(Π.Ν. Τρεμπέλα, Υπόμνημα ερμηνευτικο στο κατά Ιωάννην στα νέα Ελληνικά!, Οι αριθμοί στις λέξεις του αρχαίου κειμένου παραπέμπουν στην αντίστοιχη ερμηνεία και ανάλυσή τους)
1 Ἦν δέ(1) τις ἀσθενῶν(2) Λάζαρος(3) ἀπὸ(4) Βηθανίας(5), ἐκ(4) τῆς κώμης Μαρίας καὶ Μάρθας(6) τῆς ἀδελφῆς αὐτῆς.
1 Κάποιος που ονομαζόταν Λάζαρος αρρώστησε. Ήταν από τη Βηθανία, το χωριό όπου κατοικούσαν η Μαρία και η αδερφή της η Μάρθα.
Καμία άλλη σκηνή στο ευαγγέλιο αυτό δεν παρουσιάζεται με τρόπο τόσο λεπτομερή και τόσο δραματικό όσο η παρούσα. Ούτε υπάρχει κάποια άλλη, από την οποία να ξεπηδά ζωηρότερα και σαφέστερα ο χαρακτήρας του Ιησού ο τελείως θείος ταυτόχρονα και τελείως ανθρώπινος, που να δικαιολογεί πληρέστερα την στον Πρόλογο του ευαγγελίου κεντρική διακήρυξη «και ο Λόγος έγινε σάρκα». Σύμφωνα με όσα λέει ο Deutinger, η αφήγηση αυτή διακρίνεται μεταξύ όλων των αφηγήσεων του δ΄ ευαγγελίου για την ιδιαίτερή της ζωηρότητα και τη δραματική της κίνηση. Τα πρόσωπα ιχνογραφούνται σε αυτήν με χέρι ταυτόχρονα σταθερό και λεπτό. Πουθενά η σχέση του Χριστού με τους μαθητές του δεν εκτίθεται τόσο ζωηρά. Και αυτοί οι Ιουδαίοι, οι πεισματικά αντιτιθέμενοι με τον Ιησού, εμφανίζονται από μία άποψη λιγότερο αρνητικοί, ως φίλοι των δύο θλιμμένων αδελφών. Αλλά προ παντός πόσο είναι καθαρή και λεπτή η σκιαγραφία του χαρακτήρα των δύο γυναικών· με τι λεπτότητα και με τι βάθος ψυχολογικό διαγράφεται η διαφορά της συμπεριφοράς τους! Στα χαρακτηριστικά αυτά της αφήγησης βρίσκουμε την πρώτη εσωτερική απόδειξη της αυθεντικότητας και αξιοπιστίας της. «Δεν επινοούν με αυτόν τον τρόπο», μάλιστα κατά τον β΄αιώνα, όπως αποδεικνύουν τα απόκρυφα ευαγγέλια.
Εξάλλου τα δάκρυα του Ιησού, η ηθική και φυσική συγκίνησή του, η προσευχή προς τον Πατέρα του και η ευχαριστία του διότι εισακουόταν από αυτόν, αποτελούν χαρακτηριστικά εξ’ ολοκλήρου ανθρώπινα, που αποκλείουν ολοτελώς την υπόθεση, ότι η αφήγηση επινοήθηκε με σκοπό να διδάξει και να δώσει παράδειγμα για την θεωρία περί Λόγου. Ως προς την ένσταση τέλος που βγαίνει από την αποσιώπηση του θαύματος αυτού από τους συνοπτικούς, θα μπορούσε να παρατηρηθεί, ότι οι αφηγήσεις των συνοπτικών διαιρούνται στους δύο αυτούς μεγάλους κύκλους 1) τα γεγονότα της προφητικής δράσης του Κυρίου στη Γαλιλαία και 2) τα γεγονότα της εβδομάδας του Πάθους στην Ιερουσαλήμ, και μόλις που σταχυολογούν κάποια από την ενδιάμεση διαμονή του Κυρίου στην Περαία. Αλλά η ανάσταση του Λαζάρου ανήκει στην τελευταία αυτή μεταβατική και ενδιάμεση εποχή και για αυτό εύκολα μπορούσε να μη βρει θέση στη γενική παράδοση. Και πολύ περισσότερο, από τη στιγμή που τον καιρό που σχηματιζόταν η προφορική αποστολική παράδοση, που περιλήφθηκε στα συνοπτικά ευαγγέλια, υπήρχε φόβος να εκτεθούν τα μέλη της οικογένειας του Λαζάρου στην εκδίκηση των αρχηγών του Ιουδαϊκού λαού, όπως φαίνεται από το Ιω. ιβ 10, όπου αναφέρεται, ότι οι αρχιερείς είχαν αποφασίσει να φονεύσουν και το Λάζαρο (g).
(1) Μεταβατικός σύνδεσμος. Μεταβαίνει στην εξιστόρηση γεγονότος, για το οποίο διακόπηκε η διαμονή του Ιησού στην Περαία.
(2) Επειδή η ασθένεια του Λαζάρου έγινε αφορμή όλων όσων επακολούθησαν στην αφήγηση, η λέξη ἀσθενῶν προηγείται.
(3) Από συγκοπή του Ελεάζαρ. Όνομα Εβραϊκό που σημαίνει: τον οποίο ο Θεός βοηθά (F).
(4) Έτσι και στο α 45 ο Φίλιππος περιγράφεται ότι είναι «από Βηθσαϊδά, από την πόλη του Ανδρέου…». Συχνά μία πρόθεση επαναλαμβάνεται στην παράθεση χωρίου, είτε η ίδια πρόθεση είτε κάποια άλλη συνώνυμη με αυτή (b). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, η μεν πρόθεση (από) δηλώνει την διαμονή, ενώ η άλλη (εκ) την καταγωγή (g)=ο Λάζαρος διέμενε στη Βηθανία, από την οποία και καταγόταν.
(5) «Το οποίο ερμηνεύεται: σπίτι υπακοής» (Ω). Χωριό στην ανατολική βουνοπλαγιά του όρους των Ελαιών, που απείχε γύρω στα τρία τέταρτα της ώρας από τα Ιεροσόλυμα. Ονομάζεται σήμερα Ελ-Αζαριέχ δηλαδή η χώρα του Λαζάρου (F).
(6) Για πρώτη φορά αναφέρονται στο ευαγγέλιο αυτό τα ονόματα αυτά. Προϋποτίθεται λοιπόν, ότι οι δύο αδελφές ήταν πολύ γνωστές στους αναγνώστες του δ΄ ευαγγελίου (g). «Επίτηδες λοιπόν αναφέρει τα ονόματα των γυναικών ο ευαγγελιστής, δείχνοντας ότι ήταν πολύ γνωστές λόγω της ευσέβειάς τους» (Κ). Η Μαρία αναφέρεται πριν τη Μάρθα ενώ αλλού (Ιω. ια 5,19,Λουκ. ι 38) η Μάρθα ως οικοδέσποινα ονομάζεται πριν τη Μαρία. Κατά το χρόνο της συγγραφής του δ ευαγγελίου η Μαρία διακρινόταν περισσότερο από τη Μάρθα στη χριστιανική παράδοση, όπως αναφέρεται και στο Μάρκ. ιδ 9 (β), λόγω των πράξεών της που αναφέρονται στο σ. 2 (b).
2 Ἦν δὲ Μαρία ἡ ἀλείψασα τὸν Κύριον μύρῳ(1) καὶ ἐκμάξασα τοὺς πόδας αὐτοῦ ταῖς θριξὶν αὐτῆς, ἧς ὁ ἀδελφὸς Λάζαρος ἠσθένει(2).
2 Η Μαρία ήταν εκείνη που αργότερα άλειψε τον Κύριο με μύρο και σκούπισε τα πόδια του με τα μαλλιά της. Ο Λάζαρος που αρρώστησε, ήταν αδερφός της.
(1) Το γεγονός αναφέρεται εδώ κατά πρόληψη (προλαμβάνεται), διότι το επεισόδιο δεν είχε λάβει ακόμα χώρα, αφού αφηγείται αυτό ο Ιωάννης στο ιβ 3. «Επειδή επρόκειτο στη συνέχεια της διήγησης να αναφέρει και αυτό ότι έγινε, προλαβαίνοντας κατά κάποιο τρόπο το μέλλον και εξηγώντας το ποια είναι η γυναίκα για την οποία εδώ μιλά, επισημαίνει ότι και τώρα είναι η ίδια που έκανε και εκείνο στο Λάζαρο» (Θμ). Ο Ιωάννης αποδεικνύει στο παρόν την ευσεβή αφοσίωση της Μαρίας στον Ιησού, με πράξη μεταγενέστερη (b). Οι αφηγήσεις του Ματθ. κστ 6 και εξής και Μάρκ. ιδ 3 και εξής, οι οποίες αναφέρονται στο γεγονός αυτό, αποδεικνύουν, ότι η προφορική παράδοση γενικώς δεν ανέφερε το όνομα της Μαρίας στην αφήγηση του αλείμματος του Ιησού με μύρο. Ίσως η αποσιώπηση αυτή εξηγεί τη μορφή της αφήγησης του Ιωάννη σε αυτόν τον σ. (g). Το ότι όμως ο Ιωάννης παραπέμπει στο γεγονός αυτό, αποδεικνύει πάλι, ότι αποτελούσε πολύ γνωστό και οικείο επεισόδιο στο βίο του Χριστού (ο). Για αυτό και την Μαρία «αυτή η πράξη την έκανε γνωστή και περιβόητη» (Ζ). «Διότι πρώτα μεν εκείνο ήταν αναγκαίο να μάθουμε, ότι δηλαδή δεν είναι αυτή η πόρνη… που είναι στον Λουκά. Άλλη δηλαδή είναι αυτή εδώ… σεμνή και σπουδαία» (Χ).
(2) Με τη φράση αυτή ξαναπιάνει ο ευαγγελιστής το νήμα της αφήγησης για το Λάζαρο.
3 Ἀπέστειλαν(1) οὖν(2) αἱ ἀδελφαὶ πρὸς αὐτὸν λέγουσαι· Κύριε(3), ἴδε ὃν(4) φιλεῖς(5) ἀσθενεῖ.
3 Έστειλαν, λοιπόν, οι αδερφές του μήνυμα στον Ιησού, και του έλεγαν: «Κύριε, ο αγαπημένος σου φίλος είναι άρρωστος».
(1) «Όπου ο Κύριος ήταν. Διότι είχε αναχωρήσει πέρα από τον Ιορδάνη. Έστειλαν αγγελιαφόρους» (Αυ).
(2) Η αποστολή επήλθε ως συνέπεια της ανησυχητικής ασθένειάς του (ο).
(3) Η προσφώνηση αυτή υπαινίσσεται την θαυματουργική δύναμη του Ιησού (g).
(4) «Δεν λένε: Έλα και θεράπευσε αυτόν… αλλά μόνο: Κύριε, δες, αυτός που αγαπάς ασθενεί. Είναι αρκετό να μάθεις. Διότι δεν είσαι από εκείνους που αγαπούν και απαρνούνται» (Αυ). Το μήνυμα είναι πλήρες λεπτότητας. Είναι σαν να του έλεγαν: Κρίνε εσύ ο ίδιος τι πρέπει να κάνεις (g). «Το «Δες, αυτός που αγαπάς» το λένε, θέλοντας να κερδίσουν τον οίκτο του Κυρίου, με το να του υπενθυμίσουν το όνομα της φιλίας» (Θφ).
(5) Στο σ. 5 χρησιμοποιεί το ρήμα αγαπώ. Παρόλο που δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στη σημασία μεταξύ των δύο αυτών ρημάτων, δες γ 35,ε 20,κα 17 (β), παρ’ όλα αυτά δεν είναι άστοχη η παρατήρηση, σύμφωνα με την οποία το αγαπώ από τη ρίζα άγαμαι σημαίνει εύνοια, η οποία γεννιέται από θαυμασμό, σεβασμό, εκτίμηση, ενώ το φιλώ σημαίνει την κλίση της ψυχής που διεγείρεται από αίσθημα και τρυφερότητα (G). «Υπενθυμίζουν την αγάπη την οποία είχε στον άρρωστο, τραβώντας τον εκεί κατεξοχήν με αυτό· διότι ήξεραν ότι φρόντιζε για αυτόν» (Κ). «Θέλει να διδάξει, ποτέ να μην αγανακτούμε ούτε να δυσανασχετούμε, αν τυχόν συμβεί κάποια ασθένεια στους σπουδαίους άνδρες και φίλους του Θεού» (Χ).
4 Ἀκούσας δὲ ὁ Ἰησοῦς εἶπεν(1)· αὕτη ἡ ἀσθένεια(2) οὐκ ἔστι πρὸς θάνατον(3), ἀλλ' ὑπὲρ(4) τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ(5), ἵνα(4) δοξασθῇ ὁ υἱὸς(6) τοῦ Θεοῦ(7) δι' αὐτῆς(8).
4 Ο Ιησούς, όταν το έμαθε, είπε: «Αυτή η αρρώστια δεν είναι για να φέρει το θάνατο, αλλά για να φανεί η δύναμη του Θεού, για να φανερωθεί μέσω αυτής η δόξα του Υιού του Θεού».
(1) Δεν λέει απάντησε. Τα λόγια του Κυρίου δεν αποτελούν άμεση απάντηση στο μήνυμα των αδελφών του Λαζάρου, αλλά μάλλον παρατήρηση για την ασθένεια και τα αποτελέσματά της που απευθύνθηκε στους παρόντες μαθητές. «Λέει όμως αυτά ο Κύριος, όχι για να φύγουν οι άνθρωποι και να αναγγείλουν αυτά στις αδελφές του Λαζάρου, αλλά ως Θεός προλέγει αυτό που θα γίνει» (Κ). Οπωσδήποτε είναι αναμφίβολο, ότι λόγια τέτοιας βαθειάς και μυστηριώδους σημασίας θα διαβιβάστηκαν πιστά από τους απεσταλμένους στις αδελφές του Λαζάρου (ο).
(2) Η έκφραση του Κυρίου εδώ παρουσιάζεται αμφίβολη και σε κάποιο βαθμό ακατανόητη για τον χρόνο πριν το θαύμα. Η έννοιά τους έγινε σαφής μετά το θαύμα. «Είναι αξιοπαρατήρητη η μέθοδος, με την οποία ο Ιησούς ετοίμαζε τους μαθητές του και τις αδελφές του Λαζάρου και το λαό, για να αντιμετωπίσουν με απλότητα το μέγιστο των θαυμάτων (b).
(3) Η φράση «προς θάνατον» υπάρχει εδώ μόνο και στο Α΄Ιω. ε 16, ενώ στους Ο΄ μόνο στα Δ΄Μακ. ιδ 4 και ιζ 1. Είναι εντονότερη από τη συνήθως χρησιμοποιούμενη «εις θάνατον», η οποία σημαίνει ότι η ασθένεια δεν θα είχε ποτέ ως τελική της έκβαση τον θάνατο· ενώ η φράση «προς θάνατον» σημαίνει μάλλον, ότι ο ασθενής δεν διατρέχει κανέναν κίνδυνο (β).
«Αν όμως αυτός είπε ότι η αρρώστια του Λαζάρου δεν είναι για θάνατο, αλλά συνέβη ο θάνατος, δεν είναι καθόλου θαυμαστό. Διότι βλέποντας την κατάληξη του πράγματος και ότι επρόκειτο μετά από λίγο να αναστηθεί, δεν εξετάζουμε τι συνέβη στο μεταξύ, αλλά σε ποιο τέλος κατέληξε» (Κ).
«Δεν είναι προς θάνατον, διότι και ο θάνατος που επακολούθησε προς στιγμήν, δεν ήταν προς θάνατον, αλλά συνέβη για τον σκοπό να διαπράξει ο Κύριος θαύμα, μέσω του οποίου οι άνθρωποι θα οδηγούνταν στην πίστη και έτσι θα διέφευγαν τον πραγματικό θάνατο» (Αυ).
Μη λησμονούμε όμως ότι ο θάνατος του σώματος στον κόσμο αυτόν είναι γέννηση της ψυχής στον άλλο κόσμο. Όταν λοιπόν εμείς ή οι φίλοι μας είμαστε ασθενείς οι ελπίδες μας για το ότι θα ανακάμψουμε από την ασθένεια, είναι δυνατόν να διαψευστούν. Για αυτό πρέπει μάλλον να χτίζουμε πάνω σε θεμέλιο ελπίδας αδιάψευστης. Εάν δηλαδή ανήκουμε στο Χριστό, το φθαρτό ας καταλήξει στη φθορά. Το αθάνατο ας μείνει ανέπαφο από κάθε μολυσμό, οπότε η βλάβη που ήλθε στο φθαρτό «δεν είναι προς θάνατον», διότι ο δεύτερος θάνατος, ο αιώνιος και πραγματικός θα παραμείνει ξένος και άγνωστος στην αθάνατη ψυχή μας.
Γενικότερα ως προς τις ασθένειες, οι οποίες συνηθέστατα προσβάλλουν τον καθένα μας κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής του, θεωρούνται από όλους αυτές ως ατυχήματα και δοκιμασίες της ζωής. Αλλά ο Χριστιανός, όσο προάγεται στην πίστη, αλλάζει εντελώς αντιλήψεις για αυτές καταλήγοντας να θεωρεί αυτές ως το γήινο θυσιαστήριο, στη φωτιά του οποίου εξαγνίζεται η ψυχή του και ως προπύλαιο και σκάλα που οδηγεί προς τον ουρανό. Αλήθεια· πόσοι, όταν άρχιζαν να δοκιμάζουν το πικρό ποτήρι της ασθένειας, ήταν νήπιοι πνευματικά και κατά τη διάρκειά της γιγαντώθηκαν και σφυρηλατήθηκαν σε ήρωες του Χριστού. Πόσοι αγνοώντας τον ουράνιο Πατέρα έμαθαν στο κρεβάτι της ασθένειας να απευθύνονται προς αυτόν κράζοντας Αββά, δηλαδή Πατέρα. Και για πόσους η ασθένεια δεν δόθηκε αληθινά υπέρ της δόξας του Θεού!
(4) Ή «και εδώ το ὑπὲρ και το ἵνα, δεν είναι αιτιολογικά, αλλά φανερώνουν αυτό που θα συμβεί τελικά» (Ζ), «δεν συνέβη για αυτό η νόσος, για να δοξαστεί δηλαδή· διότι είναι ανοησία να πει κανείς αυτό· αλλά αφού ακριβώς συνέβη, απέβλεπε και σε θαυμαστό σκοπό» (Κ). «Δηλαδή συνέβη μεν από άλλη αιτία η αρρώστια, χρησιμοποιήθηκε όμως για δόξα του Θεού» (Χ).
Ή, και το λεγόμενο εκβατικό «ἵνα», εξακολουθεί να διατηρεί την τελική (του σκοπού δηλαδη) του έννοια. Ο ιερός συγγραφέας από άκρα ευλάβεια τονίζοντας την τέλεση της βουλής του Θεού στα συμβαίνοντα, παρουσιάζει αυτά ότι γίνονται με θείο θέλημα και ότι κατά κάποιο τρόπο ο Θεός ενεργεί αυτά. «Διότι συνηθίζει η Γραφή κάποια που οφείλουν να ειπωθούν με τη μορφή έκβασης (αποτελέσματος), να τα λέει αιτιολογικά» (Δαμασκηνός στον G).
(5) «Το αποτέλεσμα του πράγματος απέβλεπε στη δόξα του Θεού» (Κ). Με την ανάσταση του Λαζάρου θα αποκαλυπτόταν η δόξα του Θεού. Αυτή θα ήταν περισσότερο από ένα απλό θαύμα· θα ήταν σημάδι της δόξας του Θεού (β). Δόξα του Θεού είναι η λάμψη, την οποία διαχύνει στις καρδιές η φανέρωση των τελειοτήτων του, ειδικά μάλιστα της δύναμής του που ενεργεί για υπηρεσία της αγιότητάς του ή της αγάπης του (g).
Αλλά και οι θλίψεις των αγίων αποσκοπούν στη δόξα του Θεού, διότι σε αυτές παρέχεται ευκαιρία, ώστε τελικά να επιδείξει σε αυτούς ο Θεός τα ελέη του και τις χάριτές του. Και πράγματι, οι γλυκύτεροι από τους οικτιρμούς είναι εκείνοι, οι οποίοι προκαλούνται από τη στενοχώρια των δοκιμασιών και των θλίψεων.
(6) Η φανέρωση αυτή της θείας δύναμης θα έκανε λαμπρό και εκείνον, μέσω του οποίου θα γινόταν το θαύμα. Το ἵνα λοιπόν δεν σημαίνει κάποιον δεύτερο σκοπό που προστίθεται στον πρώτο ο οποίος εκφράζεται με το υπέρ, αλλά εξηγεί το μέσον με το οποίο ο πρώτος σκοπός επιτυγχάνεται (g).
«Πρόσεξε πώς πάλι λέει ότι είναι μία η δόξα αυτού και του Πατέρα· διότι αφού είπε «του Θεού» πρόσθεσε στη συνέχεια: «Για να δοξαστεί ο Υιός του Θεού»» (Χ). Τόσο στενή και ουσιώδης ήταν η ένωση μεταξύ αυτού και του Πατέρα, ώστε η δόξα του ενός ήταν και δόξα του άλλου. Για αυτό η δόξα και των δύο, Πατρός και Υιού, παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα ενός και του ίδιου γεγονότος, της ασθένειας του Λαζάρου (ο).
Πώς θα δοξαζόταν; Ή, ελάχιστα πιθανή εκδοχή. «Κάποιοι ερμηνεύουν το «δόξα» εννοώντας το σταυρό,… για να σταυρωθεί ο υιός του Θεού μέσω αυτής (της αρρώστιας). Διότι επρόκειτο οι Ιουδαίοι μαθαίνοντας την ανάσταση του Λαζάρου, λόγω της υπερβολής αυτού του θαύματος, να εξαφθούν σε ακάθεκτη μανία και να ξεσηκωθούν έντονα για να τον φονεύσουν» (Ζ).
Ή, πιο σωστά, η ανάσταση του Λαζάρου περισσότερο από κάθε άλλο θαύμα θα άνοιγε τα μάτια πολλών στο να αντιληφθούν ότι ο Ιησούς δίκαια διεκδικούσε το Μεσσιακό αξίωμα (ο). Το αληθινό παράλληλο χωρίο της εδώ φράσης είναι το Ιω. η 54 (β). «Διότι δεν είχε τόσο μεγάλη δόξα και θαυμασμό το να σηκώσει τον Λάζαρο από την ασθένεια, όσο το να τον αναστήσει από τους νεκρούς» (αμ).
(7) Δεν λέει απλώς ο Χριστός, αλλά ο Υιός του Θεού σημαίνοντας με αυτό, όπως και στο ι 30, ότι η δόξα του ενός είναι και δόξα του άλλου (g). «Διότι είναι απαράλλακτη η δόξα του Θεού, εννοώ βεβαίως του Πατέρα, με αυτήν του Υιού… αυτών όμως που η δόξα είναι μία, μία είναι και η ουσία» (Θφ).
(8) «Μέσω της ασθένειας αυτής» (Αυ).
5 (1)Ἠγάπα(2) δὲ ὁ Ἰησοῦς τὴν Μάρθαν(3) καὶ τὴν ἀδελφὴν αὐτῆς καὶ τὸν Λάζαρον(4).
5 Ο Ιησούς αγαπούσε τη Μάρθα και την αδερφή της, καθώς και το Λάζαρο.
(1) Αποτελεί παρενθετική πρόταση, στην οποία εξηγείται «η κινητήρια αιτία της ανάστασης του νεκρού και του όλου τρόπου της ενέργειας του Κυρίου πριν την ανάσταση αυτή» (b). Η λεπτομέρεια αυτή συμπληρώνει τα προηγούμενα και ετοιμάζει για τα επόμενα (F). Εάν ο Ιησούς δεν αναχώρησε αμέσως στη Βηθανία, δεν οφειλόταν σε αδιαφορία. Τελείως αντίθετα, αγαπούσε την όλη οικογένεια.
(2) Ο Ιωάννης χρησιμοποιεί εδώ το αγαπώ αντί για το φιλώ είτε διότι πρόκειται για την αγάπη του Ιησού προς τις δύο αδελφές είτε μάλλον διότι το αγαπώ ως ευγενέστερος όρος αρμόζει περισσότερο στην γραφίδα του ευαγγελιστή, ενώ η έκφραση της τρυφερότητας με το φιλώ (στο σ. 3) άρμοζε περισσότερο στο στόμα των δύο γυναικών (g).
(3) Μπαίνει πρώτη εδώ, όπως και στο σ. 19, από όπου βγήκε το συμπέρασμα, ότι ήταν και η μεγαλύτερη σε ηλικία. Ο Λάζαρος τρίτος, από το οποίο και θεωρήθηκε ως το νεώτερο μέλος της οικογένειας.
(4) «Ο ένας από τη μία ήταν ασθενής, οι άλλες από την άλλη ήταν θλιμμένες, όλοι αγαπημένοι. Αλλά αυτός που τους αγαπά ήταν ταυτόχρονα ο Σωτήρας του ασθενή ή μάλλον αυτός που ανάστησε τον νεκρό και ο παρήγορος των θλιμμένων» (Αυ).
6 Ὡς οὖν(1) ἤκουσεν ὅτι ἀσθενεῖ, τότε(2) μὲν ἔμεινεν ἐν ᾧ ἦν τόπῳ(3) δύο ἡμέρας(4)·
6 Κι όμως, όταν έμαθε πως είναι άρρωστος, έμεινε στον τόπο όπου βρισκόταν δυο μέρες ακόμα.
(1) Συνδέεται ή με το ηγάπα=Ο Ιησούς αγαπούσε την Μάρθα, την Μαρία και τον Λάζαρο. Όταν λοιπόν έμαθε… έμεινε μεν δύο ημέρες, αλλά στη συνέχεια είπε· Ας πάμε (g). Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, συνδέεται με τον σ. 4=Επειδή είχε πεποίθηση, ότι η ασθένειά του δεν ήταν προς θάνατον, δεν έσπευσε λοιπόν να αναχωρήσει (β).
(2) Παρόλο που οι άλλοι θα νόμιζαν, ότι συνέτρεχε μέγιστος λόγος βιασύνης (b).
(3) Αναβάλλει την αναχώρηση. Κινούμενος πάντοτε από την θέληση του Πατέρα περίμενε να λάβει το σύνθημα της αναχώρησης από αυτόν (Meyer).
Ο Πατέρας λοιπόν «ανέβαλε τη άφιξη, έτσι ώστε… αφού πεθάνει να τον αναστήσει· το οποίο είναι απόδειξη μεγαλύτερης δύναμης, ώστε να δοξαστεί και περισσότερο» (Κ).
«Έμεινε, για να ξεψυχήσει (ο Λάζαρος) και να ταφεί, ώστε κανείς να μην μπορεί να λέει ότι τον ανέστησε χωρίς να έχει ακόμη πεθάνει· ότι ήταν νάρκη, ότι ήταν ατονία, ότι ήταν επαναφορά από την κατάσταση αυτή και όχι θάνατος» (Χ).
Εάν ο Κύριος ερχόταν αμέσως στη Βηθανία και θεράπευε τον Λάζαρο, δεν θα έπραττε κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο είχε επιτελέσει σε πολλούς. Εάν πάλι ανέσταινε αυτόν αμέσως κατά την ίδια ημέρα του θανάτου του, δεν θα έπραττε κάτι περισσότερο από εκείνο, το οποίο έπραξε και για μερικούς άλλους. Αναβάλλοντας όμως την άφιξή του στη Βηθανία, θα ενεργούσε θαύμα μοναδικό, το οποίο σε κανέναν άλλον μέχρι τότε δεν είχε κάνει. Μη λησμονούμε λοιπόν, ότι ο Θεός αναβάλλοντας να μας εισακούσει, πράττει αυτό όχι διότι παραμένει κουφός ή αδιάφορος στις αιτήσεις μας, αλλά διότι έχει καλύτερους σκοπούς για εμάς και αποβλέπει σε μεγαλύτερη ωφέλειά μας και σε πλουσιότερη έκχυση των χαρίτων του προς εμάς.
(4) Εάν ληφθεί υπ’ όψη ότι το διάστημα από Βηθανία ή Βηθαβαρά πέρα από τον Ιορδάνη (Ιω. α 28) μέχρι τη Βηθανία κοντά στα Ιεροσόλυμα απαιτούσε πεζοπορία 8 περίπου ωρών, ο Κύριος ξεκινώντας από την Περαία την μία ημέρα, εφόσον δεν εμποδίστηκε στο δρόμο, θα έφθασε μπροστά στον τάφο του Λαζάρου την επομένη. Εφόσον λοιπόν ο Λάζαρος ήταν τετραήμερος στον τάφο, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι ο Λάζαρος ξεψύχησε και ετάφη την ημέρα που οι απεσταλμένοι έφεραν προς τον Ιησού το μήνυμα των δύο αδελφών.
7 ἔπειτα(1) μετὰ τοῦτο(1) λέγει τοῖς μαθηταῖς· ἄγωμεν εἰς τὴν Ἰουδαίαν(2) πάλιν(3).
7 Έπειτα, αφού πέρασαν αυτές οι δυο μέρες, λέει στους μαθητές: «Ας ξαναγυρίσουμε στην Ιουδαία».
(1) Δεν είναι πλεονασμός, αλλά δείχνει, πόσο η αναμονή αυτή φάνηκε μακρά και στις δύο αδελφές και στον ίδιο τον Ιησού (g). Το μετὰ τοῦτο υπονοεί ένα σύντομο διάλειμμα (β)· μετά την αναβολή των δύο ημερών (b).
(2) Υπαινίσσεται τον κίνδυνο, τον οποίο διέτρεχε στη χώρα αυτή. Έτσι προκαλεί την εκ μέρους των μαθητών εκδήλωση του φόβου, ο οποίος κυρίευε το βάθος της καρδιάς τους και τον οποίο ο Χριστός ήθελε να υπερνικήσει πριν αναχωρήσουν. «Προλέγει αυτό, και για να ελέγξει την από απιστία δειλία τους και έτσι ώστε, μαθαίνοντάς το από πριν, να μην ταραχθούν απότομα τότε με το απροσδόκητο της διαταγής» (Ζ), και «οδηγούμενοι ξαφνικά σε χώρα, την οποία φοβούνταν» (Θφ). Ο Ιησούς σιγά-σιγά ανύψωνε την πίστη των μαθητών, ώστε να ξεκινήσουν για την Ιουδαία άφοβα και έτσι να δουν το μέγιστο των θαυμάτων (b). Το ξεκίνημα για επιστροφή στην Ιουδαία αποτελεί δοκιμασία για τους μαθητές. Αλλά ο Χριστός δεν λέει Πηγαίνετε στην Ιουδαία και εγώ θα μείνω εδώ. Όχι. Αλλά τι λέει; Ας πάμε στην Ιουδαία. Μη λησμονούμε λοιπόν, ότι ο Χριστός ουδέποτε ωθεί τον λαό του σε κίνδυνο, αλλά πάντοτε βρίσκεται δίπλα του και συνοδεύει αυτόν και όταν βαδίζει ανάμεσα στην κοιλάδα του κλαυθμώνος.
(3) Και αυτό υπενθυμίζει τους κινδύνους, τους οποίους τελευταία είχαν διατρέξει στην Ιερουσαλήμ. «Ας πάμε στην Ιουδαία πάλι, από όπου είχε αναχωρήσει αποφεύγοντας τον λιθοβολισμό. Διότι αναχώρησε ως άνθρωπος· αλλά επέστρεφε, για να δείξει τη δύναμή του» (Αυ). Ερχόταν σε στιγμή, κατά την οποία η θλίψη των δύο αδελφών στη Βηθανία είχε κορυφωθεί και είχαν αυτές δοκιμάσει τον σκληρό αποχωρισμό από τον αδελφό τους. Ο Χριστός σηκώνεται για βοήθεια του λαού του, όταν φτάσει ο καιρός να δείξει σε αυτόν τις εύνοιές του. Και συχνά ο χρόνος τον οποίο εμείς θεωρούμε ως χειρότερο, αυτός είναι για την επέμβαση της θείας προστασίας ο καταλληλότερος. Όταν «χάθηκε η ελπίδα μας, φωνάξαμε», τότε «λέει ο Κύριος θα σας βγάλω από τους τάφους σας και θα γνωρίσετε ότι εγώ είμαι ο Κύριος, με το να ανοίξω τους τάφους σας και να βγάλω από τους τάφους το λαό μου» (Ιεζ. λζ 11,13). Στην άβυσσο της θλίψης, ας διώχνουμε μακριά τα νέφη της απόγνωσης, ενθυμούμενοι ότι οι κίνδυνοι και οι έσχατες δυσκολίες του ανθρώπου είναι κατάλληλοι καιροί για την προστατευτική επέμβαση του Κυρίου.
8 Λέγουσιν αὐτῷ οἱ μαθηταί· ραββί(1), νῦν(2) ἐζήτουν σε λιθάσαι οἱἸουδαῖοι, καὶ πάλιν ὑπάγεις(3) ἐκεῖ(4);
8 Του λένε τότε οι μαθητές: «Διδάσκαλε, μόλις τώρα οι Ιουδαίοι ζητούσαν να σε λιθοβολήσουν, κι εσύ θες να πας πάλι εκεί;»
(1) Δες α 38.
(2) «Με την έννοια του πριν λίγο» (Ζ). Αναφέρονται στην περίπτωση που εξιστορείται στο ι 31,39.
(3) Για την χρήση του υπάγω στον Ιωάννη δες ζ 38.
(4) Οι μαθητές «φοβόντουσαν μεν και για αυτόν, αλλά περισσότερο, μάλλον για τους εαυτούς τους· διότι δεν ήταν ακόμα ολοκληρωμένοι» (Χ). Όταν τα ιδιωτικά μας συμφέροντα συμπίπτουν με τα κοινά συμφέροντα, είμαστε έτοιμοι να επιδείξουμε περίσσιο ζήλο φαινομενικά μεν για τη δόξα του Κυρίου και για προαγωγή των κοινωνικών συμφερόντων και του γενικού καλού, στην πραγματικότητα όμως διότι προσπαθούμε να υπερασπίσουμε την ευμάρεια και την ασφάλειά μας. Είναι λοιπόν αναγκαίο στις περιστάσεις αυτές να διακρίνουμε καλά τα βαθύτερα ελατήριά μας.
9 Ἀπεκρίθη Ἰησοῦς· οὐχὶ δώδεκά εἰσιν ὧραι τῆς ἡμέρας(1); Ἐάν τις περιπατῇ ἐν τῇ ἡμέρᾳ, οὐ προσκόπτει(2), ὅτι τὸ φῶς τοῦ κόσμου τούτου βλέπει(3)·
9 Ο Ιησούς αποκρίθηκε: «Δώδεκα ώρες δεν έχει η μέρα; Αν περπατάει κανείς τη μέρα δε σκοντάφτει, γιατί βλέπει το φως αυτού του κόσμου.
(1) Ή, το όλο στάδιο της ζωής, σε όλα του τα μέρη, συγκρίνεται με ημέρα. Το στάδιο της ζωής του Ιησού ήταν ήδη προχωρημένο· βρισκόταν σε ώρα προχωρημένη της ημέρας του. Αλλά οπωσδήποτε ήταν ακόμη ημέρα (b). Η έννοια της ερώτησης και του όλου στίχου: Μπορώ να μεταβώ άφοβα στην Ιουδαία, όπου το καθήκον με καλεί. Οι 12 ώρες οι οποίες μου παραχωρήθηκαν από τον Πατέρα μου για την εκπλήρωση του έργου μου, δεν συμπληρώθηκαν ακόμη. Οι Ιουδαίοι δεν μπορούν να μου αφαιρέσουν ούτε ένα δευτερόλεπτο από τον χρόνο αυτόν. Για όσο ο ήλιος του θείου θελήματος φωτίζει τον δρόμο μου, δεν διατρέχω κανέναν κίνδυνο (g).
Ή, λιγότερο πιθανή ερμηνεία, ημέρα εδώ εννοεί «το φως της αρετής» (Ζ). Η έννοια λοιπόν του όλου σ.: «όπως ακριβώς εάν κάποιος περπατά σε κάθε μία από τις δώδεκα ώρες της ημέρας, δεν σκοντάφτει… έτσι και εάν κάποιος περπατά στο φως της αρετής, δεν σκοντάφτει σε κίνδυνο, διότι βλέπει το φως της αρετής και οδηγείται» (Ζ). «Αυτός που δεν συναισθάνεται για τον εαυτό του τίποτα το πονηρό δεν θα πάθει τίποτα κακό, αυτός όμως που πράττει τα κακά, θα πάθει. Επομένως εμείς δεν πρέπει να φοβόμαστε διότι τίποτα άξιο θανάτου δεν πράξαμε» (Χ).
(2) Όπως ο άνθρωπος ο οποίος απολαμβάνει το φως της ημέρας, περπατά άφοβα και με ασφάλεια, έτσι και ο Κύριός μας διαβεβαιώνει, ότι μπορεί να επισκεφτεί την Ιουδαία με ασφάλεια, για όσο διαρκεί ο προδιαγεγραμμένος χρόνος της αποστολής του (ο).
(3) Που εκπέμπεται από τον ήλιο. Υπαινίσσεται την πρόνοια του Πατέρα ως προς τον Ιησού και την πρόνοια του Χριστού ως προς τους πιστούς (b). Η έννοια είναι ότι ο Ιησούς θα απολαύσει την προστατευτική φροντίδα του Πατέρα του, εφόσον ακολουθεί την οδό του καθήκοντος, και όταν ακόμη η οδός αυτή τον φέρνει ανάμεσα στους πιο κακεντρεχείς εχθρούς του (ο). Κάτω από την γραμματική έννοια αυτών των λόγων κρύβεται μία μυστική έννοια. Είναι γραμματικά αλήθεια, ότι ο άνθρωπος βαδίζοντας κατά τη διάρκεια της ημέρας δεν σκοντάφτει, διότι βλέπει το φως του κόσμου αυτού, δηλαδή τον ήλιο. Αλλά ο Ιησούς μίλησε για τον εαυτό του ως φως του κόσμου (η 12) και υπαινίσσεται εδώ, ότι αυτός που περπατά στο φως του Χριστού δεν διατρέχει κάποιο κίνδυνο (β). «Αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, είναι σε ασφάλεια. Αν όμως αυτός που βλέπει το φως αυτού του κόσμου, πολύ περισσότερο αυτός που είναι μαζί μου, εάν δεν απομακρύνει τον εαυτό του από εμένα» (Χ).
Οι μαθητές δεν έπρεπε να φοβούνται μεταβαίνοντας στην Ιουδαία μαζί με τον διδάσκαλό τους, διότι πρώτον είχε ακόμη καιρό δράσης προτού να φτάσει ο προσδιορισμένος χρόνος του πάθους του, και δεύτερον το να είναι κάποιος μαζί με το Χριστό ισοδυναμεί με το να είναι πάντοτε στο φως (τ). Εάν κάποιος περπατά μακριά από αυτόν σκοντάφτει όπως και στη νύχτα, διότι δεν έχει μέσα του φως (χ). Η ζωή του ανθρώπου είναι ημέρα που διαιρείται σε διάφορες ηλικίες, περιόδους και εποχές, σαν σε ώρες μακρύτερες ή συντομότερες κατά τον καθορισμό της αγαθής και σοφής πρόνοιας του Θεού. Η αλήθεια αυτή πρέπει να καθιστά εμάς πολύ επιμελείς και ακούραστους ως προς την επιτέλεση του έργου της ζωής μας. Εάν 12 είναι οι ώρες της ημέρας της ζωής μας, κάθε μία από αυτές πρέπει να γεμίζει με την επιτέλεση των καθηκόντων μας και καμία από αυτές δεν πρέπει να κατασπαταλάται. Επί πλέον εάν η διάρκεια της ζωής μας είναι καθορισμένη από την πρόνοια του Θεού, μην καταπτοούμαστε από τους κινδύνους και τα φόβητρά τους. Η ημέρα της ζωής μας θα παραταθεί έως ότου το έργο για το οποίο σταλθήκαμε εκπληρωθεί και η μαρτυρία μας επιτελεσθεί.
10 ἐὰν δέ τις περιπατῇ ἐν τῇ νυκτί, προσκόπτει(1), ὅτι τὸ φῶς οὐκ ἔστιν ἐν αὐτῷ(2).
10 Αν όμως περπατάει κανείς τη νύχτα, σκοντάφτει, γιατί, βέβαια, το φως δεν είναι μέσα του».
(1) Ή, εκφράζεται εδώ σαφέστατα η μυστική έννοια (β)=αυτός που δεν περπατά στο φως του Υιού του Θεού, αλλά στο σκοτάδι, σκοντάφτει. Για όσο λοιπόν ο Χριστός είναι στον κόσμο (θ 5) οι μαθητές πρέπει να ακολουθούν αυτόν και όταν ακόμη βαδίζει προς τον κίνδυνο και τον θάνατο (χ).
Ή, με τη φράση «περπατά στη νύχτα» εδώ εννοεί την αυθαίρετη και παρά το θέλημα του Πατέρα απόπειρα για παράταση της ζωής του=Ο κίνδυνος του να σκοντάψω και να πέσω αρχίζει για εμένα, από τη στιγμή που, αποφεύγοντας από δειλία κάποιον προβλεπόμενο κίνδυνο, θα ήθελα να παρατείνω αυθαίρετα τον χρόνο της ζωής μου και να προσθέσω και μία άλλη, 13η ώρα στις 12 ώρες οι οποίες μου έχουν οριστεί. Ο ήλιος πλέον της θείας θέλησης δεν θα φώτιζε την πορεία μου (g). Και οι δύο ερμηνείες σοβαρές. Εάν κάποιος περπατά κατά την οδό της καρδιάς του και κατά την όψη των ματιών του και κατά την πορεία του κόσμου αυτού, εάν συμβουλεύεται τους σαρκικούς λογισμούς του μάλλον παρά το θέλημα και τη δόξα του Θεού, πέφτει σε πειρασμούς και παγίδες, τρέμει σαν σειόμενο φύλλο δένδρου και φεύγει χωρίς κανείς να τον διώκει.
(2) Οι λόγοι του Κυρίου στους δύο αυτούς σ. είναι αντίστοιχοι με αυτούς στο θ 4. Μόνο, όπως παρατηρεί σωστά ο Lange, εκεί ήταν απόγευμα και ο Ιησούς έβλεπε τον ήλιο να δύει. Για αυτό και έλεγε: Δεν πρέπει να χάνω ούτε στιγμή, από όσες μου απομένουν για να φωτίζω τον κόσμο. Εδώ ήταν πρωί. Για αυτό παρατηρεί: Ο χρόνος, ο οποίος μου ορίστηκε, είναι αρκετός για να τελειώσω το έργο μου. Δεν πρέπει από δειλία να ζητήσω να προσθέσω κάποια ώρα στην ημέρα της εργασίας, η οποία από το Θεό μου καθορίστηκε (g).
11 Ταῦτα εἶπε(1), καὶ μετὰ τοῦτο(2) λέγει αὐτοῖς· Λάζαρος ὁ φίλος ἡμῶν(3) κεκοίμηται(4)· ἀλλὰ πορεύομαι ἵνα ἐξυπνίσω(5) αὐτόν.
11 Αυτά είπε, κι αμέσως ύστερα τους λέει: «Ο Λάζαρος ο φίλος μας κοιμήθηκε, πηγαίνω όμως να τον ξυπνήσω».
(1) Με αυτό δηλώνεται, ότι τα λεγόμενα εφαρμόστηκαν στην παρούσα περίσταση. Η εφαρμογή αυτή βρίσκεται στα λόγια «αλλά πορεύομαι για να τον ξυπνήσω» (g). «Αφού έδωσε θάρρος σε αυτούς, προσθέτει στη συνέχεια και την αναγκαία αιτία της εκεί άφιξης και δείχνοντας ότι δεν πρόκειται να πάνε στα Ιεροσόλυμα, αλλά στη Βηθανία» (Χ). «Πρέπει να τρέξουμε στη σωτηρία του φίλου, παραβλέποντας τις κακές διαθέσεις των Ιουδαίων» (Κ).
(2) Κάποιο διάλειμμα μεσολάβησε ανάμεσα στα λεγόμενα στους σ. 8-20 και σε αυτά στο σ. 11 (β,ο).
(3) «Αξιόλογη αιτία με τραβά στην Ιερουσαλήμ· το ότι δηλαδή ο φίλος μας έχει κοιμηθεί» (Κ). «Δεν πηγαίνω για τα ίδια, για να συζητήσω δηλαδή πάλι και να συγκρουστώ με τους Ιουδαίους, αλλά για να ξυπνήσω το φίλο μου» (Χ). Κάνει έκκληση στα αισθήματα της φιλίας τους με το Λάζαρο (g). Διότι ο Λάζαρος ήταν φίλος των μαθητών, όπως και του διδασκάλου. Και υπαινίσσεται ότι εάν ο Ιησούς αναλάμβανε τον κίνδυνο του ταξιδιού στα Ιεροσόλυμα, έπρεπε και αυτοί να είναι έτοιμοι για αυτό (β). «Για αυτό είπε «ο φίλος μας», για να δείξει αναγκαία την παρουσία» (Χ). Υπάρχει συνθήκη φιλίας μεταξύ του Χριστού και των πιστών και κοινωνία αγάπης και δεσμοί εγκάρδιοι, τους οποίους ο Κύριος αναγνωρίζει χωρίς να ντρέπεται αυτούς. Εκείνους όμως τους οποίους ο Χριστός ευαρεστείται να αναγνωρίζει φίλους του, όλοι οι μαθητές του αναγνωρίζουν αυτούς και ως δικούς τους φίλους. Ο Χριστός μιλά εδώ στους μαθητές του για τον Λάζαρο σαν για κοινό φίλο. Αυτού του είδους την φιλία ούτε ο θάνατος ο ίδιος δεν είναι ικανός να την διαλύσει. Ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί λέει ο Κύριος· και όμως πηγαίνω για να ξυπνήσω αυτόν.
(4) Κανείς δεν είχε αναγγείλει το θάνατο του Λαζάρου. Και όμως ο Ιησούς γνώριζε αυτόν (b) υπερφυσικά. Ο θάνατος ονομάζεται με πιο όμορφο τρόπο ύπνος τόσο στην Π.Δ. (Δευτ. λα 16, Β΄Βασ. ζ 12,Γ Βασ. α 21,Ιώβ γ 13,ιδ 12,κα 13,26,Ιεζ. λβ 20,21,28, όπως και στη συνηθισμένη φράση «κοιμήθηκε μαζί με τους πατέρες του»), όσο και στην Κ.Δ. (Μάτθ. κζ 52,Πράξ. ζ 60,ιγ 36,Α΄Κορ. ζ 39,ια 30,ιε 6,20,51,Β΄Πέτρ. γ 4 κλπ). Αλλά και στους μη Ιουδαίους συγγραφείς. Παρόλο όμως που η χρήση αυτή της λέξης δεν αποτελεί πρωτοτυπία του Χριστιανισμού ή και του Ιουδαϊσμού, όμως έγινε συχνότατη κατά τους χριστιανικούς χρόνους (β). «Διότι όντως ο πρόσκαιρός μας θάνατος του σώματος είναι ύπνος για το Θεό και τίποτα άλλο, ο οποίος καταργείται με ένα απλό και μόνο νεύμα… του Χριστού» (Κ). Εάν όντως ο θάνατος ονομάζεται ύπνος για τους πιστούς λόγω της επιβίωσης της ψυχής και της ανάστασης του σώματος στο μέλλον, πολύ περισσότερο θα μπορούσε να αποκληθεί έτσι στην παρούσα περίπτωση (F). «Ό,τι ο Κύριος είπε ήταν αληθινό. Για τις αδελφές του ο Λάζαρος ήταν νεκρός. Για τον Κύριο κοιμόταν. Ήταν νεκρός για τους ανθρώπους οι οποίοι δεν μπορούσαν να τον αναστήσουν· αλλά ο Κύριος ανέστησε αυτόν με τόση ευκολία από τον τάφο, με όση σηκώνεται από το κρεβάτι του ένας που κοιμάται» (Αυ).
Ο θάνατος για κάθε γνήσιο Χριστιανό είναι ύπνος. Αναπαύεται αυτός από τους κόπους της περασμένης ημέρας και παίρνει δυνάμεις για την επόμενη αιώνια και ανέσπερη ημέρα. Ο τάφος λοιπόν, ο οποίος για τους πονηρούς είναι φυλακή στην οποία φυλάσσονται για την ημέρα της εκτέλεσής τους, για τους δίκαιους είναι κρεβάτι ανάπαυσης ύπνου ήσυχου και ειρηνικού. Παρόλο που στον τάφο το σώμα φθείρεται, θα αναστηθεί κατά το πρωινό της ένδοξης ημέρας σώο και άφθαρτο, σαν να μην είχε ποτέ υποστεί την παραμικρή φθορά. Ο φίλος σας έχει κοιμηθεί, λέει και σε εμάς ο Κύριος για τους αγαπημένους μας που έφυγαν. Και δεν είναι δυνατόν ποτέ ο Κύριος να μας αποπλανά. Έχει κοιμηθεί ο γιος σας, ο πατέρας σας, η μητέρα σας, ο αδελφός σας. Έχει κοιμηθεί. Και ο μόχθος του τελείωσε, οι πόνοι του έλαβαν τέλος, οι λύπες του σταμάτησαν. Είναι πλέον μακριά από τις αθλιότητες του παρόντος αμαρτωλού κόσμου. Και πορεύομαι για να τον ξυπνήσω. Ναι· έρχεται. Και είναι πολύ κοντά. Χίλια έτη στα μάτια του Κυρίου είναι σαν η μέρα η χθεσινή. Και το διάστημα μεταξύ του τάφου και της ανάστασης των αγαπημένων μας, οσοδήποτε μακρό και αν φαίνεται σε εμάς, οι οποίοι μετά από λίγο θα τους συναντήσουμε, είναι απαλλαγμένο για του εν Κυρίω κεκοιμημένους από κάθε αγωνιώδη αναμονή και ελπίδα που για πολύ αναβάλλεται. Ζουν αυτοί στο φως. Και ο Κύριος εντός ολίγου θα τους αναστήσει.
(5) «Υποδηλώνει την ευκολία της ανάστασης» (Ζ).
12 Εἶπον οὖν οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ· Κύριε, εἰ κεκοίμηται(1), σωθήσεται(2).
12 Του είπαν τότε οι μαθητές: «Κύριε, αν κοιμήθηκε, θα γίνει καλά».
(1) Έχουν ήδη υπ’ όψη την βεβαίωση του Ιησού στο σ. 4, ότι αυτή η ασθένεια δεν είναι προς θάνατον. Ακούγοντας λοιπόν τώρα ότι ο Λάζαρος έχει κοιμηθεί, «μη κατανοώντας την δύναμη του λόγου, νόμισαν ότι ο Ιησούς μιλούσε για κοίμηση ύπνου, το οποίο πολλές φορές συμβαίνει στους αρρώστους και φέρνει ξεκούραση» (Κ), και «είναι για τους ασθενείς συνήθως σημάδι ανάρρωσης» (Αυ).
(2) Θα θεραπευτεί από μόνος του χωρίς την παρέμβασή σου. «Αυτό δεν το είπαν άσκοπα, αλλά επειδή ήθελαν να εμποδίσουν την εκεί παρουσία. Λες, λένε, ότι κοιμάται; Επομένως δεν είναι επείγον το να πας εκεί» (Χ). Για την χρήση του σώζω στην περίπτωση ανάκτησης της υγείας δες Ιω. γ 17 (β).
13 Εἰρήκει δὲ ὁ Ἰησοῦς(1) περὶ τοῦ θανάτου αὐτοῦ· ἐκεῖνοι δὲ ἔδοξαν ὅτι περὶ τῆς κοιμήσεως(2) τοῦ ὕπνου λέγει.
13 Ο Ιησούς όμως είχε μιλήσει για το θάνατό του, ενώ εκείνοι νόμισαν πως μιλάει για το συνηθισμένο ύπνο.
(1) Παρενθετική επεξήγηση από εκείνες, οι οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται στο δ΄ευαγγέλιο. Ο συγγραφέας εφιστά την προσοχή στην παρανόηση των μαθητών, οι οποίοι νόμισαν, ότι ο Ιησούς χρησιμοποίησε τη λέξη κοιμάμαι για τον φυσικό ύπνο, ενώ στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε αυτήν για το θάνατο (β).
(2) Όρος γενικότερος, που καθορίζεται ειδικότερα με την ακόλουθη λέξη: «ύπνος» (g). Λέξη από αυτές που λέγονται μοναδική φορά στην Κ.Δ.. Στους Ο΄ συναντιέται κατ’ ευφημισμό για δήλωση του ύπνου του θανάτου στο Σοφ. Σειράχ μστ 19, μη 13 και πουθενά αλλού με οποιαδήποτε έννοια (β).
14 Τότε οὖν εἶπεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς παρρησίᾳ(1)· Λάζαρος ἀπέθανε(2),
14 Τότε λοιπόν ο Ιησούς τους μίλησε καθαρά: «Ο Λάζαρος πέθανε», τους λέει,
(1) = «Φανερά» (Ζ)· «το φανέρωσε καθαρότερα λέγοντας ότι πέθανε» (Κ). Μιλά τώρα με σαφήνεια και όχι αινιγματικά. Για αυτήν την έννοια της λέξης παρρησία δες ζ 4 και ιστ 25.
(2) Πρόκειται για γνώση την οποία ο Ιησούς δεν ήταν δυνατόν να έχει από ανθρώπινη πηγή, αλλά έλαβε αυτήν υπερφυσικά αντλώντας αυτήν από την παντογνωσία της θείας φύσης μέσα του. Ως τέτοια η γνώση αυτή ήταν κατάλληλη για να εμπνεύσει στους μαθητές θαυμασμό και φόβο (ο). Ο Χριστός λαμβάνει γνώση του θανάτου των αγίων του, διότι «είναι τίμιος στα μάτια του Κυρίου ο θάνατος των οσίων του» (Ψαλμ. ριε 6). Ασφαλώς λοιπόν δεν ευαρεστείται ο Κύριος, εάν και εμείς δεν θεωρούμε ως τίμιο και ένδοξο και ως θριαμβευτική έξοδο από τον κόσμο αυτόν τον θάνατο των εκλεκτών του, αλλά θλιβόμαστε υπερβολικά για αυτό
ν.