
Περὶ μαρξισμοῦ ὁ λόγος, διότι ἀποτελεῖ τὸν ἰδεολογικὸ πυρῆνα τῆς πλειονότητας μᾶλλον τῶν ἑλλαδικῶν πολιτικῶν κομμάτων καί, ὡς ἐκ τούτου, ἐξακολουθεῖ νὰ ἀσκεῖ ἱκανὴ ἐπιρροὴ στὸν ἐγχώριο πληθυσμό, ἔστω καὶ στὶς πιὸ ἀπλοϊκὲς ἐκδοχές του.
Τὰ ἐμπειρικὰ δεδομένα καὶ οἱ παρατηρήσεις ποὺ διαψεύδουν τὸν μαρξισμὸ στὶς διάφορες παραλλαγές του ἀποσιωπῶνται συστηματικὰ στὸ δημόσιο λόγο, ὁπότε καλὸ εἶναι αὐτὰ τὰ πράγματα νὰ διαδίδονται.
Ἡ ἰσχὺς καὶ ἡ ἐγκυρότητα τοῦ μαρξισμοῦ ἀντίκεινται πρὸς τὰ πορίσματα καὶ τὰ εὑρήματα ποικίλων συναφῶν ἐπιστημονικῶν κλάδων, τὰ ὁποῖα καταδεικνύουν τὰ κατάφωρα σφάλματα τῆς μαρξιστικῆς ἰδεολογίας περὶ ἀνθρώπου, φύσης καὶ ἱστορίας.
Ἐνδεικτικά, ἀναφέρεται ἡ ἀπόρριψη ἐκ μέρους τῆς σοβιετικῆς νομενκλατούρας τῆς θεωρίας τῆς γενικῆς σχετικότητας καὶ τῶν βασικῶν νόμων τῆς μενδελικῆς γενετικῆς (καθότι δὲν συμβιβάζονταν μὲ τὸ ἐπίσημο δόγμα τοῦ διαλεκτικοῦ ὑλισμοῦ), κατάσταση ποὺ ὁδήγησε σὲ ὀλέθριες γεωργικὲς πρακτικὲς καὶ σιτοδεῖες ἐπὶ τοῦ διαβόητου Trofim Lysenko, ὁ ὁποῖος, σὺν τοῖς ἄλλοις, εὐθύνεται γιὰ τὴν ἠθικὴ καὶ φυσικὴ ἐξόντωση τῆς ἐλὶτ τῶν Σοβιετικῶν γενετιστῶν.
Ἔφθασαν στὴν ἀλήστου μνήμης ΕΣΣΔ μέχρι τοῦ σημείου νὰ καταγγέλλουν τὴν ἀρχὴ τῆς ἀπροσδιοριστίας τοῦ Heisenberg ὡς... καντιανὴ μαγγανεία!
Ἐπίσης, ἀπὸ τὴ σκοπιὰ τῆς οἰκονομολογίας, ἡ ἐξάλειψη τοῦ μηχανισμοῦ τῶν τιμῶν διὰ κεντρικοῦ σχεδιασμοῦ ὁδηγεῖ σὲ ἀνισορροπίες προσφορᾶς καὶ ζήτησης, φαινόμενα ποὺ παρατηροῦνταν κατὰ κόρον στὰ κράτη τοῦ ὑπαρκτοῦ σοσιαλισμοῦ.
Ὀξύτατη κριτικὴ στὸν μαρξισμὸ ἄσκησαν ἐπίσης ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα ἤδη σπουδαῖοι στοχαστὲς καὶ ἐπιστήμονες, ὅπως οἱ Pareto, Sorel, de Man καὶ ἄλλοι, οἱ ὁποῖοι ἐπιπλέον ἐπηρέασαν τὴ σύγχρονή τους φασιστικὴ θεωρία.
Ἡ παράθεση τῶν στοιχείων αὐτῶν δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ ἐκληφθεῖ ὡς ἀπολογία ὑπέρ τοῦ κεφαλαίου καὶ τῶν κατόχων του στὸ οἰκονομικὸ γίγνεσθαι, οὔτε ὡς ἀπόπειρα δικαίωσης τῆς κεφαλαιοκρατίας ἀπὸ ἱστοριοκρατικὴ ἄποψη.
Ἀποτελεῖ καίρια κατάδειξη τοῦ γεγονότος ὅτι ὁ μαρξισμὸς, ὡς ἑρμηνευτικὸ σχῆμα, ἐδράζεται σὲ σαθρὰ θεμέλια καὶ βάσεις ἀπὸ ἐπιστημονικὴ σκοπιά, παρὰ τὶς περὶ ἀντιθέτου φιλόδοξες διακηρύξεις καὶ ἀξιώσεις τῶν πατέρων Marx καὶ Engels καὶ τῶν ὀπαδῶν τους, σχετικὰ μὲ τὴν θεμελίωση τοῦ δικοῦ τους σοσιαλισμοῦ ὡς «ἐπιστημονικοῦ».
Δημοσιοποιοῦμε τὸ παρὸν ὡς μικρὴ συμβολὴ καὶ ἀντίδοτο ἔναντι τῶν παθῶν καὶ τῶν ἐντάσεων ποὺ διαχέονται στὸ κοινωνικὸ σῶμα ἀπὸ δυνάμεις ἐμφορούμενες ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ μαρξισμοῦ, στὶς ποικίλες παραλλαγές του, ἀποβλέποντας στὴν ὑπεράσπιση καὶ τὴ διαφύλαξη τῶν ἀγαθῶν τῆς ἐθνικῆς ὁμόνοιας καὶ τῆς κοινωνικῆς συνοχῆς.
Ἀκολουθοῦν δύο συναφὴ μὲ τὸ θέμα ἀποσπάσματα κλασικῶν πνευματικῶν ἔργων τοῦ 20ου αἰῶνα. Τὸ πρῶτο, προερχόμενο ἀπὸ τὸ ἐμβληματικὸ δοκίμιο τοῦ σπουδαίου Γάλλου φιλοσόφου καὶ συγγραφέα Albert Camus ποὺ φέρει τὸν τίτλο L’ Homme Révolté [Ὁ Ἐπαναστατημένος Ἄνθρωπος], εἶναι το ἑξῆς:
Τὸ δεύτερο χωρίο βρίσκεται στὸ σημαντικὸ ἐπιστημολογικὸ δοκίμιο Le Hasard et la Nécessité [Ἡ Τύχη καὶ ἡ Ἀναγκαιότητα], τοῦ διαπρεποῦς Γάλλου ἐπιστήμονα καὶ βραβευμένου μὲ τὸ Nobel Φυσιολογίας/Ἰατρικῆς τὸ 1965, Jacques Monod:“Δὲν πρέπει λοιπὸν νὰ ἀποροῦμε ποὺ γιὰ νὰ κάνει (ο Marx) τὸν μαρξισμὸ ἐπιστημονικὸ καὶ νὰ διατηρήσει αὐτὸν τὸν μῦθο, ἔπρεπε νὰ κάνει τὴν ἐπιστήμη μαρξιστικὴ, διὰ τῆς βίας.
Ἡ πρόοδος τῆς ἐπιστήμης ἀπὸ τὸν Marx καὶ πέρα, ἔγκειται στὸ ὅτι ἀντικατέστησε τὸν ντετερμινισμὸ καὶ τὸν ἀρκετὰ ἀδέξιο μηχανισμὸ ποὺ εἶχε στὰ χρόνια τοῦ Marx, μὲ τὴν πιθανοκρατία. Ὁ Marx ἔγραφε στὸν Engels ὅτι ἡ θεωρία τοῦ Δαρβίνου ἀποτελοῦσε τὴ βάση τῆς θεωρίας τους.
Γιὰ νὰ μείνει λοιπὸν ἀλάνθαστος ὁ μαρξισμός, ἔπρεπε νὰ ἀπορρίπτονται ὅλα τὰ βιολογικὰ ἐπιτεύγματα μετὰ τὸν Δαρβίνο. Καὶ ἐπειδὴ τυχαίνει αὐτὰ τὰ επιτεύγματα, μετὰ τὶς αἰφνίδιες μεταλλαγὲς ποὺ διεπίστωσε ὁ de Vries, νὰ εἰσάγουν, ἐνάντια στὸν ντετερμινισμό, τὴν ἔννοια τοῦ τυχαίου στὴ βιολογία, ἀνατέθηκε στὸν Lysenko νὰ πειθαρχήσει τὰ χρωμοσώματα καὶ νὰ ἀποδείξει πάλι, τὸν πιὸ στοιχειώδη ντετερμινισμό.
Αὐτὸ εἶναι γελοῖο. Διότι ἂν ἰσχύσει αὐτὸ τότε ὁ 20ος αἰῶνας θὰ πρέπει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν μὴ ντετερμινισμὸ στὴν ἐπιστήμη, τὴν εἰδική θεωρία τῆς σχετικότητας, τὴ θεωρία τῶν κβάντα καὶ τέλος τὴ γενικὴ τάση τῆς σύγχρονης ἐπιστήμης. Ὁ μαρξισμὸς εἶναι σήμερα ἐπιστημονικός, ἂν ἀντιστρατεύεται τὸν Heisenberg, τὸν Bohr, τὸν Einstein καὶ τοὺς μεγαλύτερους σοφοὺς τῆς ἐποχῆς.
Ἄλλωστε ἡ ἀρχή, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποῖα πρέπει νὰ ὑποτάσσεται ἡ ἐπιστημονικὴ λογικὴ στὶς ἀπαιτήσεις τῆς προφητείας, δὲν ἔχει τίποτε τὸ μυστηριῶδες. Ἔχει κιόλας ὀνομαστεῖ ἀρχὴ τῆς αὐθεντίας• εἶναι ἡ ἴδια ποὺ κατευθύνει τὶς Ἐκκλησίες, ὅταν θέλουν νὰ ὑποδουλώσουν τὴν πραγματικὴ λογικὴ στὴ νεκρὴ πίστη καὶ τὴν ἐλευθερία τοῦ πνεύματος, στὴ διατήρηση τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας.”
“Μὰ τὸ νὰ κάνεις τὴ διαλεκτικὴ ἀντίφαση τὸ «θεμελιώδη νόμο» κάθε κίνησης, κάθε ἐξέλιξης, δὲν παύει νὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπόπειρα συστηματοποίησης μίας ὐποκειμενικῆς ἑρμηνείας τῆς φύσης, ποὺ θὰ ἐπέτρεπε ν’ ἀνακαλύψουμε μέσα σ’ αὐτὴν κάποιο σχέδιο ἀνοδικό, οἰκοδομητικό, δημιουργικό, νὰ τὴν καταστήσουμε, τελικά, ἐξηγήσιμη καὶ ηθικὰ σημαίνουσα. Πρόκειται καὶ πάλι γιὰ τὴν «ἀνιμιστική προβολή», τὴν πάντα εὐκολογνώριστη, παρὰ τὶς ὁποιεσδήποτε μεταμφιέσεις της.
Ἡ ἑρμηνεία αὐτὴ δὲν εἶναι ἁπλῶς ξένη πρὸς τὴν ἐπιστήμη, ἀλλὰ καὶ ἀσυμβίβαστη μαζί της, ὅπως ἔχει φανεῖ κάθε φορὰ ποὺ οἱ διαλεκτικο-υλιστές, παρατῶντας τὴ σκέτη «θεωρητικὴ» ἀπεραντολογία, θέλησαν νὰ φωτίσουν τοὺς δρόμους τῆς πειραματικῆς ἐπιστήμης μὲ τὴ βοήθεια τῶν ἀντιλήψεών τους.
Ὁ ἴδιος ὁ Engels (ὁ ὁποῖος ἐντούτοις εἶχε βαθιὰ γνώση τῆς ἐπιστήμης τοῦ καιροῦ του) ἔφτασε στὸ σημεῖο νὰ ἀπορρίψει, ἐν ὀνόματι τῆς Διαλεκτικῆς, δύο ἀπὸ τὶς μεγαλύτερες ἀνακαλύψεις τῆς ἐποχῆς του: τὴ δεύτερη ἀρχὴ τῆς θερμοδυναμικῆς καὶ (παρὰ τὸ θαυμασμό του γιὰ τὸν Δαρβίνο) τὴν καθαρὰ ἐπιλεκτικὴ ἑρμηνεία τῆς ἐξέλιξης.
Δυνάμει τῶν ἰδίων αὐτῶν ἀρχῶν ὁ Lenin εἶχε ἐπιτεθεῖ, καὶ μὲ τὶ βιαιότητα, ἐναντίον τῆς ἐπιστημολογίας τοῦ Mach• ο Zhdanov ἀργότερα ἔβγαλε ὄρντινο στοὺς Ρώσους φιλοσόφους νὰ τὰ βάλουν μὲ τὶς «καντιανὲς μαγγανεῖες τῆς σχολῆς τῆς Κοπεγχάγης».
Ὁ Lysenko κατηγοροῦσε τοὺς γενετιστὲς πὼς ὑποστήριζαν μία θεωρία ριζικὰ ἀσυμβίβαστη μὲ τὸ διαλεκτικὸ ὑλισμό, ἄρα ἀναγκαστικὰ λανθασμένη. Παρὰ τὶς ἀντίθετες διαβεβαιώσεις τῶν Ρώσων γενετιστῶν, ὁ Lysenko εἶχε ἀπόλυτα δίκαιο.
Ἡ θεωρία τοῦ γονιδίου ὡς ἀμετάτροπου κληρονομικοῦ καθοριστικοῦ διὰ μέσου τῶν γενεῶν, μάλιστα δὲ καὶ τῶν ὑβριδώσεων, εἶναι πράγματι ἐντελῶς ἀταίριαστη μὲ τὶς διαλεκτικὲς ἀρχές. Εἶναι, ἐξ ὁρισμοῦ, ἰδεαλιστικὴ θεωρία, μιὰ καὶ βασίζεται σὲ αἴτημα ἀμετατροπίας.
Τὸ γεγονὸς ὅτι σήμερα γνωρίζουμε τὴ δομὴ τοῦ γονιδίου καὶ τὸ μηχανισμὸ τῆς ἀμετάβλητης ἀναπαραγωγῆς του, δὲν τακτοποιεῖ τίποτε, διότι ἡ σχετικὴ περιγραφὴ ποὺ παρέχει ἡ νεότερη βιολογία εἶναι καθαρὰ μηχανιστική.
Πρόκειται λοιπόν καὶ πάλι, στὴν καλύτερη περίπτωση, γιὰ ἀντίληψη ποὺ ἕλκει τὴν καταγωγή της ἀπὸ τὸ μηχανιστικό, τὸ «χυδαῖο ὑλισμό», καὶ συνεπῶς εἶναι «ἀντικειμενικὰ ἰδεαλιστική», ὅπως ἐτόνισε ὁ κ. Althusser στὸ αὐστηρότατο σχόλιό του γιὰ τὸ Ἐναρκτήριο Μάθημά μου στὸ Collège de France.”
