Καρατσεκαρισμένο.

Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα να προσθέσεις κάτι.
ΕβραιιιιιιοιιιιιιιBeria έγραψε: ↑26 Αύγ 2024, 10:39Ο Άκης Γαβριηλίδης είναι πολύ εύστοχος αναλυτής της νεοελληνικής συλλογικής σκέψης.
Μην κάνετε το ίδιο λάθος για το οποιο κατηγορείτε τον ένοπλο. Δεν διαβάζετε τι γραφει, αλλά αντιδρατε απέναντι στο για ποιον το γράφει.
Το βιβλίο του για τη Νεκροφιλία της ριζοσπαστικής πατριωτικής αριατερας και ιδίως για την ανάγκη αποκαζαντζιδοποίησης* της αριστεράς είναι από τα πιο εύστοχα πράγματα που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια
* i summon Yochanan
Πηγη https://ardin-rixi.gr/archives/258779Εκ των υστέρων, στο βιβλίο του Καταφύγιο Ιδεών (Δόμος, Αθήνα 1987), θα περιγράψει αυτή την πορεία της απελευθέρωσης από τον κάθε είδους ολοκληρωτισμό:
"«…αποδεικνύεται πάντα μάταιη κάθε προσπάθεια, έστω και αν γίνεται με την πιο γνήσια ανθρώπινη συμπάθεια, να υποδείξεις λάθη, νευρωτικές μονομέρειες ή μικρονοϊκές αφέλειες σε ανθρώπους στρατευμένους και εγκλωβισμένους ψυχολογικά σε οποιοδήποτε ιδεολογικό καταφύγιο – είτε Ζωή λέγεται αυτό είτε Σωτήρας, είτε ΚΚΕ είτε Καντιώτης είτε Ψαρουδάκης ή όπως αλλιώς. Δεν υπάρχουν περιθώρια διαφωνίας, διαλόγου, κριτικής αντιπαράθεσης ή λογικής επιχειρηματολογίας όταν ο άλλος νιώθει έστω και ασυνείδητα ότι του αμφισβητείς τα ερείσματα που τον δικαιώνουν στα ίδια του τα μάτια» (Καταφύγιο Ιδεών, σελίδα 261)..."
Πάντως, παρ’ όλες τις αντιρρήσεις και διαφωνίες που μπορεί να έχει κανείς –και οι οποίες θα πρέπει να εκτεθούν σε ευθετότερο χρόνο–, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Χρήστος Γιανναράς, με τη στιβαρή παρουσία του, σφράγισε την ελληνική πνευματική ζωή και σκέψη για πολλές δεκαετίες, αποτέλεσε αντίβαρο στον παρασιτισμό και συνέβαλε στον εμπλουτισμό της σκέψης και της ζωής μας, αναδεικνύοντας μια άλλη, αποσιωπημένη, εκδοχή της «γενιάς του 30».
Ας είναι ελαφρύ το χώμα που θα τον σκεπάσει.
Ε ναι, ιερέας Εθνικών.Beria έγραψε: ↑26 Αύγ 2024, 15:43Αναρχικός - Ιερέας!Golden Age έγραψε: ↑26 Αύγ 2024, 15:36Ποια Σατρίβι Ντέβι και Σίτσα Καραϊσκάκη ρε συ;Τυγχάνει απο σπόντα να γνωρίζω περίπτωση ενός αναρχικού (όχι απλώς αριστερού, αλλά αναρχικού και μάλιστα παλιού και ιδεολογικά καταρτισμένου), που ήταν ιερέας σε ένα απο τα μεγαλύτερα σωματεία εθνικών. Με το πέρασμα των χρόνων βέβαια επικράτησε ο αναρχικός μέσα του και το 2008 που "ερχόταν η ταξική επανάσταση", είχε εγκαταλείψει το σωματείο του, επιστρέφοντας στον παλιό πολιτικό του χώρο.
ρε Γκόλντεν! Ρε Γκόλντεν
ΑνθρώπινοΓΑΛΗ έγραψε: ↑26 Αύγ 2024, 21:54Αναφορικά δε με τις εξουσιαστικές τάσεις της κάθε αυθεντίας, συνήθως αφορά σε γυναικάκια και αντράκια που έχει κοκκινήσει παιδιόθεν ο σβέρκος τους από τις σφαλιάρες... και θέλουν να πάρουν το αίμα του παιδικού αλλά και ενήλικου ή μεσήλικου σβέρκου τους πίσω.
Καρατσεκαρισμένο.
Δεν υπάρχει σαν κόμμα αλλά έχει ποσοστό κάπου 70% . Δεν εκφράζεται από κανέναν.
και η συγνωμη της φυλλαδαςΣτο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν
άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους. «Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης. Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη. Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας. Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία. Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες; Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν. Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
ετσι κι αλλιως η γλωσσα αφορα νεοτερες γενιες κωφων, σε διαβεβαιωνω οτι το μεγαλυτερο ποσοστο παλαιοτερων δεν πιαναν παρα λιγαΈνοπλος σοσιαλμπαχαλάκης έγραψε: ↑02 Σεπ 2024, 16:03Θα μπορούσαν πάντως απλά να έχουν υπότιτλους, η γλώσσα αυτή είναι λογικό να χρησιμοποιείται στην καθημερινότητά, όχι στην τηλεόραση.
Λάθος ανάγνωση.Zundapp έγραψε: ↑02 Σεπ 2024, 16:01και η συγνωμη της φυλλαδαςΣτο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν
άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους. «Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης. Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη. Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας. Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία. Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες; Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν. Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
https://www.kathimerini.gr/opinion/read ... pantomima/
καλή φάση , γύρισες ;σε ψάχναμε βρε τρελλιάραΓΑΛΗ έγραψε: ↑03 Σεπ 2024, 09:50Λάθος ανάγνωση.Zundapp έγραψε: ↑02 Σεπ 2024, 16:01και η συγνωμη της φυλλαδαςΣτο ποίημα του Σεφέρη «Ο κ. Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν
άνθρωπο», διαβάζουμε (πέμπτο μέρος, «Αντρας»): «Από τότες είδα πολλά καινούργια τοπία… Είδα και μια παλιά εικόνα σε κάποια χαμηλοτάβανη αίθουσα· τη θαύμαζε πολύς λαός. Παράσταινε την ανάσταση του Λαζάρου. Δε θυμάμαι ούτε το Χριστό ούτε το Λάζαρο. Μόνο, σε μια γωνιά, την αηδία ζωγραφισμένη σ’ ένα πρόσωπο που κοίταζε το θαύμα σα να το μύριζε. Αγωνιζότανε να προστατέψει την ανάσα του μ’ ένα πελώριο πανί που του κρεμόταν από το κεφάλι. Αυτός ο κύριος της “Αναγέννησης” μ’ έμαθε να μην περιμένω πολλά πράματα από τη δευτέρα παρουσία».Μόνο ένας πολύ μεγάλος ποιητής μπορεί να συνοψίσει την αξιολόγηση και κρίση του για το καύχημα της φραγκικής Δύσης, την «Αναγέννηση» (Renaissance), σε μια αηδιαστική φυσιογνωμία που ένα «θαύμα» (αφορμή θάμβους) το κοιτάζει δύσπιστα, σαν να το μυρίζει. Και θυμάμαι το συγκεκριμένο ποίημα του Σεφέρη κάθε φορά, τους τελευταίους μήνες, που η κρατική στην Ελλάδα τηλεόραση μεταδίδει την εκκλησιαστική λατρεία χωρίς λατρεύουσα εκκλησία, μόνο με μιαν άσχετη, σχεδόν κωμική φιγούρα χειρονόμου ορχηστή στην οθόνη να παλεύει, με γκριμάτσες και νοήματα, να κάνει κατανοητά τα δρώμενα και λεγόμενα, σε κωφάλαλους. «Υψιστε Θεέ», που θα ’λεγε ο Παπαδιαμάντης, έχουμε στη χώρα μας πάνω από εκατό μιτροφόρους (με αυτοκρατορικό διάδημα) επισκόπους, που μισθοδοτούνται από το κράτος και λαμπροφορούν για να «εξυπηρετούνται οι θρησκευτικές ανάγκες του λαού»! Δεν βρέθηκε ούτε ένας να διαμαρτυρηθεί ή να καγχάσει γι’ αυτή την κωμική παντομίμα, το ανθρωπάκι με τις γκριμάτσες και τα νοήματα, που θέλει να κάνει «κατανοητή» την ιλιγγιώδη ποίηση της εκκλησιαστικής λατρείας; Σκεφθείτε έναν ανάλογο χειρονόμο, που θα «ερμήνευε» στην τηλεοπτική οθόνη την τέλεση μιας αρχαίας τραγωδίας ή την απαγγελία υψηλής ποίησης. Οι εκκλησίες, σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό, είναι το τελευταίο απομεινάρι της εμπειρικής (όχι ιδεολογικής, συναισθηματικής ή φολκλορικής) ελληνικότητας. Δεν πηγαίνουμε στην εκκλησία για να «κατανοήσουμε» νοήματα, ιδεολογικές θέσεις και ηθικές προστακτικές, πηγαίνουμε για να γιορτάσουμε, να μετάσχουμε σε άλλον τρόπο ύπαρξης, και όχι απλώς συμπεριφοράς. Η αλήθεια της εκκλησίας (όπως άλλοτε και η αλήθεια της πόλεως ή η αλήθεια μιας Τέχνης) γνωρίζεται ως εμπειρία μετοχής, έμπρακτης γνώσης – δεν γίνεσαι ζωγράφος ή μουσουργός διαβάζοντας οδηγίες και συμβουλές, κατανοώντας κάμποσα «πρέπει», κανόνες και προστακτικές. Ασκείσαι, για να γνωρίσεις εμπειρικά την Τέχνη που αγαπάς, μετέχεις «κρίσεως και αρχής» για να γνωρίσεις την πολιτική τέχνη και επιστήμη. Ο,τι διαφοροποίησε καισαρικά τη μεταρωμαϊκή Δύση από την κάποτε ελληνική οικουμένη, ήταν ότι η Δύση παραποίησε την εκκλησία σε ατομοκεντρική θρησκεία («αλάθητα» δόγματα πεποιθήσεων και νομικές διατάξεις συμπεριφοράς). Ο Ελληνισμός, όπου σώζεται κρυπτόμενος και δυσδιάκριτος (όχι «μετά παρατηρήσεως» ούτε με υποδείξεις: «ιδού ώδε ή ιδού εκεί»), πραγματώνει την Εκκλησία στο πεδίο της ύπαρξης: στη γιορτή της χαράς για τη νίκη καταπάνω στον θάνατο. Συμβιβασμένη η ελληνική ουτοπία (ου τόπος) με το καραγκιοζιλίκι τής «εν τω κράτει επικρατούσης θρησκείας», είναι αδύνατο να αντιληφθεί ακόμα και τα θεμελιώδη της υπαρκτικής της ταυτότητας. Γελοιοποιείται φωτίζοντας τον Παρθενώνα όπως φωταγωγείται το Κολοσσαίον, αλλοιώνει τη μορφολογία του βράχου της Ακρόπολης, για να εξυπηρετείται η διακίνηση των τουριστών, μοιράζει τυπωμένη δεοντολογία συμπεριφοράς, κάθε Κυριακή στις εκκλησιές, με ωφελιμολογία τυπικά προτεσταντικού ηθικισμού («Φωνή Κυρίου») – ίλιγγος μικρονοϊκής επαρχιωτίλας. Με την ίδια «λογική» και η γλώσσα των κωφαλάλων υποκαθιστά επισήμως την εκκλησιαστική λατρεία με αποκλεισμένη τη λατρεύουσα εκκλησία. Δεν ενδιαφέρει η παρουσία των προσώπων, να γιορτάσουν τον ρεαλισμό της ελπίδας ότι «ο θάνατος πατείται θανάτω». Στόχος συγκρότησης της Εκκλησίας είναι να «καταλάβουν» όλοι, ακόμα και οι κωφάλαλοι, ότι αυτός ο θεσμός (που τον λέμε ακόμα «εκκλησία») είναι χρήσιμος, ωφέλιμος – με τον θάνατο, βέβαια, αδιαμφισβήτητο τελικό νικητή, να μας περιμένει στη γωνία. Θα αντιτάξει ο αναγνώστης: Μας ορφάνεψε ο κορωνοϊός από τη γιορτινή χαρά της μετοχής, να στερηθούμε και την ψυχολογική παρηγόρια, το θέαμα και το ακρόαμα; Μα, φυσικά, αφού και για τους αγαπημένους που χάνουμε, πενθούμε, δεν αναπληρώνουν την απουσία οι φωτογραφίες τους. Με τόσους θανάτους κάθε μέρα και τόσους συνανθρώπους στο μαρτύριο της ασφυξίας, εμείς να γαντζωνόμαστε σε ψευτοπαρηγόριες; Είναι πια η νοοτροπία μας, δηλαδή ο πολιτισμός μας, να υποκαθιστούμε τόσο τη ζωή όσο και το θάνατο με εικονικές εντυπώσεις. Γι’ αυτό και στην πληθώρα των εντύπων που υπηρετούν την «επικρατούσαν εν Ελλάδι θρησκείαν» πρυτανεύουν και πλεονάζουν οι φωτογραφικές πόζες του κάθε τοπικού επισκόπου. Δεν αντιλαμβάνονται οι πληθωρικά φωτογραφούμενοι ότι αυτή η άκομψη αυτοπροβολή προδίδει επαρχιωτίλα, τους εκθέτει. Κυρίως, από σεβασμό και δέος για την αυτοκρατορική αρχοντιά του επισκοπικού ενδύματος, θα ήταν συνετό να απαγορεύουν οι ίδιοι οι επίσκοποι τη φωτογράφησή τους, όταν ιερουργούν. Μακάρι ο εφιάλτης του κορωνοϊού να φωτίσει, έστω ελάχιστα, το ασυμβίβαστο Εκκλησίας και θρησκείας.
https://www.kathimerini.gr/opinion/read ... pantomima/