Για όποιον Έλληνα Δημοκράτη πολίτη ενδιαφέρεται, το βιβλίο θα το βρει εδώ!
Ένα απόσπασμα:
« Οι βασανιστές, έλεγε, δεν είναι άνθρωποι. Είναι ανθρωπόμορφα φίδια, εκπαιδευμένα από επιστημονικούς εγκέφαλους στην τέχνη του βασανισμού.
Και εφαρμόζουν μια πλήρη μέθοδο, κλιμακωμένη σε διάφορα στάδια. Το βασικό της στοιχείο είναι η εναλλαγή του σωματικού και του ψυχικού πόνου.
Η «φάλαγγα», το συνεχές χτύπημα με ρόπαλα στα πέλματα, είναι, όπως έμαθα, παλιά μέθοδος. Τη χρησιμοποιούσαν και στη γερμανική κατοχή και στα χρόνια του εμφύλιου πολέμου. Αλλά η σημερινή φάλαγγα είναι εξελιγμένη. Συνήθως χτυπούν σε γυμνά πόδια και έχουν μάθει να σταματούν ακριβώς στα όρια της γάγγραινας.
Στο μεταξύ το θύμα έχει λιποθυμήσει δυο - τρεις φορές και το έχουν συνεφέρει με κουβάδες νερό. Όταν τελειώνουν, λύνουν το δεμένο κορμί και το διατάσσουν να σηκωθεί και να περπατήσει. Το πόδι έχει γίνει μια ματωμένη σάρκινη μάζα, διπλάσια σε όγκο από πριν.
Το θύμα σηκώνεται, αλλά μόλις το πόδι δεχτεί το βάρος του σώματος ο πόνος γίνεται αβάσταχτος: Το μαστίγιο δουλεύει τότε όπως στο δύστροπο άλογο. Το θύμα αναγκάζεται να περπατήσει. Το διατάσσουν να τρέξει. Πολλές φορές γλυστράει πάνω στο αίμα του και πέφτει.
Οι δήμιοι απολαμβάνουν το θέαμα και αρχίζουν να χοροπηδάνε πάνω στο μισοπεθαμένο κορμί...
«Όταν με πήγαν στην ταράτσα, αυτός που έκανε τον «καλό» είπε σιγά με φωνή που μου φάνηκε φιλική: «Ξάπλωσε στον πάγκο και μη βγάζεις τα παπούτσια σου. Θα πονέσεις λιγώτερο». Ξάπλωσα μπρούμητα, με έδεσαν με δυο σκοινιά για να μην κουνιέμαι και άρχισαν...
Είπα μέσα μου: Τυχερή είμαι που μου άφησαν τα παπούτσια. Τα πρώτα χτυπήματα φάνηκαν ελαφρά. Αλλά πήγαιναν κρεσέντο. Όσο δυνάμωναν τόσο ένοιωθα τον πόνο να σουβλίζει το μυαλό. Στην αρχή πίεσα τον εαυτό μου να μετράει τα χτυπήματα. Στο τριακοστό έχασα τον αυτοέλεγχό μου. Αισθανόμουνα να σβήνω.
Όταν συνήλθα είδα να μου περιχύνουν στο κεφάλι και στα πόδια νερό. Το κεφάλι άντεχε ακόμη, αλλά τα πόδια, πρησμένα όπως ήσαν, αγωνίζονταν να στριμωχτούν στα παπούτσια. Το δέρμα των παπουτσιών έσπαζε. Οι σάρκες ξεχείλιζαν. Το νερό πολλαπλασίαζε τον πόνο.
Ο «καλός» ήταν ξεκαρδισμένος στα γέλια. «Θα πεις κανένα όνομα;». Δεν έδωσα απάντηση. «Α, είπε, μη με κάνεις να θυμώσω». Παρενέβη όμως ο «κακός»: «Άστηνε να ζήσει και σήμερα. Την σκοτώνουμε αύριο»
Και υπάρχουν εδώ μέσα κάποια άπλυτα καθίκια, κάποιοι μισάνθρωποι, που αναπολούν αυτές τις καταστάσεις!

.