24 Μαρτίου 2018«Ζήτω το αφορισμένο 1821»
1) Σχέσεις εκκλησίας – οθωμανών τούρκων την περίοδο της κατάληψης της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ τον Πορθητή.
Είναι γνωστό, πως κατά την «άλωση» της Κωνσταντινούπολης Νέας Ρώμης στις 29 Μαΐου του έτους 1453, η εκκλησία λειτούργησε υπονομευτικά, καλλιεργώντας είτε κλίμα ηττοπάθειας (αντιτιθέμενη στην ένωση με την Δυτική εκκλησία) λέγοντας πως «είναι θέλημα θεού η πόλη να τουρκέψει», είτε ερχόμενη σε απευθείας συνομιλίες με τους οθωμανούς.
Στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου ο Ρωμαιοχριστιανισμός της Κωνσταντινούπολης Νέας Ρώμης διχάστηκε βαθιά από το «έγκλημα» των ενωτικών χριστιανών ορθοδόξων να υπογράψουν, το 1439, όλοι οι επίσκοποι της Συνόδου (πλην του αγίου Μάρκου του Ευγενικού) την «επαίσχυντη» και «προδοτική» Ένωση με την Δυτική εκκλησία, στη γνωστή σύνοδο της Φερράρας -Φλωρεντίας. Από τότε οι Ρωμαίοι χριστιανοί της Κωνσταντινούπολης διχάστηκαν και διαιρέθηκαν σε δύο παρατάξεις: τους «ενωτικούς» και τους «ανθενωτικούς». Οι ενωτικοί ζητούσαν την ένωση με τη Δύση για να μην τουρκέψει η πρωτεύουσα του Ρωμαιοχριστιανισμού Κωνσταντινούπολη, ενώ οι ανθενωτικοί το αντίθετο: την παράδοση της πόλης στους οθωμανούς, στη βάση της ιστορικής ρήσης του ανθενωτικού Νοταρά «Καλύτερα τούρκικο φέσι παρά φράγκικη τιάρα»! Έτσι οι ανθενωτικοί Ρωμαίοι προετοιμάζουν συστηματικά το έδαφος για την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στον Μωάμεθ τον Πορθητή, παράδοση που έγινε στις 29 Μαΐου του έτους 1453, σηματοδοτώντας την έναρξη της μακραίωνης συνεργασίας μεταξύ οικουμενικού πατριαρχείου και Υψηλής Πύλης.
Κατά την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης οι ανθενωτικοί ιερείς κλειστήκαν στις εκκλησιές όπου, μαζί με το άβουλο και φανατισμένο θρησκευτικά πλήθος, έψελναν μοιρολατρικά «κύριε ελέησον» περιμένοντας βοήθεια απ’ τον …ουρανό! 30.000 ανθενωτικοί μοναχοί αρνούνταν να υπερασπιστούν την Κωνσταντινούπολη, παρακολουθώντας απαθείς την πολιορκία της πόλης, κλεισμένοι στα πάμπολλα μοναστήρια και τις εκκλησιές της περιοχής της Κωνσταντινούπολης. Μόνο εντός της πόλεως υπήρχαν, όπως λέγεται, 300 μοναστήρια με 10.000 καλόγερους, όταν την ίδια στιγμή, την άμυνα της πόλης προσπαθούσαν να κρατήσουν μετά βίας 4.937 άνδρες, ανάμεσά τους 2.000 δυτικοί, με τον Γενουάτη Ιωάννη Ιουστινιάνη να δίνει ηρωικές μάχες για την προάσπιση της πόλης, απέναντι στους 150.000 περίπου οθωμανούς πολιορκητές [
Γεώργιος Φραντζής , «Το χρονικό της πολιορκία και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης», στον τόμο Γεώργιος Φραντζής- Νικολό Μπάρμπαρο, «Η Πόλις εάλω» , «Το χρονικό της πολιορκίας και της άλωσης της Κωνσταντινούπολης», Μετάφραση: Κουσουνέλος, Γιώργος, εκδ. Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1993, σελ. 26, Νίκος Νικολούδης, «Η άλωση της Κωνσταντινούπολης», στον συλλογικό τόμο «Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης», εκδ. Περισκόπιο 2001, σελ. 28. Ράνσιμαν ,2002, 129]. Δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και να παραγνωρίσουμε το γεγονός πως στο πλάι των ανθενωτικών ιερωμένων συντάχθηκαν και πολλοί Αρχοντορωμαίοι κοσμικοί, που βλέποντας το τέλος να πλησιάζει προσπάθησαν να περισώσουν τα προνόμια που απολάμβαναν επί βυζαντινής Ρωμανίας.
Γράφει η Αρβελέρ: Ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος καταλαβαίνει ένα πράγμα, ότι αν δεν τον βοηθήσει η Δύση δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Έτσι, για να πετύχει την βοήθεια της Δύσης, κάνει την Ένωση των εκκλησιών, με αποτέλεσμα ο Γεννάδιος Σχολάριος και οι ανθενωτικοί να προβούν σε ανάθεμα. Τοιχοκολλούν ανάθεμα εναντίον του Κωνσταντίνου, όταν αυτός βρίσκεται στις επάλξεις του Αγίου Ρωμανού και πολεμά τους Τούρκους. Δίπλα του βρίσκεται ο Τζουστινιάνι ένας Γενοβέζος καθολικός με 800 άντρες και ο Ισίδωρος Μητροπολίτης του Κιέβου, ο οποίος έχει γίνει καθολικός και έχει σταλεί από τον Πάπα. Ο Τζουστινιάνι σκοτώνεται και ο Κωνσταντίνος φωνάζει ‘’δεν θα βρεθεί κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι;’’.
Πού είναι η εκκλησία, πού είναι η εκκλησία; Και όταν ο Μωάμεθ μπαίνει στην πόλη και επί τρεις ημέρες ψάχνει να βρει που είναι κρυμμένοι οι στρατιώτες, γιατί δεν έχει καταλάβει ότι τέτοια αντίσταση γίνεται από τους πέντε που έχουν σκοτωθεί εκεί πάνω στις επάλξεις, αυτό που κάνει είναι να χρίσει τον Γεννάδιο Σχολάριο αρχηγό του Μιλιέτ! Δηλαδή όλης της ορθοδοξίας, Βούλγαρους, Σέρβους κτλ, και τί κάνει η εκκλησία; Σώζει τα βακούφια δηλαδή την περιουσία της. (
«Αρβελέρ: ‘’Η Ελλάδα δεν γνώρισε Διαφωτισμό. Ποιός φταίει; Θα το πω, η εκκλησία’’», ελληνική έκδοση
Huffpost).
Στο ίδιο ιστορικό πλαίσιο αρκετοί ιστορικοί εντάσσουν και το περίφημο άνοιγμα της Κερκόπορτας (από εσωτερική προδοσία), που εξυπηρετούσε έναν πολύ πιο ουσιαστικό σκοπό: Το κοράνι προβλέπει την προστασία των «απίστων» κατοίκων μιας πόλης που παραδίδονται οικειοθελώς [περιοδικό «Δαυλός», Μάρτιος 1993]. Πάνω σε αυτή την αρχή του κορανίου, οι ανθενωτικοί, που αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία των Ρωμαίων χριστιανών της Κωνσταντινούπολης Νέας Ρώμης, αποφάσισαν να παραδώσουν την πόλη στον Μωάμεθ τον πορθητή. Ας μην ξεχνάμε την αλησμόνητη ρήση του -φανατικά ανθενωτικού – πατριάρχη Γεννάδιου, που έβγαινε στους δρόμους και καταριόταν τον Παλαιολόγο, μόλις έπεσε η πόλη: «Δεν βλέπετε ότι η Ορθοδοξία εθριάμβευσεν; Από του νυν, ουδέν πλέον φοβείται…».
Τα παραπάνω μαρτυρεί κι ένα έγγραφο που δημοσιεύτηκε τον Μάρτιο του 1993 στο περιοδικό
«Δαυλός», που φέρει τον τίτλο «Η πτώσις της Κωνσταντινουπόλεως» και το οποίο συνέταξε η Θεοδώρα Φραντζή, κόρη του πρωτοβεστιάριου του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, Γεωργίου Φραντζή. Η Θεοδώρα Φραντζή ήταν σύζυγος του στρατιωτικού σύμβολου του αυτοκράτορα, Εδουάρδου Ντε Ριστόν. Το έγγραφο εκδόθηκε στην Αγγλία το 1454, όπου είχαν καταφύγει και οι δύο μετά την «άλωση». Στο έγγραφο αυτό, περιγράφεται, μεταξύ άλλων και μια περίπτωση συνδιαλλαγής ανθενωτικών ρασοφόρων και κοσμικών με τον εκπρόσωπο του Μωάμεθ Β’ του Πορθητή, Ρεσίτ Πασά της Ανδριανούπολης, λίγες ημέρες πριν την κατάληψη της πόλης. Οι συναντήσεις γινόταν – κρυφά και νύχτα φυσικά- στο μοναστήρι της Αγίας Ευθυμίας και κατά τύχην υπέπεσαν στην αντίληψη του Εδουάρδου Ντε Ριστόν. Από πλευράς των ρασοφόρων Ρωμαίων, στις διαπραγματεύσεις αυτές έλαβε μέρος ο ιεροκήρυκας της Αγίας Σοφίας, Ιωάσαφ, κι από πλευράς των κοσμικών Ρωμαίων ο Μέγας Δούκας Λεόντιος και ο αρχιναύαρχος Νεόφυτος.
Πληροφορίες για την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στους οθωμανούς από τους ανθενωτικούς, μάς διασώζει ο ιστορικός Καρολίδης. Σύμφωνα με τον Καρολίδη, μόνο 33.000 αιχμαλωτίστηκαν. Ο υπόλοιπος πληθυσμός, οι ανθενωτικοί, είχαν σημαδέψει τα σπίτια τους και δεν έπαθαν τίποτε. Γιατί, εκτός από τον Γεννάδιο, και άλλοι Ρωμαίοι προύχοντες όχι μόνο σώθηκαν, αλλά πήραν και αξιώματα. Τα ίδια μαρτυρεί και ο μολδοβλάχος ιστορικός,
Δημήτρη Καντεμίρ (1673-1723), που έζησε στην Τουρκία μελετώντας για πολλά χρόνια την άνοδο και την πτώση της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Την παράδοση (και όχι άλωση) της Κωνσταντινούπολης μαρτυρούν και τα επίσημα τουρκικά έγγραφα. Με άρθρο του στην εφημερίδα
Καθημερινή με τίτλο «Έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης;» (ημ. Δημοσίευσης 20|05|2007) ο Δημήτρης Αποστολόπουλος, διευθυντής Ερευνών στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και αντιπρόεδρος της «Διεθνούς Εταιρείας Μελέτης του 18ου αιώνα» (ISECS), υπαινίσσεται πολιτική απόφαση με την οποία δόθηκαν προνόμια στην εκκλησία, κατόπιν στενής συνεργασίας πατριαρχείου – οθωμανικής Πύλης. Σύμφωνα με το παραπάνω δημοσίευμα, η παράδοση της Κωνσταντινούπολης αναγνωρίστηκε επίσημα από το οθωμανικό κράτος κατόπιν κατάθεσης αυτοπτών μαρτύρων, ώστε να δικαιολογηθεί η πολιτική παραχώρησης προνομίων που εναρμονίζεται με όσα ορίζει το παραδοσιακό μουσουλμανικό δίκαιο. Σύμφωνα με το τελευταίο, το καθεστώς του προστατευόμενου δεν παραχωρούνταν από τους οθωμανούς παρά σε πληθυσμούς μόνο που είχαν παραδοθεί και σε πρόσωπα και θεσμούς που είχαν συνεργαστεί με τους επερχόμενους μουσουλμάνους.
Ένα μόνο βήμα χρειαζόταν για να γίνουν όλα «όπως πρέπει»: Η επίσημη αναγνώριση της παράδοσης της Κωνσταντινούπολης. Αν η Κωνσταντινούπολη είχε παραδοθεί, καλώς είχαν δοθεί όσα δόθηκαν στους ορθόδοξους. [πηγές: Μεγάλη Ιστορία τής Ελλάδας» τού Γιάννη Κορδάτου, τ. VIII (Βυζάντιο Β΄), κεφ. «Η αλήθεια για την άλωση τής Πόλης», Περιοδικό Δαυλός, Μάρτιος 1993, Εφημερίδα Καθημερινή, 20/05/2007 Έγινε η άλωση της Κωνσταντινούπολης;]
[7 χρόνια μετά την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στον Μωάμεθ από τους ανθενωτικούς, την πολιτική της παράδοσης ακολούθησε και ο αδελφός τού Αλέξιου Κομνηνού, Δαυίδ Κομνηνός, ο τελευταίος αυτοκράτορας της Τραπεζούντας, ο οποίος παρέδωσε την πόλη στον Μωάμεθ Β΄ ενάντια στη θέληση του πολιορκημένου λαού μετά από ένα μήνα πολιορκίας, στις 15 Αυγούστου 1461. Με την πτώση της Τραπεζούντας, το τελευταίο κατάλοιπο της Ρωμαϊκής (που μετέπειτα ονομάστηκε Βυζαντινή από τους ιστορικούς) Αυτοκρατορίας (Ρωμανίας), έπαψε να υφίσταται (Wikipedia, Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας). Η παράδοση της πόλης από τον Κομνηνό είχε τα ίδια ευεργετικά (για τον Ρωμαιοχριστιανισμό) αποτελέσματα όπως και η παράδοση της Κωνσταντινούπολης. Πολλά από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη μονή «Παναγία Σουμελά», όπου χτυπούσε η καρδιά του ποντιακού χριστιανισμού, επικυρώθηκαν και επεκτάθηκαν επί τουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά σιγίλλια. Οι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄, Iμπραήμ A΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄, αναγράφονται στους κώδικες της μονής «Παναγία Σουμελά» ως ευεργέτες (Wikipedia, Παναγία Σουμελά)].
2) Στενή συνεργασία εκκλησίας – οθωμανικής Πύλης κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας.
Σε μια έξυπνη τακτική του ο Μωάμεθ Β’ μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης Νέας Ρώμης αποκατέστησε πλήρως το Πατριαρχείο. Πρώτη ενέργεια του Μωάμεθ Β’ ήταν να καλύψει την κενή θέση του πατριαρχικού θρόνου, στον οποίο εκλέχτηκε πατριάρχης ο μοναχός Γεννάδιος (Γεώργιος Σχολάριος), στις 6 Ιανουαρίου 1454. Ο Σχολάριος ήταν επιφανής ανθενωτικός πολύ μορφωμένος και είχε διακριθεί στον αγώνα εναντίον της Ένωσης με τους Φράγκους και τους Λατίνους. Εργάστηκε σκληρά για την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους οθωμανούς στη βάση του Ανθενωτικού δόγματος «Καλύτερα σαρίκι τούρκικο , παρά τιάρα παπική».
Με την εκλογή του νέου πατριάρχη ο Μωάμεθ Β αναγνώρισε και αύξησε τα προνόμια που είχαν χορηγηθεί στους προκατόχους του από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες του χριστιανικού Βυζαντίου. Ανάμεσα στα προνόμια που ο Μωάμεθ παραχώρησε στον πατριάρχη ήταν
(α) φορολογική ατέλεια
(β) είχε την ανώτατη εποπτεία όλων των κληρικών και πειθαρχική και ποινική δικαιοδοσία στον κλήρο
(γ) το δικαίωμα να αποφασίζει με τη Σύνοδο για κάθε δογματικό ή άλλο ζήτημα υπήρχε στην ορθόδοξη εκκλησία
(δ) στο πατριαρχείο παραχωρήθηκαν και κοσμικές εξουσίες, με τις οποίες τα εκκλησιαστικά δικαστήρια μπορούσαν να εκδικάζουν υποθέσεις αστικού δικαίου (διαζυγίων, κληρονομιών κ.α.). Τέλος, η εκκλησία είχε τη δυνατότητα να ΦΟΡΟΛΟΓΕΊ τους πιστούς για την αντιμετώπιση των αναγκών της και για την κάλυψη χρηματικών ποσών που απαιτούσε η τουρκική διοίκηση. [Πηγή: το επίσημο σάιτ του υπουργείου Πολιτισμού της Κύπρου.]
[Χαρακτηριστική περίπτωση η «Ιερά Κοινότης» του Αγίου Όρους, που είχε επιβάλει στο ποίμνιο των πέριξ περιοχών τον φόρο της «δεκάτης» με τον οποίο απομυζούσε το 10% της περιουσίας κάθε χριστιανού. Κατά καιρούς διάφοροι περιηγητές έμειναν άφωνοι με τις δυνατότητες πλουτισμού που διέθετε η εκκλησία. Λίγο πριν από την επανάσταση του 1821, ο άγγλος αρχαιολόγος και τοπογράφος Γουίλι Τζελ έγραψε μεταξύ άλλων: «Σήμερα οι έλληνες δουλεύουν για τρεις δυνάστες. Τον κλήρο, τους κοτζαμπάσηδες και τους τούρκους».]
Όλα αυτά τα προνόμια δόθηκαν από τον Μωάμεθ Β’ όχι γιατί ήταν καλόκαρδος, αλλά γιατί η παραχώρηση προνομίων υπαγορευόταν από το Κοράνι (το καθεστώς του προστατευόμενου δεν παραχωρούνταν από τους οθωμανούς παρά σε πληθυσμούς που είχαν παραδοθεί και σε πρόσωπα και θεσμούς που είχαν συνεργαστεί με τους επερχόμενους μουσουλμάνους), κατά κύριο λόγο, λόγω πολιτικής σκοπιμότητας.
Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής του οθωμανικού κράτους ήταν η εκκλησία των «Ρουμ» (Ρωμαίων) να γίνει ένας διοικητικός μηχανισμός αυστηρά ιεραρχημένος, με δικαίωμα φορολόγησης των πιστών, με δικαστικά προνόμια και με οργανωτική αυτονομία. Ήταν μία εξουσία «παρά τω Σουλτάνω» [Ρωμιοί και Ραγιάδες των χριστιανικών κοινοτήτων επί τουρκοκρατίας, του Δημήτρη Καλαντζή].
Ο πατριάρχης με τα προνόμια που πήρε γινόταν ΕΘΝΆΡΧΗΣ όχι μόνο στην ηγεσία της ορθοδοξίας αλλά και στις ΠΟΛΙΤΙΚΈΣ δικαιοδοσίες των ορθοδόξων λαών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Μπορούσε να διοικεί και να οργανώνει τους ορθόδοξους, πράγμα που το επιζητούσαν οι τούρκοι για δικό τους συμφέρον, για να κρατούν υπόδουλους τους ελληνόφωνους Ρωμαίους χριστιανούς. Η εκκλησία διατήρησε με τις θρησκευτικές και πολιτικές δικαιοδοσίες του πατριαρχείου την επιρροή της στη χερσόνησο του Αίμου σ’ όλη τη διάρκεια της τουρκοκρατίας και καθόριζε την πορεία του υπόδουλου χριστιανισμού σε πολιτικά και πολιτιστικά θέματα. [Με πληροφορίες από τον ιστότοπο του υπουργείου Πολιτισμού της Κύπρου.]
Την πρόνοια του θεού να ευλογήσει τη στενή συνεργασία πατριαρχείου – οθωμανικής Πύλης μαρτυρεί και ο Κοσμάς ο Αιτωλός, ο αποκαλούμενος από τον Ρωμαιοχριστιανισμό και… «διδάσκαλος του γένους»! Κατά τον Κοσμά τον Αιτωλό, η τουρκική σκλαβιά ήταν ευλογία θεού και ο τούρκος ένα «τσομπανόσκυλο» που φύλαξε τους ‘έλληνες’ και την πίστιν μας από τους Δυτικούς! Λέγει ο άγιος Κοσμάς τα εξής φοβερά:
«Τριακόσιους χρόνους μετά την ανάστασιν του Χριστού μας, έστειλεν ο θεός τον άγιον Κωνσταντίνον και εστερέωσε βασίλειον χριστιανικόν· και το είχαν χριστιανοί το βασίλειον 1150 χρόνους. Ύστερα το εσήκωσεν ο θεός το βασίλειον από τους χριστιανούς και ήφερε τον τούρκο μέσα από την Ανατολήν και του το έδωκε δια εδικόν μας καλόν…
Και τι; Άξιος ήτον ο τούρκος να έχη βασίλειον; Αλλά ο θεός του το έδωκε δια το καλόν μας. Και διατί δεν ήφερεν ο θεός άλλον βασιλέα, οπού ήτον τόσα βασίλεια εδώ κοντά να τους το δώση, μόνον ήφερε τον τούρκον μέσαθε από την Κοκκινην Μηλιά και του το εχάρισε;
Διατί ήξευρεν ο θεός πως τα άλλα βασίλεια μας βλάπτουν εις την πίστιν, και ο τούρκος δεν μας βλάπτει. Άσπρα δώσ’ του [=χρήματα] και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι.
Και δια να μην κολασθούμεν το έδωκε του τούρκου και τον έχει ο θεός τον τούρκον ωσάν σκύλλον να μας φυλάη».
Στο ίδιο πνεύμα με τον Κοσμά τον Αιτωλό και ο πατριάρχης Ιεροσολύμων που γράφει στην «πατρική διδασκαλία»: «Εδώ όμως πάλι αγαπητοί χριστιανοί πρέπει να ιδώμεν και να θαυμάσουμεν την άπειρον του θεού προς ημάς αγάπην. Ιδέτε λαμπρότατα τι οικονόμησεν ο άπειρος και εν ελέει και πάνσοφος ημών κύριος για να φυλάξη αλώβητον την αγία και ορθόδοξον πίστη ημών και να σώση τους πάντας. Ήγειρεν εκ του μηδενός την ισχυράν αυτή βασιλεία των οθωμανών αντί της των βυζαντινών ημών βασιλείας, η οποίαν είχεν αρχίσει να χωλαίνει εις τα της ορθοδόξου πίστεως φρονήματα». [Με την τελευταία αυτή αποστροφή του λόγου του περί «κάμψης της ορθοδόξου πίστεως» στα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου, ο πατριάρχης αναφέρεται στο «έγκλημα» των ενωτικών χριστιανών ορθοδόξων να υπογράψουν το 1439 την «επαίσχυντη» και «προδοτική» Ένωση με την Δυτική εκκλησία, στη γνωστή σύνοδο της Φερράρας -Φλωρεντίας.]
Σημειώνεται ότι επί τουρκοκρατίας δεν υπάρχει Ελληνική συνείδηση. Αληθές είναι επίσης ότι δεν υπήρχε «ελληνική εθνική συνείδηση» για περισσότερους από 15 αιώνες. Επί 1500 χρόνια το όνομα ‘Έλληνας’ με την έννοια του Ελληνικού Αρχαίου Πολιτισμού σε ό,τι έμεινε γραπτό στην ελληνική γλώσσα δεν υπάρχει. Έγινε καταπιεστικά Ρωμαίος ή Ρωμηός και η Ελλάδα και οι Έλληνες ξεχάστηκαν για πάντα. Το όνομα ‘Έλληνας’ ήταν απαγορευμένο από τους Ρωμαίους του Βυζαντίου επί ποινή θανάτου. Συκοφαντήθηκε ανελέητα και κακόβουλα και έγινε συνώνυμο του ειδωλολάτρη, μία λέξη ειδικά κατασκευασμένη για τους έλληνες μόνο με «πνευματική» μανία
[Θωμάς Ηλιόπουλος, «Η λέξη έλληνας απαγορεύονταν επί 1500 χρόνια με ποινή θανάτου»].
Ο όρος ‘Έλληνας’ όχι μόνον είχε περιπέσει σε αχρηστία, αλλά υπονοούσε πλέον εκείνον που λάτρευε ακόμη τους Θεούς των Αρχαίων Ελλήνων, και άρα ήταν κακόφημος και ταυτισμένος με παράνομες θρησκευτικές ιδέες και απιστία προς το κράτος, οι ελληνόφωνοι πολίτες της Αυτοκρατορίας προτίμησαν την ταυτότητα του «Ρωμαίου» αντί του «Έλληνα» ως σίγουρο καταφύγιο στους καιρούς που άλλαζαν. Έτσι ελληνόφωνοι «Ρωμαίοι» κατοικούσαν την Αυτοκρατορία μέχρι την πτώση της Κωνσταντινούπολης το 1453 [
Clifton R. Fox, Wikipedia].
Ως ‘Ρωμαίοι’ αυτοπροσδιορίζονται οι ελληνόφωνοι χριστιανοί και κατά τη διάρκεια της τουρκοκρατίας. Οι χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου ονόμαζαν τους εαυτούς τους ‘Ρωμαίους’ (Ρουμ) αλλά οι μουσουλμάνοι τους αποκαλούσαν περιπαικτικά ‘ραγιάδες’. Στα τούρκικα ‘ραγιάς’ είναι το κοπάδι, η αγέλη και, εφόσον οι Ρωμαίοι χριστιανοί αναγνώριζαν για αρχή τους έναν ποιμένα , τον Πατριάρχη (τουρκ.: Ρουμ Πατρίκ = Πατριάρχης Ρωμαίων), άρα τους ταίριαζε να αποκαλούνταν κοπάδι, σύμφωνα με τη λογική των μουσουλμάνων (Ραγιάδες = το κοπάδι, το ποίμνιο, η αγέλη του πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης) [Ρωμιοί και Ραγιάδες των χριστιανικών κοινοτήτων επί Τουρκοκρατίας, του Δημήτρη Καλαντζή].
Να καταθέσουν τα όπλα και να επιστρέψουν στον προγονικό ραγιάδικο χαρακτήρα ( = αγελαίο χαρακτήρα, από τη λέξη ‘αγέλη’), να αποβάλουν το σατανικό και μάταιο επαναστατικό φρόνημα κατά των οθωμανών τούρκων και να μείνουν πιστοί ραγιάδες υπό την βασιλεία του Σουλτάνου, καλούν τους επαναστατημένους χριστιανούς οι Ρωμαίοι ποιμένες της ορθόδοξης εκκλησίας (βλ. παρακάτω εγκυκλίους Ρωμαίων ποιμεναρχών προς το ελληνόφωνο ποίμνιο: «…να αποπτύσητε το σατανικόν και μάταιον της ανταρσίας φρόνημα, οι δε λοιποί πάντες να μένητε εδραίοι και αμετακίνητοι εις το πιστόν του ραγιαλικίου υπό την αμφιλαφή σκιαν του βασιλείου κράτους» , «…ρίψατε τα όπλα και αναλάβετε τον προγονικόν ρεαγιαδικόν χαρακτήρα.»).
3) Βοήθησε η εκκλησία στην ελληνική Επανάσταση του 1821? Πολέμησε η επίσημη εκκλησία εναντίον των επαναστατημένων ελλήνων, στο πλευρό των τούρκων τυράννων?I) Κατά την παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, αντιλαμβανόμενο το πατριαρχείο τους τεράστιους κινδύνους από τη νομοτελειακή πτώση της οθωμανικής Πύλης με την οποία συνεργάζεται στενά (με σκοπό τη διαιώνιση της υποδούλωσης των ελληνόφωνων χριστιανικών πληθυσμών στους τούρκους), αλλά και, κυρίως, τον θανάσιμο για την ελληνόφωνη ορθοδοξία κίνδυνο της επαναφοράς του ονόματος ‘Ελλάς’ κατά την επικείμενη μάχη της ονοματοθεσίας του νεοσύστατου κράτους υπό την καθοδήγηση της μισητής Δύσης και τις επιρροές της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, που εμπνεύστηκαν από την Κλασική Ελλάδα, σπεύδει αμέσως να αφορίσει τους ενσαρκωτές του Διαφωτισμού. «Ὁ πατριαρχικὸς ἀφορισμός τοῦ 1793 (Νεόφυτος Β΄) συμπεριελάμβανε ‘’τοὺς Βολταίρους καὶ Φρανκμαζόνας καὶ Ροσσοὺς καὶ Σπινόζας’’ –τοὺς πρωτεργάτες δηλαδὴ τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης.» [
Ορθόδοξος Τύπος, 30/3/2012, «ο τεκτονισμός εις την καθ’ ημάς Ανατολήν», του πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Δ. Μεταλληνού, καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών].
Η απόφαση αφορισμού του γαλλικού Διαφωτισμού και, κυρίως, του Βολταίρου, καθόλου τυχαία δεν ήταν. Ο εμπνευσμένος από την Κλασική Ελλάδα ιστορικός και φιλόσοφος Βολταίρος, ήταν διάσημος για τις επιθέσεις του εις βάρος της καθολικής εκκλησίας και την υπεράσπιση της ανεξιθρησκίας, της ελευθερίας του λόγου και του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, καθώς επίσης υπήρξε κορυφαίος εκπρόσωπος του ντεϊσμού, της φιλοσοφικής άποψης ότι η λογική, παρά η θεία αποκάλυψη πρέπει να τοποθετούνται στη βάση της πίστης μας στον θεό (Wikipedia, Βολταίρος). Οι απόψεις Βολταίρου, ιδίως για τον διαχωρισμό εκκλησίας και κράτους, ήταν για τον Ρωμαιοχριστιανισμό «κίνδυνος – θάνατος», λόγος για τον οποίο το πατριαρχείο προχώρησε στον αφορισμό του.
Αφορίζοντας η εκκλησία τους ενσαρκωτές του Διαφωτισμού αποστασιοποιήθηκε σαφώς και εμπράκτως από την Κλασική Ελλάδα, δίνοντας έτσι το στίγμα της για τη στάση που θα τηρήσει στην επικείμενη Μάχη του αυτοπροσδιορισμού υπέρ του ονόματος ’Ρωμανία’ και ’Ρωμαίοι’/ ’Ρωμηοί’, αντί ’Ελλάδα’ και ‘’Έλληνες’’ που επιδιώκουν οι φιλέλληνες της Δύσης. Μετά από 7 χρόνια σκληρής διαπραγμάτευσης των Αρχοντορωμαίων με τις εγγυήτριες Δυνάμεις, Γαλλία, Αγγλία και Ρωσία, οι δεύτερες επέβαλαν για εσωτερική χρήση τα ενδώνυμα ‘Ελλάδα’ και ‘έλληνες’ ενώ για διεθνή χρήση καθιερώθηκαν το εξώνυμα ‘Greece’ και ‘Greeks’, μάλλον επειδή η διεθνής κοινότητα συγκαταλέγει τον Ελληνικό Πολιτισμό στους νεκρούς πολιτισμούς ήδη από τον 3 αι., συνεπώς τα φωτισμένα έθνη της Δύσης δεν θα αποκαλούσαν ποτέ ‘Έλληνες’ τους σύγχρονους γραικο-ρωμηούς.
[‘Ρωμαίοι’ ή ‘Ρωμηοί’ είναι οι ελληνόφωνοι που αυτοπροσδιορίζονται μέσα από το «μιλέτι» δλδ το θρήσκευμα και όχι την (ελληνική) πνευματική καταγωγή και ιθαγένεια. ‘Ρωμαίοι’ είναι οι ελληνόφωνοι χριστιανοί ορθόδοξοι. Οι μη ορθόδοξοι ελληνόφωνοι αποκλείονται από τις τάξεις των Ρωμαίων.
Αρχικά ο όρος ‘Ρωμηός’ σήμαινε οποιονδήποτε ελεύθερο Ρωμαίο πολίτη κατοικούσε στα όρια της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης και θρησκεύματος. Με την εδραίωση του Ρωμαιοχριστιανικού Βυζαντίου ο όρος ταυτίστηκε με το κυρίαρχο στοιχείο του Βυζαντίου ως διάδοχο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, δηλαδή τους ελληνόγλωσσους χριστιανούς ορθόδοξους. Έτσι οι Ρωμηοί, συνδέονταν μεταξύ τους με, το ρωμαϊκό δίκαιο, την ορθόδοξη πίστη και την κοινή ελληνική γλώσσα. Στην κορυφή της διοικητικής και θρησκευτικής ιεραρχίας των ελληνόφωνων Ρωμαίων /Ρωμηών βρίσκεται το οικουμενικό πατριαρχείο στην Νέα Ρώμη (Κωνσταντινούπολη) υπό τον πατριάρχη των Ρωμαίων (τουρκ.: Ρουμ Πατρίκ).
Επί τουρκοκρατίας ο οθωμανικός όρος «μιλέτι των Ρωμαίων (Ρούμ)» ορίζει τους ελληνόφωνους χριστιανούς ορθόδοξους που ζουν στα όρια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο όρος Ρωμαίος/Ρωμηός είναι γεγονός ότι κατέχει θρησκευτικό χαρακτήρα, ΌΧΙ ΕΘΝΙΚΌ. Ο Δημήτριος Καταρτζής (περ. 1730 – 1807) δίνοντας τον ορισμό της έννοιας, την εξισώνει με τη θρησκεία, «Ρωμηός = χριστιανός ορθόδοξος. Βασίζεται, δηλαδή, στον προσδιορισμό του έθνους μέσα από το χώρο του μιλετίου και ΌΧΙ της ιθαγένειας» (Wikipedia).
Στις μέρες μας, ‘Ρωμηός’ είναι ο ελληνόφωνος χριστιανός ορθόδοξος της πάλαι ποτέ Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, συνέχεια της οποίας είναι η βυζαντινή Ρωμανία, που έλκει την πνευματική καταγωγή του από τους απογόνους του Νώε όπως η κατακλυσμική ιουδαιο-χριστιανική παράδοση μαρτυρεί.
Με άλλα λόγια η ονομασία ‘Ρωμηός’ ( = Ρωμη-ος) είναι παραφορά του όρου ‘Ρωμαίος’. «Ρωμαίοι είναι μόνον οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί οι ηνωμένοι με την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην, με επίσημον γλώσσαν την ελληνικήν». «Οι μόνοι Ρωμαίοι είναι οι ανήκοντες εις την Κωνσταντινούπολιν Νέαν Ρώμην πολίται και ο βασιλεύς αυτών είναι ο μόνος βασιλεύς των Ρωμαίων. Αυτή ήτο η γραμμή του έθνους και η βαθεία πεποίθησίς του όχι μόνον μέχρι της αλώσεως αλλά και κατά την τουρκοκρατίαν. Πάντοτε ως κύριον ΕΘΝΙΚΌΝ όνομα είχομεν ως Χριστιανοί Ορθόδοξοι το Ρωμαίος ή το Ρωμηός μέχρι σήμερον» (βλ. «Ρωμιοσύνη, Ρωμανία, Ρούμελη», του πρωτοπρεσβύτερου Ιωάννη Ρωμανίδη που ήταν ένας από τους μεγαλύτερους Ορθόδοξους θεολόγους του 20ού αιώνα και ανακαινιστής της Ορθόδοξης Θεολογίας, σελ. 7 και 27 – Έτος κυκλοφορίας 2003, εκδόσεις Πουρνάρα , ISBN 960-242-144-4).
Η παρένθεση κρίθηκε αναγκαία για να καταλάβει στη συνέχεια ο αναγνώστης σε ποιους αναφέρεται ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ως ‘Ρωμαίους’ που πολέμησαν στο πλευρό των τούρκων τυράννων.]
II) 28 χρόνια μετά τον αφορισμό της γαλλικής Επανάστασης, ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ προχώρησε στον αφορισμό του πατριαρχείου κατά της Φιλικής Εταιρείας και του κινήματος Αλέξανδρου Υψηλάντου και Μιχαήλ Σούτσου. Έτσι μετά την γαλλική Επανάσταση το πατριαρχείο αφόρισε και την επανάσταση των ελλήνων κατά της οθωμανικής Πύλης. Την απόφαση για αφορισμό την έλαβε σώμα 72 εκπροσώπων της ρωμιοσύνης της Κωνσταντινούπολης μεταξύ των οποίων ιερείς και πολιτικοί.
Αξίζει να σημειωθεί, πως το ιερατείο υπέγραψε τον αφορισμό πάνω στην αγία τράπεζα (αναφέρεται άλλωστε και μέσα στο κείμενο), προσδίδοντας έτσι με αυτή την συμβολική κίνηση όλη την «ιερότητα» που απαιτούνταν και αποδεικνύοντας την σημασία που του έδιναν. Ο αφορισμός ουδέποτε αποσύρθηκε από την ελληνική εκκλησία μέχρι τις μέρες μας, αν και η εκκλησία υποστηρίζει ότι αποσύρθηκε… μυστικά! Η πραγματικότητα βεβαίως είναι ότι το οικουμενικό πατριαρχείο αρνείται – ακόμη και σήμερα, δύο αιώνες μετά- να ανακαλέσει τους αφορισμούς κατά της Επανάστασης των ελλήνων και των Ηρώων της! Πέρασαν πάνω από 185 χρόνια από την Επανάσταση του ’21 και ακόμη και σήμερα μια σειρά από ήρωες και πρωταγωνιστές της εθνικής μας παλιγγενεσίας τούς βαραίνει ο αφορισμός του Γρηγορίου του Ε΄. Ο ίδιος αφορισμός βαραίνει και αυτήν την ίδια την Επανάσταση, την ανάσταση δηλαδή του Γένους [με πληροφορίες από εφημ. Ριζοσπάστης, «Ζήτω το αφορισμένο 1821!», ημ. δημ. 23|3|2007, Λευτέρης Κωνσταντινίδης].
Δεν πρέπει να μας διαφεύγει επίσης, ότι ο ίδιος ο πατριάρχης Γρηγόριος είχε αφορίσει (και) τους Ρήγα Φεραίο και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη! Από τον 17ο αιώνα μέχρι το 1821 ο κατάλογος των «καταραμένων» επαναστατών που δεν πειθαρχούν στην Πύλη, οι αποκαλούμενοι «φερμανλήδες στο δοβλέτι», περιελάμβανε σχεδόν όλο το Πάνθεον της Επαναστάσεως. Κυρίαρχο μέσο για να κάμψει η εκκλησία το ηθικό του επαναστατημένου λαού ήταν ο αφορισμός! Τα χρόνια εκείνα ήταν κυρίαρχη η δεισιδαιμονία ότι αν η εκκλησία σε αφορίσει, το σώμα δεν λιώνει και η ψυχή βασανίζεται αιωνίως. Χαριτολογώντας ο ποιητής και πεζογράφος Ανδρέας Λασκαράτος όταν το 1856 αφορίστηκε για το «αντιχριστιανικό» έργο του «Μυστήρια της Κεφαλλονιάς» είπε: «Θα παρακαλούσα τον επίσκοπο να αφορίσει και τα παπούτσια των παιδιών μου, για να μη λιώσουν οι σόλες τους και υποβάλλομαι σε έξοδα».
III) Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης αφορίστηκε το 1806 (πρώτος αφορισμός Πατριαρχείου) μαζί με τους άλλους καπεταναίους της Πελοποννήσου. Οι απλοϊκοί άνθρωποι, εκείνο τον καιρό, περισσότερο έτρεμαν τον αφορισμό και από τον ίδιον το θάνατο. Ακόμη κι ο ατρόμητος Κολοκοτρώνης επηρεάστηκε από τον αφορισμό του Γρηγορίου του Ε΄ στα 1806. Όταν τον επόμενο χρόνο, στα 1807 βρέθηκε κουρσάρος πλέον στη Χαλκιδική, έστειλε ένα μήνυμα στον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ που του ‘γραφε ότι εκείνος τον κατάντησε έτσι: «Εσύ μου ‘γραψες την προδοσία στο χαρτί αλλά εγώ θα σου τη γράψω στο κούτελο». Η απάντηση του πατριάρχη ήταν ότι όλα έγιναν «κατά θείαν παραχώρησιν»!
Ο Κολοκοτρώνης, ο Υψηλάντης, ο Σούτσος, ο Ρήγας, ο Ανδρούτσος, ο Καραϊσκάκης, οι Σουλιώτες και μια πλειάδα ακόμη από επώνυμα και ανώνυμα παλικάρια περιμένουν καρτερικά κάτω από το χώμα την άρση του αφορισμού τους. Ο φοβερός αφορισμός ήταν ένα τρομακτικό όπλο, πολύ συνηθισμένο και αποτελεσματικό μέσο για να κρατηθούν οι Έλληνες, υποτελείς και ραγιάδες στους Τούρκους για 400 χρόνια [εφημ. Ριζοσπάστης, «Ζήτω το αφορισμένο 1821!», ημ. δημ. 23|3|2007, Λευτέρης Κωνσταντινίδης].
Για τον αφορισμό του το 1806 γράφει ο Θ. Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του: «Ἀφοριστικὸ ἔρχεται τοῦ Πατριάρχου διὰ νὰ σηκωθεῖ ὅλος ὁ λαός [ = ξεσηκωθεί ο λαός ενάντια στην Επανάσταση], καὶ ἔτζι ἐκινήθηκεν ὅλη ἡ Πελοπόννησος, Τοῦρκοι καὶ Ρωμαῖοι, κατὰ τῶν Κολοκοτρωναίων.»! [Τερτσέτης Γεώργιος, «Ο Γέρων Κολοκοτρώνης», τόμ. 1, εν Αθήναις 1889, σελ. 16, Απομνημονεύματα του Στρατηγού Θ. Κολοκοτρώνη , Εκδόσεις Βεργίνα]
Να σημειωθεί σχετικά ότι ο «Σύλλογος Ελλήνων Επιστημόνων Σουηδίας» απέστειλε τον Μάρτιο του 1982 υπόμνημα στον τότε πρωθυπουργό, Ανδρέα Παπανδρέου, και τον καλούσε να ενεργήσει τα δέοντα ώστε η Εκκλησία της Ελλάδος να άρει τον αφορισμό της Επανάστασης του ’21 και να ζητήσει συγγνώμη από τους αφορισμένους ήρωες του αγώνα [εφημ. Ριζοσπάστης, «Ζήτω το αφορισμένο 1821!», ημ. δημ. 23|3|2007, Λευτέρης Κωνσταντινίδης].
IV) Το 1806 είκοσι οκτώ μέλη της οικογένειάς του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη εξοντώθηκαν από προδοσία της μονής Αιμυαλών στη Δημητσάνα, όπου είχαν βρει καταφύγιο. Ο ίδιος σώθηκε επειδή έτυχε να μην βρίσκεται στη μονή. Έτσι κατέφυγε στη Ζάκυνθο, όπου γνωρίστηκε με τον Καποδίστρια, τον Μπότσαρη και άλλους που είχαν καταφύγει και αυτοί στα Επτάνησα λόγω της καταδίωξής τους από τον Αλή Πασά.
Κατά την καταδίωξη των επαναστατημένων Ελλήνων του Μοριά από Τούρκους και Ρωμαίους, ο αδερφός του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη προδόθηκε από Ρωμαίο καλόγερο της μονής Αιμυαλών. Ο Γιάννης (Ζορμπάς) Κολοκοτρώνης με 5 συντρόφους του πολιορκήθηκε στο ληνό του μοναστηριού. Οι Τούρκοι έβαλαν φωτιά για να τους βγάλουν και χάθηκαν όλοι κατά την έξοδό τους. Ο Κολοκοτρώνης είχε ορκιστεί να κάψει το μοναστήρι μόλις γυρίσει, αλλά τελικά τους χαρίστηκε. Λέγει ο Γέρος του Μοριά στα απομνημονεύματά του: «Ὁ Γιάννης δὲν εὗρε τὸν φίλον του, ἐπῆγε εἰς τοὺς Αἰμυαλούς, μοναστήρι, τοῦ ἔδωκε ἕνας καλόγερος φαγὶ καὶ ἔπειτα ἐπῆγε, ἔδωσε εἴδησιν εἰς τοὺς Τούρκους, ἐπῆγαν, τὸν πολιόρκησαν εἰς τὸν ληνὸν καὶ τὸν ἐσκότωσαν.».
[Αδιάψευστος μάρτυρας της προδοσίας και το σωζόμενο ως τις μέρες μας δημοτικό τραγούδι:
«Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλια
κι οι κλέφτες τον αγνάντευαν από ψηλή ραχούλα
από μακριά τον χαιρετάν κι από κοντά του λένε (…)
Τήρα καλά καλόγερε να μη μας μαρτυρήσεις
σου κόβει ο Γιώργης τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι
Και κείνος πείσμα το ‘βάλε, πολύ του ‘κακοφάνει
τους άφησε και ξένοιασαν και πάει στη Δημητσάνα
ευθύς ντελάλη έβαλε σε τρεις μεριές στη χώρα
Μεσ’ στο ληνό γιατάκιασα τους Κολοκοτρωναίους
μικροί μεγάλοι στ άρματα να πάμε για τους κλέφτες
Από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε
Έβγα Ζορμπά προσκύνησε μ’ όλη τη συντροφιά σου
να σου χαρίσω τη ζωή και σεν’ και τα παιδιά σου (…)
Ρίξαν φωτιά μες’ στο ληνό κουβάρια θειαφοκέρι
Πιάσαν οι κληματόβεργες κι ο Γιάννης τραγουδάει (…)
και το ντουφέκι τ άδειασε και κάνει ένα γιουρούσι
τρεις μπαταριές του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος
και η φωτιά τον έζωσε και τ’ άρματα δεν πιάνουν
του ρίχνουν κι άλλη μπαταριά και μούγκριζε σα λύκος.
Αφήνω γεια συντρόφοι μου με φάγαν οι μουρτάτες (…)».]
V) Τους αφορισμούς του πατριάρχη Γρηγορίου του Ε’ ακολούθησε εγκύκλιος του πατριάρχη Ευγενίου Β’ με την οποία απευθύνεται στους επαναστατημένους ραγιάδες ως «Ρωμαίους» και με την οποία τους καλεί να καταθέσουν τα όπλα! Η εγκύκλιος του πατριάρχη Ευγενίου Β με ημερομηνία Αύγουστος του 1821, απευθύνεται σε όλους τους «Ρωμαίους», ιερωμένους και λαϊκούς, της οθωμανικής αυτοκρατορίας, οι οποίοι καλούνται όσοι απ’ αυτούς εξεγέρθηκαν κατά του τούρκου κατακτητή να καταθέσουν τα όπλα και να δηλώσουν υποταγή και υπακοή στο κυρίαρχο οθωμανικό κράτος! Η εγκύκλιος έχει ως εξής: «…Όσοι αυθαδώς ετολμήσατε να εξοπλισθήτε κατά της κοινής ημών τροφού ευεργέτιδος κραταιάς βασιλείας ( = οθωμανικής Τουρκίας), να καταθέσητε αμέσως τα όπλα και να αναλάβητε το αρχαίον σχήμα της εντελούς και ειλικρινούς υποταγής και ευπειθείας σας προς αυτήν ( = βασιλείας του σουλτάνου), και να αποπτύσητε το σατανικόν και μάταιον της ανταρσίας φρόνημα, οι δε λοιποί πάντες να μένητε εδραίοι και αμετακίνητοι εις το πιστόν του ραγιαλικίου υπό την αμφιλαφή σκιαν του βασιλείου κράτους…».
VI) Άλλη συνοδική εγκύκλιος του Ευγενίου Β’ (Ιανουάριος 1822) απευθύνεται στους Ρωμαίους της Κρήτης κάτ’ αρχάς, και στους Ρωμαίους της Πελοποννήσου και των νησιών γενικά του Αιγαίου Πελάγους στη συνέχεια. «…Οι ανά πάσαν την νήσον Κρήτην και τας υποκειμένας αυτή Επισκοπάς οικούντες Ρωμαίοι… όσοι αδιαφορούντες εις τας εκκλησιαστικάς ημών παραινέσεις και πατρικάς συμβουλάς και επιμένοντες εις τα θεοστυγή αυτού του χριστιανικού χαρακτήρος αλλότρια εκείνα κινήματα [=επαναστατικά κινήματα], η ανομία αυτών επί τον τράχηλον αυτών και κρίμα λήψονται εαυτοίς και κατάκριμα, καθότι άφευκτος η κατ’ αυτών δικαίως επαπειλουμένη πανωλεθρία· και ουκ έσται αυτοίς ιλασμός η σωτηρία μήτε σωματική μήτε ψυχική, αλλά κακοί κακώς οιμώξουσι και καταστραφήσονται εκ μιας.».
Η επιστολή του πατριάρχη Ευγενίου Β’ προς τους επαναστατημένους του Μοριά και των νησιών του Αιγαίου, έχει ως εξής: «Όθεν, χριστιανοί αδελφοί, τέκνα της Ανατολικής ημών εκκλησίας, όσοι κάτοικοι της Πελοποννήσου και όσοι του Αιγαίου πελάγους, όσοι πλέετε την θάλασσαν και όσοι ευρίσκεσθε εις την ξηράν, όσοι ενί λόγω, είτε παραλογιζόμενοι οίκοθεν είτε απατώμενοι άλλοθεν, εφθάσατε να νοσήσετε την κατηραμένην ταύτην νόσον και να λάβητε όπλα εις χείρας με αποστατικά φρονήματα, ακούσατε της πατρικής μας φωνής, ήτις πηγάζει από πόνον εγκάρδιον, έλθετε εις εαυτούς, αποπτύσατε το σατανικόν αυτό φρόνημα της ανοήτου αποστασίας, ρίψατε τα όπλα τα αίτια της κοινής σας καταστροφής, αναλάβετε τον προγονικόν ρεαγιαδικόν χαρακτήρα, φιλιωθήτε με τον Θεόν, δια να έχητε και την εύνοιαν της υπό Θεού τεταγμένης κραταιάς και αηττήτου βασιλείας…».
VII) Ενδεικτικό του ανθελληνικού ρόλου του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως Νέας Ρώμης κατά την επανάσταση του ’21 ήταν το μένος του οικουμενικού πατριάρχη για τον Ρήγα Φεραίο. Αφού είχαν φτάσει τα νέα στην Κωνσταντινούπολη, για το μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα, το Πατριαρχείο ανησυχούσε μήπως είχαν διαδοθεί τα επαναστατικά φυλλάδιά του. Έτσι, την 1η Δεκεμβρίου 1798 αποστέλλεται εγκύκλιος προς τους μητροπολίτες να αποτραπεί κάθε επαφή του ποιμνίου με τα κείμενα του Ρήγα, ώστε να διασφαλιστεί ότι «(…) πλήρες υπάρχει σαθρότητος εκ των θολερών αυτού εννοιών τοις δόγμασι της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον».
̀