Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Ανθρώπινες σχέσεις
Κανόνες Δ. Συζήτησης
Προσοχή: Σύμφωνα με το νόμο απαγορεύεται η δημοσιοποίηση ονομαστικά η φωτογραφικά ποινικών καταδικών οποιουδήποτε βαθμού & αιτιολογίας καθώς εμπίπτουν στα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα του ατόμου. Τυχόν δημοσιοποίηση τέτοιων δεδομένων ενδέχεται να επιφέρει ποινικές κυρώσεις στο συντάκτη. Επιτρέπεται μόνο αν έχει δοθεί εισαγγελική εντολή και μόνο για το χρονικό διάστημα που αυτή ισχύει. Οφείλετε σε κάθε περίπτωση να ζητήσετε με αναφορά τη διαγραφή της ανάρτησης πριν παρέλθει το χρονικό διάστημα της νόμιμης δημοσιοποίησης. Η διαχείριση αποποιείται κάθε ευθύνη για τυχόν ποινικές ευθύνες αν παραβιάσετε τα παραπάνω.
fagano3

Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από fagano3 » 19 Ιουν 2018, 20:25

Σε δυο εβδομαδες θα πρεπει να υπαγορευσω για ορθογραφια ενα κειμενο ισπανικης λογοτεχνιας στο λογοτεχνικο κλαμπ του σχολειου που παω.(μη ρωτατε πως επιλεχτηκα για αυτο γιατι μετα βλεπω τον daje να παιρνει το πρωτο αεροπλανο για Ισπανια :003: ).

Ορθογραφια φανταζομαι κανα δυο σελιδες θα ειναι αντε τρεις.Οποτε ψαχνω ενα συντομο κειμενο 'η ποιημα που θα συγκινησει ευαισθητες και ευαλωτες ψυχες σαν την δικη μου.

Προτεινετε κατι παθιαρικο αλλα να μην εχει σχεση με θεματολογια φορουμ.Ειπαμε για ευαισθητες ψυχες προοριζεται.

Άβαταρ μέλους
κουλούρι Θεσσαλονίκης
Δημοσιεύσεις: 11626
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 16:39
Phorum.gr user: κουλούρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από κουλούρι Θεσσαλονίκης » 19 Ιουν 2018, 20:30

Προτεινετε κατι παθιαρικο αλλα να μην εχει σχεση με θεματολογια φορουμ.Ειπαμε για ευαισθητες ψυχες προοριζεται
δε μας ξέρεις καλά Φαγάνα...μην μας ακυρώνεις έτσι...


Κοίτα στη Θεσσαλονίκη και βασικά σε όλη την Ελλάδα το ινστιτούτο Ισπανικών λέγεται ''Θερβάντες''.
Θα ήταν πολύ γλυκό και τρυφερό να ''συνδέσεις'' αυτήν την σχέση βάζοντας κάποιο κείμενο από τον Δον Κιχώτη.
(τον αγαπάω γιατί είναι ονειροπόλος)
(✿ ♥‿♥)
Je suis Αγις
Je suis Χαοτικός
Je suis Joost Klein

Άβαταρ μέλους
alekhine
Δημοσιεύσεις: 12542
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 14:36
Phorum.gr user: alekhine
Τοποθεσία: Highway to ΚΤΕΛ

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από alekhine » 19 Ιουν 2018, 20:30

https://www.researchgate.net/publicatio ... en_Granada
ειναι ενα θεατρικο του λορκα το οποιο περιεχει και τους στιχους απο αυτο εδω
πατησιωτης έγραψε:
10 Μαρ 2021, 20:59
Ο Σημίτης είναι η συνέχεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή,στην Ευρώπη,στα ελληνοτουρκικά,στο ανήκομεν εις την Δύσιν,στην οικονομία,παντού.

fagano3

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από fagano3 » 19 Ιουν 2018, 20:33

κουλούρι Θεσσαλονίκης έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:30
Προτεινετε κατι παθιαρικο αλλα να μην εχει σχεση με θεματολογια φορουμ.Ειπαμε για ευαισθητες ψυχες προοριζεται
δε μας ξέρεις καλά Φαγάνα...μην μας ακυρώνεις έτσι...


Κοίτα στη Θεσσαλονίκη και βασικά σε όλη την Ελλάδα το ινστιτούτο Ισπανικών λέγεται ''Θερβάντες''.
Θα ήταν πολύ γλυκό και τρυφερό να ''συνδέσεις'' αυτήν την σχέση βάζοντας κάποιο κείμενο από τον Δον Κιχώτη.
(τον αγαπάω γιατί είναι ονειροπόλος)
Εννοουσα τα γομαρια του φορουμ.Εσεις εννοειται οτι ειστε ευαισθητες ψυχες. :P

Ε βαλε κανενα κομματι που σου αρεσει.Δεν προλαβαινω να τον ξαναδιαβασω ολο.

Άβαταρ μέλους
κουλούρι Θεσσαλονίκης
Δημοσιεύσεις: 11626
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 16:39
Phorum.gr user: κουλούρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από κουλούρι Θεσσαλονίκης » 19 Ιουν 2018, 20:33

alekhine έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:30
https://www.researchgate.net/publicatio ... en_Granada
ειναι ενα θεατρικο του λορκα το οποιο περιεχει και τους στιχους απο αυτο εδω
μήπως είναι λίγο ποζερίλα/φορουμίλα ο Λόρκα;;;
σε λογοτεχνικό στέκι θα πάει;;
(✿ ♥‿♥)
Je suis Αγις
Je suis Χαοτικός
Je suis Joost Klein

Άβαταρ μέλους
alekhine
Δημοσιεύσεις: 12542
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 14:36
Phorum.gr user: alekhine
Τοποθεσία: Highway to ΚΤΕΛ

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από alekhine » 19 Ιουν 2018, 20:34

ο λορκα ειναι τυπικο δειγμα ανδαλουσιανικης κλαψας :003:
οτι πρεπει για ευαισθητες ψυχες που λεει ο φαγανος
πατησιωτης έγραψε:
10 Μαρ 2021, 20:59
Ο Σημίτης είναι η συνέχεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή,στην Ευρώπη,στα ελληνοτουρκικά,στο ανήκομεν εις την Δύσιν,στην οικονομία,παντού.

Άβαταρ μέλους
Dwarven Blacksmith
Δημοσιεύσεις: 43772
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 18:08
Τοποθεσία: Maiore Patria

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από Dwarven Blacksmith » 19 Ιουν 2018, 20:43

fagano3 έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:25
Σε δυο εβδομαδες θα πρεπει να υπαγορευσω για ορθογραφια ενα κειμενο ισπανικης λογοτεχνιας στο λογοτεχνικο κλαμπ του σχολειου που παω.(μη ρωτατε πως επιλεχτηκα για αυτο γιατι μετα βλεπω τον daje να παιρνει το πρωτο αεροπλανο για Ισπανια :003: ).

Ορθογραφια φανταζομαι κανα δυο σελιδες θα ειναι αντε τρεις.Οποτε ψαχνω ενα συντομο κειμενο 'η ποιημα που θα συγκινησει ευαισθητες και ευαλωτες ψυχες σαν την δικη μου.

Προτεινετε κατι παθιαρικο αλλα να μην εχει σχεση με θεματολογια φορουμ.Ειπαμε για ευαισθητες ψυχες προοριζεται.
Διάβασε το λογαριασμό για το Τείχος που θα πληρώσει το Μεξικό. :lol:
🔻I would have lived in peace. But my enemies brought me war.🔻

fagano3

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από fagano3 » 19 Ιουν 2018, 20:43

Πολυ δυνατο αυτο που εβαλε ο alekhine.

Oτι πρεπει για την περισταση, αλλα το Pdf εχει αναλυση του εργου.Εγω ψαχνω κανα δυο συγκεκριμενες σελιδες.

Ωχ με περιμενει διαβασμα και ειμαι ακομα αρχαριος στα ισπανικα.

Άβαταρ μέλους
κουλούρι Θεσσαλονίκης
Δημοσιεύσεις: 11626
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 16:39
Phorum.gr user: κουλούρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από κουλούρι Θεσσαλονίκης » 19 Ιουν 2018, 20:45

alekhine έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:34
ο λορκα ειναι τυπικο δειγμα ανδαλουσιανικης κλαψας :003:
οτι πρεπει για ευαισθητες ψυχες που λεει ο φαγανος
φοβούμαι μην τον ''παρουν με τις πέτρες''.
SpoilerShow
Η ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΟΥ ΕΥΓΕΝΟΥΣ
ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗ ΑΠΟ ΤΗ ΜΑΝΤΣΑ
Σε κάποιο χωριό της Μάντσας[1], που το όνομά του δε θέλω να ονομάσω, ζούσε πριν λίγα χρόνια, ένας ευγενής[2] από εκείνους που είχαν μια λόγχη στην οπλοθήκη, μια παλιά ασπίδα, ένα καματερό άλογο και ένα λαγωνικό σκυλί.
Ξόδευε τα τρία τέταρτα από το εισόδημά του τρώγοντας, συχνότερα βοδινό κρέας παρά κατσικίσιο, σαλάτα από όσπρια με ξύδι τα περισσότερα βράδια, κομματάκια κρέας με σάλτσα τα Σάββατα, φακές τις Παρασκευές και κανένα επί πλέον περιστεράκι τις Κυριακές.
Ζύγωνε τα πενήντα ο Ευγενής μας. Είχε γεροδεμένη κορμοστασιά, αν και αδύνατος με ξερακιανό πρόσωπο, ξυπνούσε πολύ πρωί και αγαπούσε το κυνήγι.
Ο Ευγενής αυτός, τις ώρες που δεν είχε τι να κάνει (και αυτές ήταν οι περισσότερες μέσα στο χρόνο), τις περνούσε διαβάζοντας βιβλία για ιππότες με τόση αφοσίωση και ευχαρίστηση, που ξεχνούσε το κυνήγι, αλλά και το κουμάντο του σπιτιού του. Απορροφήθηκε τόσο πολύ στο διάβασμα, που περνούσε τις νύχτες ξάγρυπνος τη μια μετά την άλλη, και τις μέρες του με θολούρα και ζάλη. Και από την αϋπνία και το αδιάκοπο διάβασμα, του στέρεψε το μυαλό και σάλεψε το λογικό του.
Έχοντας πια τρελαθεί ολότελα, έκρινε σωστό και αναγκαίο, για να τιμήσει το όνομά του, να γίνει περιπλανώμενος ιππότης που θα γυρίζει τον κόσμο με τα όπλα του καβάλα στο άλογό του, αναζητώντας περιπέτειες, τιμωρώντας το άδικο και διορθώνοντας τα στραβά των ανθρώπων.
Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να καθαρίσει κάποια παμπάλαια και σκουριασμένα όπλα των προπάππων του που, για αιώνες, ήταν ριγμένα σε κάποια γωνιά. Μετά πήγε να δει το κοκαλιάρικο άλογό του που, αν και πετσί και κόκαλο, του φάνηκε πιο ρωμαλέο και από το Βουκεφάλα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ακόμα και από τον Μπαβιέκα του Ελ Σιντ[3]. Τέσσερις μέρες συλλογιζόταν τι όνομα να του δώσει. Στο τέλος αποφάσισε να το ονομάσει Ροσινάντη.
-12-
Αφού ικανοποιήθηκε με το όνομα που έδωσε στο άλογό του, θέλησε να βρει ένα και για εκείνον τον ίδιο. Οκτώ μέρες σκεφτόταν και στο τέλος αποφάσισε να ονομάσει τον εαυτό του Δον Κιχώτη από τη Μάντσα, που κατ’ όπως πίστευε, φανέρωνε και την ευγενή καταγωγή του, αλλά και την ιδιαίτερη πατρίδα του.
Αφού γυάλισε τα όπλα του, και βρήκε όνομα ταιριαστό για τον ίδιο και το άλογό του, το μόνο που του έλλειπε ήταν μια κυρία, ευγενής στην καταγωγή, με την οποία θα ήταν ερωτευμένος, γιατί ένας περιπλανώμενος ιππότης δίχως έρωτες, θα ήταν σα δέντρο δίχως φύλλα και καρπούς, σαν σώμα χωρίς ψυχή.
Σ’ ένα κοντινό χωριό ζούσε μια χωριατοπούλα, με πολύ ωραίο παρουσιαστικό που κάποτε την είχε ερωτευτεί, αν και όπως εννοείται, εκείνη ούτε το έμαθε, ούτε και το κατάλαβε ποτέ. Τη λέγανε Αλδόνσα Λορένσο. Προσπάθησε λοιπόν να βρει και γι’ αυτήν ένα όνομα που να μην υστερεί πολύ από το δικό του και που να ακούγεται σαν όνομα πριγκίπισσας ή αριστοκράτισσας. Κατέληξε να την ονομάσει Δουλσινέα από το Τομπόσο[4], όνομα που, κατά τη γνώμη του, ηχούσε γλυκά στα αυτιά[5], αλλά και φανέρωνε τον τόπο καταγωγής της.
-14-
ΠΩΣ Ο ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ ΧΡΙΣΤΗΚΕ ΙΠΠΟΤΗΣ
ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΦΑΝΕΡΩΣΕΙ ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ τα σχέδιά του και δίχως να τον δει κανείς, ένα πρωινό προτού ξημερώσει, φόρεσε την πανοπλία του, καβάλησε τον Ροσινάντη[6] και με χαρά μεγάλη ξεκίνησε για άγνωστες περιπέτειες. Όμως, μόλις βγήκε στον κάμπο μια φοβερή σκέψη κυρίεψε το νου του: δεν είχε χριστεί ιππότης και, σύμφωνα με τους νόμους της ιπποσύνης, δεν είχε δικαίωμα να σηκώσει όπλα ενάντια σε κανέναν ιππότη. Οι σκέψεις αυτές τον έκαναν να αμφιβάλλει για την αποστολή του…και καθώς υπερίσχυσε η τρέλα του, αποφάσισε, τον πρώτο που θα συναντούσε στο διάβα του, να τον βάλει να τον χρίσει ιππότη.
Προχωρούσε όλη τη μέρα και, όταν άρχισε να νυχτώνει, το άλογό του και ο ίδιος πέθαιναν της πείνας. Κοιτάζοντας τριγύρω μπας και δει κανέναν πύργο ή καμιά στάνη με βοσκούς, διέκρινε, όχι σε μεγάλη απόσταση από το δρόμο, ένα πανδοχείο. Κατευθύνθηκε αμέσως προς τα εκεί, όπου έφτασε προτού νυχτώσει για τα καλά. Το πανδοχείο, του φάνταζε σαν κάστρο με τέσσερις πύργους, ανυψούμενη γέφυρα και βαθιά τάφρο.
-16-
Εκεί είδε δυο νεαρές κοπέλες, που του φάνηκαν σαν δυο αρχόντισσες που έπαιρναν τον αέρα τους μπροστά στο κάστρο.
Οι κοπέλες, βλέποντας να καταφτάνει ένας άντρας αρματωμένος και με παράξενη όψη, έτρεξαν φοβισμένες να μπουν στο χάνι, όμως ο Δον Κιχώτης κατάλαβε την αιτία του φόβου τους, ανασήκωσε την προσωπίδα της περικεφαλαίας του και τους είπε:
- Μη φεύγετε ευγενικές μου αρχοντοπούλες, και μη φοβάστε για την παραμικρή προσβολή, διότι το λειτούργημα της ιπποσύνης που υπηρετώ δεν βλάπτει κανέναν, πολύ περισσότερο δυο κυρίες της αριστοκρατίας.
Οι κοπέλες, όταν άκουσαν να τις αποκαλούν κυρίες της αριστοκρατίας δεν μπόρεσαν να συγκρατήσουν τα γέλια τους. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή βγήκε ο πανδοχέας και έτρεξε να βοηθήσει το Δον Κιχώτη που ξεπέζευε με κόπο και δυσκολία μεγάλη, καθώς όλη την ημέρα δεν είχε βάλει μπουκιά στο στόμα του.
- Αν η ευγένειά σας, θέλει να περάσει εδώ τη νύχτα της, είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου, εκτός από κρεβάτι, που σ’ αυτό το χάνι δεν υπάρχει κανένα, όλα τα άλλα θα τα βρει σε αφθονία.
Βλέποντας ο Δον Κιχώτης την ταπεινότητα του πυργοδεσπότη, γιατί για τέτοιον τον πέρασε, απάντησε:
- Για μένα κύριε πυργοδεσπότη, μου αρκεί ο, τ ι και να ‘ναι. Στολίδια είναι τα όπλα μου και ξεκούραση οι μάχες.
Ύστερα είπε στον πανδοχέα να περιποιηθεί όσο γίνεται καλύτερα το άλογό του, γιατί σαν κι αυτό δεν υπάρχει δεύτερο στον κόσμο όλο.
Ο πανδοχέας το κοίταξε καλά, αλλά δεν του φάνηκε να είναι όπως τα έλεγε ο Δον Κιχώτης, ούτε καν στο μισό. Το βόλεψε ωστόσο στο στάβλο και γύρισε να δει τι θα πρόσταζε ο φιλοξενούμενός του.
-17-
Οι κοπέλες έβγαζαν την πανοπλία από το Δον Κιχώτη, δεν κατάφερναν ωστόσο να βγάλουν το προστατευτικό περιλαίμιο, ούτε και την αυτοσχέδια περικεφαλαία που την είχε δεμένη με πράσινες κορδέλες και έπρεπε να του τις κόψουν, γιατί δεν μπορούσαν να λύσουν τους κόμπους. Εκείνος όμως δεν τους το επέτρεπε με κανέναν τρόπο και έτσι έμεινε όλη τη νύχτα με την περικεφαλαία στο κεφάλι.
Κατόπιν τον ρώτησαν οι κοπέλες, αν ήθελε να φάει τίποτα.
- Θα έτρωγα οτιδήποτε, απάντησε ο Δον Κιχώτης, γιατί πιστεύω πως θα μου έκανε μεγάλο καλό.
Του έστρωσαν τραπέζι κοντά στην πόρτα του πανδοχείου που είχε περισσότερη δροσιά και του σερβίρισε ο πανδοχέας μια μερίδα κακομουσκεμένου, και ακόμα χειρότερα μαγειρεμένου, μπακαλιάρου και ένα κομμάτι ψωμί τόσο μαυρισμένο, όσο και τα όπλα του. Προκαλούσε πολύ γέλιο να τον βλέπεις να τρώει, γιατί καθώς φορούσε την περικεφαλαία στο κεφάλι και ανεβοκατέβαζε την κινητή προσωπίδα, δεν μπορούσε να βάλει τίποτα στο στόμα του, αν δεν του το έδινε και δεν του το έβαζε κάποιος άλλος. Μια από τις κοπέλες τον τάιζε και δεν θα μπορούσε να πιει τίποτα, αν ο πανδοχέας δεν του έβαζε στο στόμα ένα καλάμι που από την άλλη άκρη του έχυνε κρασί. Ο Δον Κιχώτης προτιμούσε να τα υπομένει όλα αυτά, παρά να κοπούν οι κορδέλες της περικεφαλαίας του.
Όμως εκείνο που τον ανησυχούσε περισσότερο ήταν που δεν είχε χριστεί ακόμα ιππότης. Και έτσι, όταν τέλειωσε το γεύμα του, φώναξε τον πανδοχέα, τον οδήγησε στο στάβλο που έδεναν τα άλογα, γονάτισε μπροστά του και του είπε:
- Δεν θα σηκωθώ ποτέ από εδώ, γενναίε ιππότη, προτού μου κάνει η ευγένειά σας μια ευεργεσία που θέλω να της ζητήσω!
Ο πανδοχέας, βλέποντας τον φιλοξενούμενό του στα γόνατα, τα ‘χασε και δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει. Επέμεινε να τον πείσει να σηκωθεί, μέχρι που αναγκάστηκε να του πει πως θα του έκανε την ευεργεσία που του ζητούσε.
- Τίποτα λιγότερο δεν περίμενα από την μεγαλοπρέπειά σας, κύριέ μου, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και ευθύς σας λέω ότι η ευεργεσία που ζητώ να μου κάνετε είναι, αύριο να με χρίσετε ιππότη. Απόψε, στο παρεκκλήσι του πύργου σας θα κάνω αγρυπνία τα όπλα.
Ο πανδοχέας, που από την αρχή είχε την υποψία πως ο φιλοξενούμενός του δεν ήταν στα καλά του, ακούγοντας τα λόγια αυτά δεν του έμεινε η παραμικρή αμφιβολία γι’ αυτό, και για να έχει και κάποιον λόγο να γελάει τη νύχτα, αποφάσισε να ακολουθήσει την τρέλα του Δον Κιχώτη. Του είπε πως, αν και ο πύργος του δεν διέθετε παρεκκλήσι για να αγρυπνήσει τα όπλα,
-18 -
θα μπορούσε να το κάνει στην αυλή και πως το πρωί θα γινόταν το απαραίτητο τελετουργικό.
Μάζεψε ο Δον Κιχώτης τα κομμάτια της αρματωσιάς του και τα έβαλε πάνω σε μια γούρνα δίπλα σ’ ένα πηγάδι. Μετά πήρε στο ένα χέρι την ασπίδα και στο άλλο τη λόγχη και άρχισε να πηγαινοέρχεται μπροστά τους όλη τη νύχτα.
Εκείνη την ώρα του ήρθε κάποιου αγωγιάτη που φιλοξενούνταν στο χάνι, να κατέβει να ποτίσει τα άλογά του. Έβγαλε τα κομμάτια της αρματωσιάς πάνω από τη γούρνα και τότε ο Δον Κιχώτης άρχισε να φωνάζει:
- Ε , εσύ, όποιος και αν είσαι, παράτολμε ιππότη που τολμάς να αγγίξεις τα όπλα του πιο γενναίου περιπλανώμενου ιππότη που ακόμα δε ζώστηκε σπαθί! Κοίτα τη δουλειά σου και μην τα αγγίξεις, αν δεν θες να πληρώσεις με τη ζωή σου το θράσος σου!
Ο αγωγιάτης, δίχως να δώσει καμία σημασία στα λόγια του, πήρε τα όπλα και τα πέταξε στην άκρη. Όταν το είδε αυτό ο Δον Κιχώτης σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και, φέρνοντας στη σκέψη του τη Δοαυλσινέα του, είπε:
-20-
- Βοήθησε με αφέντρα της καρδιάς μου σε αυτήν την πρώτη πρόκληση που μου παρουσιάζεται!
Ρίχνοντας την ασπίδα του, πήρε στα δυο του χέρια τη λόγχη και έδωσε στο κεφάλι του αγωγιάτη ένα χτύπημα τόσο δυνατό που τον σώριασε κατά γης, μισολιπόθυμο. Ύστερα από αυτό, μάζεψε τα όπλα του και άρχισε και πάλι να πηγαινοέρχεται ατάραχος όπως και στην αρχή.
Μετά από λίγο, μη ξέροντας τι είχε συμβεί, κατέφτασε κι άλλος αγωγιάτης για να ποτίσει τα ζώα του. Έβγαλε τα όπλα του Δον Κιχώτη από τη γούρνα για να αδειάσει το μέρος και εκείνος, δίχως να πει κουβέντα, πέταξε και πάλι την ασπίδα, σήκωσε τη λόγχη του και την κοπάνισε με όλη του τη δύναμη στο κεφάλι του αγωγιάτη.
Ακούγοντας τη φασαρία βγήκαν έξω οι ένοικοι του πανδοχείου και οι άνθρωποι που συνόδευαν τους τραυματισμένους αγωγιάτες τον πήραν με τις πέτρες και ο Δον Κιχώτης αμυνόταν με την ασπίδα του.
Ο πανδοχέας τους φώναζε να τον αφήσουν γιατί είναι τρελός. Ο Δον Κιχώτης φώναζε ακόμη πιο δυνατά, αποκαλώντας τους προδότες και λέγοντας πως ο πυργοδεσπότης ήταν ένας κακορίζικος ιππότης, αφού επέτρεπε να συμπεριφέρονται με αυτόν τον τρόπο σε έναν περιπλανώμενο ιππότη.
Οι αγωγιάτες σταμάτησαν να τον πετροβολούν και ο Δον Κιχώτης συνέχισε και πάλι την αγρυπνία των όπλων με την ίδια ηρεμία όπως και πρωτύτερα.
Ο πανδοχέας αποφάσισε να ξεμπερδεύει μια ώρα αρχύτερα με τον Δον Κιχώτη. Του είπε πως, για να τον χρίσει ιππότη, αρκούσε ένα χτύπημα στο σβέρκο και ένα στην πλάτη και πως αυτό θα έπρεπε να γίνει στον κάμπο.
-21-
Έφερε το τεφτέρι όπου κράταγε τους λογαριασμούς του. Ένας νεαρός έφερε ένα αλειμματοκέρι αναμμένο, και οι δυο κοπέλες πλησίασαν. Ύστερα, ο πανδοχέας πρόσταξε το Δον Κιχώτη να γονατίσει και άρχισε να διαβάζει από το τεφτέρι (σα να διάβαζε κάποιο τροπάριο) και στα μισά της ανάγνωσης σήκωσε το χέρι του και έδωσε ένα γερό χτύπημα με το πλατύ μέρος του σπαθιού στο σβέρκο του Δον Κιχώτη και, αμέσως μετά, ένα πιο ντελικάτο στην πλάτη του, συνεχίζοντας να μουρμουρίζει μέσα απ’ τα δόντια του λες και προσευχόταν. Ύστερα από αυτό, πρόσταξε τη μια από τις κοπέλες να τον ζώσει με το σπαθί του, όσο η άλλη του φόραγε τα σπιρούνια.
Και αφού τέλειωσε στα γρήγορα αυτό το τελετουργικό που παρόμοιο κανείς δεν ξανάδε, ο Δον Κιχώτης δεν έβλεπε την ώρα να καβαλήσει το άλογό του και να ξεκινήσει για περιπέτειες. Σέλωσε τον Ροσινάντη και καβάλησε. Αγκάλιασε τον πανδοχέα, λέγοντάς του παράξενα λόγια που είναι αδύνατον να τα μεταφέρω με ακρίβεια, και τον ευχαρίστησε που τον έχρισε ιππότη.
Ο πανδοχέας, που δεν έβλεπε την ώρα να τον ξεφορτωθεί, ανταπάντησε με λίγα λόγια και, χωρίς καν να του ζητήσει πληρωμή για τη φιλοξενία, τον άφησε να φύγει.
SpoilerShow
Η ΜΑΧΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥΣ

Ο Δον Κιχώτης πέρασε δεκαπέντε μέρες στη βολή του σπιτιού του, και ασχολιόταν με τις υποθέσεις του, χωρίς τίποτα να δείχνει ότι ήθελε να ξαναρχίσει τις τρέλες του. Όλο αυτό το διάστημα κουβέντιασε πολύ με το γεωργό, το χωριανό του, έναν καλοκάγαθο άνθρωπο, αλλά χωρίς πολύ μυαλό στο κεφάλι του. Από τα πολλά που του είπε, τις τόσες υποσχέσεις που του έκανε, στο τέλος έπεισε το δύστυχο χωρικό να μπει στη δούλεψή του ως ιπποκόμος.
Ανάμεσα στα άλλα, του έλεγε ο Δον Κιχώτης, πως αν ερχόταν μαζί του με την καρδιά του, γιατί - ποιος ξέρει - όλο και θα του τύχαινε κάποια περιπέτεια από την οποία θα έβγαινε νικητής, θα τον διόριζε διοικητή σε ένα νησί. Με αυτήν, αλλά και με πολλές άλλες υποσχέσεις, ο Σάντσο Πάνσα, έτσι λεγόταν ο χωρικός, άφησε γυναίκα και παιδιά και πήγε ιπποκόμος του Δον Κιχώτη.
Ο Δον Κιχώτης βάλθηκε να βρει χρήματα. Αφού πούλησε κάποια πράματα, έβαλε ενέχυρο κάποια άλλα, και ξεπούλησε τα υπάρχοντά του όσο-όσο, συγκέντρωσε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό. Ύστερα, ανακοίνωσε στο Σάντσο Πάνσα τη μέρα και την ώρα που θα ξεκινούσαν, ώστε να πάρει μαζί του ο, τι του ήταν απαραίτητο. Πάνω απ’ όλα του είπε να πάρει προμήθειες για το ταξίδι. Εκείνος δέχτηκε και, μάλιστα, του είπε πως μπορούσε να φέρει και το γαϊδούρι του που ήταν πολύ καλό, γιατί ήταν συνηθισμένο στα μεγάλα ταξίδια.
Χωρίς να αποχαιρετήσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του ο Σάντσο Πάνσα, όπως ούτε και ο Δον Κιχώτης την οικονόμο και την ανεψιά του, βγήκαν νύχτα από το χωριό χωρίς να τους δει κανείς. Έκαναν πολύ δρόμο, μέχρι να βεβαιωθούν ότι κανείς δε θα τους έβρισκε, όσο και να τους έψαχνε, ώσπου στο τέλος ξημέρωσε.
-32 -
Πήραν το δρόμο τους κουβεντιάζοντας, όταν είδαν στον κάμπο καμιά τριάντα με σαράντα ανεμόμυλους. Ο Δον Κιχώτης, μόλις τους αντίκρισε, είπε στον ιπποκόμο του:
- Η τύχη οδηγεί τα βήματά μας. Βλέπεις εκεί φίλε μου Σάντσο Πάνσα, τριάντα, ίσως και λιγότερους, τεράστιους γίγαντες που ενάντια τους θα πολεμήσω και θα τους πάρω τη ζωή;
- Μα ποιους γίγαντες; είπε ο Σάντσο.
- Εκείνους εκεί κάτω, δεν βλέπεις; απάντησε ο αφέντης του, , μερικοί μάλιστα έχουν χέρια μακριά ίσαμε δυο λεύγες[1].
-34 -
- Κοιτάξτε αφέντη μου, - παρατήρησε ο Σάντσο – εκείνα εκεί κάτω που φαίνονται έτσι δεν είναι γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι, και αυτά που μοιάζουν με χέρια είναι τα φτερά του που, καθώς ο άνεμος τα γυρίζει, κάνουν τη μυλόπετρα να αλέθει.
- Πώς φαίνεται ότι δεν έχεις ιδέα από περιπέτειες! Αυτοί εκεί είναι γίγαντες και, αν φοβάσαι, πήγαινε στην άκρη να προσευχηθείς, όσο θα δίνω την άνιση μάχη ενάντια τους.
-35-
Και με αυτά τα λόγια, σπιρούνιασε το Ροσινάντη χωρίς να δίνει σημασία στις φωνές του ιπποκόμου. Ήταν τόσο πεισμένος ότι οι ανεμόμυλοι ήταν γίγαντες, που δεν το κατάλαβε ούτε καν, όταν τους πλησίασε. Στο μεταξύ, τους φώναζε:
-Μη φεύγετε δειλά και άνανδρα πλάσματα, ένας και μόνο ιππότης σάς επιτίθεται!
Εκείνη τη στιγμή σηκώθηκε αέρας, τα μεγάλα φτερά των ανεμόμυλων άρχισαν να κινούνται και βλέποντάς το αυτό ο Δον Κιχώτης είπε:
- Ε λοιπόν, και περισσότερα από το Βριάρεω[2] χέρια να κινήστε, θα το πληρώστε!
Και με αυτά τα λόγια, πιστεύοντας πως η κυρά του η Δουλσινέα, όπως την είχε ικετεύσει, θα του συμπαραστεκόταν σε εκείνη τη δύσκολη στιγμή, καλύφθηκε καλά με την ολοστρόγγυλη λεπτή του ασπίδα, κατέβασε οριζόντια τη λόγχη, κάλπασε με όλη του τη φόρα και όρμησε με δύναμη πάνω στον πρώτο ανεμόμυλο που βρέθηκε μπροστά του.
-36-
Έδωσε ένα χτύπημα με τη λόγχη του στο φτερό του ανεμόμυλου, αλλά ο αέρας το μετακίνησε με τόση ορμή που έσπασε στα δυο τη λόγχη και ξεπέταξε μακριά στα χωράφι άλογο και καβαλάρη. Ο Σάντσο έτρεξε με το γάιδαρό του όσο πιο γρήγορα μπορούσε, για να βοηθήσει τον αφέντη του, αλλά, όταν έφτασε στο μέρος όπου είχε πέσει, ο Δον Κιχώτης δεν μπορούσε να κουνήσει.
- Ο Θεός το ξέρει, είπε ο Σάντσο, μια ώρα δεν φώναζα στην ευγένειά σας να προσέξει καλά τι κάνει, γιατί δεν ήταν γίγαντες, αλλά ανεμόμυλοι;
-37-
- Πάψε φίλε μου Σάντσο, απάντησε ο Δον Κιχώτης, τα πράγματα στον πόλεμο, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, αλλάζουν διαρκώς. Και μάλιστα, όσο το σκέφτομαι, τόσο πείθομαι ότι εκείνος ο μάγος ο Φρεστώνας μεταμόρφωσε αυτούς τους γίγαντες σε ανεμόμυλους για να μου στερήσει τη δόξα που θα κέρδιζα αν τους νικούσα. Όμως δεν θα καταφέρουν τίποτα τα φθονερά του μάγια απέναντι στην καλοσύνη του σπαθιού μου!
Και με τη βοήθεια του Σάντσο καβάλησε και πάλι το άλογό του.
Εκείνη τη νύχτα την πέρασαν ανάμεσα στα δέντρα. Μάλιστα ο Δον Κιχώτης έκοψε και ένα κλαδί από κάποιο δέντρο και στην άκρη του έμπηξε τη μεταλλική αιχμή από τη λόγχη του που είχε σπάσει.
Δεν έκλεισε μάτι όλη τη νύχτα ο Δον Κιχώτης, καθώς η σκέψη ήταν στην κυρά του τη Δουλσινέα. Αντίθετα, ο Σάντσο, που είχε γεμάτο το στομάχι του, κοιμήθηκε μονορούφι.








Στο 21ο κεφάλαιο, εκτός από το επεισόδιο για την απόκτηση του κράνους του Μαμπρίνου, θα παρακολουθήσουμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα συνομιλία ανάμεσα στο Δον Κιχώτη και τον ιπποκόμο του. Με μεγάλη επιδεξιότητα ο Θερβάντες κατορθώνει να ασκήσει οξύτατη κριτική και να γελοιοποιήσει, μαζί με τον ήρωά του, και τα κάθε λογής ιπποτικά μυθιστορήματα που είχαν ως θέμα τους πλανόδιους ιππότες.
SpoilerShow
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να ψιχαλίζει, κι ο Σάντσος είπε να πα να μπούνε στη νεροτριβή. Όμως ο Δον Κιχώτης την είχε παρμένη σε τέτοια αντιπάθεια για το άσκημο παιχνίδι που του 'χε παίξει, που δεν θέλησε με κανέναν τρόπο να μπει εκεί μέσα· κι έτσι λοιπόν, έστρεψαν δεξιά και τράβηξαν έναν άλλο δρόμο, σαν και κείνον που είχαν παρμένο την περασμένη μέρα.

Λίγο παραπέρα, ο Δον Κιχώτης παρατήρησε απ' αγνάντια έναν καβαλάρη που είχε στο κεφάλι ένα πράμα που λαμποκοπούσε σαν να 'ταν από χρυσάφι· και μόλις τον είδε, γύρισε στο Σάντσο και του είπε:

- Μου φαίνεται, Σάντσο, πως δεν υπάρχει παροιμία που δεν είναι αληθινή· γιατί όλες τους είναι γνωμικά βγαλμένα από την πείρα, τη μητέρα που γέννησε όλες τις επιστήμες - και προπάντων εκείνη η παροιμία που λέει: «όπου μια πόρτα κλείσει, άλλη πόρτα θ' ανοίξει». Σου το λέω αυτό, γιατί αν χτες βράδυ η τύχη μάς έκλεισε την πόρτα για την περιπέτεια που γυρεύαμε, και μας έπαιξε κείνο το παιχνίδι με τους κόπανους της νεροτριβής, τώρα μας ανοίγει τετράπλατη μια άλλη πόρτα για μια καλύτερη και πιο σίγουρη περιπέτεια, που, αν δεν βρω τρόπο να την περάσω, το λάθος πια θα 'ναι δικό μου, και δε θα μπορώ να το ρίξω μήτε στο που δεν έχω δει ποτέ μου νεροτριβή, μήτε στης νύχτας τη σκοτεινιά. Αυτό σ' το λέω, γιατί, αν δε γελιέμαι, κάποιος έρχεται προς τα δω, που φορεί στο κεφάλι του το κράνος του Μαμπρίνου, που γι' αυτό έχω κάνει τον όρκο που ξέρεις.

- Πρόσεξέ το καλά, αφεντικό μου, αυτό που λες, κι ακόμα περισσότερο αυτό που πα να κάνεις, είπε ο Σάντσος· γιατί δεν έχω όρεξη να 'χουμε πάλε τίποτα κόπανους που στο τέλος να μας ξετινάξουν πια ολότελα το μυαλό.

- Που να πάρει ο διάολος, να πάρει, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· τι έχει να κάνει το κράνος με τους κόπανους;

- Δεν το ξέρω, αποκρίθηκε ο Σάντσος· όμως μα την πίστη μου, αν μπορούσα να σου μιλήσω, όπως συνηθούσα πρώτα, μπορεί να 'λεγα στην ευγενία σου κάμποσα λόγια, που να 'βλεπες πως πάλι γελιέσαι μ' αυτό που λες.

- Πώς γίνεται να γελιέμαι μ' αυτό που σου λέω, βρε σκυλί άπιστο και δειλό; είπε ο Δον Κιχώτης. Πες μου: δεν τον βλέπεις εκείνον τον ιππότη που έρχεται προς τα εδώ απάνω σ' ένα σταχτί άλογο μ' άσπρες βούλες, και που φορεί στο κεφάλι του ένα μαλαματένιο κράνος;

- Κείνο που βλέπω και καταλαβαίνω, αποκρίθηκε ο Σάντσος, δεν είναι παρά ένας άνθρωπος απάνω σ' ένα γκρίζο γαϊδούρι σαν και το δικό μου, που έχει απάνω στο κεφάλι του κατιτί που γυαλίζει.

- Λοιπόν αυτό είναι το κράνος του Μαμπρίνου, είπε ο Δον Κιχώτης. Τραβήξου σε μια μεριά κι άφησέ με μονάχον μαζί του· και θα δεις πως, δίχως να πω μήτε μια λέξη, για να μη χάνουμε καιρό, θα βγάλω πέρα τούτη την περιπέτεια και θ' απομείνει δικό μου το κράνος που τόσο το επιθύμησα.

- Εγώ θα κοιτάξω, σίγουρα, να τραβηχτώ, αποκρίθηκε ο Σάντσος· μα ο Θεός να βάλει το χέρι του, το ματαλέω, να μην είναι πάλε τίποτα κόπανοι.

- Σου το 'πα και πριν, φίλε μου, να μη μου τους αναφέρεις, μήτε να μου τους θυμήσεις άλλη φορά πια τους κόπανους· γιατί τ' ορκίζομαι... δε λέω περισσότερο, παρά πως θα σου κοπανίσω την ψυχή.

Ο Σάντσος σώπασε, γιατί φοβήθηκε πως ο αφεντικός του μπορούσε και να 'κανε κείνο που ορκίστηκε με τόση φόρα.

Ωστόσο, απ' όλη αυτήν την ιστορία με το κράνος και το άλογο και τον καβαλάρη που έβλεπε ο Δον Κιχώτης, η μόνη αλήθεια ήταν η ακόλουθη: Σε κείνα τα μέρη κοντά βρισκόντουσαν δυο χωριά· το ένα ήτανε τόσο μικρό, που δεν είχε μήτε φαρμακείο, μήτε κουρέα·και το άλλο που βρισκότανε σιμά στο πρώτο κι είχε κι από τα δυο. Γι' αυτό ο κουρέας του μεγαλύτερου χωριού υπηρετούσε και το μικρότερο, όπου αυτή την ημέρα ένας άρρωστος είχε ανάγκη να του πάρουν αίμα, και κάποιος άλλος να ξουριστεί. Είχε πάρει λοιπόν το μπρούτζινο λεγένι του ξυρίσματος και τραβούσε προς τα εκεί για τη δουλειά του. Το 'φερε όμως η τύχη να τον πιάσει, καθώς πήγαινε, η βροχή στο δρόμο· κι αυτός, για να μην του χαλάσει το καπέλο του, που ήταν, καθώς φαίνεται καινούριο, κάθισε στο κεφάλι του, από πάνω, το λεγένι, που καθώς ήταν τριμμένο και καθαρισμένο, λαμποκοπούσε από μισή λεύγα μακριά. Ερχότανε καβάλα σ' ένα σταχτί γάιδαρο, όπως είχε πει ο Σάντσος, κι αυτός είναι ο λόγος που ο Δον Κιχώτης φαντάστηκε πως έβλεπε άλογο σταχτί με άσπρες βούλες, και ιππότη και μαλαματένιο κράνος. Γιατί όλα όσα έβλεπε, τα συμμόρφωνε στη στιγμή με τις ιπποτικές του παλαβωμάρες και καψοπλανόδιες φαντασίες του.

Σαν είδε λοιπόν πως ο δυστυχισμένος εκείνος ιππότης είχε ζυγώσει αρκετά, αυτός δίχως να 'ρθει σε κουβέντες μαζί του, κι ανοίγοντας όλο το τρέξιμο του Ροσινάντε, όρμησε καταπάνω του με τη λόγχη μπροστά και με σκοπό να τον περάσει με δαύτην πέρα και πέρα. Όταν όμως κόντευε να τονε φτάσει, δίχως να κρατήσει καθόλου την ορμή του, του είπε:

- Υπερασπίσου τον εαυτό σου, άθλιο πλάσμα, ή παράδωσέ μου με τη θέλησή σου εκείνο που είναι δικαιωματικά δικό μου.

Ο κουρέας που δίχως να το περιμένει, μήτε να το φανταστεί καν, είδε ξάφνου να 'ρχεται καταπάνω του εκείνο το στοιχιό, δε βρήκε άλλον τρόπο για να φυλαχτεί από την κονταριά, παρά ν' αφηστεί και να πέσει από το γάιδαρό του· και μόλις άγγιξε στο χώμα, σηκώθηκε αμέσως, πιο σβέλτος κι από ζαρκάδι, και βάλθηκε να τρέχει μες στον κάμπο με τέτοια γρηγοράδα, που δε θα μπορούσε να τόνε φτάσει μηδέ ο άνεμος. Το λεγένι το παράτησε καταγής, κι ο Δον Κιχώτης έμεινε μ' αυτό ευχαριστημένος, κι είπε πως ο άπιστος είχε κάνει πολύ γνωστικά, και πως είχε ακολουθήσει το παράδειγμα του καστοριού, που, όταν το στενοχωρήσουν πολύ οι κυνηγοί, δαγκώνει και κόβει με τα ίδια του τα δόντια εκείνο που από φυσικό του ένστιχτο καταλαβαίνει πως είναι η αφορμή που το κυνηγούνε. Τότε πρόσταξε το Σάντσο να πάρει από χάμω το κράνος, ο οποίος παίρνοντάς το στα χέρια, είπε:

- Θε μου, τι όμορφο λεγένι! και σίγουρα θα τ' αξίζει τα οχτώ γρόσια στα γεμάτα.

Και το έδωσε στον αφεντικό του, ο οποίος αμέσως το φόρεσε, σαν καπέλο, κι άρχισε να το γυρίζει απ' όλες τις μεριές, γυρεύοντας να το εφαρμόσει στο κεφάλι του κι επειδή δεν μπορούσε να το καταφέρει, είπε:

- Δεν υπάρχει αμφιβολία, πως ο άπιστος εκείνος, που απάνω στα μέτρα του χαλκεύτηκε για πρώτη φορά τούτη η περίφημη περικεφαλαία, πρέπει να 'χε πάρα πολύ μεγάλο κεφάλι - και το χειρότερο ακόμη είναι που της λείπει το μισό!

Όταν τον άκουσε ο Σάντσος να λέει περικεφαλαία τη λεκάνη του ξουρίσματος, δεν μπόρεσε να κρατήσει τα γέλια· όμως αμέσως αναλογίστηκε την οργή του αφεντικού του, και το 'κοψε στη μέση.
- Γιατί γελάς, Σάντσο; είπε ο Δον Κιχώτης.

- Γελάω, αποκρίθηκε κείνος, γιατί συλλογιέμαι το μεγάλο κεφάλι που πρέπει να 'χε κείνος ο άπιστος που φορούσε αυτό το κράνος, ώστε να μοιάζει ίδιο σαν το λεγένι του μπαρμπέρη.

- Ξέρεις τι φαντάζομαι, Σάντσο; - πως τούτο το πολύτιμο πράμα, τούτο το μαγεμένο κράνος, πρέπει να είχε καμιά φορά πέσει, Κύριος οίδε με ποιον τρόπο, στα χέρια κανενός που δεν ήταν σε θέση μήτε να καταλάβει μήτε να εχτιμήσει την αξία του, και που βλέποντάς το πως ήταν από το πιο καθάριο χρυσάφι, πήρε κι έλιωσε το μισό κομμάτι, για να το πουλήσει, και με το άλλο μισό έφτιαξε τούτο εδώ που μοιάζει με λεκάνη του ξυρίσματος, καθώς λες και συ. Όμως ας είναι ό,τι θέλει· για μένα που ξέρω τι πράμα είναι, δεν έχει καμιά σημασία η μεταμόρφωσή του· γιατί στο πρώτο χωριό, όπου θα βρω κανένα χαλκιά ή σιδερουργό, θα το διορθώσω με τέτοιον τρόπο, που να μπορεί να παραβγεί με κείνο που έφτιαξε και σφυρηλάτησε ο θεός των σιδερουργείων για το θεό των πολέμων. Στο μεταξύ θα το φορώ καθώς είναι κι όπως μπορώ· γιατί πάντα καλύτερο είναι το λίγο από το καθόλου, και μάλιστα που θα 'ναι αρκετό, για να με φυλάξει από τίποτε πετριές:

- Αυτό είναι σωστό, είπε ο Σάντσος, εξόν πια κι αν τις πετούνε με τη σφεντόνα, καθώς τις ρίχνανε σε κείνη τη μάχη των δυο στρατών, τότε που σου σιγύρισαν τις σαγονιές και σου έσπασαν τον ντενεκέ, όπου είχε βάλει η ευγενία σου εκείνο το τρισευλογημένο το πιοτό που με είχε κάνει να βγάλω τα συκώτια μου.

- Δε με πολυνοιάζει που το 'χασα, είπε ο Δον Κιχώτης· γιατί το ξέρεις Σάντσο, πως τη συνταγή την έχω στο μυαλό μου.

- Και εγώ την έχω στο μυαλό μου, αποκρίθηκε ο Σάντσος· όμως, αν το φτιάξω είτε το βάλω άλλη φορά στο στόμα μου, αυτή να 'ναι κι η τελευταία μου η ώρα. Μα μήτε κι έχω σκοπό να ξαναβρεθώ σε ανάγκη που να το χρειαστώ· γιατί, από δω κι εμπρός, κάνω τα μάτια μου τέσσερα για να μη λαβωθώ, μήτε να λαβώσω κανέναν. Όσο για να με τινάξουν πάλε μες την κουβέρτα, δεν μπορώ να πω τίποτα· γιατί αυτά είναι πράματα, που δεν μπορεί να τα μποδίσει κανένας - και σαν έρθουν, δεν έχουμε να κάνουμε τίποτ' άλλο, παρά να μαζέψουμε τους ώμους μας, να κρατήσουμε την ανάσα μας, και, κλείνοντας πια τα μάτια, ν' αφηθούμε και να πηγαίνουμε όπου είναι το θέλημα της τύχης και της κουβέρτας.

- Είσαι κακός χριστιανός, Σάντσο, είπε ακούοντάς τον ο Δον Κιχώτης· γιατί ποτέ σου δε λησμονείς το κακό που σου έχουν κάνει μια φορά. Μάθε λοιπόν πως οι ευγενικές και μεγάλες καρδιές δε δίνουν ποτέ σημασία σε τέτοια παδιάστικα καμώματα. Από ποιο πόδι κουτσάθηκες, ποια παΐδια σου έσπασαν, ποιο κεφάλι σου τσακίστηκε, για να μην μπορείς να λησμονήσεις εκείνο το χωρατό; Γιατί, αν το καλοεξετάσεις, δεν ήταν παρά ένα χωρατό κι ένα παιχνίδι για να περάσει η ώρα, που αν δεν το θεωρούσα τέτοιο, ήθελα να ξαναγυρίσω πάλι εκεί πέρα, κι ήθελα να κάνω για εκδίκηση σου περισσότερη καταστροφή από κείνη που έκαναν οι Έλληνες για την αρπαγή της Ελένης: η οποία αν ζούσε σε τούτους τους καιρούς, ή αν ζούσε η Δουλσινέα μου σε κείνους, θα μπορούσε να είναι βέβαιη πως δεν ήθελ' αποχτήσει τόση φήμη για την ομορφιά της, σαν κι αυτήν που 'χει τώρα. Κι απάνω σε τούτα τα λόγια έβγαλε έναν αναστεναγμό, και τον έστειλε να πάει στα σύννεφα. Κι είπε ο Σάντσος:

- Ας το πάρουμε λοιπόν για χωρατά, αφού δεν μπορούμε να πάρουμε την εκδίκηση στ' αλήθεια· όμως εγώ το ξέρω τι λογής χωρατά κι αλήθειες ήτανε κείνα· και ξέρω ακόμα πως δε θα μου φύγουν ποτέ μήτε από τη θύμηση μήτε κι από τις πλάτες μου. Όμως ας τ' αφήσουμε αυτά στην πάντα, και πες μου η ευγενία σου τι θα το κάνουμε τούτο το σταχτί άλογο με τις άσπρες βούλες, που μοιάζει τόσο γκρίζο γαϊδούρι, και που το παράτησε δω κείνος ο Μαρτίνος, που γκρέμισες κάτω η ευγενία σου· γιατί, κατά το δρόμο που πήρε, και καθώς χτυπούσαν τα πόδια του στις πλάτες του, δεν πιστεύω να έχει σκοπό να ξαναγυρίσει ποτές· και, μα τα γένια μου, το ζώο δε μου φαίνεται καθόλου κακό.

- Δε συνηθίζω ποτέ, είπε ο Δον Κιχώτης, να παίρνω τα πράματα εκείνων που νικώ· κι ούτε το επιτρέπουν τα έθιμα της ιπποσύνης να παίρνει κανείς από τους νικημένους τ' άλογά τους και να τους αφήνει πεζούς, εξόν πια κι αν τύχαινε να χάσει ο νικητής το δικό του απάνω στη μάχη· γιατί σ' αυτή τη περίσταση είναι νόμιμο να πάρει κανένας του νικημένου, σα λάφυρο από νόμιμο πόλεμο. Γι' αυτό λοιπόν, Σάντσο, άφησε αυτό το άλογο ή το γάιδαρο, ή όπως αλλιώς θέλεις να το πεις, γιατί, μόλις θα δει πως φύγαμε από δω ο αφεντικός του, θα γυρίσει να το πάρει.

- Ο Θεός το ξέρει πόσο θα 'θελα να το 'παιρνα μαζί μας, αποκρίθηκε ο Σάντσος, ή να το άλλαζα κάνεμου με το δικό μου, που δε μου φαίνεται τόσο καλό. Μα την αλήθεια, πολύ ζόρικοι είναι οι νόμοι της ιπποσύνης, αφού δεν επιτρέπουν ν' αλλάξει κανένας μήδ' ένα γαϊδούρι μ' ένα άλλο· και θα 'θελα να ξέρω αν θα μπορούσα ν' αλλάξω ίσως τα σαμάρια.

- Σ' αυτό το τελευταίο δεν είμαι πολύ βέβαιος, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· και γι' αυτό, επειδή υπάρχει αμφιβολία, κι ώσπου να έχω καλύτερες πληροφορίες, σου επιτρέπω να το αλλάξεις, αν πράγματι έχεις πολύ μεγάλη ανάγκη.

- Τόσο πολύ μεγάλη, αποκρίθηκε ο Σάντσος, που κι αν ακόμα ήτανε για μένα τον ίδιο, δε θα ήτανε η ανάγκη μου μεγαλύτερη.

Κι αμέσως, χρησιμοποιώντας αυτή την άδεια, έκανε το άλλαγμα των σαμαριών, έτσι που το ζώο του φάνηκε δυο και τρεις φορές καλύτερο από πριν.

Κατόπιν απ' αυτό, κάθισαν και κολάτσισαν με ό,τι είχε απομείνει από τα λάφυρα που είχαν παρμένα από τους παπάδες, κι ήπιαν νερό από το ρυάκι της νεροτριβής, όμως δίχως να γυρίσουν το κεφάλι τους να την κοιτάξουν - τέτοιο μίσος της είχανε για το φόβο που τους είχε προξενήσει. Τέλος, αφού πέρασε η κακή διάθεση κι η μελαγχολία, καβάλησαν τα ζώα τους, και δίχως να πάρουν κανένα ορισμένο δρόμο (γιατί το συνηθούσαν πολύ οι πλανόδιοι ιππότες να τραβούν στην τύχη, δίχως ορισμένο σχέδιο), βάλθηκαν να πορεύονται κατά που ήταν η θέληση του Ροσινάντε: ο οποίος τραβούσε από πίσω του τη θέληση του αφεντικού του, καθώς και του γαϊδάρου που τον ακολουθούσε πάντοτε, όπου κι αν τραβούσε, σαν καλός φίλος και πιστός σύντροφος. Έτσι πηγαίνοντας, ξαναβρέθηκαν πάλι στο δημόσιο δρόμο, και τον ακολούθησαν στην τύχη και δίχως κανένα ορισμένο σκοπό. Καθώς λοιπόν τραβούσαν έτσι το δρόμο τους, είπε ο Σάντσος στον αφεντικό του.

- Αφεντικό θα 'θελες να μου δώσεις την άδεια να πω δυο κουβέντες στην ευγενία σου; Γιατί από την ώρα που μου 'δωσες εκείνη τη σκληρή προσταγή για να σωπαίνω, πάνω από τέσσερα πράματα που είχα να σου πω, μείναν και μπαγιάτεψαν μες στο στομάχι μου· και θα 'θελα κατιτί που έχω τώρα στην άκρη της γλώσσας μου, τουλάχιστο, να μην πάει κι αυτό χαμένο.

- Πες το, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης, και κοίταξε να είσαι σύντομος· γιατί κανένας δεν είναι ευχάριστος, όταν είναι πολυλογάς.

- Ο λόγος μου λοιπόν, αφεντικό, αποκρίθηκε ο Σάντσος, είναι πως έχω κάμποσες μέρες που συλλογίζομαι πόσο λίγα είναι τα κέρδητα που έχει κανείς με το να πηγαίνει γυρεύοντας τέτοιες περιπέτειες, σαν κι αυτές που γυρεύει η ευγενία σου μέσα σε τούτες τις ερημιές και τους απόμακρους δρόμους, όπου, κι αν ακόμα νικάει κανείς και κερδίζει τις πιο επικίντυνες, δεν είναι κανένας για να τις δει και να τις μάθει, - κι έτσι είναι καταδικασμένες να μείνουν αιώνια άγνωστες, πράμα που κάνει άδικο και στους σκοπούς της ευγενίας σου και στα κατορθώματά σου. Και γι' αυτό θαρρώ πως θα 'τανε καλύτερα (εξόν αν έχει καμιά καλύτερη ιδέα η ευγενία σου), να πηγαίναμε να προσφέρουμε τις υπηρεσίες μας σε κανέναν αυτοκράτορα ή κανέναν άλλο τρανόν άρχοντα, που να βρίσκεται μπλεγμένος σε πόλεμο, έτσι που να μπορέσεις η ευγενία σου να δείξει την παλικαριά σου, τη μεγάλη σου δύναμη και τη μεγαλύτερη εξυπνάδα σου. Γιατί, όταν τα δει όλ' αυτά ο μεγάλος άρχοντας που θα υπηρετούμε, θα είναι αναγκασμένος να μας αντιπλερώσει, τον καθέναν κατά τα έργατά του. Και ούτε θα λείψει από κει ο άνθρωπος που θα βάλει στο χαρτί τα κατορθώματα της ευγενίας σου, για να μείνει η μνήμη τους αιώνια. Για τα δικά μου δε λέω τίποτα· γιατί θα είναι αναγκασμένα να μη βγουν έξω από τον κύκλο που είναι ορισμένος για τους ιπποκόμους -αν και θα μπορούσα να πω, πως αν ήτανε συνήθιο στην ιπποσύνη να γράφονται τα κατορθώματα των ιπποκόμων, δεν ήθελε μείνουν και τα δικά μου θαμμένα στη λησμονιά.

- Δεν τα λες άσκημα, Σάντσο, αποκρίθηκε ο Δον Κιχώτης· όμως πριν να φτάσει κανένας ως εκεί, πρέπει πρώτα να γυρίσει τον κόσμο για να δοκιμαστεί, γυρεύοντας περιπέτειες, και ν' αποχτήσει με τα κατορθώματα του τέτοιο όνομα και τέτοια φήμη, ώστε, όταν θα παρουσιαστεί στο παλάτι κανενός μεγάλου μονάρχη, να είναι ήδη γνωστός από τα έργα του· και μόλις τόνε δουν τα παιδιά να μπαίνει από την πύλη στην πόλη μέσα, να τον πάρουν αμέσως από πίσω και να τον τριγυρίζουν φωνάζοντας και λέγοντας: «Να, αυτός είναι ο ιππότης του Ήλιου ή του Φιδιού» ή μ' όποιο άλλο σύμβολο να είναι γνωστός πως έκανε τα μεγάλα του τα κατορθώματα. «Αυτός είναι», θα λένε, «που νίκησε σε πρωτάκουστη μάχη το μέγα γίγα Μπροκαμπρούνο, το δυνατό· αυτός που λευτέρωσε το μέγα Μαμελούκο της Περσίας από τα μάγια που τον κρατούσαν μαγεμένο κάπου εννιακόσια χρόνια». Κι έτσι από στόμα σε στόμα θ' απλώνεται η φήμη των κατορθωμάτων του· κι αμέσως, από το θόρυβο που θα κάνουν τα παιδιά κι όλος ο άλλος κόσμος, θα παρουσιαστεί στα παραθύρια του βασιλικού του παλατιού ο βασιλιάς εκείνης της χώρας· και μόλις δει τον ιππότη και τον αναγνωρίσει από την πανοπλία του ή από το έμβλημα της ασπίδας του, δεν μπορεί παρά να πει:

«Εμπρός, όλοι οι ιππότες μου όσοι βρίσκονται στο παλάτι μου, ας βγουν έξω να δεχτούνε το άνθος της ιπποσύνης που έρχεται από πέρα!». Μ' αυτήν την προσταγή του θα βγουν όλοι έξω, και θα κατέβει κι ο ίδιος ίσαμε τα μισά της σκάλας, και θα τον αγκαλιάσει σφιχτά σφιχτά, και θα του δώσει στο πρόσωπο το φιλί της ειρήνης, κι αμέσως θα τον πάρει από το χέρι και θα τον πάει στα διαμερίσματα της βασίλισσας, όπου ο ιππότης θα τη βρει μαζί με την κόρη της την ινφάντα, που δεν μπορεί παρά να είναι από τις πιο ομορφύτερες και τις πιο τέλειες παρθένες που πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να βρει μέσα σ' ένα μεγάλο μέρος της οικουμένης. Και τότε κείνη θα ρίξει τα μάτια της απάνω στον ιππότη, κι ο ιππότης τα δικά του στα δικά της, κι ο καθένας τους θα φανεί στον άλλον σαν κάτι μάλλον θεϊκό παρά ανθρώπινο· και δίχως κι αυτοί να ξέρουν το πώς και γιατί, θα βρεθούν πιασμένοι και τυλιγμένοι μες στ' άλυτα δίχτυα του έρωτα και με μεγάλο πόνο στην καρδιά, επειδή δε θα ξέρουν πώς να πουν και να ομολογήσουν τους καημούς τους και τα αιτήματά τους. Από κει θα τον οδηγήσουν κατόπι, δίχως αμφιβολία, σε καμιά σάλα του παλατιού με πλούσια επίπλωση, όπου αφού του βγάλουν τ' άρματά του, θα του φέρουν να φορέσει έναν πολύτιμο πορφυρό μανδύα· και αν πια ήτανε τόσο όμορφος με την αρματωσιά του, άλλο τόσο και καλύτερος θα είναι με το βασιλικό αυτό φόρεμα. Σαν έρθει το βράδυ, θα δειπνήσει μαζί με το βασιλιά και τη βασίλισσα, καθώς και με τη βασιλοπούλα, που δε θα σηκώσει τα μάτια του μήτε μια στιγμή από πάνω της, κοιτάζοντας την κρυφά από τους άλλους· όπως θα κάνει και κείνη το ίδιο και με την ίδια τέχνη κι εξυπνάδα -γιατί, καθώς είπα και πριν, είναι μια πολύ προσεχτική και σεμνή κόρη. Όταν θα σηκώσουν πια το τραπέζι, θα παρουσιαστεί ξάφνου στην πόρτα της σάλας ένας μικρός κι άσκημος νάνος και από πίσω θ' ακολουθεί, ανάμεσο σε δυο γίγαντες, μια όμορφη αρχόντισσα, που θα 'ρθει να προτείνει κάποια περιπέτεια: αυτήν την περιπέτεια θα την έχει προετοιμάσει κάποιος πολύ αρχαίος μάγος, και κείνος που θα τη βγάλει πέρα νικηφόρος θα είναι ο καλύτερος ιππότης του κόσμου. Αμέσως ο βασιλιάς θα προστάξει όλους τους ιππότες που θα βρίσκονται εκεί να δοκιμάσουν την περιπέτεια· όμως κανένας δε θα μπορέσει να τη βγάλει πέρα, εξόν από τον ξένο ιππότη, το μουσαφίρη, που έτσι θα μεγαλώσει τη δόξα του και θα δώσει μεγάλη χαρά στη βασιλοπούλα, η οποία θα μείνει ευχαριστημένη κι ικανοποιημένη που έβαλε σε τόσο ψηλό μέρος τους στοχασμούς της και τα όνειρα της. Και το ευτύχημα είναι πως αυτός ο βασιλιάς ή ο πρίγκιπας, ή όποιος άλλος είναι, βρίσκεται σε πόλεμο τρομερό με κάποιον άλλον άρχοντα επίσης δυνατό, όπως αυτός· και ο ιππότης, ο μουσαφίρης (ύστερ' από μερικές μέρες που έκανε στο παλάτι), του ζητάει την άδεια να πάει να τον υπηρετήσει σ' αυτόν τον πόλεμο. Ο βασιλιάς θα του τη δώσει μεταχαράς, κι ο ιππότης θα του φιλήσει με πολλή ευγένεια τα χέρια για τη μεγάλη χάρη που του κάνει. Το ίδιο βράδυ θα πάει ν' αποχαιρετήσει τη δέσποινά του τη βασιλοπούλα μέσα από τα κάγκελα ενός κήπου, που βρίσκεται δίπλα στην κρεβατοκάμαρα της.

Στο ίδιο μέρος έχει ήδη κουβεντιάσει μαζί της πολλές φορές με τη βοήθεια μιας εμπιστεμένης της υπασπίστρας. Εκείνος θ' αναστενάζει, κι αυτή θα λιποθυμήσει· η υπασπίστρα της θα πάει να φέρει νερό, και θα 'χει μεγάλη στεναχώρια βλέποντας πως αρχίζει να ξημερώνει, γιατί δε θα 'θελε να φανερωθούν και να γίνει μια τέτοια ντροπή στην κυρά της. Στο τέλος η βασιλοπούλα θα συνέρθει και θα δώσει τα λευκά της χέρια μες από τα κάγκελα στον ιππότη, ο οποίος θα τα φιλήσει και θα τα ξαναφιλήσει χίλιες φορές, λούζοντάς τα με τα δάκρυα του. Κατόπι θα συμφωνήσουν οι δυο τους με ποιον τρόπο θα μηνούνε ο ένας στον άλλον τις καλές τους και τις κακές τους τύχες· και η βασιλοπούλα τον παρακαλεί να κάνει για να γυρίσει όσο μπορεί γρηγορότερα· εκείνος της το υπόσχεται με χίλιους όρκους και ξαναρχίζει να της φιλεί τα χέρια, και την αποχαιρετάει με τόση συγκίνηση, που κοντεύει ν' αφήσει εκεί τη ζωή του. Φεύγει από κει και πηγαίνει στην κάμαρα του, ρίχνεται απάνω στο κρεβάτι του, μα δεν μπορεί να κλείσει μάτι από τον καημό του χωρισμού. Σηκώνεται πρωί πρωί, και πάει ν' αποχαιρετίσει το βασιλιά και τη βασίλισσα και τη βασιλοπούλα. Όμως σαν αποχαιρέτισε τους δυο, του είπαν για τη βασιλοπούλα πως είναι λιγάκι ανήμπορη και δεν μπορεί να τόνε δεχτεί. Ο ιππότης συλλογιέται πως είναι από τον πόνο εξαιτίας του μισεμού* του· η καρδιά του σπαράζει, και μόλις κατορθώνει να κρατήσει κρυφή τη μεγάλη του θλίψη. Η εμπιστεμένη υπασπίστρα βρίσκεται εκεί και παρατηρεί όλα όσα γίνονται μπροστά της, και πάει και τα λέει όλα στην κυρά της, η οποία την ακούει κλαίοντας, και της λέει πως ένας από τους μεγαλύτερους καημούς της είναι που δεν ξέρει ποιος είναι ο ιππότης της, κι αν κρατάει από βασιλικό σόι ή όχι. Η συντρόφισσά της τήνε βεβαιώνει πως τόση χάρη, ευγενικότητα και παλικαριά, σαν του ιππότη της, δεν μπορεί να υπάρχει παρά σ' ένα πρόσωπο σπουδαίο κι από βασιλικό αίμα. Η θλιμμένη βασιλοπούλα παρηγοριέται μ' αυτά τα λόγια, και βάζει τα δυνατά της να κρύψει τον πόνο της, για να μη δώσει υποψία στους γονιούς της· κι ύστερ' από δυο μέρες παρουσιάζεται πάλι στον κόσμο. Ο ιππότης πια έχει φύγει: πολεμάει με τους εχθρούς του βασιλιά και τους νικάει, παίρνει ένα σωρό πολιτείες, θριαμβεύει σ' ένα σωρό μάχες. Ξαναγυρίζει στο παλάτι, ανταμώνει την αγαπημένη του στη συνηθισμένη τους μεριά, και μένει μαζί της σύμφωνος να τήνε ζητήσει για γυναίκα του από τον πατέρα της γι' αμοιβή των όσων έκανε για δαύτον. Ο βασιλιάς δε θέλει να του τήνε δώσει, γιατί δεν ξέρει ποιος είναι· όμως αυτός και μ' όλ' αυτά, είτε κλέβοντάς την, είτε μ' οποιονδήποτε άλλον τρόπο, κατορθώνει να την κάνει, τη βασιλοπούλα, γυναίκα του. Στο τέλος κι ο βασιλιάς μένει ευχαριστημένος από το γάμο και τον θεωρεί μάλιστα για μεγάλη τύχη·γιατί μαθαίνει και βεβαιώνεται πως ο ιππότης αυτός είναι γιος μεγάλου βασιλιά, δεν ξέρω τώρα σε ποιο βασίλειο -γιατί θαρρώ πως δε βρίσκεται γραμμένο μες στο χάρτη. Ο πατέρας πεθαίνει κατόπι, η βασιλοπούλα κληρονομάει και ο ιππότης γίνεται βασιλιάς όσο που να πεις κύμινο. Τότε πια είναι η ώρα ν' ανταμείψει και τον ιπποκόμο του κι όλους όσοι τόνε βοήθησαν για ν' ανέβει σ' ένα τόσο ψηλό αξίωμα. Τονε παντρεύει, τον ιπποκόμο του, με μια από τις νεαρές υπασπίστρες της βασιλοπούλας - δίχως αμφιβολία με την εμπιστεμένη στους έρωτές της, που είναι θυγατέρα ενός από τους μεγαλύτερους άρχοντες του τόπου.

- Αυτό μ' αρέσει... έκανε ο Σάντσος· και το περιμένω δίχως άλλο, γιατί όλα, όπως τα είπες, θα γίνουν στην ευγενία σου, με τ' όνομα του «Ιππότη της ελεεινής μορφής» που έχεις παρμένο...

(μτφρ. Κ. ΚΑΡΘΑΙΟΣ)

έχει πάνω από 15 χρόνια που το διάβασα....
σόρρυ αλλά μάλλον πρέπει να το ξαναδιαβάσω!
(✿ ♥‿♥)
Je suis Αγις
Je suis Χαοτικός
Je suis Joost Klein

Άβαταρ μέλους
alekhine
Δημοσιεύσεις: 12542
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 14:36
Phorum.gr user: alekhine
Τοποθεσία: Highway to ΚΤΕΛ

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από alekhine » 19 Ιουν 2018, 20:47

fagano3 έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:43
Πολυ δυνατο αυτο που εβαλε ο alekhine.

Oτι πρεπει για την περισταση, αλλα το Pdf εχει αναλυση του εργου.Εγω ψαχνω κανα δυο συγκεκριμενες σελιδες.

Ωχ με περιμενει διαβασμα και ειμαι ακομα αρχαριος στα ισπανικα.
διαλεξε απο εδω εχει ολο το εργο σε pdf
πατησιωτης έγραψε:
10 Μαρ 2021, 20:59
Ο Σημίτης είναι η συνέχεια του Κωνσταντίνου Καραμανλή,στην Ευρώπη,στα ελληνοτουρκικά,στο ανήκομεν εις την Δύσιν,στην οικονομία,παντού.

Άβαταρ μέλους
κουλούρι Θεσσαλονίκης
Δημοσιεύσεις: 11626
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 16:39
Phorum.gr user: κουλούρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από κουλούρι Θεσσαλονίκης » 19 Ιουν 2018, 20:48

alekhine έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:47
fagano3 έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:43
Πολυ δυνατο αυτο που εβαλε ο alekhine.

Oτι πρεπει για την περισταση, αλλα το Pdf εχει αναλυση του εργου.Εγω ψαχνω κανα δυο συγκεκριμενες σελιδες.

Ωχ με περιμενει διαβασμα και ειμαι ακομα αρχαριος στα ισπανικα.
διαλεξε απο εδω εχει ολο το εργο σε pdf
ωχ τον βλέπω να κάνει καριέρα με το Θάνο Μικρούτσικο!
:a040::a040:
(✿ ♥‿♥)
Je suis Αγις
Je suis Χαοτικός
Je suis Joost Klein

fagano3

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από fagano3 » 19 Ιουν 2018, 20:49

Κουλουρακι μην μου κοβεις τα φτερα.

Ειμαι μια ευαισθητη ψυχη και εγω

Άβαταρ μέλους
κουλούρι Θεσσαλονίκης
Δημοσιεύσεις: 11626
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 16:39
Phorum.gr user: κουλούρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από κουλούρι Θεσσαλονίκης » 19 Ιουν 2018, 20:51

fagano3 έγραψε:
19 Ιουν 2018, 20:49
Κουλουρακι μην μου κοβεις τα φτερα.

Ειμαι μια ευαισθητη ψυχη και εγω
για αυτό το λέω!!
σε βλέπω κάπως έτσι:




εγώ εγκρίνω!
μαζί σου!
(✿ ♥‿♥)
Je suis Αγις
Je suis Χαοτικός
Je suis Joost Klein

fagano3

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από fagano3 » 19 Ιουν 2018, 21:20

https://www.ispania.gr/arthra/logotexni ... o-salinas-

Βρηκα αυτο που εχει και ετοιμη μεταφραση

[Το να σε σκέφτομαι απόψε]

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.

(Αιτία αγάπης, 1936)

Εχει και αλλα δυο ποιηματα αλλα αυτο μου αρεσε περισσοτερο

Άβαταρ μέλους
κουλούρι Θεσσαλονίκης
Δημοσιεύσεις: 11626
Εγγραφή: 31 Μαρ 2018, 16:39
Phorum.gr user: κουλούρι Θεσσαλονίκης
Τοποθεσία: Θεσσαλονίκη

Re: Iσπανικη λογοτεχνια SOS

Μη αναγνωσμένη δημοσίευση από κουλούρι Θεσσαλονίκης » 19 Ιουν 2018, 22:48

fagano3 έγραψε:
19 Ιουν 2018, 21:20
https://www.ispania.gr/arthra/logotexni ... o-salinas-

Βρηκα αυτο που εχει και ετοιμη μεταφραση

[Το να σε σκέφτομαι απόψε]

Το να σε σκέφτομαι απόψε
δεν σήμαινε να σε σκέφτομαι με τη σκέψη μου,
εγώ μόνο, μέσα μου. Σε σκεφτόμουν
διεξοδικά μ' εμένα, τον πλατύ κόσμο.

Το μεγάλο ονειροπόλημα του κάμπου, τ' αστέρια,
η θάλασσα σιωπηλή, τα χορτάρια αόρατα,
παρόντα μόνο με τα ξηρά τους αρώματα,
σε όλα αυτά,
απ' τον Αλδεβαράν ως τον γρύλλο σε σκεφτόμουν.

Πόσο ήρεμα
επικρατούσε η ομόνοια
ανάμεσα στις πέτρες, τα περίλαμπρα άστρα,
το μουγγό νερό, την τρεμουλιαστή συστάδα των δέντρων,
σ' όλα τ' άψυχα,
κι η δικιά μου ψυχή
τ' αφιέρωνε όλα σ' εσένα! 'Ολα να προστρέχουν
πειθήνια στο κάλεσμά μου, στην υπηρεσία σου,
ανυψωμένα σε πρόθεση και δύναμη αγάπης.
Εσμιγαν τα φώτα κι οι σκιές
στο φως της αγάπης μου, έσμιγε
η μεγάλη σιωπή πάνω στην επίπεδη γη,
φωνές απαλές απ' τα σύννεφα, από τον ουρανό,
στο τραγούδι προς εσένα που τραγουδούσε μέσα μου.
Μια συμφωνία κόσμου και ύπαρξης,
βιασύνης και χρόνου, μια εκεχειρία απίθανη
απλωνόταν μέσα μου, όπως μπαίνει η ευτυχία
όταν έρχεται αβίαστα, φιλί με φιλί.
Και σχεδόν
σταμάτησα να σ' αγαπώ για να σ' αγαπήσω
μ' άπειρη εμπιστοσύνη, περισσότερο απ' αυτήν που έχω σ' εμένα,
σ' αυτήν την πράξη αγάπης προς τη μεγάλη νύχτα
που πλανιέται στον χρόνο κι επιφορτισμένη ήδη
με ιερή αποστολή, ιεραπόστολος αποδείχτηκε
μιας αγάπης που έγινε αστέρια, γαλήνη, κόσμος,
που σώθηκε πια απ' τον φόβο
εκείνου του πτώματος που απομένει σαν ξεχαστεί.

(Αιτία αγάπης, 1936)

Εχει και αλλα δυο ποιηματα αλλα αυτο μου αρεσε περισσοτερο
Τη σκιά σου σμιλεύω

Τη σκιά σου σμιλεύω.
Της έχω ήδη αφαιρέσει τα χείλη,
τα κόκκινα και σκληρά: έκαιγαν.
Θα σ' τα 'χα φιλήσει
πολύ περισσότερο.

Ύστερα σταματάω τα μπράτσα σου,
τα σβέλτα, τα μακριά, τα νευρώδη.
Μου πρόσφεραν τον δρόμο
για να σ' αγκαλιάσω.



Σου αφαιρώ το χρώμα, τον όγκο.
Σου κόβω το πέρασμα. Ερχόσουν
κατευθείαν σ' εμένα. Εκείνο που πιότερο
πόνο μου έδωσε, επειδή σώπασες,
είναι η φωνή σου. Πυκνή, τόσο θερμή,
περισσότερο χειροπιαστή απ' το σώμα σου.
Αλλά ήδη ετοιμαζόταν να μας προδώσει.

Έτσι
η αγάπη μου είναι ελεύθερη, λυτή
με την αποσαρκωμένη σκιά σου.
Και μπορώ να ζω μέσα σου
χωρίς να φοβάμαι
εκείνο που περισσότερο ποθώ,
το φιλί σου, την αγκαλιά σου.
Να υπάρχω με τη σκέψη πάντα
στα χείλη, στη φωνή,
στο σώμα
που εγώ ο ίδιος σου απέσπασα
για να μπορέσω, δίχως αυτά,
να σ' αγαπήσω.



Εγώ, που τ' αγαπούσα τόσο!
Και ν' αγκαλιάσω ατέλειωτα, χωρίς λύπη
-καθώς φεύγει ασύλληπτη,
με τη μεγάλη μου αγάπη ξοπίσω της
η σάρκα στον δρόμο της-
το μόνο δυνατό σου σώμα:
το γλυκό, ιδεατό σου κορμί.

(Η φωνή που οφείλεται σ' εσένα, 1933)


εμένα με άρεσε αυτό!!
:hebit::hebit:
(✿ ♥‿♥)
Je suis Αγις
Je suis Χαοτικός
Je suis Joost Klein

Απάντηση


  • Παραπλήσια Θέματα
    Απαντήσεις
    Προβολές
    Τελευταία δημοσίευση

Επιστροφή στο “Σχέσεις, Έρωτας & Σεξουαλικότητα”

Phorum.com.gr : Αποποίηση Ευθυνών