Μη αναγνωσμένη δημοσίευση
από Who is The 4th man » 27 Δεκ 2019, 04:30
κι'άν όλα τούτα τά "ψευδομπωντλερικά" πού γράφουνε
αυτοί οί ποιητάδες......
(καί ενώ ή μαμά σπάει αυγά καί άλλα τά κάνει
ομελέτα καί άλλα βραστά ή κτυπητά,γιά νάμαστε
ντούροι στούς e-φορουμικούς έρωτες τών "κολασμένων"
ψευδαισθήσεών μας)....πές μου μά τήν αλήθεια σέ
εξορκίζω στό όνομα εκείνης πού σού έχει κλέψει
τό μυαλό καί τή καρδιά,άν εκείνα τού πόνου καί
απέλπιδας φαντασιακής ηδονής πού γράφεις.....
άν εκείνα αγγίζουν στό μικρό νυχάκι τού ποδιού
αυτουνού πού μέ τρόμο καί πόνο βίωσε,έστω από
μακριά,τήν θέαση τού "ερέβους τού σκότους"
(...σάν αυτόν τόν άμοιρο πού οί γραφειοκράτες
κομισάριοι έστειλαν νά σταθεί στήν άκρη τής "αψίνθου")
πές μου λοιπόν άν αυτά.......
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
1-Εἶσαι ὄμορφη σὰ ρόδινο τοῦ φθινοπώρου δείλι!
μὰ ἡ λύπη ὡς κύμα μέσα μου φουσκώνει σκοτεινό,
κι ἀφήνει ὅταν πισωδρομᾶ στὰ ράθυμά μου χείλη,
τῆς θύμησης τῆς πιὸ πικρῆς τὸν κατασταλαγμό.
Μάταια γλυστρᾷ τὸ χέρι σου στοῦ στήθους μου τὰ ψύχη·
καλή μου, κεῖνο ποὺ ζητᾶ ρημάδι ἐγίνη πιά,
ἀπ᾿ τῆς γυναίκας τ᾿ ἄγριο τὸ δόντι καὶ τὸ νύχι.
Μὴ τὴ καρδιά μου πιὰ ζητᾶς, τὴ φάγανε θεριά.
Εἶν᾿ ἡ καρδιά μου ἀνάκτορο, ἀπ᾿ ὄχλους ρημαγμένο·
μεθοῦν ἐκεῖ, σκοτώνονται, τραβιοῦνται ἀπ᾿ τὰ μαλλιά!
Μ᾿ ἀπὸ τὸ στῆθος σου ἄρωμα βγαίνει, τὸ γυμνωμένο!...
Ὢ τῶν ψυχῶν κακιὰ πληγή! Τὸ θὲς κι ἐσὺ Ὀμορφιά!
Μὲ τὰ λαμπρά, τὰ φλογερά σου μάτια ὡς φωταψία,
κάψε καὶ τὰ ρημάδια αὐτὰ π᾿ ἀφῆσαν τὰ θηρία!
2-Κρεβάτια θὰ ῾χουμε ἄνθινα γεμάτα αἰθέρια μύρα·
ντιβάνια ὁλοβελούδινα σὰ μνήματα βαθιά·
στὶς ἐταζέρες λούλουδα παράξενα τριγύρα,
ποὺ ἀνοίξανε μόνο γιὰ μᾶς σὲ μέρη μαγικά.
Καὶ ποιὰ τὴν ἄλλη νὰ ὑπερβεῖ στὴν ὕστατη φωτιά τους,
οἱ δυὸ καρδιές μας -σὰ τρανὲς λαμπάδες δυό- μαζί
θὰ διπλοκαθρεφτίσουνε τὸ διπλοφώτισμά τους
στὰ πνεύματά μας ποὺ ῾ναι δυὸ καθρέπτες ἀδερφοί.
Καὶ μία βραδιὰ ὁλογάλανη, ρόδινη, μυστικὴ
θὲ ν᾿ ἀνταλάξουμε ἄξαφνα τὴν ἴδια ἀναλαμπή,
σὰν ἕνα μακροθρήνημα ποὺ φέρνει ὁ χωρισμός·
κι ἀργότερα ἕνας Ἄγγελος θά ῾ρθει φῶς νὰ χύσει,
-τὶς πόρτες μισανοίγοντας πιστὸς καὶ χαρωπός-,
στοὺς δυὸ καθρέπτες τοὺς θαμπούς,
στὶς φλόγες ποὺ ῾χαν σβήσει.
3-Ἡ ἀνοησία, τ᾿ ἁμάρτημα, ἡ ἀπληστία κι ἡ πλάνη
κυριεύουνε τὴ σκέψη μας καὶ φθείρουν τὸ κορμί μας,
κι εὐχάριστα τὶς τύψεις μας θρέφουμε στὴν ψυχή μας,
καθὼς ποὺ θρέφουν πάνω τους τὶς ψεῖρες οἱ ζητιάνοι.
Στὰ μετανιώματα ἄναντροι κι ἁμαρτωλοὶ ὡς τὴν ἄκρια,
ζητᾶμε πληρωμὴ ἀκριβὴ γιὰ κάθε μυστικό μας
καὶ ξαναμπαίνουμε εὔκολα στὸ βοῦρκο τὸν παλιό μας,
θαρρώντας πὼς ξεπλένεται μὲ τὰ δειλά μας δάκρυα.
Πάνω ἀπ᾿ τὸ προσκεφάλι μας ὁ Σατανᾶς γερμένος
πάντα στὰ μάγια τοῦ κακοῦ τὸ νοῦ μας νανουρίζει,
τὴ πιὸ ἀτσαλένια θέληση μεμιᾶς τὴν ἐξατμίζει,
αὐτὸς ὁ Μέγας χημικός, ὁ Τετραπερασμένος.
Ὁ Διάολος, τὸ νῆμα αὐτὸς κρατᾶ ποὺ μᾶς κουνᾶ!
Τὰ πράματα τὰ βρωμερὰ πιότερο τ᾿ ἀγαπᾶμε,
κι ὅλο καὶ πρὸς τὴ Κόλαση κάθε στιγμὴ τραβᾶμε,
μὲ δίχως φρίκη, ἀνάμεσα στὸ σκότος ποὺ βρωμᾶ.
Σὰν τὸ φτωχὸ ξεφαντωτὴ ποὺ πιπιλᾶ μὲ ζάλη
μιᾶς παλιᾶς πόρνης ἀγκαλιὰ πολιομαρτυρισμένη,
κλεφτάτα ἁρπάζουμε κι ἐμεῖς καμιὰ ἡδονὴ θλιμμένη,
ποὺ τήνε ξεζουμίζουμε σὰ σάπιο πορτοκάλι.
Σὰν ἕνα ἑκατομμύριο σκουλήκια, μυρμηγκώντας,
μὲς στὸ μυαλό μας κραιπαλοῦν τοῦ Δαίμονα τὰ πλήθη,
κι ὅταν ἀνάσα παίρνουμε, ὁ Θάνατος στὰ στήθη
σὰν ἄϋλος ποταμὸς κυλᾶ, σιωπηλὰ θρηνώντας.
Ἂν τὸ φαρμάκι κι ἡ φωτιὰ κι ἡ βιὰ καὶ τὸ μαχαίρι
δὲν ἔχουνε τὰ φανταχτὰ κεντίδια ἀκόμα κάνει
στὸ πρόστυχο τῆς μοίρας μας ἄθλιο καραβοπάνι,
εἶναι ποὺ λείπει ἀπ᾿ τὴ ψυχὴ τὸ θάρρος κι ἀπ᾿ τὸ χέρι.
Μὰ μὲς στὶς σκύλες, τοὺς σκορπιούς, τὰ φίδια, τὰ τσακάλια,
τοὺς πάνθηρες, τοὺς πίθηκους, τοὺς γύπες, τὰ θηρία
ποὺ γρούζουν, σέρνουνται, ἀλυχτοῦν κι οὐρλιάζουν μὲ μανία
μέσ᾿ στῶν παθῶν μας τὸ κλουβί, προβαίνει ἀγάλια,
θεριὸ πιὸ βρώμικο, κακό, τὴν ἀσκημιὰ νὰ δείξει!
Κι ἂ δὲ σαλεύει κι οὔτε ἀκούει κανένας τὸ οὐρλιαχτό του,
ὅλη γῆς θὰ ρήμαζε, καὶ στὸ χασμουρητό του
θὰ ῾θελε νὰ κατάπινε τὸν κόσμο -αὐτὸ ῾ναι ἡ πλήξη!-
πού, μ᾿ ἕνα δάκρυ ἀθέλητο στὰ μάτια τῆς κοιτάζεις,
καθὼς καπνίζει τὸν οὐκᾶ, κρεμάλες νὰ στυλώνει.
Καὶ ξέρεις, ἀναγνώστη, αὐτὸ τὸ τέρας πῶς δαγκώνει!
Ὦ ἀναγνώστη ὑποκριτή, ἀδέρφι ποὺ μοῦ μοιάζεις!
-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
άν αγγίζουν τό νυχάκι εκείνου πού μέθυσε καί "κοινώνησε"
τού ερέβους τό μαύρο σκοτάδι σάν τήν οσία μαρία αιγυπτία
πού δοκίμασε τά πάντα.....τότες θε'νάρθω γυμνός νά σάς
βρώ εσένα μέ τήν "εράστριά" σου καί σκληρά νά μαστιγωθώ
γιά τήν ασέβειά καί οίησή μου σάν παραδειγματισμό,καί
ενώ εγώ πληγιασμένος ών ένας κύνας φιλικός θά γλείφει
τίς πληγές μου,εσείς νά δοθείτε μπροστά μου σάν σέ ένα
πρελούδιο μιάς ψυχοσωματικής "μυστικιστικής μέθεξης"
Αυτομπαναρισμενος επ αόριστον