
Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας στις 3 Σεπτέμβρη του 1943 η φασιστική Γερμανία βρίσκεται στη δυσάρεστη θέση να πρέπει να αναλάβει τον πλήρη έλεγχο των κατεχόμενων χωρών όπου μέχρι τότε υπήρχαν και ιταλικά στρατεύματα. Αυτό ακριβώς έγινε και στην Ελλάδα. Εκτός από την αντικατάσταση των ιταλικών στρατευμάτων, για την Ελλάδα έπρεπε να πάρουν επιπλέον μέτρα, μιας και υπήρχε ο φόβος ότι μετά τη συμμαχική απόβαση στην Ιταλία, το ίδιο θα γινόταν και στην Ελλάδα, κατά μήκος των ακτών του Ιουνίου συμπεριλαμβανομένης και της Πελοποννήσου.
Μια διαταγή του Χίτλερ – που διαβίβασε στις 6/10/1943, ο στρατάρχης Κάιτελ προς τον στρατάρχη Μαξιμίλιαν φον Βάικς, στρατιωτικό διοικητή της Νοτιανατολικής Ευρώπης – αναφέρει χωρίς περιστροφές πως σε περίπτωση απόβασης συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα, τα γερμανικά στρατεύματα θα πρέπει να καταστρέψουν τα πάντα νότια της γραμμής Κερκύρας – Μετσόβου – Ολύμπου. Πριν όμως γίνει αυτό, πριν δηλαδή καταστρέψουν τα πάντα οι Γερμανοί, έπρεπε να ξεμπέρδευαν με την Εθνική Αντίσταση και με όσους την περιέθαλπαν.
Η ευρύτερη περιοχή των Καλαβρύτων αποτελούσε ορμητήριο και ασφαλές καταφύγιο για περίπου 5.000 αντάρτες. Ταυτόχρονα αποτελούσε το κέντρο ανεφοδιασμού και στρατολογίας τους. Έπρεπε να καταστραφεί. Πολύ περισσότερο που οι αντάρτες της περιοχής Καλαβρύτων είχαν ταπεινώσει το γερμανικό στρατό στη μάχη της Κερπινής και είχαν στα χέρια τους 80 αιχμαλώτους.
Επομένως ο σκοπός της εκστρατείας τους κατά της περιοχής των Καλαβρύτων ήταν διπλός: Πρώτον, η σκληρή τιμωρία, δηλαδή η πλήρης εξόντωση των αντάρτικων τμημάτων που τόλμησαν να χτυπήσουν γερμανική φάλαγγα, να τη διαλύσουν και να την αιχμαλωτίσουν. Δεύτερον, να καταστρέψουν ολόκληρη τη γύρω περιοχή, να την μετατρέψουν σε καμένη γη, ώστε να μην μπορεί να είναι ούτε ορμητήριο, ούτε φωλιά ανταρτών. Να είναι ερημιά, ερείπια, στάχτες, που να προκαλεί στους περαστικούς το φόβο, τον τρόμο και την απελπισία.
Η διαταγή για την «επιχείρηση Καλάβρυτα», δόθηκε από τον Χίτλερ και τον στρατάρχη Κάιτελ στις 29/10/1943. Η εκτέλεση της επιχείρησης ανατέθηκε στον διοικητή της 117ης Μεραρχίας, αντιστράτηγο Καρλ φον Λε Σουίρ. Ο τελευταίος αφού συγκέντρωσε τις στρατιωτικές δυνάμεις που του ήταν απαραίτητες, στις 25/11/1943, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 1296 διαταγή προς τις μονάδες που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση.
Στις 5 Δεκεμβρίου τα Γερμανικά στρατεύματα ξεκίνησαν από τη Τρίπολη, το Αίγιο, την Πάτρα. Ακολούθησαν ακτινωτή πορεία, σύμφωνα με τους Γερμανικούς χάρτες. Από τις 7 Δεκεμβρίου, 3000 ένοπλοι Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες με επικεφαλής τον Γερμανό ταγματάρχη Εμπερσμπέργκερ χτένισαν όλα τα χωριά γύρω από τα Καλάβρυτα σκορπίζοντας τη φωτιά και το θάνατο.
Στα χωριά Μελίσσια, Ρωγούς, Κερπινή, Ζαχλωρού, Βραχνί, Σουβάρδο και Μέγα Σπήλαιο εκτέλεσαν 143 άνδρες αναμεσά τους και μοναχούς. Συγκεκριμένα, εκτελέσεις έγιναν σε Ρωγούς (58), Κερπινή (37), Άνω και Κάτω Ζαχλωρού (21), Μονή Μεγάλου Σπηλαίου (22) και κοντά στην Κερπινή (5). Στην διαδρομή άφησαν πίσω εκατοντάδες σπίτια καμένα σε πάνω από 50 χωριά, αφού πρώτα τα λεηλάτησαν. Τελική κατάληξη τα Καλάβρυτα.
Την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου τα γερμανικά στρατεύματα πλαισιωμένα από γερμανοντυμένους Έλληνες των ταγμάτων ασφαλείας μπαίνουν πάνοπλα στα Καλάβρυτα. Δημιουργούν έναν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την πόλη. Επιτάσσουν σπίτια και απαγορεύουν την κυκλοφορία μετά τις 4:00 το απόγευμα. Οι κάτοικοι είναι ανήσυχοι και τρομαγμένοι. Αν και δεν είναι η πρώτη φορά που οι Γερμανοί βρίσκονται στα Καλάβρυτα, αυτή τη φορά διαισθάνονται ότι θα συμβεί μεγάλο κακό. Ο Γερμανός διοικητής καθησύχασε τους κατοίκους ότι δεν πρέπει να φοβούνται, αρκεί να παραδώσουν όπλα και πολεμικό υλικό και να τους υποδείξουν πού κρύβονται οι αντάρτες. Οι Καλαβρυτινοί πείθονται πως δεν θα τους πειράξουν και παραδίδουν τον κατάλογο με τις οικογένειες που είχαν μέλη στην Εθνική Αντίσταση.
Αμέσως μετά ξεκινούν το επονείδιστο έργο τους. Πρώτη τους κίνηση είναι να κάψουν το ξενοδοχείο Χελμός το οποίο οι αντάρτες είχαν χρησιμοποιήσει ως νοσοκομείο της αντίστασης. Στη συνέχεια καίνε τα σπίτια των οικογενειών των ανταρτών.
Η Δευτέρα 13 του Δεκέμβρη έμελλε να γραφτεί στη Ιστορία με τα μελανότερα χρώματα της απεχθέστερης θηριωδίας στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη. Ξημερώνοντας η καμπάνα χτυπούσε φρενήρης και ένα πέπλο ομίχλης είχε καλύψει την πόλη. Η εντολή δεν αργεί να ακουστεί. Να πάρει ο καθένας μια κουβέρτα και φαγητό για μια ημέρα και να συγκεντρωθούν όλοι οι κάτοικοι στο σχολείο, εκεί που σήμερα στεγάζεται το Δημοτικό Μουσείο του Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος. Τα γυναικόπαιδα, ελάχιστοι υπερήλικες και μερικοί ανάπηροι διαχωρίστηκαν από τους άντρες και κλειδώθηκαν στις αίθουσες. Κανείς δεν πρόλαβε να αποχαιρετίσει τους δικούς του ανθρώπους. Όλοι οι άντρες άνω των δεκατεσσάρων ετών οδηγήθηκαν σε επικλινή τοποθεσία, στο Χωράφι του Καπή ή Παλιοπήγαδο. Εκεί τους περίζωσαν με πολυβόλα. Ο ένας προσπαθούσε να δώσει κουράγιο στον άλλον. «Αδέλφια, φώναξε ο δικηγόρος Γεωργαντάς, των πολλών ο θάνατος ουκ έστι θάνατος. Είναι ζωή και αθανασία. Ζήτω η Ελλάς! Ζήτω το αθώο ελληνικό αίμα!»
Ταυτόχρονα άλλα γερμανικά τάγματα λεηλατούν και καταστρέφουν την πόλη ολοσχερώς. Τα γυναικόπαιδα βλέπουν από τα παράθυρα του σχολείου τα σπίτια τους να καίγονται.
Δυο πράσινες φωτοβολίδες πέφτουν αρχικά από την πλατεία της πόλης. Ακολουθεί μια κόκκινη που δίνει την εκκίνηση για την έναρξη των εκτελέσεων. Το ρολόι της εκκλησίας έδειχνε την ώρα. 2:35 μετά το μεσημέρι. Ριπές πολυβόλων θερίζουν τους άτυχους άντρες, που πέφτουν νεκροί, ο ένας πάνω στον άλλον. Τους έσφαζαν σαν τα κοκόρια. Τελευταία τους εικόνα το σχολείο με τις γυναίκες και τα παιδιά τους που καιγόταν καθώς και η πόλη ολόκληρη. Τριανταπέντε ψυχροί εκτελεστές ρίχνουν τη χαριστική βολή. Τα νεκρά κορμιά σχηματίζουν βουνά και ο Χελμός ολόκληρος μυρίζει σκοτωμένο αίμα. Σώθηκαν μόνο 13 που θεωρήθηκαν νεκροί από τους Γερμανούς. Οι τραγικοί μάρτυρες της μεγάλης σφαγής. Πόσοι, άραγε σκοτώθηκαν; Κατά μία εκδοχή «υπερχίλιοι», κατά μία άλλη 1.436 άνδρες, από 14 έως 80 ετών, δηλαδή το 70,5% του αρσενικού πληθυσμού της πόλης. Η ανεξιλέωτη σφαγή των αμάχων.
Στο σχολείο οι καπνοί πνίγουν τα γυναικόπαιδα. Ο πανικός τους έδωσε τη δύναμη να σπάσουν την πόρτα και να ξεχυθούν στα αιματοβαμμένα Καλάβρυτα.
Σαν ένα κοπάδι τρελών, οι γυναίκες έτρεξαν στον τόπο της σφαγής. Πολλές παραφρόνησαν μπροστά σ’ αυτό που αντίκρυσαν. Άρχισαν να ψάχνουν ανάμεσα στα πτώματα για να βρουν τους δικούς τους. Μια από αυτές, η Νικολάου, βρήκε νεκρούς τον άντρα της, τους πέντε γιούς της και τον αδελφό της. Οι συνυφάδες Ροδοπούλου βρήκαν νεκρούς τους άντρες τους Ηρακλή και Ηλία και τέσσερις γιους τους. Νεκροί, γενιές ολόκληρες!
«Σκηνές απερίγραπτες εκτυλισσόταν εκεί πάνω. Ύστερα άρχισε το δύσκολο έργο της μεταφοράς των νεκρών, με τις κουβέρτες, στο νεκροταφείο. Οι γυναίκες αλληλοβοηθούνταν. Δεν είχαν άλλη επιλογή. Ήσαν μόνες. Έπρεπε μετά να τους θάψουν. Με τι; Δεν υπήρχε ούτε ξυνάρι, ούτε σκεπάρνι, ούτε φτυάρι. Μόνο με τα χέρια μας και αραιά και πού κανένα σιδηρικό. Σε ρηχούς τάφους τους θάβαμε και τους σκεπάζαμε περισσότερο με πέτρες, αν βρίσκαμε. Και πήγαιναν τα σκυλιά τη νύχτα και τους ξέθαβαν. Αυτό το έργο κράτησε μέρες.
Από εκεί και ύστερα άρχισε ο Γολγοθάς μας. Δεν είχαμε τίποτα. Ούτε κεραμίδι να βάλουμε από κάτω το κεφάλι μας. Απελπισία και απόγνωση. ‘Ελάτε εδώ παιδιά μου, μας λέει μια μέρα η μητέρα μας. Εκείνοι σκοτωθήκανε, πεθάνανε, εμείς πρέπει να ζήσουμε. Θα πάρουμε το ραβδί στο χέρι και θα κάνουμε ότι μπορούμε’’. Έτσι έγινε.»
Έζησαν αλλά δεν ξέχασαν ποτέ!
Για τούτη την απερίγραπτη θηριωδία δεν λογοδότησε, κανείς.
Εκεί, στη γη των Καλαβρύτων, την ποτισμένη με το αίμα αθώων, στις αβάσταχτες μνήμες, όσων επέζησαν. Εκεί, στον τόπο του μαρτυρίου, στο λευκό σταυρό και στην μαρμαρωμένη Καλαβρυτινή μάνα. Εκεί που στέκουν αιώνια τα σύμβολα του αποτρόπαιου, απάνθρωπου και θηριώδους προσώπου του φασισμού. Εκεί, που οι αιώνιοι φανοστάτες, δείχνουν το δρόμο προς τα μεγαλύτερα ιδανικά του ανθρώπου, προς την Ειρήνη, τη Δικαιοσύνη και την Ελευθερία. Εκεί, που όλα κραυγάζουν, ποτέ ξανά φασισμός! Εκεί, που αγάπησαν την Ελλάδα με την καρδιά και το αίμα τους. Εκεί είναι το χρέος μας!
Ρούλα Καραγιάννη
Πηγές: Ρεμόν Καρτιέ: «Ιστορία του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου»
Περικλή Ροδάκη:«Καλάβρυτα 1941- 1944- Η Αντίσταση στην Επαρχία- Το ολοκαύτωμα»
ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 9.12.2001, ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ 11.12.2005
