
Η συνάντηση, η σύγκρουση και εν τέλει η μερική σύντηξη του Χριστιανισμού με τον Ελληνισμό υπήρξε μία κοσμογονική και ζείδωρη τομή, όχι μόνο στην εθνική αλλά στην παγκόσμια ιστορία. Τομή του Χριστιανισμού ως νέας ηθικοπνευματικής δυνάμεως, (η οποία έμελλε να μεταστοιχειώσει πνευματικά, πολιτιστικά αλλά ακόμη και πολιτικά τον κόσμο), και του ακάματου μαχόμενου Ελληνισμού, ως τρόπου ζωής, αισθητικής αντίληψης και σκέψης, αλλά και συγκεκριμένης ιστορικής κοινωνίας.
Σε αυτή την δυναμική ένωση ο Ελληνισμός πραγματοποίησε την μεγαλειωδέστερη αυθυπέρβασή του, συνδέοντας τον «Κτιστό λόγο» με τον «Άκτιστο Λόγο» και τον ενάρετο άνθρωπο με τον εν Χριστώ άνθρωπο.
Η ενανθρώπιση του Ακτίστου Λόγου βρήκε τον Ελληνισμό σε φάση ηθικής κατάπτωσης, πολιτικής ανυπαρξίας και υλικής αδυναμίας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ρωμαϊκή επέκταση συμπίπτει με την τελευταία περίοδο των αρχαίων θρησκειών στον ελληνικό και ελληνιστικό κόσμο, καθώς και με την ταυτόχρονη διάδοση του Χριστιανισμού.
Οι Έλληνες, αλλά και οι εξελληνισμένοι πληθυσμοί της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ασπάσθηκαν το χριστιανικό Ευαγγέλιο σε συνθήκες αδυσώπητου διωγμού, επομένως, όχι μόνο θεληματικά και αβίαστα, αλλά και αναλαμβάνοντας ακραία διακινδύνευση. Ο μεθοδικός διωγμός είχε κίνητρα κυρίως πολιτικά και εν μέρει κοσμοθεωρητικά, δεδομένου ότι οι Χριστιανοί ήσαν οι μόνοι πολίτες της Αυτοκρατορίας που προέβαλαν απόλυτη επίμονη άρνηση στο να προσφέρουν θυσίες στον θεοποιημένο αυτοκράτορα. Βεβαίως, αυτό το πράγμα συνιστούσε απ΄ευθείας αμφισβήτηση της πιο βασικής προυϋποθέσεως για την διατήρηση της ιδεολογικής και πολιτικής συνοχής της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ωστόσο, παρά τους απηνείς και μακροχρόνιους διωγμούς (τα χριστιανικά θύματα έχουν υπολογιστεί σε περίπου 11.000.000), η Εκκλησία του Χριστού τελικά θα επικρατήσει και εν τέλει θα διασώσει τον Ελληνισμό (παρά την ανελέητη διαπάλη τους). Θα διασώσει τον Ελληνισμό ο οποίος βρισκόταν σε επικίνδυνη τροχιά «καθολικού εξανατολισμού» του, σε φρενήρη εκτροπή προς την άλογη σημιτική μαγική σκέψη.
Πρέπει να τονισθεί ότι, ο ελληνικός κόσμος της ύστερης ρωμαιοκρατίας είχε μικρή έως ελάχιστη σχέση με αυτόν της κλασικής και αρχαϊκής προκλασικής περιόδου, καθώς η εθνική πατρώα θρησκεία είχε γίνει πλέον πολυεθνική. Εκτός από το ιερό των αιγύπτιων «θεών» στη Μάκρη (του 2ου αιώνος, που ακόμα και σήμερα διατηρείται), έχουμε Μιθραίο (Θράκη), Σεραπείο (Αλεξάνδρεια), τέμενος του Βάαλ (Αντιόχεια) κ.α. Βεβαίως η ελληνική διανόηση ακολούθησε τον ίδιο δρόμο και στην νοουμένη τότε ως «πατρώα» θρησκεία στην (νέο) πλατωνική ακαδημία του 5ου αιώνος, όπου μελετούσαν και …. χαλδαϊκά κείμενα (βλέπε «Στοιχείωσις Θεολογική» – Πρόκλος). Όλα τα ανωτέρω ήσαν απολύτως αναμενόμενα, καθώς από τις κλειστές και συμπαγείς εθνοφυλετικά Πόλεις-Κράτη περάσαμε σε Πολυεθνικά Βασίλεια – Αυτοκρατορίες (Πτολεμαίοι, Σελευκίδες, Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία…), όπου ο θρησκευτικός συγκρητισμός ήταν αναπόφευκτος.
Από την πλευρά του ο Χριστιανισμός ταύτισε την τύχη του με τον ελληνικό πολιτισμό, στηριζόμενος στην ενοποιητική διανοητική προεργασία των Ελλήνων, περιγράφοντας και διαδίδοντας το θείο δόγμα του με βάση την ελληνική γλώσσα και φιλοσοφία. Μέσα από την ιδιαιτέρως στενή αυτή σχέση, η Εκκλησία θα συνδεθεί άρρηκτα με τον Ελληνισμό, αλλά και με την ίδια τη ζωή και κατόπιν με την επιβίωση του Ελληνικού Έθνους.
Αναμφισβήτητα, στην ιστορική αυτή συνάντηση Χριστιανισμού – Ελληνισμού, ήρθαν εγγύτατα και βρέθηκαν αντιμέτωπες δυο οπωσδήποτε διαφορετικές και καταρχήν ασύμπτωτες οντολογίες. Η εκ των δυο συναντωμένων μερών νοηματοδότηση της νέας σύνθεσης, που ονομάσθηκε: «Ελληνορθοδοξία», αποτελεί τεράστιο επίτευγμα των Ελλήνων Πατέρων της Εκκλησίας, οι περισσότεροι των οποίων συνιστούν φιλοσοφικά μεγέθη εκπληκτικού διαμετρήματος. Ενδεικτικά, ο Ολανδός λόγιος και φιλόσοφος Έρασμος (Desiderius Erasmus Roterodamus), χαρακτηρίζει τον Μέγα Βασίλειο «μείζονα του Αριστοτέλους».
Η διαδικασία αυτή συντελέσθηκε μέσα από μιαν αδιάκοπη διαδοχή επάλληλων εργωδών αναζητήσεων (από τον 2ο μέχρι τον 15ο αιώνα) απελευθερώνοντας μιαν εκπληκτική δυναμική ζωής, επιτρέποντας στον Ελληνισμό να εκπληρώσει την «2η ιστορική του εντολή».
Η δημιουργική αυτή σύνθεση είναι αποτέλεσμα ταυτόχρονης προσπάθειας να διατυπωθεί η αλήθεια της χριστιανικής εμπειρίας, [η οποία βασίζεται στη θεία αποκάλυψη και στην Χάρη του Αγίου Πνεύματος (δίνοντας λυτρωτική απάντηση στο αιώνιο ερώτημα της φθοράς και του θανάτου)], και στην υπερήφανη και ηρωική προσπάθεια της ελληνικής φιλοσοφίας να δοκιμάσει τις δυνατότητες της γνωσιοθεωρητικής της μεθόδου στην επαλήθευση του οντολογικού γεγονότος, ως ελευθερίας από κάθε ουσιαστικό προκαθορισμό.
Οι Έλληνες δεν δυσκολεύτηκαν να αποδεχτούν τον σαρκωμένο λόγο του Θεού, γιατί η αναμονή του «Παρακλήτου» είναι διάχυτος και διαχρονική στην αρχαία ελληνική ιστορία.
Για παράδειγμα, ο Προμηθεύς σύμβολο περίτρανο της ανθρώπινης αντίθεης ανυπακοής κι αποστασίας, καρφώνεται στον Καύκασο, ενώ ο Ερμής προφητεύει: «Τέρμα στον πόνο αυτόν μην καρτερείς πριν κάποιος θεός τις συμφορές σου να σηκώσει και στον ανήλιαγο Άδη αντί για σένα, στους άφεγγους του Ταρτάρου κατέβει βυθούς». Η σταυρική θυσία και η εις Άδου κάθοδος εκπληρώνουν την προφητεία του Αισχύλου στον «Προμηθέα Δεσμώτη».
Δηλαδή η ελληνική φιλοσοφία ολοκληρώνεται μέσα από την χριστιανική οντολογία ! Και σε αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι, σε μια θρησκεία κατ’ εξοχήν θεανθρώπινη όπως η αρχαία ελληνική, ήταν εύκολη η κατανόηση και η αποδοχή του θεανθρώπινου στοιχείου του Χριστού. Το γεγονός της γεννήσεως ενός Υιού του Θεού, πράγμα που για τους Ιουδαίους είναι σκάνδαλο (ο αρχιερέας διαρρηγνύει τα ιμάτιά του όταν το ακούει), για τους Έλληνες είναι κάτι απολύτως αποδεκτό. Στην ελληνική αρχαιότητα υπήρχαν πολλοί θεάνθρωποι, υιοί θεού και κάποιας θνητής.
Ασφαλώς η διαφορά ανάμεσα στην άμωμο σύλληψη του Χριστού και στη φυσική σύλληψη των Ελλήνων θεανθρώπων δεν πρέπει να σκανδαλίζει καθόλου. Το καίριο ήταν ο συμβολισμός και η απήχηση στο εθνικό υποσυνείδητο. Ο Απόλλων για παράδειγμα (γιος του Δία και της Λητούς) ως θεάνθρωπος τερματίζει τον αρχέγονο ανταγωνισμό Διός και Γης. Την γέννησή του επιχειρεί να αποτρέψει ο χθόνιος και πονηρός Δράκων (εικόνα που συναντούμε και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου) αλλά ο φωτοβόλος θεάνθρωπος τελικά γεννιέται και φονεύει τον δράκοντα, «τον αρχέγονον όφιν», τον «πλανώντα την οικουμένην όλην».
Άλλη λαμπρή και παραδειγματική θεανθρώπινη ύπαρξη στην ελληνική αρχαιότητα είναι ασφαλώς ο ανίκητος Ηρακλής, ενώ η προελληνική μινωική θρησκεία που επέδρασε στους Έλληνες Αχαιούς – Μυκηναίους και κατόπιν στους Δωριείς, τιμούσε τον «υιό της Παρθένου», τον θνήσκοντα και ανιστάμενο θεό. Συνεπώς ήσαν αναρίθμητα τα «προεξαγγελτικά» στοιχεία που έκαναν εύληπτο το χριστιανικό μήνυμα στους Έλληνες. Χριστιανικά δόγματα όπως για παράδειγμα της «Αγίας Τριάδος» είναι πλέον αποδεκτά στην πολυδιάστατη και πολύχρωμη ελληνική σκέψη παρά στον αυστηρό και αγκυλωμένο ενοθεϊσμό του Ισραήλ και αργότερα του Ισλάμ. Η λατρεία των Αγίων (που δεν υπάρχει στον ιουδαϊσμό) εξομοιώνεται με τη λατρεία των Ηρώων («Ηρώων και μαρτύρων αίμα»). Ο θνήσκων θεός, η θεοφαγία, τα μυστήρια, οι ναοί, οι εικόνες, η εις Άδου κάθοδος, η Θέωση, η Αθανασία της ψυχής και η Κρίση είναι ιδέες απολύτως οικείες στην ελληνική σκέψη από την αρχαιότητα.
Μάλιστα πολλά από τα στοιχεία της εθνικής πατρώας θρησκείας, οι Άγιοι Πατέρες δεν τα κατήργησαν, τα πέρασαν ευφυέστατα στη λατρεία της Εκκλησίας, μεταμορφώνοντάς τα «εν Χριστώ». Διότι με την ανθρωπογεωγραφική επέκταση της Πίστεως η πλειοψηφία των Χριστιανών ήσαν Έλληνες, οι οποίοι εισερχόμενοι στη χριστιανική Πίστη, δεν ήταν δυνατόν να αποβάλουν τα βαθιά εγχάρακτα στοιχεία του λαμπερού και σαγηνευτικού τους πολιτισμού.
Κοινοί εμπράγματοι τόποι χριστιανικής και αρχαιοελληνικής λατρείας είναι ο ρυθμός της βασιλικής όπως και πολλά καλλιτεχνικά μοτίβα. Για παράδειγμα, διάφορα είδη σταυρών, ο καλός ποιμήν, ο Ορφέας – Χριστός, ο Απόλλων – μουσικός, ποικίλες γλωσσικές εκφράσεις, οι ασπασμοί, τα άμφια, η στροφή προς Ανατολάς, τα δαχτυλίδια του γάμου, η χρήση λαμπάδων και αρκετά άλλα, μεταξύ των οποίων και κάποια νεκρικά έθιμα. Όπως τα τριήμερα, τα εννιάμερα και τα «επιθανάτια» εδέσματα, που από τότε μέχρι σήμερα μοιράζονται στους φτωχούς που περιμένουν στα πρόθυρα του ναού.
Δηλαδή θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά, ότι αν «ξυπνούσε» σήμερα ένας αρχαίος Έλληνας και βρισκόταν σε ένα χριστιανικό πανηγύρι δεν θα ένοιωθε καθόλου ξένος στο εκεί περιβάλλον. Γιατί η ελληνική θρησκευτικότητα παρέμεινε ακέραιη στην ουσία της και ζωηρή στην εκδήλωσή της, άλλαξε όμως ο προσανατολισμός της.
Πολλοί σήμερα για να σπιλώσουν και να υπονομεύσουν την Ελληνορθοδοξία διατείνονται ότι εδράζεται σε κάποιος είδος «εβραιοχριστιανισμού», ταυτιζόμενοι ουσιαστικά με τα σχέδια και τις διαθέσεις του διεθνούς σιωνισμού, προωθώντας το σπαραγμό του εθνικού μας σώματος στο όνομα μιας «ελληνικής καθαρότητας» την οποία εντοπίζουν εσφαλμένα και διστακτικά. Αυοί οι κύκλοι από ημιμάθεια ή πλάνη δρουν συσκοτίζοντας την ελληνορθόδοξη θέση βάσει της οποίας από την Παλαιά Διαθήκη οι Ορθόδοξοι δέχονται μόνο την εμπειρία και τον μαρτυρικό λόγο των Δικαίων της, Πατριαρχών – Προφητών !
Ο ίδιος ο Χριστός στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο (8,56) ομολογεί: «Αβραάμ ο Πατήρ υμών ηγαλλιάσσατο, ίνα ίδη την ημέραν την εμήν, και είδε και εχάρη». Ελέγχοντας παράλληλα τους Ιουδαίους για την συμπεριφορά τους λέγει: «Ει πιστεύετε Μωυσεί, επιστεύετε αν εμοί˙ περί γαρ εμού εκείνος έγραψεν» (Ιω. 5,46), για να συμπληρώσει: «Υμείς εκ του πατρός του διαβόλου εστέ και τας επιθυμίας του πατρός υμών θέλετε ποιείν» (Ιω. 8,44).
Άλλωστε, ο Ιωάννης Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τους Ιουδαίους: «άθλιους», «δείλαιους», «άρπαγες», «πλεονέκτες» και πολλά ακόμη παρόμοια και δεν είναι ο μόνος Άγιος της Εκκλησίας μας που τα λέει αυτά. Φυσικά δεν πρόκειται περί κάποιου πρωίμου …. «αντισημιτισμού», αλλά για ξεκάθαρες φραστικές οξύτητες ειλικρίνειας, σε αντίθεση με τους εκλεπτυσμένους τρόπους της τωρινής δικής μας ύπουλης και βάναυσης εποχής, που καλύπτει την αγριότητα και την λυσσαλέα θηριωδία της με σχήματα πλαστού ανθρωπισμού και «καλλιεργημένης» υποκρισίας.
Άλλωστε, σε αντίθεση με την αρχαία Ελλάδα όπου η αναφορά στο Θεό συνιστά λογική συνέπεια της παρατήρησης του κόσμου σε μια προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας του Κόσμου, δηλαδή της «Πρώτης Αιτίας» του, η θρησκεία του Ιουδαϊσμού δεν αποτελεί ιδιότυπο γέννημα του ιουδαϊκού πνεύματος αλλά αντανακλαστικό αποτέλεσμα της θείας αποκάλυψης. Έχει ως αφετηρία της ένα συγκεκριμένο ιστορικό γεγονός: Χίλια ενιακόσια περίπου χρόνια πριν από το Χριστό, στη χώρα των Χαλδαίων (σε μια περιοχή της κάτω Μεσοποταμίας κοντά στον περσικό κόλπο), ο Θεός αποκαλύπτεται σε ένα συγκεκριμένον άνθρωπο, στον Αβραάμ. Ο Αβραάμ (όνομα που σημαίνει «πατέρας των πολλών») συναντάει το Θεό, όπως συναντάμε έναν άνθρωπο, πρόσωπο με πρόσωπο. Η γνώση δηλαδή του Θεού δεν έχει σε τίποτε να κάνει με αναγωγικούς συλλογισμούς και με λογικές υποδείξεις, γενικέυσεις και αφαιρέσεις. Είναι μόνο μια εμπειρία προσωπικής σχέσης.
Τώρα το γιατί η σάρκωση του Θείου Λόγου έγινε μέσω του γένους των Εβραίων, παραμένει ένα μυστήριο. Ίσως να πρόκειται για μιαν ακόμη «άγνωστη βουλή» του Κυρίου, που φανερώνει σε ακόμη μία περίπτωση την απερινόητη παντοδυναμία Του, η οποία είναι ικανή να σώζει τους μετανοούντες, ακόμη και όταν αυτοί εμπίπτουν «έργω, λόγω και διανοία» στην κατηγορία των χαρακτηρισμών του Μεγάλου Ιεράρχη Χρυσοστόμου.
Άλλοι πάλιν, επίσης επιβουλευόμενοι την Ελληνορθοδοξία, θέτουν στο επίκεντρο των αντιχριστιανικών (και συγκαλυμμένων ανθελληνικών) τους επιδιώξεων, την πραγματική μεν, πολυδιαφημιζόμενη δε, καταστροφή των αρχαίων μνημείων από τους Χριστιανούς.
Η καταστροφή των αρχαίων ιερών βαρύνει πρωτίστως εμάς τους Έλληνες που απλά δεν ενδιαφερόμασταν πλέον για τον εθνικό πολυθεϊσμό της πατρώας θρησκείας, αλλά ακόμα περισσότερο βαρύνει τις βαρβαρικές ορδές Γερμανών και Κελτών – 279 πΧ (επι Μπρέννου), Ερούλων και Γότθων -267, επίσης Αρειανιστών Χριστιανών Βησιγότθων του Αλάριχου περί τα τέλη του 4ου αιώνος και αργότερα τις ορδές των Σλάβων. Οι Έρουλοι πυρπόλησαν τον θεόπνευστο Παρθενώνα το 267 και οι Γότθοι κατέστρεψαν τελείως τον ναό της Αρτέμιδος την ίδια εποχή (βλ. Ιορδάνης ο Αλανός – «Getica» 107). Βεβαίως δεν πρέπει να ξεχνάμε τις μείζονες καταστροφές κατά την διάρκεια των «Μακεδονικών πολέμων» (3ος -2ος αιώνας πΧ) και των «Μιθριδατικών πολέμων» (όπως οι τεράστιες καταστροφές που επέφερε ο Σύλλας στην Αθήνα και στον Πειραιά κατά τον 1ον αιώνα πΧ).
Οι καταστροφές των αρχαίων ιερών από Έλληνες χριστιανούς ήσαν μεμονωμένα περιστατικά, τα οποία αποτελούν την εξαίρεση και όχι τον κανόνα, ενώ αφορούσαν κυρίως στα «ιερά πορνεία» της Πανδήμου Αφροδίτης. Εν ολίγοις, ο Χριστιανισμός όχι μόνον δεν κατέστρεψε τον Ελληνισμό (αφού δυστυχώς αυτός είχε ήδη παρακμάσει πριν από αιώνες) αλλά τουναντίον διέσωσε τα ουσιώδη καλά στοιχεία του Ελληνισμού (διαχωρίζων τα «Ρόδα από τα Αγκάθια» όπως έλεγε ο Μέγας Βασίλειος) και έτσι τον έσωσε.Το Γένος μας αναστήθηκε και μεγαλούργησε ξανά για ακόμη 1000 χρόνια (μέχρι την αποφράδα 29η Μαΐου 1453).
Συνεπώς, η ενδελεχής έρευνα των πραγματικών ιστορικών στοιχείων αναδεικνύει σαφώς το εμπαθές των διαφόρων ισχυρισμών ή την σκόπιμο διόγκωση γεγονότων περιορισμένης εκτάσεως και ολίγον βαρυνούσης σημασίας, αποκαλύπτει δε ότι : Ανθελληνικά, αλλά και αντορθόδοξα, άρρητα σκοτεινά κέντρα εκτός Ελλάδος προωθούν συστηματικώς τέτοιες θέσεις για την διάσπαση, την αποδυνάμωση και τελικά την διάλυση του Ελληνισμού.
Την ακατάλυτο διαδραστική διασύνδεση Ορθοδοξίας και Ελληνισμού διακήρυξεν άλλωστε, εκτός από τον Εθνάρχη μας Θεόδωρο Κολοκοτρώνη τον «Γέρο του Μωριά» και ο ιδεολογικός μας προπάτορας Ίων Δραγούμης, ο θεωρητικός καθοδηγητής του νεοελληνικού πολιτισμού και Εθνικισμού : «Όπου βρεθούνε δέκα Ρωμιοί φτειάνουν κοινότητα. Συνάζουν πρώτα χρήματα για την εκκλησιά. Άμα τη χτίσουνε, φέρνουν παπά. Έπειτα και τις γυναίκες τους. Ύστερα, με τους δίσκους της εκκλησιάς, συνάζουν χρήματα και φτειάνουνε σκολειό … Ο Ελληνισμός είναι μια οικογένεια από Ελληνικές κοινότητες …»
Βεβαίως, οι πνευματικές βάσεις αυτού του ιδιοτύπου «Κοινοτισμού» στον οποίον αναφέρεται ο Δραγούμης ουδεμίαν έχουν σχέση με διάφορες στενόκαρδες αιτιοκρατικές δοξασίες και δόλιους «διαφωτισμούς». Βρίσκονται στις αρχέγονες ρίζες της «Λαϊκής Κοινότητας». Φύονται στα βάθη της εθνικής μας ψυχής, σε ισχυρούς ορμέμφυτους δεσμούς, που σε μεγάλο μέρος έλκουν την καταγωγή τους από τη θρησκευτική και φυλετική ταυτότητα των κοινοτήτων, παγιώνοντας θεσμούς που κράτησαν όρθιο το Γένος στα σκοτεινά χρόνια της φρικώδους τουρκοκρατίας.
Απέναντι σε αυτή τη έξοχη νοηματοδότηση της ζωής αντιπαρατάχθηκε και παλεύει ύπουλα μια συστηματική και δόλια απόπειρα ψευδεπίγραφης ελληνικότητας, η οποία αποτελεί συνδυασμό μιας τάχα «δυτικής» ανάγνωσης της αρχαιοελληνικής σκέψης και των πλέον κοσμοκρατορικών επιδιώξεων του διεθνούς σιωνισμού, αποκρυμμένων ή ψιμυθιωμένων αριστοτεχνικά.
Σε κάθε περίπτωση πάντως ο αρχαίος Ελληνισμός παρήκμασε και υποδουλώθηκε πολύ πριν την εμφάνιση του Χριστιανισμού. Οι Έλληνες χρωστάμε την αναγέννησή μας στην Εκκλησία του Χριστού, είτε πιστεύουμε σε αυτήν είτε όχι. Είναι δε θέμα προσωπικής εντιμότητας, ιστορικής αλήθειας και εθνικής υποχρέωσης να το αναγνωρίσουμε. Η Εκκλησία του Χριστού πήρε τους Έλληνες από την γραικυλική κατάντια της ρωμαιοκρατίας και τους κατέστησε πηδαλιούχους μιας Αυτοκρατορίας.
Διαφυλάσσοντες την Ορθόδοξη Πίστη και Παράδοση, εμείς οι Έλληνες διασώζουμε την πνευματική μας αυτοτέλεια, έναντι Ανατολής και Δύσης.
Ίσως τελικά δεν θα μπορούσε κανείς να το εκφράσει, να το αποτυπώσει απλούστερα, καλύτερα και πληρέστερα από τον ποιητή Νίκο Γκάτσο στον ξακουστό του «Τσάμικο»:
Στα κακοτράχαλα τα βουνά
με το σουραύλι και το ζουρνά
πάνω στην πέτρα την αγιασμένη
χορεύουν τώρα τρεις αντρειωμένοι.
Ο Νικηφόρος κι ο Διγενής
κι ο γιος της Άννας της Κομνηνής.
Δική τους είναι μια φλούδα γης
μα εσύ Χριστέ μου τους ευλογείς
για να γλυτώσουν αυτή τη φλούδα
απ’ το τσακάλι και την αρκούδα.
Δες πως χορεύει ο Νικηταράς
κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς.
Από την Ήπειρο στο Μοριά
κι απ’ το σκοτάδι στη λευτεριά
το πανηγύρι κρατάει χρόνια
στα μαρμαρένια του χάρου αλώνια.
Κριτής κι αφέντης είν’ ο Θεός
και δραγουμάνος του ο λαός.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΩΡΑΪΤΗΣ
https://elasyn.com/2021/01/31/%ce%b1%ce ... %b9%cf%83/