Η ασκητική του αυστηρότητα δεν τον έκανε προσφιλή ούτε στους παγανιστές, και οι δύο [Χριστιανοί Εθνικοί] δέχθηκαν τις παρατηρήσεις του στο έργο του «Μισοπώγων», στο οποίο επιτίθεται στους Αντιοχείς για την κοροϊδία που έκαναν για την προσωπική του συμπεριφορά, την θρησκεία του και για την απαίτησή του να είναι ένας φιλόσοφος βασισμένος στο γένι του. (Πηγή: Btitannica Deluce 2002, «Ιουλιανός», Stewart Henry Perowne (Ανατολιστής ιστορικός και λέκτορας. Συγγραφέας της ζωής και της εποχής του Ηρώδη του μεγάλου, το τέλος του Ρωμαϊκού κόσμου, το πολιτικό υπόστρωμα της Καινής Διαθήκης και άλλα)
Τέλος επί του αυτού πεδίου σπουδαίο φροντίδα επέδειξε ο Ιουλιανός για την ηθική εξύψωση του κλήρου· ίδρυσε ιεροδιδασκαλεία και φροντιστήρια, διέταξε την αυστηρή επίβλεψη των ιερέων από την άποψη της ηθικής. Αντιλαμβανόμενος το σπουδαίο όπλο, που είχε στα χέρια του ο Χριστιανισμός δια των φιλανθρωπικών του καταστημάτων, τα οποία ήσαν ιδρυμένα παντού, ίδρυσε κατά μίμηση αυτών και υπό την επίβλεψη των κατά τόπων αρχιερέων, «ξενοδοχεῖα», όπου θα ξενίζονταν και θα νοσηλεύονταν δωρεάν τόσο οι Εθνικοί όσο και οι Χριστιανοί. Την προσπάθεια του δέχτηκαν οι Εθνικοί με επιφύλαξη· (Πηγή: Δημαράς Κ.Θ. , Συγγραφέας, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Ιγ΄, σσ. 107 – 109)
Ευθύς δ’ εξαρχής οι τε Εθνικοί και Χριστιανοί διατέθηκαν δυσμενώς προς τον φιλόσοφο αυτοκράτορα, διότι αυτός φάνηκε αποστρεφόμενος τα ήθη και τα έθιμα αυτών και τον κοινό βίο. (Πηγή: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 896)
Οι Εθνικοί μετά δυσαρέσκειας έβλεπαν τον υπερβολικό του θρησκευτικό ζήλο, τις καθημερινές επισκέψεις εις τους ναούς, τις διαρκείς θυσίες, τις οποίες έσκωπταν. (Πηγή: Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, τόμος Δ΄, σελ. 896)
Λείψανα ανθρωποθυσιών ανακαλύφθηκαν και στα ανάκτορά του [Ιουλιανού] μετά το θάνατό του και ανήκουν σε παιδιά και παρθένες. (Ιωαν. Χρυσ., PG 50, 555).
«Ο Ιουλιανός ευχαριστιόταν στο χειροκρότημα του όχλου και επιθυμούσε έπαινο για τα μικρότερα πράγματα πέραν του μέτρου, κι ο πόθος για δημοτικότητα συχνά τον οδηγούσε να συναναστρέφεται ανάξιους ανθρώπους» (Πηγή: Αμμιανός Μαρκελλίνος, XXV, 4, 18)
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Αυτοκράτορας του Βυζαντίου που διακρίθηκε ως συγγραφέας. Γεννήθηκε στα τέλη του 331 μ.Χ.. Πατέρα είχε τον Φλάβιο Ιούλιο Κωνστάντιο, ετεροθαλή αδελφό του Μεγάλου Κωνσταντίνου εκ της 2η συζύγου του Κωνσταντίνου του Χλωρού, Θεοδώρας. Ο Ιούλιος Κωνστάντιος παντρεύτηκε 2 φορές και είχε από την πρώτη του σύζυγο την Γάλλα 3 παιδιά και εκ της 2ης της Βασιλίνας τον Ιουλιανό μόνο. Το επόμενο έτος την γεννήσεώς του, ο Ιουλιανός απώλεσε τη μητέρα του· το 337 υπό τις τραγικότερες συνθήκες δολοφονήθηκε ο πατέρας του και ένας εκ των αδελφών του, ο πρεσβύτερος, μαζί με άλλους συγγενείς. Κατά την περιβόητη εκείνη σφαγή όλων των πλάγιων αρένων, απόγονων του Κωνσταντίου του Χλωρού, διασώθηκαν λόγω του νεαρού της ηλικίας τους ο Γάλλος (πρωτότοκος υιός του Φλαβίου Κωνσταντίνου) και ο Ιουλιανός. Η περιουσία τους αφαιρέθηκε αλλά αργότερα τους επιστράφηκε κατά το μεγαλύτερο μέρος.
Ο Ιουλιανός στην αρχή μεταφέρθηκε στην Νικομήδεια στον επίσκοπο Ευσέβιο, ο οποίος ήταν συγγενής του και είχε αναλάβει την μέριμνα της ανατροφής του. Η επί πολλά έτη παραμονή του Ιουλιανού παρά τον Ευσέβιο, στην αρχή στην Νικομήδεια αλλά μετά στην Κων/πολη, όπου πιθανώς τον ακολούθησε, εξηγεί επαρκώς την επίδραση του Χριστιανισμού επάνω του, την οποία θα συναντήσουμε προχωρώντας. Η εκπαίδευσή του είχε ανατεθεί στον ευνούχο Μαρδόνιο, παιδαγωγό της μητέρας του· σε αυτόν ιδίως οφείλεται η ισχυρή κλασσική εκπαίδευση που έλαβε ο Ιουλιανός.
Μετά τον θάνατο του Ευσέβιου το 342 ο Αύγουστος Κωνστάντιος έκλεισε τους 2 αδελφούς σε ένα φρούριο της Καππαδοκίας, το Μάκελλο. Τα χρόνια τα οποία πέρασε εκεί, υπήρξαν για τον Ιουλιανό, καθώς γράφει ο Ιουλιανός, από τα σκληρότερα της ζωής του· πράγματι δε η μεγάλη αντίθεση μεταξύ του πνευματικού και κοινωνικού βίου της πρωτεύουσας και της μόνωσης στην οποία βρέθηκε έξαφνα, θα έθιξε βαθιά την νεαρή ευαισθησία του νέου πρίγκιπα. Η κράτησή του διάρκεσε 6 περίπου έτη, κατά τα οποία αποδόθηκε αποκλειστικά στην βαθιά μελέτη των Ελλήνων φιλοσόφων και των Γραφών. Μετά από αυτά του επιτράπηκε να έρθει στην Κωνσταντινούπολη να συνεχίσει τις σπουδές του.
Το 351 ο Κωνστάντιος, γενόμενος μονοκράτωρ, στράφηκε προς τον μόνο εναπομείναντα συγγενή του, τον εξάδελφο Γάλλο, για να ζητήσει την συνδρομή του στην διακυβέρνηση της αχανής αυτοκρατορίας. Η μεταβολή αυτή των πραγμάτων είχε ως συνέπεια και την σχετική ελευθερία του Ιουλιανού, όχι όμως για πολύ χρόνο· ταχέως ο φιλύποπτος αυτοκράτορας τον ανάγκασε να επιστρέψει στην Νικομήδεια, όπου τα Ελληνικά του αισθήματα αποκρυσταλλώθηκαν σε ενιαίο σύστημα υπό την επίδραση του Λιβάνιου και των ακμαζόντων στην Μ. Ασία μυστικών θρησκευμάτων. Γύρω στο τέλος του 352 μ.Χ. μυήθηκε στην λατρεία του Ήλιου από τον νεοπλατωνικό Μάξιμο τον Εφέσιο, αλλά εξακολουθούσε κατ’ επίφαση να εξασκεί τα Χριστιανικά του καθήκοντα.
Μετά τον Γάλλο (που φονεύθηκε με εντολή του Κωνσταντίου) έπεσε το 354 στην δυσμένεια του αυτοκράτορα, φυλακίστηκε και κινδύνευσε, αλλά με επέμβαση, ως φαίνεται, της συζύγου του Κωνσταντίου Ευσεβίας, σώθηκε και πάλι. Μετά από διάφορες περιπλανήσεις το βρίσκουμε να διαμένει στην Αθήνα. Η περίοδος αυτή της ζωής του, αν και βραχύτατη, διάρκεσε λίγους μόνο μήνες, άφησε ζωηρή την ανάμνηση της στην ψυχή του Ιουλιανού, που έβλεπε την Αθήνα ως το κέντρο των πόθων και των θρησκευτικών και των λογοτεχνικών του ιδανικών. Ο Γρηγόριος ο Νανζιανζηνός ,ο οποίος τον είχε γνωρίσει κατά την κρίσιμη αυτή περίοδο της ζωής του, μας παρέδωσε αρκετά ενδιαφέροντες (αν και λίγο εμπαθείς) χαρακτηρισμούς, της εξωτερικής εμφάνισης του Ιουλιανού, η οποία πρόδιδε την ψυχική του αγωνία : «Ἐμοί δέ καί πόρρωθεν, τρόπον τινά, ἑωρᾶτο (ἡ φύσις τοῦ Ἰουλιανοῦ), ἐξ οὖ τῷ ἀνδρί συνεγενόμην Ἀθήνησιν… ΄Αλλ’ ἐποίει μέ μαντικόν ἡ τοῦ ἢθους ἀνωμαλία, καί τό περιττόν τῆς ἐκστάσεως… Οὐδενός γὰρ ἐδόκει μοι σημεῖον εἶναι χρηστοῦ αὐχὴν ἀπαγής, ὦμοι παλλόμενοι καὶ ἀνασηκούμενοι, ὁφθαλμὸς σοβούμενος καὶ περιφερόμενος, καὶ μανικὸν βλέπων, πόδες ἀστατοῦντες καὶ μετοκλάζοντες, μυκτὴρ ὓβριν πνέων καὶ περιφρόνησιν, προσώπου σχηματισμοὶ καταγέλαστοι τὸ αὐτὸ φέροντες, γέλωτες ἀκρατεῖς καὶ βρασματώδεις, νεύσεις καὶ ἀνανεύσεις σὺν οὐδενὶ λόγῳ, λόγος ἱστάμενος καὶ κοπτόμενος πνεύματι, ἐρωτήσεις ἂτακτοι καὶ ἀσύνετοι, ἀποκρίσεις οὐδὲν τούτων ἀμείνους, ἀλλήλαις ἐπεμβαίνουσαι καὶ οὐκ εὐσταθεῖς, οὐδὲ τάξει προϊοῦσαι παιδεύσεως.» (βλ. και λ. Αθήναι τ. Β΄ σ. 86 α)
Εδώ χωρίζεται σαφώς η ζωή του Ιουλιανού: τον Σεπτέμβριο του 355 με νέα διαταγή του Κωνστάντιου ανακαλείται στα Μεδιόλανα και μετά από λίγο, την 6η Νοεμβρίου του ίδιου έτους, περιβάλλεται την πορφύρα του Καίσαρα. Η αιφνίδια αυτή ανύψωση οφείλεται σε λόγους παρόμοιους προς εκείνους , οι οποίοι είχαν παρακινήσει, προ ολίγων ετών, των Κωνστάντιο να αναδείξει ως καίσαρα τον Γάλλο (Αμ. Μαρκ. XV 8). Την αναρήχηση του Ιουλιανού ακολούθησε ο γάμος με την αδελφή του Κωνστάντιου Ελένη και μετά από μερικές εβδομάδες η αναχώρησή του για την Γαλατία, την οποία επρόκειτο να προστατεύσει από τις βαρβαρικές επιδρομές. Στις τελευταίες προ της αναχωρήσεώς του ημέρες τοποθετείται το πρώτο από τα σωζώμενα έργα του: «Ἐγκώμιον εἰς τὸν αὐτοκράτορα Κωνστάντιον». Το θέμα ήταν βεβαίως εξόχως λεπτό, εφόσον επρόκειτο να εγκωμιάσει τον φονέα των πλησιέστερων συγγενών του και τον μέχρι χθες απηνή διώκτη του. Ο Ιουλιανός ευφυέστατα αρκείται στους κοινούς τόπους των ρητορικών δοκιμίων της εποχής του, επαινεί ότι έχει πραγματικά να επαινέσει και αποφεύγει σχεδόν εντελώς τα επικίνδυνα σημείο. Το εγκώμιο περιλάμβανε ότι χρειάζονταν για να κολακευτεί ο Αύγουστος.
Καθώς βρίσκονταν στην Γαλατία ο Ιουλιανός ανέπτυξε άξαφνα πολλά λόγου άξια έξοχα στρατιωτικά προσόντα και θάρρος και επιμονή. Κατά το τετραετές διάστημα, κατά το παρέμεινε εκεί, ξεκαθάρισε πλήρως και ειρήνευσε την Ρηνανία. Τις εν τη Γαλατία πολεμικές του επιχειρήσεις περιγράφει ο ίδιος «Ἐπαιρεώθην καῖσαρ ἔτι τὸν Ρῆνον, δισμυρίους ἀπῄτησα παρὰ τῶν βαρβάρων ὑπὲρ τὸν Ρῆνον ὄντας αἰχμαλώτους· ἐκ δυοῖν ἀγώνοιν καὶ μιᾶς πολιορκίας χιλίους ἐκελὼν έζώγρησα, οὐ τὴν ἄχρηστον ἡλικίαν, ἄνδρας δὲ ἡβῶντας· ἔπεμψα τῷ Κωνσταντίῳ τέτταρας ἀριθμοὺς τῶν κρατίστων πεζῶν, τρεῖς ἄλλους τῶν ἐλαττόνων, ἱππέων τάγματα δύο τὰ ἐντιμότατα, πόλεις ἀνέλαβον νῦν μὲν δὴ τῶν θεῶν ἐθελόντων πάσας, τότε δὲ ἀνειλήφειν ἐλλάτους ὀλίγῳ τῶν τεσσαράκοντα». Η ακαταπόνητος αυτή δράση του δεν τον εμπόδιζε να όμως από το να θεραπεύει τις μούσες· της τετραετής του παραμονής στην Γαλατία καρποί είναι: το εγκώμιο εις Ευσέβεια «Εὐσεβείας τῆς βασιλίδος ἐγκώμιον», άλλο εγκώμιο προς τον Κωνστάντιο «Περὶ τῶν τοῦ αὐτοκράτορος πράξεων ἢ περὶ βασιλείας», «Παραμυθητικὸς εἰς ἑαυτόν, ἐπὶ τῇ ἐξόδῳ τοῦ ἀγαθωτάτου Σαλλουστίου», μέτρια αξίας έργα, τα οποία διασώθηκαν, λογικό έργο «Περὶ τῶν τριῶν σχημάτων», στρατηγικό με τον τίτλο «Μηχανικά», υπομνήματα γύρω από τους πολέμους στην Γαλατία και άλλα που δεν διασώθηκαν. Δεν είναι λοιπόν υπερβολή ότι έγραφε ο Λιβάνιος προς αυτόν μετά τις πρώτες του νίκες στην Γαλατία: «Κάλλιστον δὲ ὧν ἤκουον τὸ ἐλαύνειν σε τοὺς βαρβάρους καὶ τὰς νίκας εἰς συγγραφὴν ἄγειν, καὶ τὸν αὐτὸν ὄντως ρήτορά τε εἶναι καὶ στρατηγόν»..................συνεχίζεται
