Εις τας 21 του Σεπτεμβρίου έστειλε ο Κυβερνήτης κατα πάσα προσδοκίαν μου τον υπηρέτην του Νικολήν και με είπε να υπάγω εις το παλάτι του, με θέλει να με ομιλήσει. Του απήντησα ότι θα έκανε λάθος να έλθει εις εμέ, καθότι με έχει καταδικασμένος εις εξορίαν, και ίσως θέλει κάποιον απο τους αδελφούς μου και δια τούτο δεν δύναμαι να υπάγω. Υπέστρεψε λοιπόν και την ανήγγειλεν όσα το είπον και τον έστειλε οπίσω να με ειπεί θετικώς ότι θέλει εμε αυτόν. Υπήγον λοιπόν και ότι ήτον πολλά πρωί τον εύρον εις τη μεγάλη αίθουσαν περιπατούντα. Του προσέφερα τον ανήκον σέβας και με εδέχθη προσηνώς. Εκάθησε σε μια πολυθρόναν, με είπε και εμέ και εκάθησα εις την άλλην, και σημειώ αυτολεξί την ομιλίαν την οποία εκάμαμεν.
Ελυπήθην, με έλεγον, οτι σε καταδίκασε το δικαστήριο δι' ένα έτος εξορίαν. Εγέλασα και τον λέγω: λυπούμαι Εξοχότατε, να με ομιλείς μ'αυτή τη γλώσσα και να με λες ότι με κατεδίκασεν δικαστήριον, καθότι αυτοί οίτινες με δίκασαν δεν είναι δικασταί αλλά πλαστουργήματα εδικά σου, κατα διαταγή σου σου εκάθισαν παρανόμως εις την έδραν της Θέμιδως και κατα εντολή σου με καταδίκασαν!
Εξήφθη αμέσως και εξαγριώθη και με λέγει "τοιούτοι είστε όλοι και τα ρίχνετε όλα εις εμέ δια να με εκθέσετε εις τον λαόν και εις τον έξω κόσμον, αλλά δεν με κάμνετε τίποτε. Εγυμνώσατε τους χριστιανούς και χρυσοενδυθήκατε και κατακλέψατε όλους του Έλληνας και τους αδικήσατε.
Του λέγω ότι αν γυμνώσαμε όλους του συμπολίτας και αν τους αδικήσαμεν ας φωνάξουν αυτοί και ας μας ενάξουν, αν στηθούν τακτικά δικαστήρια και να τους πληρώσομεν, εις την πατρίδαν σου όμως, εις του Κορυφούς δεν ήλθομεν ποτέ να σου κλέψομε τίποτε και να σου αρπάξομεν την περιουσίαν σου. 'Αφησε λοιπόν να παραπονεθούν οι αδικηθέντες Έλληνες.
Κατεταράχθη λοιπόν απο τοιαύτη απάντησην απότολμον. Δε σας ήρεσα εγώ να σας κυβερνήσω; Ηθέλατε βασιλέα τον Λεοπόλδον; Ειδού, παρετήθη αυτός και θα διοριστεί άλλος ωστε όχι στον ίδιον, ούδε στον υπασπιστήν του δε θα δύναστε να παρουσιασθεί τε, και τότε θα με θυμηθείτε, και τότες με προλαβαίνει να μην τον απαντήσω άλλα, και με λέγει: Θα υπάγεις εξορία ή θα υπάγεις κι εσύ εις την Ύδρα όπου είναι και οι άλλοι να με πολεμήσετε;
Τον απεκρίθην ότι δια τούτο δεν χρεωστώ να σε δώσω λόγον εις ποιο μέρος θα υπάγω, αλλά θα σε ρωτήσω, εξοχότατε, τι κερδίζεις με αυτάς τας καταδιώξεις; Υπόθεσον ότι με είχες πέρσι εξορισμένον και εφέτος υπέστρεψα και τότε θα έχομεν την κοινή παροιμίαν "τι είχες Γιάννη, τι είχον πάντα"
Ωστε, με λέγει, δεν έχετε σκοπόν να ησυχάσετε! Τι σας έκανα;
Αν με επιτρέψετε, εξοχότατε, δύναμαι να σας εξιστορίσω ελευθέρως τι μας εκάματε. Με λέγει μάλιστα, να με ηπείς.
Τον λέγον ότι η εξοχότης σου ουδέποτε πήρες μέρος εις την επανάστασίν μας και εις τον αγώνα μας και ποτέ καμιάν συνδρομήν δεν μας έδωσες, αλλά μάλιστα καταδρομήν, και ως πληρεξούσιος της Ρωσίας εις το Λεϊμπαχ και εις την Βερώνην, ότεν ήτον και οι πληρεξούσιοι της Ιεράς εκείνης συμμαχίας μας αναθεμάτησες και και εξεφράσθης ότι πρέπει να σβήση το αναρχικόν αυτό έθνος των Ελλήνων απο τον κατάλογον των εθνών
ως ταραχοποιόν πάντοτε και εις όλας τα περιστάσεις.
Εξαγριώθη αμέσως και εσηκώθη όρθιος, εσηκώθην και εγώ. Ποιος σας τα είπεν αυτά; Τον λέγω ότι τα γνωρίζει και ο ελάχιστος Έλλην
Με λέγει, εθέλατε λοιπόν να ενοχοποιήσω την Ρωσσίαν και να την εκθέσω εις τα συμμάχους δυνάμεις;
Την Ρωσίαν τον λέγω, την εξεθέσαμε εμείς ως ομόθρησκον, δια να σωθώμεν απο την καταστροφήν ήτις μας επαπειλούσε, και ως τοιαύτην την είχε και ο Σουλτάνος ως πέρυσι. Μ'ολα αυτά ημείς εξοχότατε, σε προτιμήσαμε δια τας πολιτικά γνώσεις σου, δια τη φρόνησιν και ικανότητά σου υπερ πάντα άλλον και σε εκλέξαμεν κυβερνήτην μας και ηλπίζαμε οτι θέλεις έλθεις ως πατήρ και ως ιατρός να μας θεραπεύσεις τας καταπληκτικάς πληγάς μας. Και ήλθες ως άλλος δήμιος και μας κόπτεις τας κεφαλάς. Περιεκυκλώθεις απο τους τυχωδιόκτας, τους απάτριδας, τους ληστάς και απο πολλούς ουδόλως λαβώντας μέρος εις τον αγώνα και απο άλλους, οίτινες έλαβον μέρος εις τον αγώνα, μήδε θυσιάσαντας, αλλά οφεληθέντες, και αν απετύγχανεν ο αγών αυτοί δεν είχον τίποτε να χάσουν και ηπέστρεφον όθεν ήλθων. Ημάς δε, τους ενεργούς, αυτουργούς της Ελληνικής Επαναστάσεως, οίτινες εθυσιάσαμεν δόξα, πλούτον, μεγάλας περιουσίας και λαμπράς, τας γυναίκας, τα παιδιά μας, τους συγγενείς και συμπατριώτας μας και είμεθα εκτεθειμένοι εις το πυρ του πολέμου, ήμας οίτινες ζώντες και ανατραφέντες με τόσες αναπαύσεις και τόσες τρυφάς, και τινάξαντες τα ασιατικά πολυτελή εκείνα ενδύματα, εχάρην της πατρίδας εβάλαμεν τα τσαρούχια και τις τραγόκαπες και ετρέξαμεν εις όλας τα εκστρατείας και τας πολιορκίας, οδηγούντες με το παράδειγμά μας τους συμπολίτας μας εις το στάδιον της ελευθερίας, υποφέροντες τους καύσωνας της ημέρας και τους παγετούς της νυκτός, με τόσους κινδύνους, κακοπαθείας, οκτώ έτη, μας απεμάκρυνες απο τα πράγματα της πατρίδος μας, μας εξευτέλισες, μας εκμηδένισες, μας απηλλοτρίωσες απο όλας τα θέσεις και δεν εσυγχώρησες να γίνει ούδε εις εξ ημών πληρεξούσιος και ήδη μας κακοτρέχεις ως κακούργους και στασιαστάς, και οι μεν σηπόμεθα εις τα φυλακάς, οι δε, έγιναν αυθορμήτως εξόριστοι απο τας οικίας των και οι λοιποί καταδιώκονται απηνώς.
Ταύτα ακούσας ανελπίστως έμεινεν εμβρόντητος, έκανε πεντε έξη περιπάτους απο το ένα άκρο της σάλας εις το άλλο συννούς και σκεπτόμενος και τότε πλησιάζει και με λέγει "Ε! Τώρα έγιναν αυτά τα λάθη και απο σας και απο με, απο δολίους εισηγήσεις άλλων, εις το εξής τι θέλετε να γίνει; Να ταπεινωθεί ενώπιόν σας ο αρχηγός του έθνους και να σας ζητήσει συγχώρεσιν;
Ουδαμώς εξοχότατε, τον απήντησα, αλλά να αλλάξεις σύστημα, να απομακρύνεις απο κοντά σου τους δολίους και επιβούλους συμβούλους και όλους τους κακεντρεχείς και τους τυχωδιόκτας, να τους αποβάλεις απο τα πράγματα, να βγάλεις απο τας φυλακάς τους παρανόμους κρατουμένους προκρίτους του τόπου, μα κηρύξεις λήθη των παρελθόντων, να σε πλησιάσει η υγία μερής του έθνους, να κυβερνήσεις πατρικώς ετούτον τον ατυχήν τόπον και τότε ημείς άπαντες κλίνομεν γόνυ και σε ζητούμεν συγχώρεσην και χύνομεν το αίμα μας υπερ σου.
Εστάθη ολίγη στιγμήν και με θεώρησε ασκαρδαμυκτί και με είπεν: να τα πιστέψω όλα αυτά; Θα τα κάμμετε;
Τον είπον: Παρα σοι κείται. Τότε είπεν, πηγαίνεις εις την Ύδραν να διαπραγματευτείς με τους εκεί εδικούς σας περι αυτού του αντικειμένου, να ευρεθεί ο τρόπος διορθώσεως;
Τότε λέγω ότι δεν είμαι εγώ ο αρμόδιος Εξοχότατε. Εις αυτήν την αποστολήν πρέπει να υπάγουν αρχιερείς ή και άλλοι ευυπόληπτοι Έλληνες, να έχουν λόγους να τους πείσουν, να γίνει ένας έντιμος και ειλικρινής συμβιβασμός, να μην καταστραφεί αυτός ο τόπος και ναυαγήσει εντός του λιμένος εις τον οποίον άραξεν ήδη.
Εσυλλογίσθη ολίγη στιγμη και με λέγει: Φρονίμως εσκέφθεις και έχεις δίκαιον. Πήγαινε να ησυχάσεις και ελπίζω να διορθωθώσιν όλα, και ούτως υπέστρεψα εις την κατοικίαν μου
απο τα απομνημονεύματα του Καννέλου Δεληγιάννη, τόμος ΙΙΙ, σελίδες 341-44