Βιογραφία
Γονείς της Φρειδερίκης ήταν ο Δούκας του Μπραουνσβάιχ, Ερνέστος Αύγουστος Γ', αρχηγός του Οίκου του Αννοβέρου [4] και η πριγκίπισσα Βικτώρια Λουΐζα της Πρωσίας [5], μοναχοκόρη του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β' και της Αυγούστας Βικτωρίας του Σλέσβιχ-Χολστάιν. Η Φρειδερίκη, που βαπτίστηκε σύμφωνα με το Προτεσταντικό δόγμα, είχε τέσσερις αδελφούς, μεταξύ τους τους Βελφ Χάινριχ και Κρίστιαν Με τη γέννηση της έφερε τους τίτλους της Πριγκίπισσας του Αννοβέρου, της Δούκισσας του Μπράουνσβιγκ-Λύνεμπουργκ, ενώ μέσω του παππού της Αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β', είναι τρισέγγονη της Βασίλισσας Βικτωρίας του Ηνωμένου Βασιλείου και κατέχοντας την 34η θέση στη γραμμή διαδοχής του Βρετανικού θρόνου, έφερε τον τίτλο της Πριγκίπισσας της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, ενώ από τη γέννηση της έφερε τους τίτλους: Πριγκίπισσα του Αννοβέρου και και Δούκισσα του Μπραουνβάιχ.
Παιδική / Εφηβική ηλικία
Η Φρειδερίκη σε παιδική ακόμη ηλικία εντάχθηκε υποχρεωτικά ως μέλος στην νεολαία του εθνικιστικού κόμματος του τότε καγκελαρίου Αδόλφου Χίτλερ και σύμφωνα με κάποιες πηγές ήταν αρχηγός της ομάδας κοριτσιών της περιοχής της [6] [7]. Σε αναμνηστική καρτ-ποστάλ εικονίζεται με στολή της Γιουνγκμάντελμπουντ, της εθνικιστικής οργανώσεως νεολαίας για κορίτσια ηλικίας 10-14 ετών, μαζί με τους αδερφούς της Γουέλφο Ερρίκο και Χριστιανό Όσκαρ, οι οποίοι, αργότερα, στρατεύθηκαν στις δυνάμεις της Βέρμαχτ. Η Ίσις Φάχμι, προσωπική φίλη της Φρειδερίκης, αναφέρει ότι η ένταξή της στη Νεολαία ήταν υποχρεωτική, ενώ η Φρειδερίκη φέρεται να έλεγε ότι, επειδή ήταν πολύ μοναχικό παιδί που έπαιζε μόνο με παιδιά υπηρετών, όταν είδε τα άλλα παιδιά με στολή, ζήτησε να έχει και αυτή και άρχισε να παρακολουθεί τις συγκεντρώσεις τους για χρονικό διάστημα που δεν ξεπέρασε τους οκτώ μήνες.
Σπουδές
Η Φρειδερίκη μεγάλωσε στην Αυστρία, όπου έλαβε την βασική εκπαίδευση. Το 1934, σε ηλικία δεκαεπτά ετών στάλθηκε από την οικογένεια της στην Αγγλία προκειμένου να φοιτήσει στο οικοτροφείο Νορθ Φόρλαντ Λοτζ. Εκεί υπέβαλλε προτάσεις για αλλαγές στον τρόπο ψυχαγωγίας των κοριτσιών, οι οποίες έγιναν αποδεκτές από τη διεύθυνση του ιδρύματος. Το ίδιο έτος ο Αδόλφος Χίτλερ πληροφόρησε την μητέρα της πως επιθυμούσε η Φρειδερίκη να παντρευτεί τον πρίγκιπα της Ουαλίας Εδουάρδο, έχοντας ως στόχο οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Αγγλίας και Γερμανίας να γίνουν πιο στενές. Τον Εδουάρδο τον είχαν προτείνει για σύζυγο και στην μητέρα της Φρειδερίκης στα νεανικά της χρόνια. Οι γονείς της Φρειδερίκης απάντησαν πως εκτός από την μεγάλη διαφορά ηλικίας που υπάρχει μεταξύ της κόρης τους και του πρίγκιπα της Ουαλίας, επιθυμούσαν να αφήσουν στην ίδια την εκλογή του μέλλοντα συζύγου της. Το 1934 η Φρειδερίκη συνάντησε τον πρίγκιπα Παύλο της Ελλάδας, στο γάμο του Γεωργίου του Ηνωμένου Βασιλείου με την Μαρίνα της Ελλάδος και από το 1935, όταν η Φρειδερίκη μετέβη στη Φλωρεντία της Ιταλίας για να σπουδάσει πολιτικοκοινωνικές επιστήμες στην Αμερικανική Σχολή, οι επαφές μεταξύ τους ήταν πιο συχνές. Η σχολή όπου φοιτούσε βρισκόταν κοντά στη Βίλα Σπάρτα στο Φιέζολε της Φλωρεντίας, όπου κατοικούσαν οι αδελφές του Παύλου, Ελένη, Ειρήνη και Αικατερίνη, τις οποίες η Φρειδερίκη επισκεπτόταν συχνά.
Γάμος με Παύλο Α' [8]
Το Νοέμβριο του 1935, έπειτα από δημοψήφισμα, ο Βασιλεύς Γεώργιος Β' επανέρχεται στον θρόνο της Ελλάδος και ο Παύλος Α', γίνεται πλέον επίσημα διάδοχος του Ελληνικού θρόνου, καθώς ο αδελφός του δεν είχε αποκτήσει απογόνους.
Χρονικό της γνωριμίας τους
Η πριγκίπισσα Φρειδερίκη γνώριζε τον Παύλο από παιδί καθώς με την μητέρα της Φρειδερίκης ήταν πρώτα ξαδέρφια. Η βασίλισσα Σοφία ήταν αδερφή του Κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμου ΙΙ, ο οποίος ήταν πατέρας της πριγκίπισσας Μαρίας Λουίζας, της μητέρα της Φρειδερίκης. Συγγένεια υπήρχε και από την πλευρά της οικογένειας του Αννοβέρου. Η γιαγιά της Φρειδερίκης, η μητέρα του πατέρα της, η πριγκίπισσα Θύρα, ήταν αδερφή του βασιλέως Γεωργίου Α' της Ελλάδος. Ο Παύλος τον Ιανουάριο του 1936 έστειλε επιστολή στους γονείς της Φρειδερίκης με την οποία τους πληροφορούσε για την πρόθεσή του να την παντρευτεί. Με την σειρά της η Φρειδερίκη έπεισε τους γονείς της για τα αισθήματα που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ του Παύλου κι έδωσαν την συγκατάθεση τους για την τέλεση των γάμων με την μοναχοκόρη τους Φρειδερίκη. Τον ίδιο χρόνο, στη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου, όπου βρέθηκε ο πρίγκιπας Παύλος ως επικεφαλής της Ελληνικής Ολυμπιακής αποστολής, έγινε γνωστή επίσημα η σχέση του με την Φρειδερίκη στην οποία έκανε πρόταση γάμου. Πριν από την οριστικοποίηση του δεσμού της με τον πρίγκιπα Παύλο, η Φρειδερίκη φέρεται να απορρίφθηκε από πιθανή μνηστή του πρίγκιπα Πέτρου της Ελλάδος, γιου του πρίγκιπα Γεωργίου και της Μαρίας Βοναπάρτη, που την απέρριψε λόγω του έρωτα του με την Ειρήνη Αλεξαντρόβνα Οβισινίκοβα, κόρη του κοσμηματοπώλη της Ρωσικής Αυτοκρατορικής Αυλής. Η αντιπάθεια που δημιουργήθηκε ανάμεσα στον Πέτρο και την Φρειδερίκη φαίνεται να κράτησε για όλη τη διάρκεια της ζωής τους.
Αρραβώνας & Γάμος
Ο αρραβώνας της Φρειδερίκης με τον Διάδοχο Παύλο ανακοινώθηκε επισήμως στις 28 Σεπτεμβρίου 1936. Μετά την αναγγελία των αρραβώνων η βρετανική κυβέρνηση, μέσω του Σίντνεϋ Ουότερλοου, του τότε πρέσβη της στην Αθήνα, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της στο βασιλιά Γεώργιο Β' για τον επικείμενο γάμο και τον ενημέρωσε για τις σχέσεις της οικογένειας της Φρειδερίκης με το εθνικιστικό καθεστώς του Αδόλφου Χίτλερ. Έτσι, προκειμένου να μειωθούν οι αντιδράσεις, ο πατέρας της Φρειδερίκης, ζήτησε και πήρε άδεια για την τέλεση του γάμου από το Γεώργιο ΣΤ' του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς η Φρειδερίκη περιλαμβάνονταν στη γραμμή για τη διαδοχή του βρετανικού θρόνου. Για την τέλεση των γάμων ταξίδεψε στην Αθήνα ολόκληρη η Βασιλική οικογένεια του Αννοβέρου σιδηροδρομικώς, από τη Γερμανία στην Αθήνα, μαζί με δύο Έλληνες υπουργούς που είχαν οριστεί ως συνοδοί τους στο ταξίδι και στα σύνορα της Γιουγκοσλαβίας με την Ελλάδα επιβιβάστηκε σε αυτό και ο πρίγκιπας Παύλος. Η Φρειδερίκη ήταν 20 χρονών όταν πρωτοήρθε στην Ελλάδα για να παντρευτεί τον Διάδοχο του Ελληνικού θρόνου και αγνοούσε τα πάντα για τη χώρα. Ο γάμος της τελέστηκε στις 9 Ιανουαρίου του 1938 [9] και ως Διάδοχοι ο Παύλος και η Φρειδερίκη που, με την άφιξή της στην Ελλάδα, επιδόθηκε σε φιλανθρωπικές δραστηριότητες, κατοικούσαν στην έπαυλη στην οδό Διαμαντίδου 18 στο Παλαιό Ψυχικό.
Ο Εθνικός κυβερνήτης Ιωάννης Μεταξάς, πρωθυπουργός του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, αναφέρει στο ημερολόγιο του ότι η Φρειδερίκη, ως Πριγκίπισσα του θρόνου της Ελλάδος και τιμητικά στη θέση της Γενικής Διοικήτριας των κοριτσιών της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας [ΕΟΝ], το Δεκέμβριο του 1938 μοίραζε σημαίες της οργανώσεως σε παιδιά, ενώ συμμετοχή και προσφορά στην Ε.Ο.Ν. είχαν επίσης και άλλα μέλη της Βασιλικής Οικογενείας.
Κοινωνική δράση
Η Φρειδερίκη ίδρυσε, μαζί με μια ομάδα Αθηναίων γυναικών, και η ίδια ανέλαβε επίτιμη πρόεδρος της εθελοντικής οργανώσεως «Φανέλα του Στρατιώτου», μέσω της οποίας έστειλε 127.000 δέματα στον μαχόμενο ελληνικό στρατό την περίοδο 1940-41 στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού και Ελληνογερμανικού πολέμου. Σκοπός και έργο της οργανώσεως ήταν η συγκέντρωση ρούχων, φαρμάκων και άλλων χρήσιμων προς τους Έλληνες στρατιώτες υλικών. Θεωρείται ότι τουλάχιστον 270.000 δέματα απεστάλησαν στο μέτωπο, ενώ κατά τη διάρκεια των μαχών βρέθηκε εθιμοτυπικά για τη λήψη φωτογραφιών, μαζί με την πριγκίπισσα Αικατερίνη, σε νοσοκομεία όπου επισκέφθηκε τραυματισμένους στρατιώτες. Στις 26 Μαρτίου 1941 απέστειλε μια επιστολή στους γονείς της, μέσω της οποίας εξηγεί την τότε κατάσταση στην Ελλάδα και αναφέρεται στη σχεδιαζόμενη επίθεση της Γερμανίας εναντίον της. Σε απόσπασμα της συγκεκριμένης επιστολής αναφέρει: «...Εδώ όλοι είναι πεπεισμένοι ότι οι Γερμανοί θα μας επιτεθούν σε μια-δυο μέρες. Και γιατί όλα αυτά; Για να βοηθηθούν οι φασίστες; Η βοήθειά τους είναι άχρηστη: έχουν ξοφλήσει για πάντα. Αν όμως, παρά ταύτα, η Γερμανία επετίθετο εναντίον της Ελλάδος, τότε αυτό θα ήταν για την Ελλάδα η μεγαλύτερη δόξα που θα μπορούσε να διανοηθή. Δύο Μεγάλες Δυνάμεις εναντίον της Ελλάδος!»
Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Ελλάδα και το τελευταίο δεκαήμερο εκείνου του μήνα, λίγο προτού εισέλθουν τα στρατεύματα κατοχής στην Αθήνα, η Φρειδερίκη, μαζί με την Ελληνική Βασιλική οικογένεια, ακολούθησε την κυβέρνηση του Εμμανουήλ Τσουδερού, αρχικά στην Κρήτη και μετά την Μάχη της Κρήτης κατέφυγαν στο εξωτερικό, αρχικά στην Αίγυπτο και στη συνέχεια στη Νότιο Αφρική, όπου εγκαταστάθηκε για ικανό χρονικό διάστημα. Επανήλθε στην Ελλάδα με όλη τη Βασιλική οικογένεια στις 27 Σεπτεμβρίου του 1946, μετά το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου εκείνου του έτους, που αποκατέστησε τον Βασιλιά Γεώργιο Β' στο θρόνο του. Στη Φρειδερίκη ανατέθηκε η παρακολούθηση του έργου του Ευαγούς Ταμείου του βασιλιά Γεώργιου Β', του νοσοκομείου Ευαγγελισμός» και του νοσοκομείου Παίδων, λόγος για τον οποίο ο Σπυρίδων Μαρκεζίνης έγραψε [10]: «ατυχώς η Βασίλισσα επιθυμούσα να έχει παντού ανάμειξη θα επεκτείνει τη δραστηριότητά της σε τομείς οι οποίοι ουσιαστικώς ανήκαν στο Κράτος». Τον Φεβρουάριο του 1947, κι ενώ στην Ελλάδα μαίνονταν ο συμμοριτοπόλεμος, η έως τότε προτεστάντισσα Φρειδερίκη ασπάσθηκε το Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα και βαπτίστηκε.
Βασίλισσα της Ελλάδος
Μετά τον θάνατο του Γεωργίου Β' και την ανάρρηση στο θρόνο του Παύλου Α', την 1η Απριλίου 1947, ονομάστηκε Βασίλισσα των Ελλήνων και τα χρόνια που ακολούθησαν στάθηκε με δυναμισμό στο πλευρό του βασιλιά συζύγου της. Μέσα στο κλίμα αποσταθεροποιήσεως που δημιούργησε στην Ελληνική ύπαιθρο η δολοφονική δράση των συμμοριών της Αριστεράς, η Βασίλισσα Φρειδερίκη, που περιόδευε στα θέατρα επιχειρήσεων του πολεμικού μετώπου, αποφάσισε να δράσει. Τον Ιούνιο του 1947 ακολούθησαν τρεις συσκέψεις της με κυρίες, γυναίκες της αθηναϊκής μεγαλοαστικής τάξεως και τους ζήτησε να τη βοηθήσουν να υλοποιήσει τους στόχους της, καθώς όπως δήλωνε οι κρατικές υπηρεσίες ήταν αργοκίνητες και γραφειοκρατικές και ότι ο έρανος θα έπρεπε να προχωρήσει γρήγορα και ανεξάρτητα.
Στις 4 Ιουλίου 1947 μετά από σύσκεψη με τον τότε πρωθυπουργό Δημήτριο Μάξιμο, τους Υπουργούς Συντονισμού Στέφανο Στεφανόπουλο και Οικονομικών Δημήτριο Χέλμη, τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών Δαμασκηνό και προέδρους επαγγελματικών σωματείων, αποφασίστηκε η σύσταση μιας επιτροπής που θα αναλάμβανε τη διενέργεια εράνου υπέρ των ανταρτόπληκτων πληθυσμών. Ο έρανος συνεργαζόταν με δημόσιες υπηρεσίες ενώ εκτελεστική επιτροπή που θα επέλεγε η Φρειδερίκη θα αναλάμβανε την ευθύνη για τη διοίκηση και τη στελέχωσή τους. Έτσι, το βράδυ της 5ης Ιουλίου 1947, απεύθυνε ραδιοφωνικό διάγγελμα [11] και γνωστοποίησε τη δημιουργία του Εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος», εξαγγελία που υλοποιήθηκε με Βασιλικό διάταγμα λίγες ημέρες αργότερα [12]. Ακολούθησε ανάλογη έκκληση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Δαμασκηνού. Επίσημα, ο έρανος ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου 1947 και η πρώτη επιτροπή του, απαρτιζόταν από σημαίνοντες πολιτικούς, οικονομικούς και ακαδημαϊκούς. Τους πρώτους μήνες, η επιτροπή ασχολήθηκε με το σύνολο όσων είχαν εγκαταλείψει τα σπίτια τους, με «πρωταρχική σημασία στην «προστασίαν και ανακούφισιν των γερόντων, ασθενών και παιδιών ηλικίας κάτω των 16 ετών», όμως σταδιακά επικεντρώθηκε στα παιδιά. Τον Αύγουστο του 1947, δημοσιεύθηκε η απόφαση για την επιβολή φόρων, υπέρ του εράνου, όπως εισφορά 5% επί των εισιτηρίων δημοσίων θεαμάτων, 5% επί των λογαριασμών κέντρων πολυτελείας και πρώτης τάξεως και εισφορά 5% στα είδη πολυτελείας, ενώ θεσπίστηκε εθελοντικός φόρος 1% επί του κύκλου των εργασιών των επιχειρηματιών.
Παιδοπόλεις
Οι Παιδοπόλεις ιδρύθηκαν το 1947, διαρκούντος του συμμοριτοπολέμου, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Φρειδερίκης. Η οργάνωση και η διοίκηση τους έγινε από την Επιτροπή Εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος». Υπήρξαν μια μοναδική και ιδιότυπη κοινωνική αναγκαιότητα, τραγικό επακόλουθο των συνθηκών που διαμορφώθηκαν, από την κομμουνιστική δολοφονική μανία, στην Ελληνική ύπαιθρο. Με την ίδρυση και την λειτουργία τους η Φρειδερίκη δημιούργησε ένα μοναδικό και ιστορικό έργο δίχως προηγούμενο αλλά και χωρίς συνέχεια. Επρόκειτο για ένα δίκτυο 53 ιδρυμάτων στην ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα όπου φιλοξενήθηκαν παιδιά από τις συμμοριόπληκτες περιοχές. Το σχέδιο εφαρμόστηκε με χρηματοδότηση του εράνου «Πρόνοια Βορείων Επαρχιών της Ελλάδος». Η απομάκρυνση των παιδιών από τις εμπόλεμες περιοχές και συγκέντρωση στις Παιδουπόλεις ονομάστηκε «παιδοφύλαγμα» σε αντιδιαστολή με τον όρο «παιδομάζωμα» που χρησιμοποιήθηκε για να χαρακτηρίσει την βίαιη αρπαγή παιδιών και την αποστολή τους στις χώρες του κομμουνιστικού παραπετάσματος από τον αυτοαποκαλούμενο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδος. Ο αριθμός των παιδιών που πέρασαν από τις παιδουπόλεις εκτιμάται περίπου στις 25.000, δράση για την οποία υπήρξε χαλαρή αντίδραση ακόμη και από αστούς της εποχής. Αρχικά οι Παιδοπόλεις λειτούργησαν υπό την επίβλεψη του Βασιλικού Ιδρύματος Πρόνοιας. Μετά το τέλος του συμμοριτοπολέμου, οι περισσότερες από τις 52 περίπου παιδοπόλεις έκλεισαν και παρέμειναν σε λειτουργία δεκατέσσερις.
Η πρώτη παιδόπολη ιδρύθηκε στις 11 Ιουλίου 1947, στο Ωραιόκαστρο Θεσσαλονίκης, ονομάστηκε «Αγία Ειρήνη» και φιλοξένησε σύντομα 240 παιδιά από περιοχές της Μακεδονίας. Στα εγκαίνια της η Φρειδερίκη, στον επίσημο λόγο της, ανέφρε πως αυτή «είναι ο πρώτος καρπός της ενότητας του ελληνικού λαού και ότι τα παιδιά που ζουν εκεί δεν είναι ορφανά, αλλά «παιδιά όλων των Ελλήνων. Τον Σεπτέμβριο του 1947 ιδρύθηκαν οι παιδοπόλεις «Αγίου Κωνσταντίνου» στα Ιωάννινα, «Αποστόλου Παύλου» στη Λάρισα, «Αγίας Σοφίας» στην Αγριά Βόλου και «Αγίου Γεωργίου» στην Καβάλα. Τον Νοέμβριο, ιδρύθηκε η «Αγία Ελένη» στην Κόνιτσα, η οποία όμως εκκενώθηκε μόλις δύο μήνες αργότερα, μετά την αποτυχημένη προσπάθεια των ανταρτών να καταλάβουν την πόλη και τα παιδιά μεταφέρθηκαν στον «Άγιο Αλέξανδρο» Ζηρού Φιλιππιάδας. Στις αρχές Απριλίου 1948, η Φρειδερίκη μετά από σύσκεψη στο παλάτι με τον Αντιπρόεδρο της Κυβερνήσεως Κωνσταντίνο Τσαλδάρη, τον επικεφαλής της A.A.G. [American Aid for Greece] Ντουάιτ Γκρίσγουλντ και τον αρχηγό της Αμερικανικής στρατιωτικής αποστολής Βαν Φλιτ [Van Fleet], αποφασίστηκε η συγκρότηση νέας επιτροπής, που λειτούργησε υπό τον τίτλο Επιτροπή Συντονισμού, Διασώσεως και Περιθάλψεως Ελληνοπαίδων [ΕΣΔΠΕ]. Στην πρώτη της συνεδρίαση, η Ε.Σ.Δ.Π.Ε. αποφάσισε την ίδρυση της Ειδικής Υπηρεσίας Περιθάλψεως Ελληνοπαίδων [Ε.Υ.Π.Ε.], με σκοπό τη γρήγορη και αποτελεσματική βοήθεια των ανήλικων που μεταφέρονταν στις παιδοπόλεις.
Σταδιακά οι παιδοπόλεις, κάλυψαν ολόκληρη σχεδόν την Ελλάδα. Από τη Φλώρινα, «Αγία Όλγα», μέχρι τη Ρόδο «Άγιος Γεώργιος», «Θεοτόκος», «Νέα Παιδόπολις Προσκόπων», και από την Κέρκυρα, «Άγιος Σπυρίδων», μέχρι τη Λέσβο «Άγιος Ιάκωβος». Συνολικά ιδρύθηκαν και λειτούργησαν 23 στην Αττική, 13 στη Μακεδονία, οι 11 από τις οποίες στη Θεσσαλονίκη, 8 στα νησιά, 4 στην Ήπειρο, 3 στη Στερεά Ελλάδα, 2 στη Θεσσαλία και 1 στην Πελοπόννησο. Στην Κρήτη, δεν ιδρύθηκε παιδόπολη, αλλά η επαγγελματική σχολή «Άγιος Νικόλαος», στην οποία μεταφέρονταν κορίτσια ηλικίας 16-21 ετών, που συλλαμβάνονταν ως μαχήτριες του αυτοαποκαλούμενου Δ.Σ.Ε. ή απολύονταν από τη Μακρόνησο, για να λάβουν τεχνικές γνώσεις, ενώ κάτι ανάλογο έγινε και στη Λέρο με την ονομασία «Βασιλικαί Τεχνικαί Σχολαί Λέρου». Σύμφωνα με τα στοιχεία στις παιδοπόλεις φιλοξενήθηκαν από 18.000 μέχρι 24.000 παιδιά που έμειναν στις παιδοπόλεις ως το 1950, ενώ συνολικά 65.000 παιδιά βρίσκονταν υπό την προστασία του εράνου, το ίδιο χρονικό διάστημα.
Σκοπός των Παιδοπόλεων
Σύμφωνα με τη Βασίλισσα Φρειδερίκη, σκοπός των Παιδοπόλεων ήταν «να σώσουμε τα παιδιά μας των βορείων επαρχιών από την απαγωγή πέρα από τα σύνορα και τη διαπαιδαγώγησή τους σε εχθρούς της πατρίδος». Ο όρος «παιδόπολη» χρησιμοποιήθηκε από το Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας για να χαρακτηρίσει τα ιδρύματα «φιλοξενίας και περίθαλψης απροστάτευτων και ορφανών παιδιών» και στηρίχθηκε στα Ισπανικά πρότυπα την εποχή του Φρανθίσκο Φράνκο. Εκεί φιλοξενούνταν ορφανά ή παιδιά με άρρωστους γονείς ή όσα το οικογενειακό περιβάλλον δεν μπορούσε να τους δώσει τα «αναγκαία ηθικά εφόδια». Με εντολή της Βασίλισσας Φρειδερίκης συγκεντρώθηκαν αγόρια και κορίτσια, που έχασαν κατά τον συμμοριτοπόλεμο της περιόδου 1947-1949, τον ένα ή και τους δύο γονείς τους ή αυτοί ήταν πολύ φτωχοί και δεν μπορούσαν να ανταπεξέλθουν στις οικονομικές ανάγκες και συνθήκες ζωής. Παράλληλα, ένας από τους κύριους σκοπούς κύριος σκοπός των κυβερνήσεων της εποχής ήταν να σταματήσει ο ανεφοδιασμός των κομμουνιστών ανταρτών και να μη γίνεται στρατολόγηση νέων από τους κομμουνιστές. Αυτός υπήρξε και ο κύριος λόγος του μένους της κομμουνιστικής Αριστεράς εναντίον της Βασίλισσας Φρειδερίκης.
Οι συνθήκες παραμονής των παιδιών στις παιδοπόλεις έχουν καταγραφεί από τις μαρτυρίες των τότε παιδιών, που τις θεωρούσαν καταφύγιο από την φρίκη του πολέμου, όμως μιλάνε για αυστηρό πλαίσιο ζωής με παρεχόμενες εκπαιδευτικές δυνατότητες. Στις παιδοπόλεις γίνονταν δεκτά παιδιά ηλικίας από 4-16 χρονών, αν και κάποιες φορές, ανάλογα με τις συνθήκες και τις ανάγκες, ο κανονισμός παραβιάστηκε με αποτέλεσμα να συγκεντρώνονται και μικρότερα παιδιά. Τον Απρίλιο του 1948 η U.N.S.C.O.B. [United Nations Special Committee On The Balcans], αν και δεν ενδιαφερόταν για τις παιδοπόλεις, απέστειλε ερωτηματολόγιο για την απόκτηση πληροφοριών σχετικά με τον αριθμό τη φροντίδα των παιδιών σ' αυτές και ο Ελληνικός σύνδεσμος ενημέρωσε ότι κρατούνταν παιδιά ηλικίας 3-14 ετών. Πολλά από τα ορφανά παιδιά υιοθετήθηκαν από άτεκνα ζευγάρια, κυρίως στις Η.Π.Α., ενώ χαρακτηριστική περίπτωση είναι αυτή δύο κοριτσιών της οικογένειας Αργυριάδη που τεκνοθετήθηκαν από έναν Ελληνοαμερικανό, καθώς ο πατέρας τους, ο Ηλίας Αργυριάδης, εκτελέστηκε μαζί με το Νίκο Μπελογιάννη.
Εκπαίδευση στις παιδοπόλεις
Οι υπεύθυνοι για την αγωγή των παιδιών, δάσκαλοι και διευθυντές, φρόντιζαν για την ενδυνάμωση του εθνικού τους φρονήματος και την Ορθόδοξη θρησκευτική τους διαπαιδαγώγηση με κηρύγματα και τακτικό εκκλησιασμό. Γίνονταν συστηματική εθνική πολιτική κατήχηση και τονίζονταν με έμφαση οι αντιπατριωτικές και αντεθνικές πεποιθήσεις των κομμουνιστών, τους οποίους αποκαλούσαν, συνήθως, αντάρτες, προδότες, συμμορίτες και εγκληματίες. Τα παιδιά διδάσκονταν, δύο φορές την εβδομάδα, «πολιτική αγωγή» και τραγουδούσαν στίχους με εθνικό περιεχόμενο. Τα παιδιά στις Παιδοπόλεις απέκτησαν ήθος και απορρίπτουν τις κατηγορίες για προπαγάνδα ως αναληθείς, ενώ λένε πως στις παιδουπόλεις και σε φιλανθρωπικά ιδρύματα «είχαν πρόσβαση σε πλήρη εκπαίδευση και κάθε είδους φροντίδα».
Το τέλος του προγράμματος
Στη συνέντευξή της, τον Σεπτέμβριο του 1949, στον δημοσιογράφο Μαξ Ίστμαν [13] η Φρειδερίκη αναφέρεται ως ο σωτήρας χιλιάδων ορφανών παιδιών, κι ως η Βασίλισσα που κατόρθωσε με τη δράση της να μετατρέψει το πολίτευμα της χώρας από απλή βασιλεία σε «κοινωφελές βασιλικό πολίτευμα». Παράλληλα, στο πολυσέλιδο οδοιπορικό του Μέιναρντ Όουεν Ουίλιαμς με τίτλο «Η ρημαγμένη από τον πόλεμο Ελλάδα κοιτάζει μπροστά» [14], η Φρειδερίκη περιγράφεται ως «νέα, όμορφη, και δημοκρατική», ενώ προβάλλεται το έργο της στην Παιδόπολη των Ιωαννίνων.
Τον Δεκέμβριο του 1949, άρχισε η επιστροφή των παιδιών στα σπίτια τους, ενώ η επίσημη λήξη του προγράμματος των παιδοπόλεων, έγινε στις 24 Ιουνίου 1950, με τελετή στο Μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτη στην Αθήνα και την 1η Ιουλίου 1950, στη Θεσσαλονίκη. Εκείνο το διάστημα περίπου 15.000-16.000 παιδιά επέστρεψαν στα σπίτια τους, ενώ 2.000-3.000 παρέμειναν στις παιδοπόλεις και κάποια αυτά, δόθηκαν σε ανάδοχες οικογένειες. Το 1955 το ίδρυμα μετεξελίχθηκε σε Βασιλικό Ίδρυμα Πρόνοιας («Υπό την υψηλή προστασία των Α.Α. Μ.Μ. των Βασιλέων») και το 1970, επί 21ης Απριλίου και πρωθυπουργού Γεωργίου Παπαδόπουλου πήρε το όνομα «Εθνικός Οργανισμός Πρόνοιας» [15] και οι Παιδοπόλεις συνέχισαν να λειτουργούν υπό την επίβλεψη του. Σήμερα είναι ιδρύματα φιλοξενίας και περιθάλψεως απροστάτευτων και ορφανών παιδιών και κατά το 2007 ήταν σε λειτουργία 6 παιδοπόλεις οι οποίες φιλοξενούσαν 200-250 παιδιά.
Ειρηνική περίοδος
Η Φρειδερίκη υποστήριξε δυναμικά την επιλογή του Κωνσταντίνου Καραμανλή, παρόλο που ήταν πολύ νέος για να αναλάβει την κυβέρνηση, μόλις 48 ετών, κι όταν εκείνος ορκίστηκε πρωθυπουργός, έγραφε κατενθουσιασμένη στον στρατηγό Μάρσαλ τον Οκτώβριο του 1955: «Η χώρα αισθάνθηκε σαν να είχε πιει σαμπάνια».
Το Δεκέμβριο του 1958 η Φρειδερίκη επισκέφτηκε τις Η.Π.Α. σε ένα ταξίδι έξι εβδομάδων, με σκοπό να πληροφορηθεί τις ειρηνικές μεθόδους χρήσεως της ατομικής ενέργειας. Τον Απρίλιο του 1963 η δημοσιογράφος Βρετανίδα υπήκοος Μπέτυ Μπάρλετ-Αμπατιέλου, σύζυγος του συνδικαλιστή και ηγετικού στελέχους του Κ.Κ.Ε., Αντώνη Αμπατιέλου, περίμενε τη Φρειδερίκη έξω από το ξενοδοχείο της στο Λονδίνο, στη διάρκεια ταξιδιού της Βασίλισσας, και δημιούργησε επεισόδιο σε βάρος της. Ο γραμματέας των ανακτόρων Γεράσιμος Τσιγάντες αναφερόμενος στην οργή της Φρειδερίκης μετά τις διαδηλώσεις και τα επεισόδια αποδοκιμασίας εναντίον της στο Λονδίνο και την παρεμβολή του συνοδοιπόρου βουλευτή Γρηγόρη Λαμπράκη, αναφέρει ότι η Βασίλισσα αναφώνησε: δεν θα με απαλλάξει κανείς από αυτόν τον άνθρωπο;. Χρόνια αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου φέρεται να ανέφερε ότι ο Στρατηγός Βαρδουλάκης του εξομολογήθηκε ότι «ο Λαμπράκης σκοτώθηκε κατά λάθος, είχε δοθεί απλώς η εντολή από τη βασίλισσα Φρειδερίκη να τον στραπατσάρουν...!». Η φερόμενη ως μαρτυρία του Ανδρέα Παπανδρέου είναι μηδενικής αξιοπιστίας, καθώς δεν είναι γνωστός ούτε ο τόπος, ούτε ο χρόνος, ούτε και οι μάρτυρες της εξομολογήσεως, ενώ κι όσοι υποστηρίζουν την άποψη αυτή διαφωνούν ως τον τον τόπο, το χρόνο, αλλά και τους μάρτυρες που ήταν παρόντες.
Τον Μάρτιο του 1962 η Κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή ψήφισε τον νόμο «περί συστάσεως προικός για την πριγκίπισσα Σοφία», εν όψει του γάμου της με τον Χουάν Κάρλος, τότε Διάδοχο του Ισπανικού θρόνου και μετέπειτα Βασιλιά της Ισπανίας, με τελικό ύψος 9 εκατομμύρια δραχμές ή 30.000 χρυσές λίρες με επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού. Η προίκα, σύμφωνα με τον νόμο, απαλλασσόταν από κάθε φορολογία και μπορούσε να μετατραπεί σε συνάλλαγμα. Η προικοδότηση στάθηκε αφορμή για να ψυχρανθούν επιπρόσθετα οι σχέσεις των Ανακτόρων με τον πολιτικό κόσμο. Με υποκίνηση της αντιπολιτεύσεως το σύνθημα «Προίκα στην Παιδεία, κι όχι στη Σοφία» [16]ακουγόταν στις φοιτητικές κινητοποιήσεις, καθώς η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Καραμανλή κατηγορούνταν από την αντιπολίτευση πως την ίδια ώρα αρνιόταν πεισματικά κάθε αύξηση των δαπανών για την παιδεία. Οι πληροφορίες της βρετανικής πρεσβείας στην Αθήνα ανέφεραν ότι κανείς δεν πληροφορήθηκε, δημόσια τουλάχιστον, το πραγματικό ύψος της προίκας. Στο εμπιστευτικό έγγραφο CE/941/4 της βρετανικής πρεσβείας προς το Φόρεϊν Οφις τον Μάιο του '62 αναφέρεται: «Καθώς ο βασιλικός γάμος είναι άμεσος, το ποσόν της προίκας που θα δοθή από το δημόσιο ταμείο έχει γίνει στόχος του αντιμοναρχικού αισθήματος στην Ελλάδα, που βρίσκεται πάντα στην επιφάνεια».
Το 1963 η Φρειδερίκη διαμήνυσε στον Αλεν Ντάλες, ότι «ο Καραμανλής είναι άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες και εξ ολοκλήρου πιστός στη μοναρχία, γίνεται όμως όλο και πιο δύσκολο να συνεργαστεί κανείς μαζί του διότι έχει πολύ κακή κρίση. Ίσως ήρθε ο καιρός για εκλογές και μια νέα κυβέρνηση». Μετά τον θάνατο του συζύγου της, Βασιλιά Παύλου Α', στις 6 Μαρτίου 1964, η Φρειδερίκη αποτραβήχτηκε από τις κοινωνικές δραστηριότητες της και έλαβε τον τίτλο της Βασίλισσας Μητέρας (Βασιλομήτωρ). Την Κυριακή 8 Μαρτίου 1964, δύο ημέρες μετά τον θάνατο του βασιλιά Παύλου, η Φρειδερίκη γράφει στο ημερολόγιο της: «..Να πάλι είμαστε όλες μαζί, δεν είναι ωραία; Ξέρετε, ο άνδρας μου δεν έφυγε, είναι πάντα μαζί μας. Θα είναι πάντα κοντά μας. Δεν πρέπει να κλαίτε, ούτε εγώ κλαίω. Ο άνδρας μου έφυγε ευχαριστημένος. Ήτο χαρούμενος, είχε πολλή γαλήνη και αυτή τη γαλήνη την έδωσε και σε μένα. Θέλω να την δώσω και σε σας αυτή τη γαλήνη. Την Δευτέρα μού έπιασε το χέρι και μού είπε: Έλα να φύγωμε μαζί, κάπου… σ’ ένα ώμορφο νησί… πολύ μακρυά. Τού είπα: Πού θα πάμε; Λέει: Σ’ ένα νησί που είναι γεμάτο ήλιο και φως… να είναι ησυχία… να είμαστε μόνοι. Δεν είχαμε συχνά ευκαιρία να είμαστε μόνοι όσο το θέλαμε. Του είπα: Ναι, πάμε».
Το έργο της Βασίλισσας Φρειδερίκης [17]
Συνοπτικά η Βασίλισσα Φρειδερίκη:
Το 1940-41 συνεισέφερε προσωπικά στην ίδρυση σταθμών υποδοχής και νοσοκομείων για τους τραυματίες του πολέμου, ιδρύοντας την «Φανέλα του Στρατιώτου» [18].
Κατά την παραμονή στο Καίηπ Τάουν της Αφρικής οργάνωσε τον «Έρανον της Πριγκίπισσης Φρειδερίκης» ο οποίος απέδωσε 400 χιλιάδες λίρες, χρήματα που απεστάλησαν στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση ως τρόφιμα, ιματισμός, φαρμακευτικό υλικό και νοσοκομειακά αυτοκίνητα.
Μετά την λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, την απελευθέρωση της Ελλάδος και την επιστροφή της στην Ελλάδα συντόνισε το έργο όλων των Οργανισμών Κοινωνικής Προνοίας.
Στη διάρκεια του συμμοριτοπολέμου, συνόδευσε τον Βασιλέα Παύλο στις περιοδείας του, με σκοπό την τόνωση του ηθικού των Ελλήνων στρατιωτών στον πόλεμο κατά των κομμουνιστικών συμμοριών. Τα Χριστούγεννα του 1947, όταν ο Βασιλεύς ήταν ασθενής, η Βασίλισσα Φρειδερίκη μετέβη στην Κόνιτσα, που βρίσκονταν υπό πολιορκία, πάνω σε ένα μουλάρι, πράξη που προκάλεσε το γενικό θαυμασμό λαού και στρατού.
Δημιούργησε την «Βασιλικήν Πρόνοιαν», η οποία επιτέλεσε τεράστιο έργο για τον πάσχοντα πληθυσμό της υπαίθρου.
Δημιούργησε τις «Παιδόπολεις», την πρώτη το 1947 στη Θεσσαλονίκη και μετέπειτα στα Ιωάννινα, Λάρισα, Βόλο, Λαμία, Στυλίδα και Καβάλα, στις οποίες παιδιά κατατρεγμένα από τις κακουχίες του συμμοριτοπολέμου διέμεναν, φοιτούσαν και εκπαιδεύονταν σε τέχνες.
Ίδρυσε 200 κέντρα στην Ελλάδα με την επωνυμία «Σπίτια του Παιδιού».
Ίδρυσε το Κέντρο Προστασίας Βρεφών «Η Μητέρα», το οποίο παρέχει προστασία και περίθαλψη στις ανύπαντρες μητέρες.
Το 1949 εμπνεύστηκε και φρόντισε να δημιουργηθεί ως ως μονάδα, υπαγόμενη στο Γ.Ε.Σ. [Γενικό Επιτελείο Στρατού] το «449ο Κέντρο Αποκαταστάσεως Τραυματιών», το γνωστό Κέντρο Αποκατάστασης Τραυματιών [ΚΑΤ] εξασφαλίζοντας και την απαραίτητη γη. Παρακολουθώντας το έργο διαρκώς, φρόντισε να προπαρασκευάσει την υλοποίηση του ανθρωπιστικού και εθνικού έργου που επιτελούσε το κέντρο. Το Νοσοκομείο λειτούργησε και ως κέντρο εκπαίδευσης των αδελφών νοσοκόμων του Ερυθρού Σταυρού [19].
Η ζωή της στην εξορία
Στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 η βασιλομήτωρ Φρειδερίκη εγκατέλειψε την Ελλάδα μαζί με την υπόλοιπη βασιλική οικογένεια, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Βασιλιά Κωνσταντίνου, από το αεροδρόμιο της Καβάλας. Όταν αναχωρούσαν από το αεροδρόμιο της Καβάλας για τη Ρώμη με δάκρυα στα μάτια την αποχαιρετούσε μια στενή της συνεργάτης, η εκπαιδευτικός Μαρία Μιχαλοπούλου, την οποία η ίδια είχε αξιοποιήσει στη Βασιλική Πρόνοια, στην οποία η βασιλομήτωρ είπε: «Νομίζω ότι δεν θα ξανασυναντηθούμε...». Η Βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε, αρχικά, στην Ιταλία. Μετά την πτώση του καθεστώτος του Δημητρίου Ιωαννίδη, τον Ιούλιο του 1974, με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου 1974 καταργήθηκε η μοναρχία και η Φρειδερίκη εγκαταστάθηκε, μαζί με την Βασιλική οικογένεια, στο Λονδίνο. Έκτοτε μοίραζε τον χρόνο της ανάμεσα στο Λονδίνο και την Μαδρίτη, όπου έμενε η οικογένεια της κόρης της Σοφίας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ασχολήθηκε με τον μυστικισμό και τις θρησκείες της Ανατολής, πραγματοποιώντας πολλά ταξίδια στην Ινδία.
Τίτλοι /Διακρίσεις/ Προσφωνήσεις
Η Βασίλισσα Φρειδερίκη έφερε τους τίτλους:
18 Απριλίου 1917-9 Ιανουαρίου 1938: Αυτής Βασιλική Υψηλότητα Η Πριγκίπισσα Φρειδερίκη του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Δούκισσα στο Μπράουνσβικ-Λύνεμπουργκ
9 Ιανουαρίου 1938-1 Απριλίου 1947: Αυτής Βασιλική Υψηλότητα Η Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη της Ελλάδας και της Δανίας, του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Δούκισσα στο Μπράουνσβικ-Λύνεμπουργκ
1 Απριλίου 1947-6 Μαρτίου 1964: Αυτής Μεγαλειότητα Η Βασίλισσα των Ελλήνων Φρειδερίκη, Πριγκίπισσα της Δανίας, του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Δούκισσα στο Μπράουνσβικ-Λύνεμπουργκ
6 Μαρτίου 1964-6 Φεβρουαρίου 1981: Αυτής Μεγαλειότητα Η Βασίλισσα-Μητέρα Φρειδερίκη, Πριγκίπισσα της Δανίας, του Αννοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας, Δούκισσα στο Μπράουνσβικ-Λύνεμπουργκ
Για την μέριμνα που έλαβε υπέρ των Ελληνοπαίδων οι διεθνείς οργανώσεις προστασίας του παιδιού εξέλεξαν την Βασίλισσα Φρειδερίκη «Πρώτην Μητέρα του έτους 1949» και απεδέχθη τον τίτλο εν ονόματι των Ελληνίδων μητέρων. «Η βασίλισσα Φρειδερίκη, κόρη του Γερμανού δούκα του Μπρούνσβικ, έχει κάνει για την ευημερία των άπορων παιδιών πολύ περισσότερα από οποιαδήποτε άλλη Ελληνίδα» [20]. Η προσφορά της στα Γράμματα αναγνωρίστηκε από ανεξάρτητους κι αμερόληπτους φορείς στις 22 Ιανουαρίου 1964, όταν το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης την ανακήρυξε Επίτιμη Διδάκτορα των Νομικών Επιστημών. Είναι ως σήμερα η μοναδική Ελληνίδα που τιμήθηκε από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια.