Κεφάλαιο 1 - Σύγχρονες θεωρίες υποκαταναλωτισμού
Κεφάλαιο 1 - Σύγχρονες θεωρίες υποκαταναλωτισμού
Το παρόν αποτελεί το πρώτο κεφάλαιο του έργου που αναγγείλαμε εδώ Η θεωρία των οικονομικών κρίσεων: εισαγωγή
Οι πρώτες υποκαταναλωτικές θεωρίες προτάθηκαν από προμαρξιστές αστούς οικονομολόγους όπως ο Σισμόντι και ο Μάλθους. Καθώς αναπτύχθηκαν τα συνδικάτα, αυτές οι θεωρίες κέρδισαν σημαντική υποστήριξη μεταξύ των μελών και των υποστηρικτών τους.
Από την ίδια τους τη φύση, τα εργατικά συνδικάτα απέρριψαν σωστά την άποψη του Μάλθους και του Ρικάρντο ότι οι μισθοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανέβουν πάνω από την απλή διαβίωση. Εάν απορρίψουμε την υπόθεση ότι οι μισθοί των εργαζομένων πάντα θα κρατούνται σε ένα επίπεδο με το ζόρι ικανό να κρατήσει σώμα και ψυχή μαζί και δεν υπάρχει προοπτική για τίποτε περισσότερο, δεν θα ήταν τότε εύλογο να ζητάμε να αυξήσουμε τη ζήτηση για εμπορεύματα απαιτώντας αύξηση των μισθών;
Οι υπέρ του συνδικαλισμού υποκαταναλωτιστές υποστηρίζουν: Αφού η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στον υψηλά ανεπτυγμένο καπιταλισμό είναι μισθωτοί, δεν θα αύξανε η αύξηση των εισοδημάτων τους και την πραγματική ζήτηση για εμπορεύματα; Πώς να αναμένουμε από τους καπιταλιστές να καταναλώσουν τα τεράστια κέρδη που αποκομίζουν όταν οι μισθοί είναι χαμηλοί; Ακόμη και οι πλούσιοι έχουν όρια στο πόσα εκλεκτά κρασιά μπορούν να πιουν, πόσες επαύλεις θα έχουν για να παραθερίζουν ή πόσα ιδιωτικά αεροσκάφη Gulfstream θα έχουν για να σουλατσάρουν.
Στις πιο χοντροκομμένες εκδοχές του ο υποκαταναλωτισμός διατείνεται το εξής: Οι μισθωτοί εργαζόμενοι μπορούν να αγοράσουν πίσω μόνο μια μερίδα των όσων παράγουν. Αυτό αληθεύει φυσικά γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η παραγωγή υπεραξίας, δεν θα υπήρχε κέρδος και επομένως, ούτε και καπιταλισμός.
Άραγε ο ίδιος ο Μαρξ δεν είπε ότι η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών είναι η αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων; Εννοείται βέβαια ότι αν η παραγωγή γινόταν για τις ανάγκες των ίδιων των παραγωγών, των εργατών, δεν θα ήταν δυνατή καμία κρίση υπερπαραγωγής. Αν δηλαδή η παραγωγή γινόταν για τις ανάγκες των εργατών, δεν θα είχαμε ούτε εμπορευματική παραγωγή, ούτε καπιταλισμό. Και χωρίς την εμπορευματική παραγωγή, δεν θα υπήρχε γενικευμένη υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν δηλοί ότι ο υποκαταναλωτισμός παρέχει μια επαρκή θεωρία κρίσης.
Στις πιο τραχείς μορφές της, η υποκατανάλωση προϋποθέτει ότι οι καπιταλιστές ζουν με κοπανιστό αέρα. Για να δώσει ο υποκαταναλωτισμός μια επαρκή θεωρία της κρίσης πρέπει να αποδείξει ότι οι καπιταλιστές και οι κολλητοί τους δεν μπορούν μέσω της προσωπικής τους ή της παραγωγικής τους χρήσης να καταναλώσουν οι ίδιοι ολόκληρο το πλεόνασμα. Ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι ακόμη και στις πιο προηγμένες υποκαταναλωτιστικές θεωρίες, η αδυναμία των καπιταλιστών και των κολλητών τους να καταναλώσουν προσωπικά το πλεονάζον προϊόν γίνεται δεκτή ως αξίωμα, δεν αποδεικνύεται.
Οι συνδικαλιστές που υποστηρίζουν αυτή την άποψη υποστηρίζουν ότι η αύξηση των μισθών ή η αύξηση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας των ανθρώπων οδηγεί σε έναν «ενάρετο κύκλο» αυξανόμενης ζήτησης και υψηλότερων κερδών για τους καπιταλιστές, επειδή το αυξημένο κόστος αγοράς εργασίας που θα καταβάλουν οι καπιταλιστές θα αντισταθμίζεται και θα ξεπερνιέται κιόλας από την αυξημένη ζήτηση για τα προϊόντα τους.
Τα υψηλότερα κέρδη που γίνονται δυνατά από τη διεύρυνση των αγορών, μας λένε, οδηγούν σε αυξημένο αριθμό θέσεων εργασίας. Οι υφέσεις — η γενικευμένη υπερπροσφορά των εμπορευμάτων που εντόπισαν οι Sismondi και Malthus — θα αποφεύγονται ή τουλάχιστον θα ελαχιστοποιούνται εάν οι μισθοί είναι υψηλοί. Όταν τα αφεντικά αντιστέκονται στις απαιτήσεις των συνδικάτων για υψηλότερους μισθούς και λιγότερες ώρες, οι υποκαταναλωτιστές ισχυρίζονται ότι οι καπιταλιστές ενεργούν ενάντια στο δικό τους συμφέρον.
Ένα «φορντιστικό» μοντέλο υψηλών μισθών καπιταλισμού
Καλοπροαίρετοι ευρωπαίοι συγγραφείς επηρεασμένοι από υποκαταναλωτικές θεωρίες αναφέρονται συχνά στο «φορντιστικό» μοντέλο του «υψηλόμισθου» καπιταλισμού. Ο φορντισμός αναφέρεται στον βιομήχανο ΗΠΑνό καπιταλιστή Χένρι Φορντ (1863-1947). Αυτός ο διάσημος κατασκευαστής αυτοκινήτων πλήρωνε σχετικά υψηλούς μισθούς στους εργάτες του τη δεκαετία του 1920, οπότε οι εργάτες του υποτίθεται ότι είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν τα αυτοκίνητα Model T που παρήγαγαν για τον Φορντ. Επιτρέποντας στους εργάτες του να αγοράζουν τα αυτοκίνητα που κατασκεύαζαν, ο Ford δημιουργούσε σύμφωνα με τους υποκαταναλωτιστές μια αγορά για αυτά.
Θεωρούν ότι οι διαφωτισμένες πολιτικές υψηλών μισθών του Φόρντ παρείχαν το πρότυπο για τη μεγάλη ευημερία του 1948-1973. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Φορντ, οι καπιταλιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δυτική Ευρώπη και αργότερα την Ιαπωνία άρχισαν τελικά να πληρώνουν μισθούς στους εργάτες τους αρκετά υψηλούς ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν τον «αξιοπρεπή» τρόπο ζωής μιας μεσαίας τάξης. Οι υποκαταναλωτιστές ισχυρίζονται λοιπόν ότι για πρώτη φορά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, οι εργάτες απέκτησαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν την συνεχώς αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων που παρήγαγαν για τους καπιταλιστές. Αυτός ο νέος «υψηλός μισθός» ή «φορντιστικός» καπιταλισμός, όπως υποστηρίχθηκε, μπορούσε πλέον να αποφεύγει εκείνο το σερί σοβαρών και επιδεινούμενων υφέσεων που είχαν κορυφωθεί με την οικονομική κατάρρευση του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση.
Η υποχώρηση από τον «φορντιστικό» υψηλόμισθο καπιταλισμό και η επιστροφή των σοβαρών υφέσεων
Ωστόσο, οι υποκαταναλωτιστές παραπονιούνται ότι από το 1973, οι καπιταλιστές γυρίζουν όλο και περισσότερο την πλάτη τους στον «φορντισμό», ο οποίος λειτουργούσε εξίσου καλά τόσο για τους εργάτες όσο και για τους καπιταλιστές. Παραπονιούνται ότι επέστρεψαν στις παλιές αποτυχημένες πολιτικές της συγκράτησης των μισθών σε μια κοντόφθαλμη προσπάθεια να αυξήσουν τα κέρδη τους μειώνοντας το «κόστος εργασίας». Οι υπέρ των εργατών υποκαταναλωτιστές ισχυρίζονται ότι αυτό ακριβώς οδήγησε στην επιστροφή των βαθιών υφέσεων.
Σοβαρές παγκόσμιες υφέσεις σημειώθηκαν το 1974-1975, το 1979-1982, και, η χειρότερη όλων - μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές - 2007-2009. Οι υποκαταναλωτιστές προειδοποιούν ότι η εγκατάλειψη των «φορντιστικών» πολιτικών που επικρατούσαν μεταξύ 1948 και 1973 θα μπορούσε να καταλήξει σε μια νέα οικονομική κατάρρευση τύπου 1930, σε «Μεγάλη Ύφεση».
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2007-09 και της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, στο αποκορύφωμα της κρίσης, υπήρχαν ελπίδες ότι οι καπιταλιστές είχαν εμπεδώσει το μήνυμα που προσπαθούσαν να τους περάσουν οι υποκαταναλωτιστές. Ήλπιζαν σε μια επιστροφή στις «φορντιστικές» πολιτικές υψηλών μισθών που συμφιλίωναν τα συμφέροντα «κεφαλαίου και εργασίας». Οι καπιταλιστές, ωστόσο, δεν πήραν κανένα μάθημα από τους υποκαταναλωτιστές. Αντίθετα, χρησιμοποίησαν τη μαζική ανεργία που προκλήθηκε από την κρίση του 2007-2009 για να μειώσουν τους μισθούς και να επιβάλουν μια νέα σειρά «σχεδίων λιτότητας».
«Φορντισμός», μύθος και πραγματικότητα
Ωστόσο, ο όρος «φορντισμός» δεν χρησιμοποιείται ποτέ με την παραπάνω έννοια στη χώρα του Φορντ, τις ΗΠΑ, πράγμα εύλογο. Ο «φωτισμένος βιομήχανος καπιταλιστής» Χένρι Φορντ είχε έναν Γερμανό φίλο και θαυμαστή. Λεγόταν Αδόλφος Χίτλερ και ο θαυμασμός ήταν αμοιβαίος.
Ο Φορντ και ο Χίτλερ ομονοούσαν σχετικά με το λεγόμενο «Εβραϊκό Ζήτημα». Ο Φορντ, όπως και ο Χίτλερ, υπήρξε ακραίος αντισημίτης που δημοσίευε φυλλάδια για το εβραϊκό ζήτημα που επαινέθηκαν από τον Χίτλερ. Λιγότερο γνωστό σήμερα είναι το γεγονός ότι ο Φορντ ομονοούσε με τον Γερμανό φίλο του σχετικά και με το συνδικαλιστικό ζήτημα. Μόλις ανέβηκε στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, ο Χίτλερ δεν χρονοτρίβησε στην καταστολή κάθε γνήσιου εργατικού συνδικάτου.
Ο Φορντ αντιστεκόταν με ωμές μεθοδεύσεις στον συνδικαλισμό εντός των εργοστασίων του. Ενώ η General Motors και τα άλλα αφεντικά της αυτοκινητοβιομηχανίας συμφώνησαν να αναγνωρίσουν τους United Auto Workers μετά από μαζικές απεργίες στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ford που ήταν υπέρ του Χίτλερ αρνούνταν. Αντίθετα, χρησιμοποιούσε το Ford Service System, μια ιδιωτική αστυνομική δύναμη παρόμοια με την Γκεστάπο, για να κατασκοπεύσει, να απολύει και να ξυλοκοπεί οποιονδήποτε ήθελε να οργανώσει σωματείο στα εργοστάσιά του.
Το UAW και άλλοι προασπιστές των εργατικών συμφερόντων στις ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν τη λέξη «φορντισμός» για την πεισματική άρνηση του Φορντ να αναγνωρίσει το δικαίωμα των εργαζομένων του να οργανώσουν ένα ανεξάρτητο σωματείο για να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους και να κάνουν συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό είναι το πραγματικό «φορντιστικό» μοντέλο. Τελικά ο Ford αναγνώρισε το UAW το 1941, όταν το καθεστώς των ΗΠΑ πίεσε τον γηραιό τυρρανικό βιομήχανο να το κάνει προς όφελος της «εθνικής ενότητας» εν καιρώ πολέμου.
Τελικά έκανε κέρδη ο Ford πληρώνοντας τους εργάτες του σχετικά υψηλούς μισθούς;
Ανοησίες. Ο Φορντ δεν σημείωσε ποτέ κέρδη πουλώντας τα αυτοκίνητά του στους εργάτες του, ούτε κανένας άλλος βιομήχανος καπιταλιστής. Στην καλύτερη ο Φορντ απλώς ξαναμάζευε μέρος των χρημάτων που κατέβαλλε σε μισθούς πουλώντας τα αυτοκίνητά του στους δικούς του εργάτες.
Ας υποθέσουμε ότι ο Φορντ πουλούσε όλα τα αυτοκίνητά του στους εργάτες του, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Το χρηματικό ποσό που ξόδευε για μισθούς θα έρρεαν πάλι στον ίδιο υπό τη μορφή πωλήσεων — δηλαδή δεν θα έκανε απώλειες αλλά ούτε και κέρδη. Σε μαρξιστικούς όρους, αυτό θα του επέτρεπε να πραγματώσει μονάχα το μεταβλητό του κεφάλαιο δηλαδή την εργατική δύναμη που αγόραζε από τους εργάτες του για να παραχθούν τα αυτοκίνητά του. Ανεξάρτητα από το μέγεθός του, το συγκεκριμένο αυτό χρηματικό ποσό θα κάλυπτε μερικώς μόνο την τιμή κόστους της επιχείρησης. Θα κάλυπτε δηλαδή μόνο το κόστος της τιμής που αντιπροσωπεύει τα «εργασιακά κόστη».
Εκτός από τα «εργασιακά κόστη» ο Φορντ βαρύνονταν και με άλλα έξοδα όταν έβγαζε ένα Model T. Υπήρχαν δηλαδή και τα «κεφαλαιακά κόστη» του, όπως πρώτες και επικουρικές ύλες - για παράδειγμα, η ηλεκτρική ενέργεια που τροφοδοτούσε τις τεράστιες φάμπρικες. Υπήρχαν επίσης τα κόστη απαξίωσης που βαρύνουν σημαντικά κάθε γιγαντιαίας κλίμακας παραγωγική επιχείρηση, τα κόστη απαξίωσης που βάρυναν το River Rouge, τα μηχανήματα στις γραμμές συναρμολόγησης, τους τόρνους, τους μύλους και τις πρέσες στα μηχανουργεία του.
Αν είχε πραγματώσει μόνο το «μεταβλητό κεφάλαιό» του και τίποτα άλλο —αν δηλαδή πουλούσε όλα τα αυτοκίνητά του στους εργάτες του— όχι μόνο θα είχε αποτύχει να πραγματοποιήσει μια δεκάρα κέρδους, αλλά θα είχε υποστεί συνολική ζημία γιατί δεν θα μπορούσε να καλύπτει τα άλλα είδη κεφαλαίου που αγόραζε πλην της εργατικής δύναμης. Σε αυτή την περίπτωση, ο Ford θα είχε υποστεί τεράστιες συνολικές απώλειες και σύντομα θα χρεοκοπούσε. Είναι σκέτη ανοησία να λέγεται ότι ο Χένρι Φορντ έβγαζε κέρδη πληρώνοντας τους εργάτες του «αξιοπρεπείς μισθούς» ώστε να μπορούν να αγοράζουν τα αυτοκίνητα Model T που παρήγαγαν. Για να το κατανοήσουμε αυτό, δεν χρειαζόμαστε τον Ρικάρντο ή τον Μαρξ. Χρειαζόμαστε απλά στοιχειώδη λογιστική.
Ό,τι και να ισχυρίστηκε ο ίδιος ή οι πληρωμένοι προπαγανδιστές του, ο Φορντ το συνειδητοποιούσε ξεκάθαρα αυτό, όπως και κάθε πραγματικός επιχειρηματίας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ford ήταν τόσο αντίθετος στην συνδικαλιστική οργάνωση των εργοστασίων του και πίστευε ότι το κόστος συντήρησης της ιδιωτικής του Γκεστάπο άξιζε τον κόπο αν έτσι μπορούσε να αποκρούει τις προσπάθειες οργάνωσης σωματείου.
Τότε γιατί ο Φορντ πλήρωνε σχετικά υψηλούς μισθούς;
Ο Φορντ αναγκάστηκε να πληρώσει σχετικά υψηλούς μισθούς γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να βρει πολλούς εργάτες πρόθυμους να δουλέψουν για λογαριασμό του αν περιοριζόταν στους συνήθεις χαμηλούς μισθούς της εποχής. Το να συμβαδίζεις με τη γραμμή συναρμολόγησης του Φορντ ήταν — και είναι — εξαντλητικό σε σύγκριση με πολλές άλλες εργασίες όπου ο ενταντικός ρυθμός είναι πολύ πιο αργός. Λόγω της μεγαλύτερης έντασης του εργασιακού φόρτου, ο Φορντ έπρεπε αναγκαστικά να πληρώσει σχετικά υψηλούς μισθούς διαφορετικά οι επιχείρησή του θα αδρανούσε.
Η θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ
Για να εμβαθύνουμε σε αυτό το θέμα, πρέπει να κατανοήσουμε πλήρως τη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ, την πιο σημαντική συμβολή του στα οικονομικά.
Ο νόμος της αξίας που είχαν αναπτύξει οι κλασικοί οικονομόλογοι προ του Μαρξ όριζε ότι τα εμπορεύματα που λαμβάνουν κατά μέσο όρο την ίδια ποσότητα εργασίας για να παραχθούν ανταλλάσσονται για εμπορεύματα που απαιτούν κι αυτά, κατά μέσο όρο, την ίδια ποσότητα εργασίας για να παραχθούν. Ή, εν ολίγοις, ίσες ποσότητες εργασίας που ενσωματώνονται σε εμπορεύματα έχουν την ανταλλακτική αξία ίσων ποσοτήτων εργασίας. Πώς όμως εφαρμόζεται αυτό στην περίπτωση της πώλησης της ίδιας της εργασίας στην αγορά;
Μια μεγάλη αντίφαση στη ρικαρντιανή θεωρία αξιών
Εάν οι εργαζόμενοι πουλούν την εργασία τους στην αξία της, τότε το κέρδος από πού προέρχεται; Κατά μέσο όρο, άλλωστε, οι βιομήχανοι καπιταλιστές αναγκάζονται να αγοράζουν όλα τα άλλα εμπορεύματα στις αξίες τους. Και αν οι καπιταλιστές πρέπει επίσης να πληρώσουν την πλήρη αξία για την εργασία που αγοράζουν - αφού σύμφωνα με τη Ρικαρδιανή θεωρία της αξίας, και η ίδια η εργασία, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα, πωλείται κατά μέσο όρο στην αξία της - τότε πως θα μπορέσουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στην αξία τους και παρόλα αυτά να βγάλουν κέρδος;
Ας υποθέσουμε ότι, για να παράγει μια ορισμένη ποσότητα λινοβάμβακα, ένας βιομήχανος καπιταλιστής αγοράζει 12 ώρες εργασίας από έναν εργάτη την ημέρα. Σύμφωνα με τον Ρικάρντο, ο καπιταλιστής θα πρέπει να πληρώσει στον εργάτη ένα ποσό που αντιπροσωπεύει 12 ώρες εργασίας. Επιπλέον, ο καπιταλιστής θα έπρεπε να αγοράσει άλλα εμπορεύματα, όπως πρώτες και επικουρικές ύλες - κάρβουνο για να λειτουργήσει τις ατμομηχανές του, για παράδειγμα - καθώς και να επιβαρυνθεί με το κόστος απαξίωσης του πάγιου κεφαλαίου του.
Πώς, λοιπόν, θα κάνει κέρδος ο καπιταλιστής; Ο Μάλθους ισχυρίστηκε ότι ο καπιταλιστής απλώς θα πρόσθετε ένα κέρδος στο κόστος του, αλλά ο δυνατός στοχαστής Ρικάρντο αυτό το θεωρούσε ανόητο. Εάν κάθε καπιταλιστής ανέβαζε τις τιμές των εμπορευμάτων του πάνω από τις αξίες τους, αυτές οι αυξήσεις τιμών απλώς θα αλληλοακυρώνονταν και δεν θα υπήρχε κανένα κέρδος. Ούτε ο Ρικάρντο ούτε οι φιλοκαπιταλιστές υποστηρικτές του, ούτε οι εμπνευσμένοι από τον Ρικάρντο σοσιαλιστές κριτικοί που τους ακολούθησαν, δεν μπόρεσαν να λύσουν αυτό το παράδοξο. Ο Μαρξ βρήκε την απάντηση γύρω στο 1857.
Ο Μαρξ, αφού καταπιάστηκε χρόνια με την μελέτη της αστικής πολιτικής οικονομία, συνειδητοποίησε ότι οι εργάτες δεν πουλάνε την «εργασία» τους στους καπιταλιστές αλλά την ικανότητά τους να εργάζονται, την εργατική τους δύναμη. Σε αντάλλαγμα για ένα χρηματικό ποσό - έναν μισθό - οι εργάτες θέτουν τη δυνατότητα τους να εργάζονται στη διάθεση των καπιταλιστών για μια ορισμένη περίοδο, όπως μια μέρα ή μια εβδομάδα.
Οι εργάτες χρησιμοποιούν τα χρήματα που κερδίζουν πουλώντας την ικανότητά τους για εργασία, ή την εργατική τους δύναμη, για να αγοράσουν τα εμπορεύματα που αναπαράγουν τη δική τους εργατική δύναμη - τόσο την προσωπική τους εργατική δύναμη όσο και την ανατροφή των παιδιών τους, δηλαδή την επόμενη γενιά εργαζομένων. Γιατί είναι τόσο σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ εργασίας και εργατικής δύναμης; Μήπως πρόκειται για μια ακαδημαϊκή διάκριση χωρίς ιδαίτερη σημασία; Καθόλου.
Όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, η εργατική δύναμη των εργαζομένων ενσωματώνει μια ορισμένη ποσότητα ανθρώπινης εργασίας - την εργασία που, στην βάση των σημερινών συνθηκών παραγωγής, είναι κατά μέσο όρο απαραίτητη για να παραχθούν τα εμπορεύματα που πρέπει να καταναλώσουν οι εργάτες για να αναπαράξουν την εργατική τους δύναμη. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα που παράγει η καπιταλιστική παραγωγή. Η ποσότητα της εργασίας που ενσωματώνεται στην εργατική δύναμη που πωλείται στους καπιταλιστές για μια δεδομένη περίοδο είναι αρκετά διαφορετική από την ποσότητα εργασίας που πρέπει να εκτελέσουν οι εργάτες για τους καπιταλιστές την ίδια περίοδο.
Η σύγχυση αυτών των δύο διαφορετικών μεγεθών προκύπτει επειδή η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης που αγοράζουν και καταναλώνουν οι καπιταλιστές βάζοντας τους εργάτες να δουλέψουν, από τη μια πλευρά, και η εργασία που εκτελούν οι εργάτες, από την άλλη, μετριέται με την ίδια μονάδα - τον χρόνο.
Για παράδειγμα, σε μια εργασιακή εβδομάδα 40 ωρών, οι καπιταλιστές αγοράζουν και καταναλώνουν 40 ώρες από την εργατική δύναμη του εργάτη και οι εργάτες εκτελούν 40 ώρες εργασίας. Ωστόσο, εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά πράγματα. Πρώτον, εδώ μετράμε μια ορισμένη ποσότητα της αξίας χρήσης — όχι της αξίας — της εμπορευματικής εργατικής δύναμης.
Αν οι μισθοί αυξάνονταν τόσο πολύ που οι εργάτες πληρώνονταν το αντίτιμο ολόκληρης την αξίας που παρήγαγαν, η εργατική τους δύναμη θα ήταν άχρηστη για τον καπιταλιστή, δηλαδή δεν θα διέθετε αξία χρήσης γιατί δεν θα παρήγαγε υπεραξία. Αυτό θέτει ένα απώτατο όριο στο πόσο πολύ γίνεται να αυξηθούν οι μισθοί στο κάθε συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον της παραγωγής.
Δεύτερον, μετράμε το ποσό της εργασίας που πρέπει να εκτελέσουν οι εργαζόμενοι έχοντας πουλήσει την εργατική τους δύναμη.
Το ποσό της εργασίας που εκτελούν οι εργαζόμενοι μετριέται και αυτό σε χρονικούς όρους. Στο παράδειγμά μας, 40 ώρες εργασίας.
Οι εργάτες πωλούν 40 ώρες εργατικής δύναμης ως αξία χρήσης και στη συνέχεια εκτελούν 40 ώρες εργασίας. Καθώς οι 40 ώρες εργασίας ενσωματώνονται στα εμπορεύματα που παράγει ο εργάτης, προσθέτουν 40 ώρες αξίας στα εμπορεύματα.
Ας υποθέσουμε ότι χρειάζονται μόνο 20 ώρες κατά μέσο όρο - που αντιπροσωπεύει την αξία - για να παραχθούν 40 ώρες εργατικής δύναμης ως αξία χρήσης. Σε αυτή την περίπτωση, η εργατική δύναμη που έχει αξία 20 ωρών παράγει 40 ώρες εργασίας.
Σε αυτήν την περίπτωση, η αναλογία απλήρωτης εργασίας — 20 ώρες — προς αμειβόμενη εργασία — επίσης 20 ώρες — είναι 1 ή 100%. Το ποσοστό υπεραξίας ή αλλιώς ποσοστό εκμετάλλευσης θα είναι 100%. Στη συνέχεια, ο εργάτης θα αφιερώσει τη μισή εργάσιμη ημέρα του δουλεύοντας για τον εαυτό του και τη μισή εργάσιμη για τους καπιταλιστές και τους άλλους μη εργαζόμενους καταναλωτές υπεραξίας. Αυτό το ποσοστό υπεραξίας δεν πρέπει να συγχέεται με το ποσοστό κέρδους, διότι κατά τον υπολογισμό του ποσοστού υπεραξίας, διαιρούμε την υπεραξία μόνο με το μεταβλητό κεφάλαιο, αλλά όταν υπολογίζουμε το ποσοστό κέρδους διαιρούμε την υπεραξία με το σύνολο του κεφαλαίου στην διάθεση του καπιταλιστή και όχι μόνο με το μεταβλητό κεφάλαιο.
Η διαφορά στην ποσότητα εργασίας που εκτελούν οι εργάτες και στην πραγματική αξία της εργατικής τους δύναμης, μετρούμενη επίσης σε ώρες εργασίας, αντιπροσωπεύει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία. Η υπεραξία γίνεται κέρδος όταν οι καπιταλιστές την πραγματώνουν σε μορφή χρήματος με την πώληση εμπορευμάτων.
Επομένως, οι καπιταλιστές πληρώνουν μόνο τις πρώτες 20 ώρες εργασίας. Οι εργάτες εκτελούν τις υπόλοιπες 20 ώρες εργασίας χωρίς αμοιβή από τους καπιταλιστές.
Πράγματι, η αξία χρήσης του εμπορεύματος που λέγεται εργατική δύναμη για τον καπιταλιστή αγοραστή της έγκειται στο ότι παράγει μια υπεραξία πάνω και πέρα από τη δική της αξία. Αν η εργατική δύναμη δεν παράγει υπεραξία, δεν έχει αξία χρήσης για τον καπιταλιστή.
Το ποσοστό της υπεραξίας
Στην περίπτωσή μας, ο Μαρξ θα έλεγε ότι το ποσοστό της υπεραξίας είναι 100%. Το μέρος της εργασίας που εκτελείται δωρεάν από τους εργάτες για τους καπιταλιστές - 20 ώρες, σύμφωνα με το παράδειγμά μας - διαιρείται με το μέρος της εργασίας που πληρώνουν πραγματικά οι καπιταλιστές. Το ποσοστό υπεραξίας μπορεί να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο από 100%. Αλλά αν το ποσοστό της υπεραξίας έπεφτε στο μηδέν, η εργατική δύναμη θα έχανε κάθε αξία χρήσης για τους καπιταλιστές. Οι καπιταλιστές θα αρνούνταν να την αγοράσουν. Από την υπεραξία προκύπτει το κέρδος και η έγγειος πρόσοδος — και όλα τα εισοδήματα που βασίζονται σε αυτά τα δύο πρωτογενή εισοδήματα.
Τρία μέρη της αξίας ενός εμπορεύματος
Όπως είδαμε στην περίπτωση των αυτοκινήτων Model T του Φορντ, η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι η αξία που μεταβιβάζεται στο εμπόρευμα κατά την παραγωγή του από το φθαρμένο σταθερό κεφάλαιο — πάγιο κεφάλαιο, πρώτες ύλες και επικουρικά υλικά, για παράδειγμα, η ηλεκτρική ισχύς για τον φωτισμό του εργοστασίου.
Η δεύτερη είναι η αξία που αναπαράγει την αξία της εργατικής δύναμης που καταναλώνεται από τον βιομήχανο καπιταλιστή κατά την παραγωγή του εμπορεύματος. Αυτή είναι η απαραίτητη εργασία - η αμειβόμενη εργασία - που επιτρέπει στον εργάτη να ζήσει.
Τρίτο και σημαντικότερο είναι το μέρος της αξίας του εμπορεύματος που αποτελεί υπεραξία. Είναι το μέρος της αξίας του εμπορεύματος που παρέχει στον βιομήχανο καπιταλιστή το πραγματικό του κίνητρο να επιχειρήσει.
Προσέξτε ότι όταν κάνουμε αυτή τη διαίρεση, μιλάμε με όρους αξίας - ώρες αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που ενσωματώνονται σε ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα - και δεν λέμε απολύτως τίποτα για την αξία χρήσης του εν λόγω εμπορεύματος.
Ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα ως αξία χρήσης προορίζεται να εκτελέσει μία από τις ακόλουθες πέντε λειτουργίες.
1. Ως αξία χρήσης μπορεί να λειτουργήσει ως είδος προσωπικής κατανάλωσης για έναν παραγωγικό (δηλαδή παραγωγό υπεραξίας) εργαζόμενο. Ενώ ο εργάτης το βλέπει ως είδος προσωπικής κατανάλωσης, ωστόσο παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο για την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της. Πρώτον, όταν οι εργάτες καταναλώνουν εμπορεύματα, αναπαράγει τόσο την προσωπική τους εργατική δύναμη όσο και συντελούν στην ανατροφή της επόμενης γενιάς εργαζομένων. Όσον αφορά την αξία του εμπορεύματος, όταν οι εργάτες καταναλώνουν εμπορεύματα, μεταφέρουν την αξία τους τόσο στην εργατική δύναμη των εργαζομένων όσο και στην αναπτυσσόμενη εργατική δύναμη των παιδιών τους.
2. Μια αξία χρήσης μπορεί να λειτουργεί ως είδος προσωπικής κατανάλωσης για νεοπροσληφθέντες παραγωγικούς (παραγωγούς υπεραξίας) εργαζομένους. Εναλλακτικά, μπορεί να λειτουργεί ως είδος προσωπικής κατανάλωσης για ήδη απασχολούμενους παραγωγικούς (παραγωγούς υπεραξίας) εργαζομένους των οποίων οι ώρες εργασίας έχουν παραταθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, το εμπόρευμα αντιπροσωπεύει υπεραξία που έχει μετατραπεί σε πρόσθετο μεταβλητό κεφάλαιο.
3. Μια αξία χρήσης μπορεί να αντικαταστήσει φθαρμένη πρώτη ή επικουρική ύλη ή μια μηχανή που έχει καταναλωθεί πλήρως στη διαδικασία παραγωγής και, ως εκ τούτου, έχει κλείσει τον κύκλο της ως μέσο παραγωγής. Ο ρόλος της είναι να αναπληρώσει τα στοιχεία του υπάρχοντος παγίου κεφαλαίου που εξαντλήθηκε. Σε αυτή την περίπτωση, το εμπόρευμά αντιπροσωπεύει ένα μέρος του παγίου κεφαλαίου του καπιταλιστή.
4. Το εμπόρευμα μπορεί να προορίζεται να λειτουργήσει στην παραγωγή ως είδος παγίου κεφαλαίου ή πρώτης ή επικουρικής ύλης που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την επέκταση της υφιστάμενης κλίμακας παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, το εμπόρευμα αντιπροσωπεύει υπεραξία που μετατρέπεται σε νέο σταθερό κεφάλαιο.
5. Μερικά από τα παραγόμενα εμπορεύματα θα λειτουργήσουν ως είδη προσωπικής κατανάλωσης για τους καπιταλιστές και άλλους καταναλωτές υπεραξίας, όπως οι γαιοκτήμονες και οι κληρικοί - οι τρίτοι καταναλωτές του Μάλθους - που επιτρέπουν σε αυτά τα άτομα να ζουν χωρίς να εργάζονται. Οι αξίες χρήσης αυτών των εμπορευμάτων μπορεί να αντιπροσωπεύουν είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα που χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι για να ζήσουν, ή μπορεί να αντιπροσωπεύουν είδη πολυτελείας, όπως τα «fine carriages» στην εποχή του Ρικάρντο ή τα αεριωθούμενα αεροσκάφη Gulfstream σήμερα. Όταν καταναλώνονται αυτές οι αξίες χρήσης, οι αξίες τους εξαφανίζονται χωρίς ίχνος. Σε αντίθεση με τις αξίες των εμπορευμάτων που καταναλώνουν οι παραγωγικοί εργάτες, οι αξίες αυτών των εμπορευμάτων μπορούν να αναπληρωθούν μόνο από ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται από τους παραγωγικούς εργάτες. Ως αξίες υλικής χρήσης, αυτά τα εμπορεύματα αντιπροσωπεύουν το κοινωνικό πλεονάζον προϊόν που δεν λειτουργεί ως νέο μέσα παραγωγής αλλά αντίθετα λειτουργεί ως προσωπικό μέσο κατανάλωσης των καπιταλιστών και των συνεργατών τους, είτε ως είδη πρώτης ανάγκης είτε ως είδη πολυτελείας.
Εμπορευματικό κεφάλαιο
Τα αποθέματα των νεοπαραγόμενων εμπορευμάτων ενός βιομήχανου καπιταλιστή που δεν έχουν ακόμη πουληθεί αντιπροσωπεύουν αυτό που ο Μαρξ ονόμασε εμπορευματικό κεφάλαιο. Όταν ο Sismondi και ο Malthus μίλησαν για τον κίνδυνο μιας γενικής λίμνασης εμπορευμάτων, είχαν κατά νου την υπερπαραγωγή εμπορευματικού κεφαλαίου.
Οι βιομήχανοι καπιταλιστές που παράγουν εμπορευματικό κεφάλαιο αδιαφορούν για τις αξίες χρήσης των εμπορευμάτων που απαρτίζουν το εμπορευματικό κεφάλαιο. Τις βλέπουν απλώς ως αξίες — όχι ως αξίες χρήσης — που είναι μεγαλύτερες από τις αξίες των εμπορευμάτων που αποτελούσαν το κεφάλαιο με το οποίο ξεκίνησαν.
Μέσω της διαδικασίας ανταλλαγής εμπορευμάτων, κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα θα καταλήξει στα χέρια του τελικού καταναλωτή του. Είτε οι τελικοί καταναλωτές είναι εργάτες παραγωγοί υπεραξίας είτε βιομήχανοι καπιταλιστές είτε μη παραγωγικοί καταναλωτές υπεραξίας, όπως οι γαιοκτήμονες, κανένας τους δεν είναι αδιάφορος για την αξία χρήσης του εμπορεύματος που αγοράζει. Ένας τόρνος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο προσωπικής κατανάλωσης για έναν εργάτη, ούτε ο Φορντ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα καρβέλι ψωμί για να κόβει μέταλλο στα μηχανουργεία του.
Επομένως, εάν οι καπιταλιστές θέλουν να αποφύγουν είτε την υποπαραγωγή είτε την υπερπαραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, κάθε εμπόρευμα θα πρέπει να παράγεται στη σωστή αναλογία τόσο σε όρους αξίας χρήσης όσο και σε όρους αξίας. Μόνο αν αυτό συμβαίνει μπορεί το καπιταλιστικό σύστημα να λειτουργεί.
Στον πραγματικό κόσμο, τα εμπορεύματα παράγονται μόνο σε περίπου σωστές αναλογίες. Ακόμη και σε περιόδους γενικής ευημερίας, τα εμπορεύματα είτε υπερπαράγονται είτε υποπαράγονται σε κάθε δεδομένη στιγμή, γεγονός που υποβαθμίζει τη διαδικασία της αναπαραγωγής σε κάποιο βαθμό, αλλά όχι αρκετά για να την κάνει να διαλυθεί. Αν τα εμπορεύματα παράγονταν σε ριζικά λανθασμένες αναλογίες είτε σε όρους αξίας είτε σε όρους αξίας χρήσης, η καπιταλιστική οικονομία θα κατέρρεε στο χάος.
Οδηγεί η πτώση του ποσοστού υπεραξίας σε διεύρυνση της αγοράς;
Ας εξετάσουμε έναν μεμονωμένο βιομήχανο καπιταλιστή που παράγει ρούχα εργασίας που προορίζονται να καταναλωθούν μόνο από μέλη της εργατικής τάξης. Για τον βιομήχανο καπιταλιστή μας, τα ρούχα εργασίας που παράγει αντιπροσωπεύουν το εμπορευματικό του κεφάλαιο. Όπως όλοι οι άλλοι βιομηχανικοί καπιταλιστές, είναι εντελώς αδιάφορος για την αξία χρήσης τους. Αλλά για τους αγοραστές ρούχων εργασίας - παραγωγικούς εργάτες - η αξία χρήσης των ρούχων είναι ο λόγος που επίλεξαν να αγοράσουν αυτἀ και όχι ένα άλλο εμπόρευμα με διαφορετική αξία χρήσης.
Από πού βρίσκουν οι παραγωγικοί εργάτες μας τα χρήματα για να αγοράσουν τα ρούχα εργασίας; Πουλώντας την εργατική τους δύναμη. Όταν ο καπιταλιστής μας με τα ρούχα εργασίας πουλάει το εμπόρευμά του, το ανταλλάσσει με ένα χρηματικό ποσό που στα χέρια των εργατών αντιπροσωπεύει το εισόδημα από μισθούς. Αυτά τα χρήματα πραγματώνουν και τα τρία μέρη της αξίας του εμπορευματικού κεφαλαίου του καπιταλιστή που πουλάει ρούχα εργασίας, συμπεριλαμβανομένου και του μέρους που αντιπροσωπεύει την υπεραξία. Εδώ αρχίζουν την ανάλυσή τους οι αφελείς αν και καλοπροαίρετοι υποκαταναλωτιστές μας.
Σύμφωνα με αυτούς, ο μόνος λόγος που ο καπιταλιστής μας μπορεί να πουλήσει τα εμπορεύματά του, τα ρούχα εργασίας, στην πλήρη τους αξία και να αποκομίσει κέρδος είναι ότι οι εργάτες λαμβάνουν εισοδήματα με τη μορφή μισθών. Αν αυξηθούν οι μισθοί —ή μειωθεί το ποσοστό υπεραξίας— ο καπιταλιστής θα επιβαρυνθεί όντως με αυξανόμενο κόστος εργασίας. Ωστόσο, η αύξηση των μισθών θα επιτρέψει στους εργαζόμενους να αγοράσουν περισσότερα ρούχα εργασίας. Επομένως, η αύξηση των μισθών δεν θα είναι μόνο προς το συμφέρον των εργαζομένων αλλά και του καπιταλιστή.
Αυτό που ξεχνούν οι υποκαταναλωτιστές είναι ότι δεν παράγονται όλα τα εμπορεύματα για την κατανάλωση της εργατικής τάξης. Από τις πέντε πιθανές χρήσεις ενός εμπορεύματος που εξετάσαμε παραπάνω, αποδεικνύεται ότι μόνο η πρώτη — υποστήριξη ήδη απασχολουμένων εργαζομένων — και η δεύτερη — υποστήριξη νεοπροσληφθέντων εργαζομένων δηλαδή εργαζομένων των οποίων οι ώρες εργασίας έχουν παραταθεί — καταναλώνονται πράγματι από τους εργαζόμενους . Οι άλλες τρεις κατηγορίες προορίζονται είτε παραγωγικά είτε μη παραγωγικά για την κατανάλωση των καπιταλιστών ή άλλων καταναλωτών υπεραξίας.
Για παράδειγμα, πάρτε το παράδειγμα ενός καπιταλιστή που παράγει πολυτελή αεροσκάφη Gulfstream που μπορούν να αγοραστούν μόνο από καπιταλιστές — όχι από τον κάθε τυχαίο καπιταλιστή αλλά μόνο από τους πλουσιότερους καπιταλιστές. Αυτός ο κύριος πραγματώνει και τα τρία μέρη της αξίας του εμπορεύματός του - σταθερό κεφάλαιο, μεταβλητό κεφάλαιο και υπεραξία - ανταλλάσσοντας το εμπόρευμά του με χρήμα που αντιπροσωπεύει μόνο την υπεραξία που πραγματοποιείται σε μορφή χρήματος - το κέρδος.
Για έναν τέτοιο καπιταλιστή, όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας - δηλαδή όσο χαμηλότεροι είναι οι μισθοί - τόσο μεγαλύτερη θα είναι η επέκταση της αγοράς του, αφού όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους, τόσο περισσότεροι καπιταλιστές θα έχουν τα λεφτά να αγοράσουν τα ακριβά του Gulfstream. Ακόμη και οι αφελείς αν και καλοπροαίρετοι υποκαταναλωτιστές θα πρέπει να παραδεχτούν ότι ο καπιταλιστής του Gulfstream δεν πρόκειται ποτέ να συμμαχήσει με την εργατική τάξη.
Και από την άλλη υπάρχουν οι καπιταλιστές που παράγουν εμπορεύματα που λειτουργούν ως μέσα παραγωγής άλλων εμπορευμάτων - παραγωγοί πρώτων υλών, επικουρικών υλικών όπως η ηλεκτρική ενέργεια, κατασκευαστές κτιρίων, εργοστασίων και μηχανολογικού εξοπλισμού. Αυτοί οι καπιταλιστές παράγουν εμπορεύματα που αγοράζονται μόνο από άλλους καπιταλιστές. Ένα μέρος της αγοράς για τα προιόντα αυτών των καπιταλιστών παρέχεται δια της αντικατάστασης του υπάρχοντος εξοπλισμού. Ένα άλλο μέρος της αγοράς παρέχεται δια της προσθήκης στα υπάρχοντα μέσα παραγωγής.
Ακριβώς όπως συμβαίνει με τον καπιταλιστή μας στο Gulfstream, η αγορά για αυτούς τους κυρίους θα επεκταθεί ταχύτερα όταν το ποσοστό κέρδους είναι υψηλότερο, ή το ίδιο πράγμα, όταν οι εργαζόμενοι υφίστανται την εναντικότερη εκμετάλλευση. Για αυτούς, όσο περισσότερο οι εργαζόμενοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους, τόσο υψηλότερα κέρδη έχουν να περιμένουν. Είναι δυνατόν αυτοί να συμμαχήσουν με την εργατική τάξη;
Τώρα, ας επιστρέψουμε τώρα στον καπιταλιστή μας που παράγει ρούχα εργασίας — τον «καλό» καπιταλιστή. Είναι πράγματι σύμμαχος της εργατικής τάξης; Πρώτον, δεν θέλει να πληρώσει υψηλότερους μισθούς στους δικούς του εργαζόμενους συγκεκριμένα, αν μπορεί να το αποφύγει.
Επιπλέον, δεν είναι αλήθεια ότι η αύξηση των μισθών θα διευρύνει αναγκαστικά την αγορά του, όπως υποθέτουν οι υποκαταναλωτιστές. Ας υποθέσουμε ότι οι μισθοί μειώνονται, προκαλώντας αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και του ποσοστού κέρδους. Εάν συμβεί αυτό, ο καπιταλιστής μας θα έχει περισσότερη υπεραξία για να μετατραπεί σε πρόσθετο κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου του μεταβλητού κεφαλαίου. Εάν κάθε εργαζόμενος αμείβεται λιγότερο, κάθε εργαζόμενος θα έχει όντως χαμηλότερους μισθούς και θα αγοράζει λιγότερα ρούχα εργασίας.
Αλλά αν προσληφθούν περισσότεροι εργάτες, δεν θα μπορέσει ο καπιταλιστής των ρούχων εργασίας να αντισταθμίσει τα λιγότερα ρούχα που πουλά σε κάθε εργάτη ξεχωριστά επειδή θα έχει περισσότερους εργάτες να τους πουλήσει ρούχα; Εάν τα εργοστάσια επεκτείνονται και προσλαμβάνουν περισσότερους εργάτες, η αγορά που προσφέρει ρούχα εργασίας θα επεκταθεί για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρχουν υπερωρίες, έτσι ακόμη και αν μερικοί από τους εργαζομένους μας θα βγάζουν λιγότερα χρήματα ανά ώρα, θα μπορούν να αγοράζουν την ίδια ποσότητα ρούχων εργασίας ή ακόμη και μεγαλύτερη ποσότητα επειδή θα εργάζονται περισσότερες ώρες.
Επομένως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και πτώση των μισθών των εργαζομένων θα συρρίκνωνε αναγκαστικά την αγορά του καπιταλιστή που πουλάει ρούχα εργασίας. Οι χαμηλότεροι μισθοί για τους εργάτες - μια αύξηση του ποσοστού υπεραξίας - θα μπόρουσε κάλλιστα να διευρύνει την αγορά του αλλά και έτσι να γινόταν η αγορά του θα επεκτεινόταν λιγότερο από μια αγορά που παράγει εμπορεύματα αποκλειστικά για καπιταλιστές σαν κι αυτόν, όπως π.χ. την αγορά του καπιταλιστή που πουλάει τα Gulfstream. Και μην ξεχνάμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα αποκτήσει ο καπιταλιστής των ρούχων εργασίας μειώνοντας το δικό του «κόστος εργασίας».
Εξίσωση του ποσοστού κέρδους
Όπως αναγνωρίζουν όλες σχεδόν οι σχολές οικονομικής θεωρίας, το ποσοστό κέρδους μεταξύ διαφορετικών βιομηχανιών τείνει να εξισώνεται. Εάν το ποσοστό κέρδους πέσει κάτω από το μέσο όρο σε έναν συγκεκριμένο τομέα παραγωγής, το κεφάλαιο θα ξεχυθεί από αυτόν τον τομέα σε άλλους τομείς όπου το ποσοστό κέρδους είναι υψηλότερο. Ισχύει μεν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μια αύξηση των μισθών μέσω της επέκτασης της αγοράς ορισμένων καπιταλιστών που πουλάνε τα εμπορεύματά τους σε εργάτες θα αναπλήρωνε και με το παραπάνω το αυξημένο «κόστος εργασίας». Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το μέσο ποσοστό κέρδους θα έπεφτε λόγω των υψηλότερων μισθών, το ποσοστό των κερδών εκείνων των καπιταλιστών που απευθύνονται στους εργάτες ενδεχομένως θα αυξάνονταν παρά το υψηλότερο κόστος εργασίας τους.
Αλλά σε μια τέτοια κατάσταση, το υψηλότερο ποσοστό κέρδους που κερδίζουν οι καπιταλιστές που πουλάνε απευθείας στους εργάτες θα κρατηθεί προσωρινά μόνο. Το κεφάλαιο σε μια τέτοια κατάσταση θα εισρεύσει από βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα που απευθύνονται κυρίως σε καπιταλιστές σε βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα που απευθύνονται μόνο σε εργάτες. Αυτό είναι πολύ επιθυμητό από την άποψη των εργαζομένων, και δικαίως αγωνίζονται τα συνδικάτα για αυτό. Αλλά αυτό δεν συμφέρει τον καπιταλιστή των ρούχων εργασίας γιατί αυτός σίγουρα θα βρει απέναντί του έναν ή δύο ανταγωνιστές που θα φτιάξουν επιχείρηση για να τον ανταγωνιστούν. Έτσι θα αναγκαστεί να μειώσει τις τιμές για τα εμπορεύματά του και επομένως το κέρδος του θα εκπέσει και θα γίνει το νέο χαμηλότερο μέσο ποσοστό κέρδους. Καλό για τους εργάτες, κακό για τον καπιταλιστή.
Αρχίζουμε λοιπόν να καταλαβαίνουμε ότι ο «καλός» μας καπιταλιστής που πουλάει ρούχα εργασίας δεν έχει κανένα συμφέρον να είναι φίλος μας.
Ποιος αγοράζει την αυξανόμενη μάζα των εμπορευμάτων που παράγονται από την καπιταλιστική βιομηχανία;
Όπως είδαμε, ένα τεράστιο και αυξανόμενο μέρος του συνολικού εμπορευματικού προϊόντος αγοράζεται από τους ίδιους τους καπιταλιστές, ένα γεγονός που παραβλέπεται από τους υποκαταναλωτιστές που αναρωτιούνται ποιός αγοράζει τα εμπορεύματα από τη στιγμή που η κατανάλωση των εργατών περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό λόγω της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Όπως τόνισε ο Μαρξ, οι εργαζόμενοι είναι πάντα υπερπαραγωγοί σε ό,τι αφορά τους ίδιους. Δεν μπορούν ποτέ να αποσπάσουν από την αγορά κάτι πιο πάνω από ένα μικρό μέρος της συνολικής ποσότητας των εμπορευμάτων που παράγουν. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν θα μπορέσουν να βρουν αγορές για την αυξανόμενη μάζα των εμπορευμάτων που παράγουν. Αν ο καπιταλιστής δεν μπορούσε να βρει τέτοιες αγορές, ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν θα βίωνε περιοδικές κρίσεις γενικευμένης υπερπαραγωγής, δεν θα υπήρχε καν.
Η καπιταλιστική κατανάλωση χωρίζεται σε δύο μέρη: εμπορεύματα σχεδιασμένα για προσωπική κατανάλωση και εμπορεύματα που αναπληρώνουν και επεκτείνουν τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής. Το τμήμα της υπεραξίας που προορίζεται να καταναλωθεί για παραγωγικούς σκοπούς χωρίζεται σε δύο μέρη. Ένα μέρος της θα μετατραπεί σε νέο σταθερό κεφάλαιο —πρώτες και επικουρικές ύλες και πάγιο κεφάλαιο— ενώ ένα άλλο μέρος της θα μετατραπεί σε πρόσθετο μεταβλητό κεφάλαιο που θα χρησιμοποιηθεί για την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων καθώς και για την επέκταση του αριθμού των ωρών εργασίας που εκτελούν οι ήδη εργαζόμενοι.
Το μέρος της υπεραξίας που μετατρέπεται σε νέο μεταβλητό κεφάλαιο —δηλαδή σε εργατική δύναμη— προορίζεται και αυτό να καταναλωθεί μόνο από τους βιομήχανους καπιταλιστές. Ωστόσο, όταν οι καπιταλιστές αγοράζουν την εργατική δύναμη των εργατών με ένα χρηματικό ποσό, αυτό επιτρέπει στους εργάτες να ζήσουν και, όπως το έθεσε ο Ρικάρντο, «να αναπαράξουν το είδος [την τάξη] τους». Οι καπιταλιστές αναγκάζονται να επιτρέψουν στους εργάτες να ζήσουν γιατί χωρίς την τάξη των εργατών δεν θα υπήρχε υπεραξία.
Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού υποστηρίζουν ότι όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας —δεν χρησιμοποιούν, φυσικά, αυτή την ορολογία— και κατά συνέπεια το ποσοστό κέρδους, τόσο περισσότερες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν. Όταν οι καπιταλιστές πολιτικοί μιλούν για «jobs, jobs, jobs», αυτό που εννοούν πραγματικά είναι κέρδη, κέρδη, κέρδη! Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι μόνο ένα μέρος της υπεραξίας που μετατρέπεται σε νέο κεφάλαιο αποτελεί μεταβλητό κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, μια ολοένα μεγαλύτερη μερίδα της υπεραξίας που μετατρέπεται σε νέο κεφάλαιο παίρνει τη μορφή σταθερού κεφαλαίου, το οποίο δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Έτσι το «δουλειές, δουλειές, δουλειές» δεν σημαίνει μόνο «κέρδη, κέρδη, κέρδη», σημαίνει επίσης λίγες νέες θέσεις εργασίας και περισσότερη συσσώρευση σταθερού κεφαλαίου. Έτσι, ένα πιο ακριβές καπιταλιστικό σύνθημα θα ήταν «κέρδη, κέρδη, συσσώρευση, συσσώρευση!».
Φαίνεται λοιπόν ότι οι καπιταλιστές μια χαρά μπορούν να βρουν αγορές για τη συνεχώς αυξανόμενη μάζα των εμπορευμάτων που παράγουν. Ενώ η ικανότητα των καπιταλιστών και όσουν συμμετέχουν μαζί τους στο φαγοπότι υπεραξίας να καταναλώνουν αντιπαραγωγικά αναγκαστικά περιορίζεται σε κάποιο βαθμό —αν και δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε την ικανότητα των πλουσίων και υπερπλούσιων να απολαμβάνουν καθαρά προσωπική μη παραγωγική κατανάλωση— η ικανότητά τους να καταναλώνουν για παραγωγικούς σκοπούς φαίνεται να είναι απεριόριστη. Η προσπάθεια να εξηγηθούν οι κρίσεις κάνοντας έκκληση στη σωματικά περιορισμένη ικανότητα κατανάλωσης της καπιταλιστικής τάξης πέφτει στο κενό.
Η διαίσθηση λέει ότι ο Sismondi έχει δίκιο να λέει ότι η ικανότητα του καπιταλισμού να αυξάνει της παραγωγή περιορίζεται μόνο από τη διαθεσιμότητα των εκμεταλλεύσιμων πόρων (εργατική δύναμη αφενός και πρώτες ύλες αφετέρου) και ως εκ τούτου οδηγεί αναπόφευκτα στην υπερβολική παραγωγή εμπορευμάτων. Η πραγματική ιστορία του καπιταλισμού από την εποχή του Sismondi δείχνει πράγματι ότι ο καπιταλισμός περνάει μια περισσότερο ή λιγότερο σοβαρή κρίση γενικευμένης υπερπαραγωγής ανά σχεδόν τακτικά διαστήματα των περίπου 7 έως 11 ετών.
Ο επαγγελματικός κύκλος, ή όπως τον αποκαλούν οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι, ο κύκλος του εμπορίου, έχει ανθέξει κάθε προσπάθεια των καπιταλιστικών καθεστώτων να τον εξαλείψουν. Καπιταλιστικά Καθεστώτα και οικονομολόγοι περιοδικά ανακοινώνουν ότι ο επιχειρηματικός κύκλος επιτέλους καταργήθηκε ή έστω κατέστη αβλαβής. Μπορούμε να πούμε χωρίς να υπερβάλλουμε ότι μιά τέτοια ανακοίνωση είναι ένας από τους καλύτερους δείκτες ότι μια νέα μεγάλη κρίση γενικευμένης υπερπαραγωγής εμπορευμάτων δεν θα αργήσει να έρθει.
Ωστόσο, αν εξετάσουμε προσεκτικά τα επιχειρήματα των υποκαταναλωτιστών γιατί συμβαίνει περιοδικά αυτή η «γενική υπερτροφία» η επιχειρηματολογία τους φαίνεται να καταρρέει. Σίγουρα κάτι λείπει στον συλλογισμό τους, αλλά τι;
Συνεχίζεται...
Οι πρώτες υποκαταναλωτικές θεωρίες προτάθηκαν από προμαρξιστές αστούς οικονομολόγους όπως ο Σισμόντι και ο Μάλθους. Καθώς αναπτύχθηκαν τα συνδικάτα, αυτές οι θεωρίες κέρδισαν σημαντική υποστήριξη μεταξύ των μελών και των υποστηρικτών τους.
Από την ίδια τους τη φύση, τα εργατικά συνδικάτα απέρριψαν σωστά την άποψη του Μάλθους και του Ρικάρντο ότι οι μισθοί δεν θα μπορούσαν ποτέ να ανέβουν πάνω από την απλή διαβίωση. Εάν απορρίψουμε την υπόθεση ότι οι μισθοί των εργαζομένων πάντα θα κρατούνται σε ένα επίπεδο με το ζόρι ικανό να κρατήσει σώμα και ψυχή μαζί και δεν υπάρχει προοπτική για τίποτε περισσότερο, δεν θα ήταν τότε εύλογο να ζητάμε να αυξήσουμε τη ζήτηση για εμπορεύματα απαιτώντας αύξηση των μισθών;
Οι υπέρ του συνδικαλισμού υποκαταναλωτιστές υποστηρίζουν: Αφού η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού στον υψηλά ανεπτυγμένο καπιταλισμό είναι μισθωτοί, δεν θα αύξανε η αύξηση των εισοδημάτων τους και την πραγματική ζήτηση για εμπορεύματα; Πώς να αναμένουμε από τους καπιταλιστές να καταναλώσουν τα τεράστια κέρδη που αποκομίζουν όταν οι μισθοί είναι χαμηλοί; Ακόμη και οι πλούσιοι έχουν όρια στο πόσα εκλεκτά κρασιά μπορούν να πιουν, πόσες επαύλεις θα έχουν για να παραθερίζουν ή πόσα ιδιωτικά αεροσκάφη Gulfstream θα έχουν για να σουλατσάρουν.
Στις πιο χοντροκομμένες εκδοχές του ο υποκαταναλωτισμός διατείνεται το εξής: Οι μισθωτοί εργαζόμενοι μπορούν να αγοράσουν πίσω μόνο μια μερίδα των όσων παράγουν. Αυτό αληθεύει φυσικά γιατί διαφορετικά δεν θα ήταν δυνατή η παραγωγή υπεραξίας, δεν θα υπήρχε κέρδος και επομένως, ούτε και καπιταλισμός.
Άραγε ο ίδιος ο Μαρξ δεν είπε ότι η περιορισμένη κατανάλωση των μαζών είναι η αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων; Εννοείται βέβαια ότι αν η παραγωγή γινόταν για τις ανάγκες των ίδιων των παραγωγών, των εργατών, δεν θα ήταν δυνατή καμία κρίση υπερπαραγωγής. Αν δηλαδή η παραγωγή γινόταν για τις ανάγκες των εργατών, δεν θα είχαμε ούτε εμπορευματική παραγωγή, ούτε καπιταλισμό. Και χωρίς την εμπορευματική παραγωγή, δεν θα υπήρχε γενικευμένη υπερπαραγωγή εμπορευμάτων. Ωστόσο, τίποτε από όλα αυτά δεν δηλοί ότι ο υποκαταναλωτισμός παρέχει μια επαρκή θεωρία κρίσης.
Στις πιο τραχείς μορφές της, η υποκατανάλωση προϋποθέτει ότι οι καπιταλιστές ζουν με κοπανιστό αέρα. Για να δώσει ο υποκαταναλωτισμός μια επαρκή θεωρία της κρίσης πρέπει να αποδείξει ότι οι καπιταλιστές και οι κολλητοί τους δεν μπορούν μέσω της προσωπικής τους ή της παραγωγικής τους χρήσης να καταναλώσουν οι ίδιοι ολόκληρο το πλεόνασμα. Ωστόσο, διαπιστώνουμε ότι ακόμη και στις πιο προηγμένες υποκαταναλωτιστικές θεωρίες, η αδυναμία των καπιταλιστών και των κολλητών τους να καταναλώσουν προσωπικά το πλεονάζον προϊόν γίνεται δεκτή ως αξίωμα, δεν αποδεικνύεται.
Οι συνδικαλιστές που υποστηρίζουν αυτή την άποψη υποστηρίζουν ότι η αύξηση των μισθών ή η αύξηση του βιοτικού επιπέδου της μεγάλης μάζας των ανθρώπων οδηγεί σε έναν «ενάρετο κύκλο» αυξανόμενης ζήτησης και υψηλότερων κερδών για τους καπιταλιστές, επειδή το αυξημένο κόστος αγοράς εργασίας που θα καταβάλουν οι καπιταλιστές θα αντισταθμίζεται και θα ξεπερνιέται κιόλας από την αυξημένη ζήτηση για τα προϊόντα τους.
Τα υψηλότερα κέρδη που γίνονται δυνατά από τη διεύρυνση των αγορών, μας λένε, οδηγούν σε αυξημένο αριθμό θέσεων εργασίας. Οι υφέσεις — η γενικευμένη υπερπροσφορά των εμπορευμάτων που εντόπισαν οι Sismondi και Malthus — θα αποφεύγονται ή τουλάχιστον θα ελαχιστοποιούνται εάν οι μισθοί είναι υψηλοί. Όταν τα αφεντικά αντιστέκονται στις απαιτήσεις των συνδικάτων για υψηλότερους μισθούς και λιγότερες ώρες, οι υποκαταναλωτιστές ισχυρίζονται ότι οι καπιταλιστές ενεργούν ενάντια στο δικό τους συμφέρον.
Ένα «φορντιστικό» μοντέλο υψηλών μισθών καπιταλισμού
Καλοπροαίρετοι ευρωπαίοι συγγραφείς επηρεασμένοι από υποκαταναλωτικές θεωρίες αναφέρονται συχνά στο «φορντιστικό» μοντέλο του «υψηλόμισθου» καπιταλισμού. Ο φορντισμός αναφέρεται στον βιομήχανο ΗΠΑνό καπιταλιστή Χένρι Φορντ (1863-1947). Αυτός ο διάσημος κατασκευαστής αυτοκινήτων πλήρωνε σχετικά υψηλούς μισθούς στους εργάτες του τη δεκαετία του 1920, οπότε οι εργάτες του υποτίθεται ότι είχαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν τα αυτοκίνητα Model T που παρήγαγαν για τον Φορντ. Επιτρέποντας στους εργάτες του να αγοράζουν τα αυτοκίνητα που κατασκεύαζαν, ο Ford δημιουργούσε σύμφωνα με τους υποκαταναλωτιστές μια αγορά για αυτά.
Θεωρούν ότι οι διαφωτισμένες πολιτικές υψηλών μισθών του Φόρντ παρείχαν το πρότυπο για τη μεγάλη ευημερία του 1948-1973. Ακολουθώντας το παράδειγμα του Φορντ, οι καπιταλιστές στις Ηνωμένες Πολιτείες, τη Δυτική Ευρώπη και αργότερα την Ιαπωνία άρχισαν τελικά να πληρώνουν μισθούς στους εργάτες τους αρκετά υψηλούς ώστε να μπορούν να απολαμβάνουν τον «αξιοπρεπή» τρόπο ζωής μιας μεσαίας τάξης. Οι υποκαταναλωτιστές ισχυρίζονται λοιπόν ότι για πρώτη φορά μετά τη Βιομηχανική Επανάσταση, οι εργάτες απέκτησαν την οικονομική δυνατότητα να αγοράζουν την συνεχώς αυξανόμενη μάζα εμπορευμάτων που παρήγαγαν για τους καπιταλιστές. Αυτός ο νέος «υψηλός μισθός» ή «φορντιστικός» καπιταλισμός, όπως υποστηρίχθηκε, μπορούσε πλέον να αποφεύγει εκείνο το σερί σοβαρών και επιδεινούμενων υφέσεων που είχαν κορυφωθεί με την οικονομική κατάρρευση του 1929 και τη Μεγάλη Ύφεση.
Η υποχώρηση από τον «φορντιστικό» υψηλόμισθο καπιταλισμό και η επιστροφή των σοβαρών υφέσεων
Ωστόσο, οι υποκαταναλωτιστές παραπονιούνται ότι από το 1973, οι καπιταλιστές γυρίζουν όλο και περισσότερο την πλάτη τους στον «φορντισμό», ο οποίος λειτουργούσε εξίσου καλά τόσο για τους εργάτες όσο και για τους καπιταλιστές. Παραπονιούνται ότι επέστρεψαν στις παλιές αποτυχημένες πολιτικές της συγκράτησης των μισθών σε μια κοντόφθαλμη προσπάθεια να αυξήσουν τα κέρδη τους μειώνοντας το «κόστος εργασίας». Οι υπέρ των εργατών υποκαταναλωτιστές ισχυρίζονται ότι αυτό ακριβώς οδήγησε στην επιστροφή των βαθιών υφέσεων.
Σοβαρές παγκόσμιες υφέσεις σημειώθηκαν το 1974-1975, το 1979-1982, και, η χειρότερη όλων - μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές - 2007-2009. Οι υποκαταναλωτιστές προειδοποιούν ότι η εγκατάλειψη των «φορντιστικών» πολιτικών που επικρατούσαν μεταξύ 1948 και 1973 θα μπορούσε να καταλήξει σε μια νέα οικονομική κατάρρευση τύπου 1930, σε «Μεγάλη Ύφεση».
Κατά τη διάρκεια της κρίσης του 2007-09 και της εκλογής του Μπαράκ Ομπάμα το 2008, στο αποκορύφωμα της κρίσης, υπήρχαν ελπίδες ότι οι καπιταλιστές είχαν εμπεδώσει το μήνυμα που προσπαθούσαν να τους περάσουν οι υποκαταναλωτιστές. Ήλπιζαν σε μια επιστροφή στις «φορντιστικές» πολιτικές υψηλών μισθών που συμφιλίωναν τα συμφέροντα «κεφαλαίου και εργασίας». Οι καπιταλιστές, ωστόσο, δεν πήραν κανένα μάθημα από τους υποκαταναλωτιστές. Αντίθετα, χρησιμοποίησαν τη μαζική ανεργία που προκλήθηκε από την κρίση του 2007-2009 για να μειώσουν τους μισθούς και να επιβάλουν μια νέα σειρά «σχεδίων λιτότητας».
«Φορντισμός», μύθος και πραγματικότητα
Ωστόσο, ο όρος «φορντισμός» δεν χρησιμοποιείται ποτέ με την παραπάνω έννοια στη χώρα του Φορντ, τις ΗΠΑ, πράγμα εύλογο. Ο «φωτισμένος βιομήχανος καπιταλιστής» Χένρι Φορντ είχε έναν Γερμανό φίλο και θαυμαστή. Λεγόταν Αδόλφος Χίτλερ και ο θαυμασμός ήταν αμοιβαίος.
Ο Φορντ και ο Χίτλερ ομονοούσαν σχετικά με το λεγόμενο «Εβραϊκό Ζήτημα». Ο Φορντ, όπως και ο Χίτλερ, υπήρξε ακραίος αντισημίτης που δημοσίευε φυλλάδια για το εβραϊκό ζήτημα που επαινέθηκαν από τον Χίτλερ. Λιγότερο γνωστό σήμερα είναι το γεγονός ότι ο Φορντ ομονοούσε με τον Γερμανό φίλο του σχετικά και με το συνδικαλιστικό ζήτημα. Μόλις ανέβηκε στην εξουσία στη Γερμανία το 1933, ο Χίτλερ δεν χρονοτρίβησε στην καταστολή κάθε γνήσιου εργατικού συνδικάτου.
Ο Φορντ αντιστεκόταν με ωμές μεθοδεύσεις στον συνδικαλισμό εντός των εργοστασίων του. Ενώ η General Motors και τα άλλα αφεντικά της αυτοκινητοβιομηχανίας συμφώνησαν να αναγνωρίσουν τους United Auto Workers μετά από μαζικές απεργίες στα μέσα της δεκαετίας του 1930, η Ford που ήταν υπέρ του Χίτλερ αρνούνταν. Αντίθετα, χρησιμοποιούσε το Ford Service System, μια ιδιωτική αστυνομική δύναμη παρόμοια με την Γκεστάπο, για να κατασκοπεύσει, να απολύει και να ξυλοκοπεί οποιονδήποτε ήθελε να οργανώσει σωματείο στα εργοστάσιά του.
Το UAW και άλλοι προασπιστές των εργατικών συμφερόντων στις ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν τη λέξη «φορντισμός» για την πεισματική άρνηση του Φορντ να αναγνωρίσει το δικαίωμα των εργαζομένων του να οργανώσουν ένα ανεξάρτητο σωματείο για να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους και να κάνουν συλλογικές διαπραγματεύσεις. Αυτό είναι το πραγματικό «φορντιστικό» μοντέλο. Τελικά ο Ford αναγνώρισε το UAW το 1941, όταν το καθεστώς των ΗΠΑ πίεσε τον γηραιό τυρρανικό βιομήχανο να το κάνει προς όφελος της «εθνικής ενότητας» εν καιρώ πολέμου.
Τελικά έκανε κέρδη ο Ford πληρώνοντας τους εργάτες του σχετικά υψηλούς μισθούς;
Ανοησίες. Ο Φορντ δεν σημείωσε ποτέ κέρδη πουλώντας τα αυτοκίνητά του στους εργάτες του, ούτε κανένας άλλος βιομήχανος καπιταλιστής. Στην καλύτερη ο Φορντ απλώς ξαναμάζευε μέρος των χρημάτων που κατέβαλλε σε μισθούς πουλώντας τα αυτοκίνητά του στους δικούς του εργάτες.
Ας υποθέσουμε ότι ο Φορντ πουλούσε όλα τα αυτοκίνητά του στους εργάτες του, κάτι που φυσικά δεν ισχύει. Το χρηματικό ποσό που ξόδευε για μισθούς θα έρρεαν πάλι στον ίδιο υπό τη μορφή πωλήσεων — δηλαδή δεν θα έκανε απώλειες αλλά ούτε και κέρδη. Σε μαρξιστικούς όρους, αυτό θα του επέτρεπε να πραγματώσει μονάχα το μεταβλητό του κεφάλαιο δηλαδή την εργατική δύναμη που αγόραζε από τους εργάτες του για να παραχθούν τα αυτοκίνητά του. Ανεξάρτητα από το μέγεθός του, το συγκεκριμένο αυτό χρηματικό ποσό θα κάλυπτε μερικώς μόνο την τιμή κόστους της επιχείρησης. Θα κάλυπτε δηλαδή μόνο το κόστος της τιμής που αντιπροσωπεύει τα «εργασιακά κόστη».
Εκτός από τα «εργασιακά κόστη» ο Φορντ βαρύνονταν και με άλλα έξοδα όταν έβγαζε ένα Model T. Υπήρχαν δηλαδή και τα «κεφαλαιακά κόστη» του, όπως πρώτες και επικουρικές ύλες - για παράδειγμα, η ηλεκτρική ενέργεια που τροφοδοτούσε τις τεράστιες φάμπρικες. Υπήρχαν επίσης τα κόστη απαξίωσης που βαρύνουν σημαντικά κάθε γιγαντιαίας κλίμακας παραγωγική επιχείρηση, τα κόστη απαξίωσης που βάρυναν το River Rouge, τα μηχανήματα στις γραμμές συναρμολόγησης, τους τόρνους, τους μύλους και τις πρέσες στα μηχανουργεία του.
Αν είχε πραγματώσει μόνο το «μεταβλητό κεφάλαιό» του και τίποτα άλλο —αν δηλαδή πουλούσε όλα τα αυτοκίνητά του στους εργάτες του— όχι μόνο θα είχε αποτύχει να πραγματοποιήσει μια δεκάρα κέρδους, αλλά θα είχε υποστεί συνολική ζημία γιατί δεν θα μπορούσε να καλύπτει τα άλλα είδη κεφαλαίου που αγόραζε πλην της εργατικής δύναμης. Σε αυτή την περίπτωση, ο Ford θα είχε υποστεί τεράστιες συνολικές απώλειες και σύντομα θα χρεοκοπούσε. Είναι σκέτη ανοησία να λέγεται ότι ο Χένρι Φορντ έβγαζε κέρδη πληρώνοντας τους εργάτες του «αξιοπρεπείς μισθούς» ώστε να μπορούν να αγοράζουν τα αυτοκίνητα Model T που παρήγαγαν. Για να το κατανοήσουμε αυτό, δεν χρειαζόμαστε τον Ρικάρντο ή τον Μαρξ. Χρειαζόμαστε απλά στοιχειώδη λογιστική.
Ό,τι και να ισχυρίστηκε ο ίδιος ή οι πληρωμένοι προπαγανδιστές του, ο Φορντ το συνειδητοποιούσε ξεκάθαρα αυτό, όπως και κάθε πραγματικός επιχειρηματίας. Αυτός είναι ο λόγος που ο Ford ήταν τόσο αντίθετος στην συνδικαλιστική οργάνωση των εργοστασίων του και πίστευε ότι το κόστος συντήρησης της ιδιωτικής του Γκεστάπο άξιζε τον κόπο αν έτσι μπορούσε να αποκρούει τις προσπάθειες οργάνωσης σωματείου.
Τότε γιατί ο Φορντ πλήρωνε σχετικά υψηλούς μισθούς;
Ο Φορντ αναγκάστηκε να πληρώσει σχετικά υψηλούς μισθούς γιατί αλλιώς δεν θα μπορούσε να βρει πολλούς εργάτες πρόθυμους να δουλέψουν για λογαριασμό του αν περιοριζόταν στους συνήθεις χαμηλούς μισθούς της εποχής. Το να συμβαδίζεις με τη γραμμή συναρμολόγησης του Φορντ ήταν — και είναι — εξαντλητικό σε σύγκριση με πολλές άλλες εργασίες όπου ο ενταντικός ρυθμός είναι πολύ πιο αργός. Λόγω της μεγαλύτερης έντασης του εργασιακού φόρτου, ο Φορντ έπρεπε αναγκαστικά να πληρώσει σχετικά υψηλούς μισθούς διαφορετικά οι επιχείρησή του θα αδρανούσε.
Η θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ
Για να εμβαθύνουμε σε αυτό το θέμα, πρέπει να κατανοήσουμε πλήρως τη θεωρία της υπεραξίας του Μαρξ, την πιο σημαντική συμβολή του στα οικονομικά.
Ο νόμος της αξίας που είχαν αναπτύξει οι κλασικοί οικονομόλογοι προ του Μαρξ όριζε ότι τα εμπορεύματα που λαμβάνουν κατά μέσο όρο την ίδια ποσότητα εργασίας για να παραχθούν ανταλλάσσονται για εμπορεύματα που απαιτούν κι αυτά, κατά μέσο όρο, την ίδια ποσότητα εργασίας για να παραχθούν. Ή, εν ολίγοις, ίσες ποσότητες εργασίας που ενσωματώνονται σε εμπορεύματα έχουν την ανταλλακτική αξία ίσων ποσοτήτων εργασίας. Πώς όμως εφαρμόζεται αυτό στην περίπτωση της πώλησης της ίδιας της εργασίας στην αγορά;
Μια μεγάλη αντίφαση στη ρικαρντιανή θεωρία αξιών
Εάν οι εργαζόμενοι πουλούν την εργασία τους στην αξία της, τότε το κέρδος από πού προέρχεται; Κατά μέσο όρο, άλλωστε, οι βιομήχανοι καπιταλιστές αναγκάζονται να αγοράζουν όλα τα άλλα εμπορεύματα στις αξίες τους. Και αν οι καπιταλιστές πρέπει επίσης να πληρώσουν την πλήρη αξία για την εργασία που αγοράζουν - αφού σύμφωνα με τη Ρικαρδιανή θεωρία της αξίας, και η ίδια η εργασία, όπως και κάθε άλλο εμπόρευμα, πωλείται κατά μέσο όρο στην αξία της - τότε πως θα μπορέσουν να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους στην αξία τους και παρόλα αυτά να βγάλουν κέρδος;
Ας υποθέσουμε ότι, για να παράγει μια ορισμένη ποσότητα λινοβάμβακα, ένας βιομήχανος καπιταλιστής αγοράζει 12 ώρες εργασίας από έναν εργάτη την ημέρα. Σύμφωνα με τον Ρικάρντο, ο καπιταλιστής θα πρέπει να πληρώσει στον εργάτη ένα ποσό που αντιπροσωπεύει 12 ώρες εργασίας. Επιπλέον, ο καπιταλιστής θα έπρεπε να αγοράσει άλλα εμπορεύματα, όπως πρώτες και επικουρικές ύλες - κάρβουνο για να λειτουργήσει τις ατμομηχανές του, για παράδειγμα - καθώς και να επιβαρυνθεί με το κόστος απαξίωσης του πάγιου κεφαλαίου του.
Πώς, λοιπόν, θα κάνει κέρδος ο καπιταλιστής; Ο Μάλθους ισχυρίστηκε ότι ο καπιταλιστής απλώς θα πρόσθετε ένα κέρδος στο κόστος του, αλλά ο δυνατός στοχαστής Ρικάρντο αυτό το θεωρούσε ανόητο. Εάν κάθε καπιταλιστής ανέβαζε τις τιμές των εμπορευμάτων του πάνω από τις αξίες τους, αυτές οι αυξήσεις τιμών απλώς θα αλληλοακυρώνονταν και δεν θα υπήρχε κανένα κέρδος. Ούτε ο Ρικάρντο ούτε οι φιλοκαπιταλιστές υποστηρικτές του, ούτε οι εμπνευσμένοι από τον Ρικάρντο σοσιαλιστές κριτικοί που τους ακολούθησαν, δεν μπόρεσαν να λύσουν αυτό το παράδοξο. Ο Μαρξ βρήκε την απάντηση γύρω στο 1857.
Ο Μαρξ, αφού καταπιάστηκε χρόνια με την μελέτη της αστικής πολιτικής οικονομία, συνειδητοποίησε ότι οι εργάτες δεν πουλάνε την «εργασία» τους στους καπιταλιστές αλλά την ικανότητά τους να εργάζονται, την εργατική τους δύναμη. Σε αντάλλαγμα για ένα χρηματικό ποσό - έναν μισθό - οι εργάτες θέτουν τη δυνατότητα τους να εργάζονται στη διάθεση των καπιταλιστών για μια ορισμένη περίοδο, όπως μια μέρα ή μια εβδομάδα.
Οι εργάτες χρησιμοποιούν τα χρήματα που κερδίζουν πουλώντας την ικανότητά τους για εργασία, ή την εργατική τους δύναμη, για να αγοράσουν τα εμπορεύματα που αναπαράγουν τη δική τους εργατική δύναμη - τόσο την προσωπική τους εργατική δύναμη όσο και την ανατροφή των παιδιών τους, δηλαδή την επόμενη γενιά εργαζομένων. Γιατί είναι τόσο σημαντικό να γίνεται διάκριση μεταξύ εργασίας και εργατικής δύναμης; Μήπως πρόκειται για μια ακαδημαϊκή διάκριση χωρίς ιδαίτερη σημασία; Καθόλου.
Όπως κάθε άλλο εμπόρευμα, η εργατική δύναμη των εργαζομένων ενσωματώνει μια ορισμένη ποσότητα ανθρώπινης εργασίας - την εργασία που, στην βάση των σημερινών συνθηκών παραγωγής, είναι κατά μέσο όρο απαραίτητη για να παραχθούν τα εμπορεύματα που πρέπει να καταναλώσουν οι εργάτες για να αναπαράξουν την εργατική τους δύναμη. Πρέπει επίσης να σημειώσουμε ότι η εργατική δύναμη δεν είναι εμπόρευμα που παράγει η καπιταλιστική παραγωγή. Η ποσότητα της εργασίας που ενσωματώνεται στην εργατική δύναμη που πωλείται στους καπιταλιστές για μια δεδομένη περίοδο είναι αρκετά διαφορετική από την ποσότητα εργασίας που πρέπει να εκτελέσουν οι εργάτες για τους καπιταλιστές την ίδια περίοδο.
Η σύγχυση αυτών των δύο διαφορετικών μεγεθών προκύπτει επειδή η αξία χρήσης της εργατικής δύναμης που αγοράζουν και καταναλώνουν οι καπιταλιστές βάζοντας τους εργάτες να δουλέψουν, από τη μια πλευρά, και η εργασία που εκτελούν οι εργάτες, από την άλλη, μετριέται με την ίδια μονάδα - τον χρόνο.
Για παράδειγμα, σε μια εργασιακή εβδομάδα 40 ωρών, οι καπιταλιστές αγοράζουν και καταναλώνουν 40 ώρες από την εργατική δύναμη του εργάτη και οι εργάτες εκτελούν 40 ώρες εργασίας. Ωστόσο, εδώ έχουμε να κάνουμε με δύο διαφορετικά πράγματα. Πρώτον, εδώ μετράμε μια ορισμένη ποσότητα της αξίας χρήσης — όχι της αξίας — της εμπορευματικής εργατικής δύναμης.
Αν οι μισθοί αυξάνονταν τόσο πολύ που οι εργάτες πληρώνονταν το αντίτιμο ολόκληρης την αξίας που παρήγαγαν, η εργατική τους δύναμη θα ήταν άχρηστη για τον καπιταλιστή, δηλαδή δεν θα διέθετε αξία χρήσης γιατί δεν θα παρήγαγε υπεραξία. Αυτό θέτει ένα απώτατο όριο στο πόσο πολύ γίνεται να αυξηθούν οι μισθοί στο κάθε συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον της παραγωγής.
Δεύτερον, μετράμε το ποσό της εργασίας που πρέπει να εκτελέσουν οι εργαζόμενοι έχοντας πουλήσει την εργατική τους δύναμη.
Το ποσό της εργασίας που εκτελούν οι εργαζόμενοι μετριέται και αυτό σε χρονικούς όρους. Στο παράδειγμά μας, 40 ώρες εργασίας.
Οι εργάτες πωλούν 40 ώρες εργατικής δύναμης ως αξία χρήσης και στη συνέχεια εκτελούν 40 ώρες εργασίας. Καθώς οι 40 ώρες εργασίας ενσωματώνονται στα εμπορεύματα που παράγει ο εργάτης, προσθέτουν 40 ώρες αξίας στα εμπορεύματα.
Ας υποθέσουμε ότι χρειάζονται μόνο 20 ώρες κατά μέσο όρο - που αντιπροσωπεύει την αξία - για να παραχθούν 40 ώρες εργατικής δύναμης ως αξία χρήσης. Σε αυτή την περίπτωση, η εργατική δύναμη που έχει αξία 20 ωρών παράγει 40 ώρες εργασίας.
Σε αυτήν την περίπτωση, η αναλογία απλήρωτης εργασίας — 20 ώρες — προς αμειβόμενη εργασία — επίσης 20 ώρες — είναι 1 ή 100%. Το ποσοστό υπεραξίας ή αλλιώς ποσοστό εκμετάλλευσης θα είναι 100%. Στη συνέχεια, ο εργάτης θα αφιερώσει τη μισή εργάσιμη ημέρα του δουλεύοντας για τον εαυτό του και τη μισή εργάσιμη για τους καπιταλιστές και τους άλλους μη εργαζόμενους καταναλωτές υπεραξίας. Αυτό το ποσοστό υπεραξίας δεν πρέπει να συγχέεται με το ποσοστό κέρδους, διότι κατά τον υπολογισμό του ποσοστού υπεραξίας, διαιρούμε την υπεραξία μόνο με το μεταβλητό κεφάλαιο, αλλά όταν υπολογίζουμε το ποσοστό κέρδους διαιρούμε την υπεραξία με το σύνολο του κεφαλαίου στην διάθεση του καπιταλιστή και όχι μόνο με το μεταβλητό κεφάλαιο.
Η διαφορά στην ποσότητα εργασίας που εκτελούν οι εργάτες και στην πραγματική αξία της εργατικής τους δύναμης, μετρούμενη επίσης σε ώρες εργασίας, αντιπροσωπεύει αυτό που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία. Η υπεραξία γίνεται κέρδος όταν οι καπιταλιστές την πραγματώνουν σε μορφή χρήματος με την πώληση εμπορευμάτων.
Επομένως, οι καπιταλιστές πληρώνουν μόνο τις πρώτες 20 ώρες εργασίας. Οι εργάτες εκτελούν τις υπόλοιπες 20 ώρες εργασίας χωρίς αμοιβή από τους καπιταλιστές.
Πράγματι, η αξία χρήσης του εμπορεύματος που λέγεται εργατική δύναμη για τον καπιταλιστή αγοραστή της έγκειται στο ότι παράγει μια υπεραξία πάνω και πέρα από τη δική της αξία. Αν η εργατική δύναμη δεν παράγει υπεραξία, δεν έχει αξία χρήσης για τον καπιταλιστή.
Το ποσοστό της υπεραξίας
Στην περίπτωσή μας, ο Μαρξ θα έλεγε ότι το ποσοστό της υπεραξίας είναι 100%. Το μέρος της εργασίας που εκτελείται δωρεάν από τους εργάτες για τους καπιταλιστές - 20 ώρες, σύμφωνα με το παράδειγμά μας - διαιρείται με το μέρος της εργασίας που πληρώνουν πραγματικά οι καπιταλιστές. Το ποσοστό υπεραξίας μπορεί να είναι υψηλότερο ή χαμηλότερο από 100%. Αλλά αν το ποσοστό της υπεραξίας έπεφτε στο μηδέν, η εργατική δύναμη θα έχανε κάθε αξία χρήσης για τους καπιταλιστές. Οι καπιταλιστές θα αρνούνταν να την αγοράσουν. Από την υπεραξία προκύπτει το κέρδος και η έγγειος πρόσοδος — και όλα τα εισοδήματα που βασίζονται σε αυτά τα δύο πρωτογενή εισοδήματα.
Τρία μέρη της αξίας ενός εμπορεύματος
Όπως είδαμε στην περίπτωση των αυτοκινήτων Model T του Φορντ, η αξία ενός εμπορεύματος μπορεί να χωριστεί σε τρία μέρη. Το πρώτο μέρος είναι η αξία που μεταβιβάζεται στο εμπόρευμα κατά την παραγωγή του από το φθαρμένο σταθερό κεφάλαιο — πάγιο κεφάλαιο, πρώτες ύλες και επικουρικά υλικά, για παράδειγμα, η ηλεκτρική ισχύς για τον φωτισμό του εργοστασίου.
Η δεύτερη είναι η αξία που αναπαράγει την αξία της εργατικής δύναμης που καταναλώνεται από τον βιομήχανο καπιταλιστή κατά την παραγωγή του εμπορεύματος. Αυτή είναι η απαραίτητη εργασία - η αμειβόμενη εργασία - που επιτρέπει στον εργάτη να ζήσει.
Τρίτο και σημαντικότερο είναι το μέρος της αξίας του εμπορεύματος που αποτελεί υπεραξία. Είναι το μέρος της αξίας του εμπορεύματος που παρέχει στον βιομήχανο καπιταλιστή το πραγματικό του κίνητρο να επιχειρήσει.
Προσέξτε ότι όταν κάνουμε αυτή τη διαίρεση, μιλάμε με όρους αξίας - ώρες αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας που ενσωματώνονται σε ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα - και δεν λέμε απολύτως τίποτα για την αξία χρήσης του εν λόγω εμπορεύματος.
Ένα συγκεκριμένο εμπόρευμα ως αξία χρήσης προορίζεται να εκτελέσει μία από τις ακόλουθες πέντε λειτουργίες.
1. Ως αξία χρήσης μπορεί να λειτουργήσει ως είδος προσωπικής κατανάλωσης για έναν παραγωγικό (δηλαδή παραγωγό υπεραξίας) εργαζόμενο. Ενώ ο εργάτης το βλέπει ως είδος προσωπικής κατανάλωσης, ωστόσο παίζει πολύ μεγαλύτερο ρόλο για την καπιταλιστική παραγωγή στο σύνολό της. Πρώτον, όταν οι εργάτες καταναλώνουν εμπορεύματα, αναπαράγει τόσο την προσωπική τους εργατική δύναμη όσο και συντελούν στην ανατροφή της επόμενης γενιάς εργαζομένων. Όσον αφορά την αξία του εμπορεύματος, όταν οι εργάτες καταναλώνουν εμπορεύματα, μεταφέρουν την αξία τους τόσο στην εργατική δύναμη των εργαζομένων όσο και στην αναπτυσσόμενη εργατική δύναμη των παιδιών τους.
2. Μια αξία χρήσης μπορεί να λειτουργεί ως είδος προσωπικής κατανάλωσης για νεοπροσληφθέντες παραγωγικούς (παραγωγούς υπεραξίας) εργαζομένους. Εναλλακτικά, μπορεί να λειτουργεί ως είδος προσωπικής κατανάλωσης για ήδη απασχολούμενους παραγωγικούς (παραγωγούς υπεραξίας) εργαζομένους των οποίων οι ώρες εργασίας έχουν παραταθεί. Και στις δύο περιπτώσεις, το εμπόρευμα αντιπροσωπεύει υπεραξία που έχει μετατραπεί σε πρόσθετο μεταβλητό κεφάλαιο.
3. Μια αξία χρήσης μπορεί να αντικαταστήσει φθαρμένη πρώτη ή επικουρική ύλη ή μια μηχανή που έχει καταναλωθεί πλήρως στη διαδικασία παραγωγής και, ως εκ τούτου, έχει κλείσει τον κύκλο της ως μέσο παραγωγής. Ο ρόλος της είναι να αναπληρώσει τα στοιχεία του υπάρχοντος παγίου κεφαλαίου που εξαντλήθηκε. Σε αυτή την περίπτωση, το εμπόρευμά αντιπροσωπεύει ένα μέρος του παγίου κεφαλαίου του καπιταλιστή.
4. Το εμπόρευμα μπορεί να προορίζεται να λειτουργήσει στην παραγωγή ως είδος παγίου κεφαλαίου ή πρώτης ή επικουρικής ύλης που προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για την επέκταση της υφιστάμενης κλίμακας παραγωγής. Στην περίπτωση αυτή, το εμπόρευμα αντιπροσωπεύει υπεραξία που μετατρέπεται σε νέο σταθερό κεφάλαιο.
5. Μερικά από τα παραγόμενα εμπορεύματα θα λειτουργήσουν ως είδη προσωπικής κατανάλωσης για τους καπιταλιστές και άλλους καταναλωτές υπεραξίας, όπως οι γαιοκτήμονες και οι κληρικοί - οι τρίτοι καταναλωτές του Μάλθους - που επιτρέπουν σε αυτά τα άτομα να ζουν χωρίς να εργάζονται. Οι αξίες χρήσης αυτών των εμπορευμάτων μπορεί να αντιπροσωπεύουν είδη πρώτης ανάγκης, όπως τρόφιμα που χρειάζονται όλοι οι άνθρωποι για να ζήσουν, ή μπορεί να αντιπροσωπεύουν είδη πολυτελείας, όπως τα «fine carriages» στην εποχή του Ρικάρντο ή τα αεριωθούμενα αεροσκάφη Gulfstream σήμερα. Όταν καταναλώνονται αυτές οι αξίες χρήσης, οι αξίες τους εξαφανίζονται χωρίς ίχνος. Σε αντίθεση με τις αξίες των εμπορευμάτων που καταναλώνουν οι παραγωγικοί εργάτες, οι αξίες αυτών των εμπορευμάτων μπορούν να αναπληρωθούν μόνο από ένα μέρος της υπεραξίας που παράγεται από τους παραγωγικούς εργάτες. Ως αξίες υλικής χρήσης, αυτά τα εμπορεύματα αντιπροσωπεύουν το κοινωνικό πλεονάζον προϊόν που δεν λειτουργεί ως νέο μέσα παραγωγής αλλά αντίθετα λειτουργεί ως προσωπικό μέσο κατανάλωσης των καπιταλιστών και των συνεργατών τους, είτε ως είδη πρώτης ανάγκης είτε ως είδη πολυτελείας.
Εμπορευματικό κεφάλαιο
Τα αποθέματα των νεοπαραγόμενων εμπορευμάτων ενός βιομήχανου καπιταλιστή που δεν έχουν ακόμη πουληθεί αντιπροσωπεύουν αυτό που ο Μαρξ ονόμασε εμπορευματικό κεφάλαιο. Όταν ο Sismondi και ο Malthus μίλησαν για τον κίνδυνο μιας γενικής λίμνασης εμπορευμάτων, είχαν κατά νου την υπερπαραγωγή εμπορευματικού κεφαλαίου.
Οι βιομήχανοι καπιταλιστές που παράγουν εμπορευματικό κεφάλαιο αδιαφορούν για τις αξίες χρήσης των εμπορευμάτων που απαρτίζουν το εμπορευματικό κεφάλαιο. Τις βλέπουν απλώς ως αξίες — όχι ως αξίες χρήσης — που είναι μεγαλύτερες από τις αξίες των εμπορευμάτων που αποτελούσαν το κεφάλαιο με το οποίο ξεκίνησαν.
Μέσω της διαδικασίας ανταλλαγής εμπορευμάτων, κάθε μεμονωμένο εμπόρευμα θα καταλήξει στα χέρια του τελικού καταναλωτή του. Είτε οι τελικοί καταναλωτές είναι εργάτες παραγωγοί υπεραξίας είτε βιομήχανοι καπιταλιστές είτε μη παραγωγικοί καταναλωτές υπεραξίας, όπως οι γαιοκτήμονες, κανένας τους δεν είναι αδιάφορος για την αξία χρήσης του εμπορεύματος που αγοράζει. Ένας τόρνος, για παράδειγμα, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο προσωπικής κατανάλωσης για έναν εργάτη, ούτε ο Φορντ θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει ένα καρβέλι ψωμί για να κόβει μέταλλο στα μηχανουργεία του.
Επομένως, εάν οι καπιταλιστές θέλουν να αποφύγουν είτε την υποπαραγωγή είτε την υπερπαραγωγή συγκεκριμένων εμπορευμάτων, κάθε εμπόρευμα θα πρέπει να παράγεται στη σωστή αναλογία τόσο σε όρους αξίας χρήσης όσο και σε όρους αξίας. Μόνο αν αυτό συμβαίνει μπορεί το καπιταλιστικό σύστημα να λειτουργεί.
Στον πραγματικό κόσμο, τα εμπορεύματα παράγονται μόνο σε περίπου σωστές αναλογίες. Ακόμη και σε περιόδους γενικής ευημερίας, τα εμπορεύματα είτε υπερπαράγονται είτε υποπαράγονται σε κάθε δεδομένη στιγμή, γεγονός που υποβαθμίζει τη διαδικασία της αναπαραγωγής σε κάποιο βαθμό, αλλά όχι αρκετά για να την κάνει να διαλυθεί. Αν τα εμπορεύματα παράγονταν σε ριζικά λανθασμένες αναλογίες είτε σε όρους αξίας είτε σε όρους αξίας χρήσης, η καπιταλιστική οικονομία θα κατέρρεε στο χάος.
Οδηγεί η πτώση του ποσοστού υπεραξίας σε διεύρυνση της αγοράς;
Ας εξετάσουμε έναν μεμονωμένο βιομήχανο καπιταλιστή που παράγει ρούχα εργασίας που προορίζονται να καταναλωθούν μόνο από μέλη της εργατικής τάξης. Για τον βιομήχανο καπιταλιστή μας, τα ρούχα εργασίας που παράγει αντιπροσωπεύουν το εμπορευματικό του κεφάλαιο. Όπως όλοι οι άλλοι βιομηχανικοί καπιταλιστές, είναι εντελώς αδιάφορος για την αξία χρήσης τους. Αλλά για τους αγοραστές ρούχων εργασίας - παραγωγικούς εργάτες - η αξία χρήσης των ρούχων είναι ο λόγος που επίλεξαν να αγοράσουν αυτἀ και όχι ένα άλλο εμπόρευμα με διαφορετική αξία χρήσης.
Από πού βρίσκουν οι παραγωγικοί εργάτες μας τα χρήματα για να αγοράσουν τα ρούχα εργασίας; Πουλώντας την εργατική τους δύναμη. Όταν ο καπιταλιστής μας με τα ρούχα εργασίας πουλάει το εμπόρευμά του, το ανταλλάσσει με ένα χρηματικό ποσό που στα χέρια των εργατών αντιπροσωπεύει το εισόδημα από μισθούς. Αυτά τα χρήματα πραγματώνουν και τα τρία μέρη της αξίας του εμπορευματικού κεφαλαίου του καπιταλιστή που πουλάει ρούχα εργασίας, συμπεριλαμβανομένου και του μέρους που αντιπροσωπεύει την υπεραξία. Εδώ αρχίζουν την ανάλυσή τους οι αφελείς αν και καλοπροαίρετοι υποκαταναλωτιστές μας.
Σύμφωνα με αυτούς, ο μόνος λόγος που ο καπιταλιστής μας μπορεί να πουλήσει τα εμπορεύματά του, τα ρούχα εργασίας, στην πλήρη τους αξία και να αποκομίσει κέρδος είναι ότι οι εργάτες λαμβάνουν εισοδήματα με τη μορφή μισθών. Αν αυξηθούν οι μισθοί —ή μειωθεί το ποσοστό υπεραξίας— ο καπιταλιστής θα επιβαρυνθεί όντως με αυξανόμενο κόστος εργασίας. Ωστόσο, η αύξηση των μισθών θα επιτρέψει στους εργαζόμενους να αγοράσουν περισσότερα ρούχα εργασίας. Επομένως, η αύξηση των μισθών δεν θα είναι μόνο προς το συμφέρον των εργαζομένων αλλά και του καπιταλιστή.
Αυτό που ξεχνούν οι υποκαταναλωτιστές είναι ότι δεν παράγονται όλα τα εμπορεύματα για την κατανάλωση της εργατικής τάξης. Από τις πέντε πιθανές χρήσεις ενός εμπορεύματος που εξετάσαμε παραπάνω, αποδεικνύεται ότι μόνο η πρώτη — υποστήριξη ήδη απασχολουμένων εργαζομένων — και η δεύτερη — υποστήριξη νεοπροσληφθέντων εργαζομένων δηλαδή εργαζομένων των οποίων οι ώρες εργασίας έχουν παραταθεί — καταναλώνονται πράγματι από τους εργαζόμενους . Οι άλλες τρεις κατηγορίες προορίζονται είτε παραγωγικά είτε μη παραγωγικά για την κατανάλωση των καπιταλιστών ή άλλων καταναλωτών υπεραξίας.
Για παράδειγμα, πάρτε το παράδειγμα ενός καπιταλιστή που παράγει πολυτελή αεροσκάφη Gulfstream που μπορούν να αγοραστούν μόνο από καπιταλιστές — όχι από τον κάθε τυχαίο καπιταλιστή αλλά μόνο από τους πλουσιότερους καπιταλιστές. Αυτός ο κύριος πραγματώνει και τα τρία μέρη της αξίας του εμπορεύματός του - σταθερό κεφάλαιο, μεταβλητό κεφάλαιο και υπεραξία - ανταλλάσσοντας το εμπόρευμά του με χρήμα που αντιπροσωπεύει μόνο την υπεραξία που πραγματοποιείται σε μορφή χρήματος - το κέρδος.
Για έναν τέτοιο καπιταλιστή, όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας - δηλαδή όσο χαμηλότεροι είναι οι μισθοί - τόσο μεγαλύτερη θα είναι η επέκταση της αγοράς του, αφού όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας και το ποσοστό κέρδους, τόσο περισσότεροι καπιταλιστές θα έχουν τα λεφτά να αγοράσουν τα ακριβά του Gulfstream. Ακόμη και οι αφελείς αν και καλοπροαίρετοι υποκαταναλωτιστές θα πρέπει να παραδεχτούν ότι ο καπιταλιστής του Gulfstream δεν πρόκειται ποτέ να συμμαχήσει με την εργατική τάξη.
Και από την άλλη υπάρχουν οι καπιταλιστές που παράγουν εμπορεύματα που λειτουργούν ως μέσα παραγωγής άλλων εμπορευμάτων - παραγωγοί πρώτων υλών, επικουρικών υλικών όπως η ηλεκτρική ενέργεια, κατασκευαστές κτιρίων, εργοστασίων και μηχανολογικού εξοπλισμού. Αυτοί οι καπιταλιστές παράγουν εμπορεύματα που αγοράζονται μόνο από άλλους καπιταλιστές. Ένα μέρος της αγοράς για τα προιόντα αυτών των καπιταλιστών παρέχεται δια της αντικατάστασης του υπάρχοντος εξοπλισμού. Ένα άλλο μέρος της αγοράς παρέχεται δια της προσθήκης στα υπάρχοντα μέσα παραγωγής.
Ακριβώς όπως συμβαίνει με τον καπιταλιστή μας στο Gulfstream, η αγορά για αυτούς τους κυρίους θα επεκταθεί ταχύτερα όταν το ποσοστό κέρδους είναι υψηλότερο, ή το ίδιο πράγμα, όταν οι εργαζόμενοι υφίστανται την εναντικότερη εκμετάλλευση. Για αυτούς, όσο περισσότερο οι εργαζόμενοι γίνονται αντικείμενο εκμετάλλευσης και όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό κέρδους, τόσο υψηλότερα κέρδη έχουν να περιμένουν. Είναι δυνατόν αυτοί να συμμαχήσουν με την εργατική τάξη;
Τώρα, ας επιστρέψουμε τώρα στον καπιταλιστή μας που παράγει ρούχα εργασίας — τον «καλό» καπιταλιστή. Είναι πράγματι σύμμαχος της εργατικής τάξης; Πρώτον, δεν θέλει να πληρώσει υψηλότερους μισθούς στους δικούς του εργαζόμενους συγκεκριμένα, αν μπορεί να το αποφύγει.
Επιπλέον, δεν είναι αλήθεια ότι η αύξηση των μισθών θα διευρύνει αναγκαστικά την αγορά του, όπως υποθέτουν οι υποκαταναλωτιστές. Ας υποθέσουμε ότι οι μισθοί μειώνονται, προκαλώντας αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και του ποσοστού κέρδους. Εάν συμβεί αυτό, ο καπιταλιστής μας θα έχει περισσότερη υπεραξία για να μετατραπεί σε πρόσθετο κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου του μεταβλητού κεφαλαίου. Εάν κάθε εργαζόμενος αμείβεται λιγότερο, κάθε εργαζόμενος θα έχει όντως χαμηλότερους μισθούς και θα αγοράζει λιγότερα ρούχα εργασίας.
Αλλά αν προσληφθούν περισσότεροι εργάτες, δεν θα μπορέσει ο καπιταλιστής των ρούχων εργασίας να αντισταθμίσει τα λιγότερα ρούχα που πουλά σε κάθε εργάτη ξεχωριστά επειδή θα έχει περισσότερους εργάτες να τους πουλήσει ρούχα; Εάν τα εργοστάσια επεκτείνονται και προσλαμβάνουν περισσότερους εργάτες, η αγορά που προσφέρει ρούχα εργασίας θα επεκταθεί για αυτόν ακριβώς τον λόγο. Επιπλέον, ενδέχεται να υπάρχουν υπερωρίες, έτσι ακόμη και αν μερικοί από τους εργαζομένους μας θα βγάζουν λιγότερα χρήματα ανά ώρα, θα μπορούν να αγοράζουν την ίδια ποσότητα ρούχων εργασίας ή ακόμη και μεγαλύτερη ποσότητα επειδή θα εργάζονται περισσότερες ώρες.
Επομένως, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η αύξηση του ποσοστού υπεραξίας και πτώση των μισθών των εργαζομένων θα συρρίκνωνε αναγκαστικά την αγορά του καπιταλιστή που πουλάει ρούχα εργασίας. Οι χαμηλότεροι μισθοί για τους εργάτες - μια αύξηση του ποσοστού υπεραξίας - θα μπόρουσε κάλλιστα να διευρύνει την αγορά του αλλά και έτσι να γινόταν η αγορά του θα επεκτεινόταν λιγότερο από μια αγορά που παράγει εμπορεύματα αποκλειστικά για καπιταλιστές σαν κι αυτόν, όπως π.χ. την αγορά του καπιταλιστή που πουλάει τα Gulfstream. Και μην ξεχνάμε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που θα αποκτήσει ο καπιταλιστής των ρούχων εργασίας μειώνοντας το δικό του «κόστος εργασίας».
Εξίσωση του ποσοστού κέρδους
Όπως αναγνωρίζουν όλες σχεδόν οι σχολές οικονομικής θεωρίας, το ποσοστό κέρδους μεταξύ διαφορετικών βιομηχανιών τείνει να εξισώνεται. Εάν το ποσοστό κέρδους πέσει κάτω από το μέσο όρο σε έναν συγκεκριμένο τομέα παραγωγής, το κεφάλαιο θα ξεχυθεί από αυτόν τον τομέα σε άλλους τομείς όπου το ποσοστό κέρδους είναι υψηλότερο. Ισχύει μεν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις, μια αύξηση των μισθών μέσω της επέκτασης της αγοράς ορισμένων καπιταλιστών που πουλάνε τα εμπορεύματά τους σε εργάτες θα αναπλήρωνε και με το παραπάνω το αυξημένο «κόστος εργασίας». Σε αυτή την περίπτωση, ενώ το μέσο ποσοστό κέρδους θα έπεφτε λόγω των υψηλότερων μισθών, το ποσοστό των κερδών εκείνων των καπιταλιστών που απευθύνονται στους εργάτες ενδεχομένως θα αυξάνονταν παρά το υψηλότερο κόστος εργασίας τους.
Αλλά σε μια τέτοια κατάσταση, το υψηλότερο ποσοστό κέρδους που κερδίζουν οι καπιταλιστές που πουλάνε απευθείας στους εργάτες θα κρατηθεί προσωρινά μόνο. Το κεφάλαιο σε μια τέτοια κατάσταση θα εισρεύσει από βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα που απευθύνονται κυρίως σε καπιταλιστές σε βιομηχανίες που παράγουν εμπορεύματα που απευθύνονται μόνο σε εργάτες. Αυτό είναι πολύ επιθυμητό από την άποψη των εργαζομένων, και δικαίως αγωνίζονται τα συνδικάτα για αυτό. Αλλά αυτό δεν συμφέρει τον καπιταλιστή των ρούχων εργασίας γιατί αυτός σίγουρα θα βρει απέναντί του έναν ή δύο ανταγωνιστές που θα φτιάξουν επιχείρηση για να τον ανταγωνιστούν. Έτσι θα αναγκαστεί να μειώσει τις τιμές για τα εμπορεύματά του και επομένως το κέρδος του θα εκπέσει και θα γίνει το νέο χαμηλότερο μέσο ποσοστό κέρδους. Καλό για τους εργάτες, κακό για τον καπιταλιστή.
Αρχίζουμε λοιπόν να καταλαβαίνουμε ότι ο «καλός» μας καπιταλιστής που πουλάει ρούχα εργασίας δεν έχει κανένα συμφέρον να είναι φίλος μας.
Ποιος αγοράζει την αυξανόμενη μάζα των εμπορευμάτων που παράγονται από την καπιταλιστική βιομηχανία;
Όπως είδαμε, ένα τεράστιο και αυξανόμενο μέρος του συνολικού εμπορευματικού προϊόντος αγοράζεται από τους ίδιους τους καπιταλιστές, ένα γεγονός που παραβλέπεται από τους υποκαταναλωτιστές που αναρωτιούνται ποιός αγοράζει τα εμπορεύματα από τη στιγμή που η κατανάλωση των εργατών περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό λόγω της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Όπως τόνισε ο Μαρξ, οι εργαζόμενοι είναι πάντα υπερπαραγωγοί σε ό,τι αφορά τους ίδιους. Δεν μπορούν ποτέ να αποσπάσουν από την αγορά κάτι πιο πάνω από ένα μικρό μέρος της συνολικής ποσότητας των εμπορευμάτων που παράγουν. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι οι καπιταλιστές δεν θα μπορέσουν να βρουν αγορές για την αυξανόμενη μάζα των εμπορευμάτων που παράγουν. Αν ο καπιταλιστής δεν μπορούσε να βρει τέτοιες αγορές, ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν θα βίωνε περιοδικές κρίσεις γενικευμένης υπερπαραγωγής, δεν θα υπήρχε καν.
Η καπιταλιστική κατανάλωση χωρίζεται σε δύο μέρη: εμπορεύματα σχεδιασμένα για προσωπική κατανάλωση και εμπορεύματα που αναπληρώνουν και επεκτείνουν τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής. Το τμήμα της υπεραξίας που προορίζεται να καταναλωθεί για παραγωγικούς σκοπούς χωρίζεται σε δύο μέρη. Ένα μέρος της θα μετατραπεί σε νέο σταθερό κεφάλαιο —πρώτες και επικουρικές ύλες και πάγιο κεφάλαιο— ενώ ένα άλλο μέρος της θα μετατραπεί σε πρόσθετο μεταβλητό κεφάλαιο που θα χρησιμοποιηθεί για την πρόσληψη επιπλέον εργαζομένων καθώς και για την επέκταση του αριθμού των ωρών εργασίας που εκτελούν οι ήδη εργαζόμενοι.
Το μέρος της υπεραξίας που μετατρέπεται σε νέο μεταβλητό κεφάλαιο —δηλαδή σε εργατική δύναμη— προορίζεται και αυτό να καταναλωθεί μόνο από τους βιομήχανους καπιταλιστές. Ωστόσο, όταν οι καπιταλιστές αγοράζουν την εργατική δύναμη των εργατών με ένα χρηματικό ποσό, αυτό επιτρέπει στους εργάτες να ζήσουν και, όπως το έθεσε ο Ρικάρντο, «να αναπαράξουν το είδος [την τάξη] τους». Οι καπιταλιστές αναγκάζονται να επιτρέψουν στους εργάτες να ζήσουν γιατί χωρίς την τάξη των εργατών δεν θα υπήρχε υπεραξία.
Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού υποστηρίζουν ότι όσο υψηλότερο είναι το ποσοστό υπεραξίας —δεν χρησιμοποιούν, φυσικά, αυτή την ορολογία— και κατά συνέπεια το ποσοστό κέρδους, τόσο περισσότερες θέσεις εργασίας θα δημιουργηθούν. Όταν οι καπιταλιστές πολιτικοί μιλούν για «jobs, jobs, jobs», αυτό που εννοούν πραγματικά είναι κέρδη, κέρδη, κέρδη! Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι μόνο ένα μέρος της υπεραξίας που μετατρέπεται σε νέο κεφάλαιο αποτελεί μεταβλητό κεφάλαιο. Στην πραγματικότητα, μια ολοένα μεγαλύτερη μερίδα της υπεραξίας που μετατρέπεται σε νέο κεφάλαιο παίρνει τη μορφή σταθερού κεφαλαίου, το οποίο δεν δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας. Έτσι το «δουλειές, δουλειές, δουλειές» δεν σημαίνει μόνο «κέρδη, κέρδη, κέρδη», σημαίνει επίσης λίγες νέες θέσεις εργασίας και περισσότερη συσσώρευση σταθερού κεφαλαίου. Έτσι, ένα πιο ακριβές καπιταλιστικό σύνθημα θα ήταν «κέρδη, κέρδη, συσσώρευση, συσσώρευση!».
Φαίνεται λοιπόν ότι οι καπιταλιστές μια χαρά μπορούν να βρουν αγορές για τη συνεχώς αυξανόμενη μάζα των εμπορευμάτων που παράγουν. Ενώ η ικανότητα των καπιταλιστών και όσουν συμμετέχουν μαζί τους στο φαγοπότι υπεραξίας να καταναλώνουν αντιπαραγωγικά αναγκαστικά περιορίζεται σε κάποιο βαθμό —αν και δεν πρέπει ποτέ να υποτιμούμε την ικανότητα των πλουσίων και υπερπλούσιων να απολαμβάνουν καθαρά προσωπική μη παραγωγική κατανάλωση— η ικανότητά τους να καταναλώνουν για παραγωγικούς σκοπούς φαίνεται να είναι απεριόριστη. Η προσπάθεια να εξηγηθούν οι κρίσεις κάνοντας έκκληση στη σωματικά περιορισμένη ικανότητα κατανάλωσης της καπιταλιστικής τάξης πέφτει στο κενό.
Η διαίσθηση λέει ότι ο Sismondi έχει δίκιο να λέει ότι η ικανότητα του καπιταλισμού να αυξάνει της παραγωγή περιορίζεται μόνο από τη διαθεσιμότητα των εκμεταλλεύσιμων πόρων (εργατική δύναμη αφενός και πρώτες ύλες αφετέρου) και ως εκ τούτου οδηγεί αναπόφευκτα στην υπερβολική παραγωγή εμπορευμάτων. Η πραγματική ιστορία του καπιταλισμού από την εποχή του Sismondi δείχνει πράγματι ότι ο καπιταλισμός περνάει μια περισσότερο ή λιγότερο σοβαρή κρίση γενικευμένης υπερπαραγωγής ανά σχεδόν τακτικά διαστήματα των περίπου 7 έως 11 ετών.
Ο επαγγελματικός κύκλος, ή όπως τον αποκαλούν οι σύγχρονοι αστοί οικονομολόγοι, ο κύκλος του εμπορίου, έχει ανθέξει κάθε προσπάθεια των καπιταλιστικών καθεστώτων να τον εξαλείψουν. Καπιταλιστικά Καθεστώτα και οικονομολόγοι περιοδικά ανακοινώνουν ότι ο επιχειρηματικός κύκλος επιτέλους καταργήθηκε ή έστω κατέστη αβλαβής. Μπορούμε να πούμε χωρίς να υπερβάλλουμε ότι μιά τέτοια ανακοίνωση είναι ένας από τους καλύτερους δείκτες ότι μια νέα μεγάλη κρίση γενικευμένης υπερπαραγωγής εμπορευμάτων δεν θα αργήσει να έρθει.
Ωστόσο, αν εξετάσουμε προσεκτικά τα επιχειρήματα των υποκαταναλωτιστών γιατί συμβαίνει περιοδικά αυτή η «γενική υπερτροφία» η επιχειρηματολογία τους φαίνεται να καταρρέει. Σίγουρα κάτι λείπει στον συλλογισμό τους, αλλά τι;
Συνεχίζεται...
- Antipnevma
- Δημοσιεύσεις: 1924
- Εγγραφή: 23 Ιούλ 2020, 12:11
Re: Κεφάλαιο 1 - Σύγχρονες θεωρίες υποκαταναλωτισμού
Ποιός μπορεί να μαντέψει την απάντηση στην ερώτηση στο τέλος;
νόμος είναι το δίκαιο του εργάτη
Re: Κεφάλαιο 1 - Σύγχρονες θεωρίες υποκαταναλωτισμού
Κάποτε αυτο το πόστ σου θα οδηγούσε μερικούς να διαβάσουν το σεντόνι, πολυ δυνατή η περιέργεια. Ωραίες εποχές, μετα ήρθε το δεεπσεεκ.Antipnevma έγραψε: ↑09 Μαρ 2025, 09:58Ποιός μπορεί να μαντέψει την απάντηση στην ερώτηση στο τέλος;
η απάντηση στην ερώτηση είναι ότι οι υποκαταναλωτιστές δεν λαμβάνουν υπόψη τις εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος, όπως η πτώση του ποσοστού κέρδους, οι αντιφάσεις της αναπαραγωγής του κεφαλαίου και ο ρόλος του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Αυτές οι αντιφάσεις είναι κεντρικές στη θεωρία του Μαρξ για τις κρίσεις και εξηγούν γιατί ο καπιταλισμός είναι εγγενώς ασταθής και επιρρεπής σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής.
- ΣΑΤΑΝΙΚΟΣ ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
- Δημοσιεύσεις: 31019
- Εγγραφή: 30 Μαρ 2018, 21:47
Re: Κεφάλαιο 1 - Σύγχρονες θεωρίες υποκαταναλωτισμού
όνομα και πράμα 
περίληψη σε τρία μπούλετς από deepseek
- **Υποκαταναλωτιστικές Θεωρίες και Συνδικαλισμός**: Οι πρώτες υποκαταναλωτικές θεωρίες (π.χ. Σισμόντι, Μάλθους) υποστήριζαν ότι οι χαμηλοί μισθοί περιορίζουν την καταναλωτική ζήτηση, οδηγώντας σε υπερπαραγωγή και οικονομικές κρίσεις. Συνδικάτα και υποστηρικτές τόνιζαν ότι η αύξηση των μισθών θα δημιουργούσε έναν «ενάρετο κύκλο» αυξημένης ζήτησης και κερδών, αντιμετωπίζοντας τις κρίσεις.
- **Κριτική στον Φορντισμό και Θεωρία Υπεραξίας**: Το «φορντιστικό» μοντέλο υψηλών μισθών (π.χ. Χένρι Φορντ) παρουσιάστηκε ως λύση, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: τα κέρδη προέκυπταν από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, όχι από την κατανάλωση των εργατών. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η υπεραξία (απλήρωτη εργασία) είναι η πηγή των κερδών, με τους καπιταλιστές να αδυνατούν να καταναλώσουν ή να επενδύσουν ολόκληρο το πλεόνασμα, οδηγώντας σε αντιφάσεις.
- **Αδυναμία Υποκαταναλωτισμού και Κυκλικές Κρίσεις**: Οι υποκαταναλωτιστές αδυνατούν να εξηγήσουν επαρκώς τις κρίσεις, καθώς δεν αποδεικνύουν γιατί οι καπιταλιστές δεν μπορούν να καταναλώσουν το πλεόνασμα, παρά μόνο το υποθέτουν. Οι κρίσεις εμφανίζονται λόγω εγγενών αντιφάσεων του καπιταλισμού (π.χ. υπερπαραγωγή, συσσώρευση κεφαλαίου), με την ιστορία να δείχνει περιοδικές υφέσεις (1974-75, 2008-09) παρά την ελπίδα για «διαφωτισμένους» καπιταλιστές.

περίληψη σε τρία μπούλετς από deepseek
- **Υποκαταναλωτιστικές Θεωρίες και Συνδικαλισμός**: Οι πρώτες υποκαταναλωτικές θεωρίες (π.χ. Σισμόντι, Μάλθους) υποστήριζαν ότι οι χαμηλοί μισθοί περιορίζουν την καταναλωτική ζήτηση, οδηγώντας σε υπερπαραγωγή και οικονομικές κρίσεις. Συνδικάτα και υποστηρικτές τόνιζαν ότι η αύξηση των μισθών θα δημιουργούσε έναν «ενάρετο κύκλο» αυξημένης ζήτησης και κερδών, αντιμετωπίζοντας τις κρίσεις.
- **Κριτική στον Φορντισμό και Θεωρία Υπεραξίας**: Το «φορντιστικό» μοντέλο υψηλών μισθών (π.χ. Χένρι Φορντ) παρουσιάστηκε ως λύση, αλλά η πραγματικότητα ήταν διαφορετική: τα κέρδη προέκυπταν από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, όχι από την κατανάλωση των εργατών. Σύμφωνα με τον Μαρξ, η υπεραξία (απλήρωτη εργασία) είναι η πηγή των κερδών, με τους καπιταλιστές να αδυνατούν να καταναλώσουν ή να επενδύσουν ολόκληρο το πλεόνασμα, οδηγώντας σε αντιφάσεις.
- **Αδυναμία Υποκαταναλωτισμού και Κυκλικές Κρίσεις**: Οι υποκαταναλωτιστές αδυνατούν να εξηγήσουν επαρκώς τις κρίσεις, καθώς δεν αποδεικνύουν γιατί οι καπιταλιστές δεν μπορούν να καταναλώσουν το πλεόνασμα, παρά μόνο το υποθέτουν. Οι κρίσεις εμφανίζονται λόγω εγγενών αντιφάσεων του καπιταλισμού (π.χ. υπερπαραγωγή, συσσώρευση κεφαλαίου), με την ιστορία να δείχνει περιοδικές υφέσεις (1974-75, 2008-09) παρά την ελπίδα για «διαφωτισμένους» καπιταλιστές.
Ο χρήστης που γκρέμισε τον εθνολαϊκισμό
-
- Παραπλήσια Θέματα
- Απαντήσεις
- Προβολές
- Τελευταία δημοσίευση
-
-
Νέα δημοσίευση Σύγχρονες/οι ποιήτριες/τες στην ελληνική γλώσσα.
από Zukertort » 01 Σεπ 2023, 12:21 » σε Λογοτεχνία - 5 Απαντήσεις
- 907 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Zukertort
02 Σεπ 2023, 09:52
-
-
-
Νέα δημοσίευση Ποιά ειναι η αποψη σας για τις συγχρονες Ελληνιδες?
από Μαδουραίος » 07 Απρ 2024, 13:39 » σε Κοινωνικά θέματα - 7 Απαντήσεις
- 427 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από GoBzi
07 Απρ 2024, 14:27
-
-
-
Νέα δημοσίευση Για να τα λέμε όλα.... υπάρχει ένα θέμα με τις «σύγχρονες» καμερες του ΟΑΣΑ
από georgebi » 30 Οκτ 2024, 11:10 » σε Εσωτερική Πολιτική - 1 Απαντήσεις
- 85 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από Υδράργυρος
30 Οκτ 2024, 11:54
-
-
-
Νέα δημοσίευση Είναι υπερβολική η θεοποίηση της γάτας στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες;
από Ανδροπαραδίνομαι » 18 Οκτ 2024, 22:43 » σε Ζώα & άνθρωπος - 2 Απαντήσεις
- 420 Προβολές
-
Τελευταία δημοσίευση από George_V
18 Οκτ 2024, 22:57
-