Στους παπύρους εµφανίζεται πολλές φορές η λέξη "ύβρις" και µάλιστα σε ορισµένες περιπτώσεις δηµιουργεί ένα κλισέ µε τη λέξη "πληγαί". Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι ενδιαφέρον να δούµε ποιοι και γιατί αναφέρουν αυτές τις λέξεις. Σε πολλές περιπτώσεις διατυπώνονται από Έλληνες, όταν τους εξύβριζαν µε διαφόρους τρόπους Αιγύπτιοι.

Στον P. Enteux. 75 επαναλαµβάνεται η λέξη ύβρις ενάντια σε έναν Μακεδόνα εκ µέρους κάποιων Αιγυπτίων. Στον P. Enteux. 79 είναι ένας Έλληνας, ο Ηρακλείδης, που κατηγορεί µια Αιγύπτια γυναίκα ότι καθώς περπατούσε στον δρόµο, αυτή του συµπεριφέρθηκε υβριστικά και ανάρµοστα και στη συνέχεια σηκώθηκε και έφυγε. Όλα αυτά τα έπραξε ενώπιον µαρτύρων, τους οποίους προσάγει ο κατήγορος. Το ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι η φράση που χρησιµοποιεί «οὕτως ἀλόγως ὑπό αἰγυπτίας ὑβρισµένος Ἕλληνα ὄντα». Μας θυµίζει µία άλλη υπόθεση, του Γλαυκία του Μακεδόνος, που είχε τέσσερα παιδιά και ο µεγαλύτερος γιος του, ο Πτολεµαίος, ήταν έγκλειστος σε ένα Σεραπείο στη Μέµφιδα υπηρετώντας την Αστάρτη. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις παραπονιόταν για επιθέσεις εναντίον του από Αιγυπτίους ιερείς ή αρτοποιούς ή άλλους που ζούσαν µέσα στον ιερό αυτό χώρο. Το 163 π.Χ. λοιπόν διατυπώνει αίτηση, όπου αναφέρει ότι του επιτέθηκαν «παρά το Έλληνα µε είναι»:
«Στον Διονύσιο, φίλο του βασιλιά και στρατηγό από τον Πτολεµαίο, τον γιο του Γλαυκία, Μακεδόνα, έγκλειστο στο Μεγάλο Σαραπείο εδώ και δέκα χρόνια. Αδικούµαι από τους φροντιστές και τους αρτοποιούς που υπηρετούν τώρα στο ιερό αυτό και κατεβαίνουν και στο Ανουβιείο, τον Αρβήχιο τον γιατρό και τον Μυν τον ιµατιοπώλη και άλλους των οποίων δε γνωρίζω τα ονόµατα. Στις 11 του Φαώφι του 19ου έτους έφτασαν στο Ασταρτιδείο, στο ιερό στο οποίο είµαι έγκλειστος, εισέβαλαν µε τη βία και ήθελαν να µε κτυπήσουν και να µε σύρουν έξω, όπως είχαν επιχειρήσει να τον κάνουν και παλαιότερα
κατά τη διάρκεια µιας εξέγερσης, παρά το γεγονός ότι είµαι Έλληνας. Αµέσως µόλις κατάλαβα ότι είχαν χάσει τα λογικά τους κλειδώθηκα µέσα, όµως βρήκαν στον δρόµο τον Αρµάη, τον γείτονά µου, τον έριξαν κάτω και τον χτυπούσαν µε χάλκινα εργαλεία.
Σου ζητώ λοιπόν να δώσεις τη διαταγή να γράψουν στον Μενέδηµο, έναν από τους δικούς σου στο Ανουβειείο, να τους αναγκάσει να µε δικαιώσουν και αν δεν υπακούσουν να τους στείλει σε σένα, που δεν ανέχεσαι την κακία, για να επιληφθείς του θέµατος όσον αφορά αυτούς. 
Γεια σου».
Ο στρατηγός έγραψε στο περιθώριο εντολή προς τον Μενέδηµο, πιθανότατα αστυνοµικό, να φροντίσει να δικαιωθεί ο Γλαυκίας. Όπως όµως φαίνεται από µία ακόµη καταγγελία δύο χρόνια µετά, οι επιθέσεις συνεχίστηκαν , ενώ οι τεταµένες αυτές σχέσεις και η αµοιβαία περιφρόνηση συνεχίστηκαν και στη Ρωµαϊκή περίοδο µεταξύ Ρωµαίων και Αιγυπτίων.
Οι Έλληνες στην Αίγυπτο τόνιζαν το κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον τους σε σχέση µε τους ντόπιους Αιγυπτίους. Οι ελληνικοί ναοί µε τους κίονες και τα γυµνάσια ήταν τα χαρακτηριστικότερα κτίρια, όπου καθρεφτιζόταν η ελληνική νοοτροπία. Βρίσκονταν όχι µόνο στις τρεις ελληνικές πόλεις αλλά και στις πρωτεύουσες των νοµών, ακόµη και σε χωριά. Τα γυµνάσια δηµιουργήθηκαν για να ικανοποιούν τις φιλοδοξίες των Ελλήνων. Προσέφεραν κυρίως ένα κοινό έδαφος σε πολίτες και στρατιώτες να µοιράζονται θρησκευτικές και εκπαιδευτικές παραδόσεις. Συντηρούνταν συνήθως από τοπικούς ευεργέτες, καθώς δεν επιδοτούνταν από το κράτος.
Για το µεγαλύτερο µέρος του ντόπιου πληθυσµού το χωριό όπου γεννήθηκαν αποτελούσε το σπίτι τους έως τον θάνατό τους. Οι Αιγύπτιοι δεν µπορούσαν να µετακινηθούν χωρίς άδεια. Ήταν υποχρεωµένοι να προσφέρουν υπηρεσίες για την εκτέλεση δηµοσίων έργων ή αποστολών, όχι όµως να εργαστούν σε βασιλικά κτήµατα ή εργαστήρια. Αν κινούνταν µέσα στο πλαίσιο της βασιλικής οικονοµίας, έπρεπε να εκτελέσουν µε σχολαστική ακρίβεια ένα συγκεκριµένο έργο µε πολύ βαρείς όρους. Το ίδιο βέβαια συνέβαινε ακόµα και αν ήταν έµµισθοι εργάτες σε ιδιωτικές ή βιοτεχνικές επιχειρήσεις. Αλλά ελάχιστοι ντόπιοι αναζητούσαν τη βελτίωση της οικονοµικής κατάστασης και κοινωνικής τους θέσης καθώς και ένα ανώτερο µορφωτικό επίπεδο µετακινούµενοι µε τις οικογένειές τους στις µητροπόλεις. Ο ευκολότερος τρόπος ήταν οι επιγαµίες. Η καθηµερινή επικοινωνία Ελλήνων και Αιγυπτίων οδήγησε αναπόφευκτα σε µεταξύ τους γάµους, κυρίως σε χαµηλότερα στρώµατα στις αγροτικές περιοχές. Το συνηθέστερο φαινόµενο ήταν ο γάµος Ελλήνων ανδρών µε Αιγύπτιες και όχι το αντίθετο. Οι απόγονοι ενός τέτοιου γάµου µπορούσαν να έχουν ελληνικά ή αιγυπτιακά ονόµατα, αλλά θεωρούνταν Έλληνες. Οι στρατιώτες δεν είχαν το δικαίωµα να παντρεύονται κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Έτσι αν ένα παιδί γεννιόταν κατά τη συµβίωση µιας Αιγύπτιας και ενός στρατιώτη, δεν είχε νόµιµο πατέρα και ονοµαζόταν απάτωρ. Ένας δεύτερος τρόπος ήταν να µάθουν να χειρίζονται την ελληνική γλώσσα και να γράφουν ελληνικά. Θα µπορούσαν τότε να φανούν χρήσιµοι στα τοπικά γραφεία της κυβέρνησης ως γραµµατείς ή οικονοµικοί υπάλληλοι. Τέλος, ο τρίτος τρόπος, ήταν να γίνουν στρατιώτες.