αφήγηση γιά τή Φιλική, όπως άνασυντάχθηκε άπό τούς κατοπινούς ιστορικούς, πάσχισε νά συγκαλύψει επί τό πατριωτικότερον μάλλον παρά νά άναδείξει τόν βίο καί τήν συνωμοτική πολιτεία τών πρωταγωνιστών. Ή
περίπτωση τοϋ Γαλάτη -άποκατεστημένη σέ μεγάλο βαθμό σήμερα χάρη στά νέα στοιχεία τοϋ Αρς καί τοϋ Δημητρακόπουλου-θά άρκοϋσε, όπως θά δοϋμε, άπό μόνη της γιά νά βάλει σέ άλλη στράτα τόν ιστορικό.
‘Αρχίζοντας, καλό είναι νά γνωρίζει ό άναγνώστης πώς έτελεύτησαν oi τέσσερις παλαιοφιλικοί: Ό Σκουφάς πέθανε στήν Πόλη τό 1818 άπό τήν καρδιά του” ό Τσακάλωφ πέθανε στή Μόσχα τό 1851 «βιώσας έν ειρήνη καί ησυχία»’ ό Ξάνθος τσακίστηκε

πέφτοντας άπό τήν πίσω κλίμακα της Βουλής όπου παρακολούθησε μιά συνεδρίαση, τό 1852, καί έτάφη μέ τιμές στρατηγού- όσο γιά τόν Άναγωστόπουλο, μετά άπό δύο χρόνια, έπεσε θύμα τής χολέρας πού έφεραν στή χώρα τά άγγλογαλλικά στρατεύματα κατοχής.

Τέλος, ό Π. Σέκερης πέθανε στό Ναύπλιο τό 1847 πάμφτωχος, άφοϋ πρώτα υπηρέτησε ώς τελώνης στήν “Υδρα «εις τά κάθυγρα εργαζόμενος διά τόν αρτον τών τέκνων του».

Άκόμη καί οί πόλεις όπου έτελεύτησαν δείχνουν τήν άμφίδρομη κίνηση τοϋ έταιρικοϋ βέλους: άπό τή Μόσχα μέσω Κωνσταντινουπόλεως στήν ‘Αθήνα καί στό Ναύπλιο καί τανάπαλιν.
https://ardin-rixi.gr/archives/231501