πηγή είναι οι φλωρεντινές ιστορίες σε μετάφραση Κονδύλη, σελίδες 161-164Αν εἴχαμε τώρα μπροστά µας γιὰ ν᾿ ἀποφασίσουμε, ἂν πρέπει νὰ σηκώσουµε τ ἅρματα, νὰ κάψουµε καὶ νὰ κλέψουμε τὰ σπίτια ἢ νὰ γυμνώσουµε τὶς ἐκκλησιές, ἐγὼ θᾶ μουν ἕνας ἀπὸ κείνους ποὺ θᾶ κριναν ὅτι αὐτὸ χρειάζεται πρῶτα νὰ τὸ ζυγιάσουμε καλά, καὶ μπορεῖ κιόλας νᾶ βλεπα καλὸ νὰ προτείνω τὴν Ίσυχη φτώχεια ἀντὶ γιὰ τὸ ἐπικίνδυνο κέρδος μιᾶς ὅμως ποὺ τὰ πιάσαµε τ ἄρµατα καὶ γινήκανε πολλὰ κακά, μοῦ φαίνεται ὅτι ἔχουμε χρέος νὰ κουβεντιάσουµε πῶς θὰ γίνει νὰ μὴν τ ἀφήσουμε ἀπ᾿ τὸ χέρι µας καὶ πῶς μποροῦμε ν᾿ ἀσφαλιστοῦμε ἀπὸ τὰ κακὰ ποὺ γινήκανε.
Πέρα γιὰ πέρα πιστεύω ὅτι, ἂν ἀλλιῶς δὲ διδαχτοῦμε, ἡ ἀνάγκη θὰ μᾶς διδάξει. Ὁλάκερη τούτη τὴν πὀλη τὴ βλέπετε, πῶς εἶναι γιοµμάτη παράπονα καὶ µίσος ἐνάντιά µας: οἱ πολίτες συνασπίζονται κι ἡ Σινιορία ἔχει πάντα τὸ ἕνα της μὲ τοὺς ἄρχοντες. Βάλτε καλὰ στὸ μυαλό σας ὃτι μᾶς στήνουνε παγίδες κι ὅτι ἑτοιμάζουνε καινούργιες δυνάµεις γιὰ νὰ τὶς ρίξουνε καταπάνω µας.
Γι' αὐτὸ δυὸ πράματα πρέπει νὰ ζητήσουμε καὶ δυὸ σκοποὺς νᾶ χουμε στὴ σκέψη µας: ὁ ἕνας, νὰ τὰ καταφέρουµε καὶ νὰ μὴ τιμωρήθοῦμε γιὰ τὰ ὅσα κάµαμµε τοῦτες τὶς μέρες κι ὁ ἄλλος, νὰ μπορέσουµε νὰ ζήσουμε πιὸ λεύτεροι κι ἱκανοποιημένοι ἀπ᾿όσο πρῶτα. Πρέπει λοιπὀν, καταπῶς ἐμένα μοῦ φαίνεται, αν θέλουµε νὰ μᾶς συχωρεθοῦνε τὰ παλιὰ σφάλµατα, νὰ κάµουµε καινούργια, φέρνοντας τὰ διπλᾶ κακὰ καὶ πολλαίνοντας τοὺς ἐμπρησμοὺς καὶ τὶς ἁρπαγές καὶ νὰ τὰ κανονίσουμε νᾶ χουμε καὶ πολλοὺς συντρόφους σὲ τοῦτο, γιατὶ ὅπου σφἀλλουνε πολλοὶ κανένας δὲν τιμωρεῖται, µόνο τιμωροῦνται τὰ μικρὰ σφάλματα, ἑνῶ τὰ μεγάλα καὶ σοβαρὰ βραβεύονται κι ὅπου πολλοὶ πάσχουνε, λίγοι ζητοῦν ἐκδίκηση, γιατὶ οἱ γενικὲς συνφορὲς ὑποφέρονται μὲ πιότερη ὑπομονὴ ἀπὸ τὶς ᾱτοµικές. Αν φέρουμε λοιπὸν περσότερα κακά, πιὸ εὔκολα θὰ βροῦμε τὴ συγχώρεση καὶ θὰ βρεθεῖ κι ὃ τρόπος ν᾿ ἄποκτήσουµε καὶ κεῖνα ποὺ λαχταροῦμε γιὰ νᾶ'μαστε λεύτεροι.
Μοῦ φαίνεται δε ὅτι βαδίζουµε σὲ σίγουρη νίκη, γιατὶ ὅσοι θὰ μποροῦσαν νὰ σταθοῦν ἐμπόδιο εἶναι διαιρεµένοι καὶ πλούσιοι, ἔτσ. ἡ διχόνοια τους θὰ μᾶς δώκει τὴ νίκη, ἐνῶ τὰ πλούτη τους, μόλις γίνουνε δικά µας, θὰ τὴν στηρίξουν. Κι οὔτε νὰ σᾶς τρομάζει ἐκείνη ἡ ἀρχαιότητα τῆς γενιᾶς τους, ποὺ μᾶς τὴν πετᾶνε κατάμουτρα γιατὶ ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀφοῦ τὴν ἴδια ἀρχὴ λάβανε, εἶναι τὸ ἴδιο παλιοὶ καὶ σ᾿ἕνα καλούπι τοὺς ἔκοψε ἡ φύση. ”Ας γδυθοῦμε ὅλοι καὶ θὰ ἰδεῖτε ποὺ εἴμαστε ὅμοιοι τους κι ὕστερα ας φορέσουµε μεῖς τὰ ροῦχα τους καὶ κεῖνοι τὰ δικά µας: χωρὶς ἄλλο ἐμεῖς θὰ φανοῦμε εὖγενεῖς κι ἐκεῖνοι λαουτζίκος γιατὶ μονάχα ἡ φτώχεια καὶ τὰ πλούτη μᾶς ξεχωρίζουνε.
Θλίβομαι βλέποντας ὅτι πολλοὶ ἀπὸ σᾶς μέσ στὴ συνείδησή σας µετανιώνετε γιὰ τὰ ὅσα γινήκανε καὶ θέλετε νὰ κρατηθεῖτε μακριὰ ἀπ᾿ τὰ ὅσα θὰ γίνουν καὶ σίγουρα, ἂν τοῦτο εἶν᾽ ἀλήθεια, δὲν εἴσαστε οἱ ἄντρες ἐκεῖνοι, ποὺ πίστευα: γιατὶ οὔτε ἡ συνείδηση οὔτε τὸ κακὸ ὄνομα πρέπει νὰ σᾶς φοβίζει, ἀφοῦ ὅσους νικοῦν, ὅπως κι αν νικοῦν, ντροπὴ δὲν τοὺς βαραίνει. Καὶ τὴ συνείδηση δὲν πρέπει νὰ τὴ λογαριάζουμε γιατὶ ὅπου στέκει, καθὼς στέκει µέσα µας, ὃ φόβος τῆς πείνας καὶ τῆς φυλακῆς, ἐκεῖ δὲ μπορεῖ οὔτε καὶ πρέπει νὰ πιάνει ὁ φόβος τῆς κόλασης. Κι ἂν παρατηρεῖστε τὸ πῶς βαδίζουν οἳ ἄνθρωποι, θὰ δεῖτε ὅτι ὅλοι ἐκεῖνοι, ποὺ ἀποκτοῦνε μεγάλα πλούτη ἢ µεγάλη δύναμη, τ’ ἀποκτήσανε ἢ μὲ δόλο ἢ μὲ βία᾽ καὶ στερνά, τὰ ὅσα βάλανε στὸ χέρι ἢ μὲ τὴν ἁπάτη ἢ μὲ τὸ ζόρι, τὰ κολάζουν μὲ ψεύτικο ὄνομα καὶ τὰ λένε κέρδος, γιὰ νὰ κρύβουν τὴν αἰσχρότητα τοῦ ἀποκτήματός τους. Κι ὅσοι πάλι ἢ ἀπὸ τὸ λίγο τους τὸ μυαλὸ ἡ ἀπὸ τὴν πολλή τους βλακεία ἀποφεύγουν τέτοιες μεθόδους, ὁλοένα ρέβουνε στὴ δουλεία καὶ στὴ φτώχεια: γιατι οἱ πιστοὶ δοῦλοι πάντα δοῦλοι εἶναι κι οἱ καλοὶ ἄνθρωποι πάντα εἶναι φτωχοὶ κι ἀπὸ τὴ δουλεία μονάχα οἱ ἄπιστοι κι οἱ τολμηροὶ γλυτώνουν κι ἀπὸ τὴ φτώχεια, οἱ ἁρπαχτικοὶ κι οἱ δολεροί. Γιατὶ ὁ θεὸς κι ἡ φύση ὅλα πλούτη των ανθρώπων τα τὰ σωρέψανε καταμεσής τους καὶ έχουν ἀφημένα πιὸ πολὺ στὶς ᾽ἁρπαγὲς παρὰ στὴ φιλοπονία, πιὸ πολὺ στὰ κακὰ παρὰ στὰ καλὰ τεχνάσματα: ἀπ᾿ αὐτὸ οἱ ἄνθρωποι ἀλληλοτρώγονται κι ἀπὸ κάτω βρίσκονται οἱ πιὸ ἀδύνατοι.
Πρέπει λοιπὸν νὰ χρησιμοποιοῦμε βία, ὅταν δίνεται εὐκαιρία' καὶ δὲ μπορεῖ νὰ μᾶς τὴ δώσει ἡ τύχη μεγαλύτερη ἀπ᾿ ὅσο τώρα, ποὺ ἀκόμα οἱ πολίτες εἶναι διαιρεμένοι, ἡ Σινιορία ταλαντεύεται κι οἱ ἄρχοντες φοβοῦνται: μὲ τρόπο ποὺ εὔκολα μποροῦμε νὰ τοὺς γονατίσουµε προτοῦ ἑνωθοῦν κι ἐγκαρδιωθοῦνε κι ἔτσι ἢ θὰ µείνουµε µονάχοι ἀφεντικὰ τῆς πόλης ἢ θᾶ'χουμε τόσο µέρος της, ποὺ ὄχι μονάχα τὰ περασµένα σφάλµατα θὰ μᾶς συχωρεθοῦνε, παρὰ θἄ'χουμε καὶ τὴ δύναµη νὰ τοὺς ἀπειλήσουμε μὲ καινούργιες καταστροφές.
Δέχουμαι πὼς ἡ ἀπόφαση τούτη εἶναι τολμηρὴ κι ἐπικίνδυνη μὰ ὅπου σφίγγει ἡ ἀνάγκη, ἐκεῖ ἡ τόλμη περνάει γιὰ σωφροσύγη κι οἱ θαρρετοὶ ἄνθρωποι ποτὲ δὲ λογαριάζουνε τὸν κίνδυνο στὰ μεγάλα πράγματα γιατὶ πάντα οἱ δουλειές, ποὺ ἀρχίζουνε μὲ κίνδυνο, τελειώνουνε μ᾿ ἀνταμοιβή, κι ἀπὸ τὸν κίνδυνο ποτὲ δὲ βγαίνεις, ἂν δὲν περάσεις κι ἄλλο κίνδυνο: πιστεύω ἀκόμα πώς, ὅπου βλέπεις νὰ ἑτοιμάζονται φυλακές, βασανιστήρια καὶ θάνατοι, ἐκεῖ πιὸ ἐπίφοβο εἶναι νὰ στέκεις μὲ τὰ χέρια σταυρωµένα, παρὰ νὰ ζητᾶς ν᾿ἀσφαλιστεῖς' γιατὶ ἂν κάνεις τὸ πρῶτο, οἱ συμφορὲς εἶναι σίγουρες, ἐνῶ μὲ τὸ δεύτερο ἀμφίβολες. Πόσες φορὲς δὲ σᾶς ἄκουσα νὰ παραπονιέστε γιὰ τὴν ἀπληστία τῶν ἀνώτερων καὶ τὴν ἀδικία τῶν ἀρχόντων! Τώρα εἶναι καιρὸς ὄχι μονάχα ν᾿ ἀπελευτερωθεῖτε ἀπὸ δ'αύτους, μὰ νὰ γίνετε καὶ τόσο ἀνώτεροί τους, ποὺ πιότερο νὰ φοβοῦνται καὶ νὰ παραπονιοῦνται ἐκεῖνοι γιὰ σᾶς παρὰ σεῖς γιὰ κείνους. Ἡ εὐκαιρία, ποὺ φέρνει ἡ συντυχιὰ, πετάει καὶ φεύγει καὶ τοῦ κάκου ζητᾶς νὰ τὴν ἀδράξεις ξανά, μόλις σοῦ φύγει.
Τὶς ἑτοιμασίες τῶν ἀντιμάχων σας τὶς βλέπετε. Ας προλάβουµε τὰ σχέδιά τους κι ὅποιος πιάσει πάλι πρῶτος τ᾽ἅρματα θὰ εἶναι τὸ δίχως ἄλλο νικητής, τσακίζοντας τὸν ἐχθρὸ κι ἀνεβαίνοντας ψηλὰ ὁ ἴδιος: κι ἔτσι πολλοὶ ἀπὸ μᾶς θὰ γνωρίσουνε τιμὲς κι ὅλοι τὴ σιγουριά».
context. Πρόκειται υποτίθεται για τον λόγο ενός προλετάριου, ενός εργάτη στη βιομηχανία του μαλλιού που επαναστάτησαν το 1378. Σ'εκείνο το σημείο η επανάσταση είχε διασπαστεί σε ριζοσπάστες που ήθελαν να συνεχίσουν και σε μερίδα πιο μετριοπαθή, που ζήταγε συμβιβασμό. Ο ήρωάς μας δεν ήθελε συμβιβασμό. Eat the rich

@Βίνγκιλοτ