Όμως οποιαδήποτε ομοιότητα με σύγχρονες καταστάσεις δεν είναι συμπτωματική.
1922: Πώς το όνειρο έγινε εφιάλτης
Οι αναλύσεις, σχεδόν έναν αιώνα τώρα, που έχουν γραφτεί για τα αίτια της καταστροφής είναι άπειρες. Φταίνε ο βασιλιάς και η μανία του να γίνει κάποτε ηγέτης χωρίς να μπορεί. Φταίει ο Βενιζέλος που μας έμπλεξε. Φταίει ο Γούναρης που αποδείχτηκε νάνος, ανίκανος να διαχειριστεί μια κρίση. Φταίει η… μαϊμού. Φταίνε οι κομμουνιστές, οι οποίοι, για να μην χαλάσουν τη γραμμή του Λένιν, σαμποτάρισαν εκ των έσω την εκστρατεία. Φταίνε οι σύμμαχοι, που μας «πούλησαν». Φταίει ο στρατός, που γύρισε τα νώτα του και άρχισε να τρέχει προς τη θάλασσα. Φταίνε οι Τούρκοι…
Μια ψυχρή ματιά στα γεγονότα, δίχως κοντόφθαλμες ερμηνείες, αποδεικνύει εύκολα ποιος έφταιξε. Δυστυχώς για κάποιους, δεν έφταιξε ο Βενιζέλος. Δυστυχώς για κάποιους, η στάση των κομμουνιστών δεν ήταν εκείνη που άλλαξε τα γεγονότα εις βάρος μας. Δυστυχώς για κάποιους, δεν έφταιξε η μαϊμού που δάγκωσε τον βασιλιά Αλέξανδρο, τον πιο αγαπητό βασιλιά στην Ιστορία του ελληνικού κράτους.
1920, Παρίσι. Σιδηροδρομικός σταθμός Λυών
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, επικεφαλής της ελληνικής αποστολής, ετοιμάζεται να επιβιβαστεί στο τρένο για να επιστρέψει νικητής στην Ελλάδα. Στην Ελλάδα που πλέον δεν είναι «μικρά πλην όμως τιμία», αλλά στην Ελλάδα των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών. Πριν το τρένο ξεκινήσει, είχε τηλεγραφήσει:
«Προς τον ελληνικόν λαόν. Είμαι ευτυχής αγγέλων προς υμάς ότι σήμερον υπεγράφη η συνθήκη ειρήνης μετά της Τουρκίας. Η συνθήκη δι’ ης αι κυριώτα-ται σύμμαχοι δυνάμεις μεταβιβάζουσι εις την Ελλάδα την κυριαρχίαν επί της Δυτικής Θράκης (…) και η συνθήκη μετά της Ιταλίας, δι’ ης αυτή μεταβιβάζει εις ημάς τα Δωδεκάνησα. Καθ’ ην στιγμήν το έργον όπερ διαξάγομεν, εν μέσω τοσούτων δυσχερειών, στεφανού-ται διά τοιαύτης επιτυχίας. Αισθάνομαι το καθήκον όπως εκφράσω προς τους συμπολίτας μου τη βαθιά ευγνωμοσύνη μου διά την σταθεράν εμπιστοσύνην με την οποίαν με περιέβαλον τόσα έτη».
Η Συνθήκη των Σεβρών ήταν θεωρητικά για την Ελλάδα η μεγαλύτερη διπλωματική νίκη στην Ιστορία της. Εκτός των άλλων παραχωρήσεων, η χώρα θα αναλάμβανε τη διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης και της ενδοχώρας για πέντε χρόνια. Στη συνέχεια με δημοψήφισμα ο λαός της Ιωνίας θα αποφάσιζε για το μέλλον της περιοχής του. Επίσης στην Ελλάδα δόθηκαν η Ίμβρος, η Τένεδος και η Ανατολική Θράκη. Η Ελλάδα του 1910 των 64.679 τ.χλμ. και των 2.632.000 κατοίκων μέσα σε 10 χρόνια είχε γίνει μια Ελλάδα των 173.779 τ.χλμ. και των 7.156.000 κατοίκων. Όλα αυτά αποκλειστικά χάρη στον Ελευθέριο Βενιζέλο και τον ελληνικό λαό, που αγόγ-γυστα τροφοδοτούσε έναν ισχυρότατο αήττητο στρατό, τον οποίο «υπολόγιζαν οι φίλοι και έτρεμαν οι εχθροί».
Και ενώ, όπως πολλοί ιστορικοί έχουν γράψει, «το μελάνι των υπογραφών δεν είχε ακόμη στεγνώσει», δύο απότακτοι βασιλόφρονες αξιωματικοί πυροβολούν δέκα φορές για να δολοφονήσουν τον Βενιζέλο μέσα στον σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Έλληνας πρωθυπουργός τραυματίζεται ελαφρά, αλλά η χώρα μπαίνει στο τούνελ ενός νέου εθνικού διχασμού. Στην Αθήνα όχλος βενιζελικών δολοφονεί σαν αντίποινα τον Ίωνα Δραγούμη λίγο πιο κάτω από εκεί όπου χρόνια μετά θα χτιστεί το Μέγαρο Μουσικής στη Βασιλίσσης Σοφίας.
Με την επιστροφή του με το θωρηκτό «Αβέρωφ» ο Βενιζέλος είναι αναγκασμένος να προκηρύξει εκλογές. Η Βουλή, που με τέσσερα αναγκαστικά διατάγματα από το 1915 (λόγω των πολέμων) συνέχιζε να υφίσταται, έπρεπε να διαλυθεί. Στην Ελλάδα οι βασιλόφρονες συμπράττουν με τους κομμουνιστές και αποκαλούν τον Βενιζέλο «τύραννο». Οι εφημερίδες με πύρινα άρθρα ομιλούν για το «Οίκαδε», για τον «άθλιο Βενιζέλο που έχει τον στρατό μας από το 1913 σε πόλεμο» και για το ότι «επιτέλους πρέπει τα παιδιά μας να επιστρέψουν στην πατρίδα».
Ο κόσμος πονάει από τον πόλεμο και, παρά την εθνική υπερηφάνεια, θέλει να τελειώσουν όλα (όχι μόνο δεν επέστρεψαν οι στρατιώτες με τη νέα κυβέρνηση και τον βασιλιά, όπως είχαν δεσμευτεί ότι θα κάνουν, αλλά επιστρατεύτηκαν και επιπλέον κλάσεις…). Ο Βενιζέλος προκήρυξε εκλογές για να έχει τη νέα λαϊκή εντολή ως επιπλέον διαπραγματευτικό χαρτί με τους άλλους Ευρωπαίους στις όποιες συνομιλίες. Ήδη κάποιοι «σύμμαχοι» (Ιταλοί) στην Ευρώπη του είχαν πει: «Εσείς ποιον εκπροσωπείτε, κύριε Βενιζέλο;».
Η κατάσταση στο Κοινοβούλιο ήταν ηλεκτρισμένη. Οι βουλευτές της «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης» ξέσκιζαν επιδεικτικά, από το βήμα της Βουλής, τους χάρτες της Μεγάλης Ελλάδας (βουλευτής Κουμουνδούρος). Ωρύονταν και κραύγαζαν «Δεν τα θέλουμε» (εννοώντας τα χώματα της Ιωνίας και της Σμύρνης), ενώ έφταναν σε σημείο να ερωτούν τους ψηφοφόρους τους, όπως ο βουλευτής Μεσσηνίας Μοσχούλας, «και που μεγάλωσε η Ελλάδα, εσένα μήπως μεγάλωσε το χωράφι σου;».
Την 1η Νοεμβρίου έγιναν οι εκλογές. Την 1η Νοεμβρίου η Ελλάδα έχασε την Ιωνία. Η χώρα αποφάσισε να παραμείνει «μικρά και πτωχή». Το κόμμα των Φιλελευθέρων κέρδισε σε ψήφους, αλλά, λόγω του εκλογικού συστήματος, έπαθε πανωλεθρία σε έδρες στη Βουλή. Λίγες ημέρες πριν, ο βασιλιάς Αλέξανδρος πέθαινε βασανιστικά στο κρεβάτι του ύστερα από το δάγκωμα μιας μαϊμούς. Αλέξανδρος και Βενιζέλος συγκροτούσαν ένα δίδυμο στο οποίο ο καθένας ήξερε τις αρμοδιότητές του και δεν έμπλεκε στα πόδια του άλλου. Ο Αλέξανδρος ήταν ο αγαπημένος βασιλιάς της Ελλάδας από ιδρύσεως του κράτους.
Η επιστροφή του Κωνσταντίνου ήταν γεγονός
Τα χωριά της Αττικής και της Βοιωτίας συγκεντρώθηκαν στην Αθήνα και γιόρταζαν με ζουρνάδες και κλαρίνα και με συνθήματα «Ελιά, ελιά και Κώτσο βασιλιά», «Ζήτω το Μενίδι», «Ζήτω το Λιόπεσι», «Ζήτω ο Κουμπάρος». Κομμουνιστές και βασιλόφρονες πανηγύριζαν δίπλα – δίπλα φωνάζοντας: «Σφυρί, δρεπάνι και ελιά στεφάνι» (η ελιά ήταν το σύμβολο των αντιβενιζελικών – βασιλικών).
Οι εκλογές και η λαϊκή εντολή έπρεπε να γίνουν σεβαστές. Ενδεχομένως, εάν η νέα κυβέρνηση δεν προέβαινε σε εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, τα πράγματα να ήταν διαφορετικά. Οι «αμυνίτες», βενιζελικοί αξιωματικοί (ανώτατοι και ανώτεροι), πολεμούσαν από το 1913. Ήταν μπαρουτοκαπνισμένοι, είχαν αποκτήσει την αντίληψη του πεδίου των μαχών, ήξεραν να «διαβάζουν» τις αδυναμίες του εχθρού και να τον κατατροπώνουν. Οι αξιωματικοί του ελληνικού στρατού είχαν γίνει ένα με τους στρατιώτες τους. Ο ελληνικός στρατός ήταν μέχρι τότε αήττητος.
Παρασκευόπουλος, Νίδερ, Κονδύλης, Οθωναίος, Χατζημιχάλης, Πρωτοσύγκελος, Σαρηγιάννης, Σπυρίδωνος, Παπαθανασίου, Ζήρας, Τσάκαλος, Μαζαράκης, Ναπολέων Ζέρβας, Φλούλης, Καλομενόπουλος, Τσερούλης, Ιωάννου, Κατσώτας, Καλσάς και άλλοι τόσοι αντικαταστάθηκαν μέσα σε μια νύχτα από άκαπνους αξιωματικούς με αντιλήψεις για τον πόλεμο από το 1910.
Με αξιωματικούς βασιλόφρονες που νόμιζαν ότι ο πόλεμος διεξάγεται ακόμη στα χαρακώματα. Αξιωματικούς που τους ενδιέφερε μόνο να είναι αρεστοί στον βασιλιά Κωνσταντίνο και τον πολιτικό τους προϊστάμενο Δ. Γούναρη. Το νέο καθεστώς δεν τόλμησε να πειράξει τον ακραιφνώς βενιζελικό Νίκο Πλαστήρα, διοικητή του ενδόξου 5/24. Και αυτό διότι οι ακραιφνώς βασιλικοί εύζωνες του θρυλικού συντάγματος που διοικούσε ο Μαύρος Καβαλάρης δήλωσαν ότι δεν θα πολεμούσαν υπό τις διαταγές άλλου αξιωματικού.
Στην Τουρκία ο Κεμάλ πανηγυρίζει. Οι Έλληνες βγάζουν μόνοι τους τα μάτια τους. Οι Τούρκοι ξεκινάνε διπλωματικό μαραθώνιο στην Ευρώπη και καταφέρνουν από την ανυπαρξία της ελληνικής διπλωματίας να γίνουν ισότιμα μέλη με την Ελλάδα στις συζητήσεις. Αναγνωρίζονται de facto. Οι «σύμμαχοι» δηλώνουν την αντίθεσή τους στην επάνοδο του γερμανόφιλου Κωνσταντίνου στον θρόνο.
Οι Έλληνες ταγοί δεν καταλαβαίνουν την κρισιμότητα της κατάστασης. Στη Σμύρνη ο κόσμος, ο οποίος σιχαίνεται οτιδήποτε αφορά το στέμμα και πίνει νερό στο όνομα του Βενιζέλου, τραγουδά πένθιμα: «Και πώς να κλείσω μάτι πια / Λευτέρη που είσαι μακριά / από τη Σμύρνη τη χρυσή / που τη λευτέρωσες εσύ».
Στην Αθήνα, αμέσως μετά τις εκλογές και τη διαφαινόμενη καταστροφή, η Πηνελόπη Δέλτα θα γράψει: «Με τι δικαίωμα η άμορφη αυτή αγέλη ρίχνει στη σκλαβιά εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες; Με τι δικαίωμα παραιτείται από ελληνικά μέρη; Με τι δικαίωμα “Δεν τα θέλετε”; Ποιος σας ρώτησε, Πλακιώτες στενόψυχοι, και αποφασίζετε ότι δεν θέλετε το ένωμα της φυλής;».
Ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, που έβλεπε την καταστροφή να πλησιάζει, λίγες ημέρες μετά τις εκλογές και ενώ το στράτευμα αποψιλωνόταν από τους έμπειρους αξιωματικούς, έστειλε επιστολή στον Βενιζέλο:
«Αγαπητέ φίλε και αδελφέ Ελευθέριε Βενιζέλε. Ο Ελληνισμός της Μικράς Ασίας, το Ελληνικόν κράτος αλλά και σύμπαν το Ελληνικόν έθνος κατεβαίνει πλέον εις τον Άδην, από του οποίου καμία πλέον δύναμις δεν θα δυνηθή να το αναβιβάση και να το σώση. Της αφαντάστου ταύτης καταστροφής βεβαίως αίτιοι είναι οι πολιτικοί και προσωπικοί σας εχθροί, πλην και Υμείς φέρετε μέγιστον της ευθύνης βάρος διά δύο πράξεις σας. Πρώτον, διότι αποστείλατε εις Μικράν Ασίαν, ως Ύπατον Αρμοστήν, έναν τουτ’ αυτόν παράφρονα και εγωιστήν, φλύαρον, απερροφημένον εν τω αυτοθαυμασμώ του και καταφρονούντα και υβρίζοντα και δέροντα και εξορίζοντα και φυλακίζοντα όλα τα υγιή και σώφρονα στοιχεία του τόπου. Και δεύτερον διότι, πριν αποπερατώσετε το έργον σας και θέσητε την κορωνίδα και το επιστέγασμα επί του ανεγερθέντος, αφαντάστως ωραίου και μεγαλοπρεπούς δημιουργήματός σας, είχατε την ατυχή και ένοχον έμπνευσιν να διατάξητε εκλογάς κατ’ αυτάς ακριβώς τας παραμονάς της προς εκτέλεσιν των όρων τής – οίμοι -διά παντώς καταστραφείσης Συνθήκης των Σεβρών».
Η νοοτροπία πάντως της νέας κυβέρνησης και του ιδίου του βασιλιά για τα χώματα της Ιωνίας αποτυπώνεται πλήρως σε απόσπασμα επιστολής του πρίγκιπα Ανδρέα, αδερφού του Κωνσταντίνου και αρχιστράτηγου πλέον, προς τον άκαπνο Ιωάννη Μεταξά λίγο πριν από την καθοριστική μάχη του Σαγγάριου.
Αναφέρει λοιπόν ο πρίγκιπας (η οικογένεια του οποίου λίγα χρόνια πριν, ενώ φοιτούσε στη Σχολή Ευελπίδων, πίεσε με κάθε τρόπο τον τότε διοικητή της σχολής Νικόλαο Ζορμπά να δώσει προαγωγές στον εύελπι Ανδρέα επειδή ήταν… πρίγκιπας. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και δημιουργήθηκε μάλιστα κρίση εντός σχολής): «Απαίσιοι πραγματικώς είναι οι εδώ Έλληνες. Επικρατεί βενιζελισμός ογκώδης και κατά την 15η Δεκεμβρίου – εορτή του Αγ. Ελευθερίου – είχον κλείσει σχεδόν όλα τα καταστήματα. Θα ήξιζε πράγματι να παραδώσωμεν την Σμύρνην εις τον Κεμάλ διά να τους πετσοκόψει όλους αυτούς εδώ τους αχρείους».