Ο Αντρέ γκορζ έκανε για δεκαετίες μελέτες πάνω στο θέμα. Αυτό από τη δεκαετία του 90.
Από "τί σημασία έχει τι δουλειά κάνεις, αρκεί να πέφτει ο μισθός στο τέλος του μήνα", έγινε: "Τί σημασία έχει πόσα παίρνει κανείς, αρκεί να μην είναι άνεργος". Με άλλα λόγια, να είστε έτοιμοι για κάθε υποχώρηση, εξευτελισμό, υποταγή, ανταγωνισμό κι εν τέλει προδοσία, χάρη μιας θέσης εργασίας, αφού.. "όποιος χάνει τη δουλειά του χάνει τα πάντα". Αυτό είναι, αν όχι το κοινό αίσθημα της κοινωνίας, τουλάχιστον το μήνυμα του κυρίαρχου λόγου. Υπερθεματίζει ως προς την εργασία, ανάγοντάς την σε "αγαθό" που μάλιστα τείνει να φαντάζει σαν είδος πολυτελείας, κάτι που κανείς ΕΧΕΙ ή δεν ΕΧΕΙ, κι όχι σαν κάτι που ΚΑΝΕΙ ένας άνθρωπος αφιερώνοντας εκεί τις δυνάμεις και τον χρόνο του.
"Αγαθό" λοιπόν, για την "απόκτηση" του οποίου απαιτούνται θυσίες. "Αγαθό" για την "δημιουργία" του οποίου -προσοχή, διότι στο εξής, δεν είναι η εργασία που παράγει τον πλούτο, αλλά ο πλούτος (των εχόντων) που "δημιουργεί θέσεις εργασίας" - επομένως, οι "δημιουργοί των θέσεων εργασίας" δηλαδή οι εργοδότες, τα αφεντικά, οι επενδυτές, οι επιχειρήσεις, δικαιούνται πάσας ενθάρρυνσης και της αναγνώρισης της προσφοράς τους εκ μέρους του έθνους με επιχορηγήσεις, διευκολύνσεις και φοροελαφρύνσεις. Η εργασία είναι αγαθό. Η δουλειά για όποιον την έχει, είναι προνόμιο. Ένα προνόμιο μάλιστα όλο και πιο σπάνιο, γιατί όπως λέγεται "δεν υπάρχουν πλέον δουλειές σήμερα". Άρα, ό, τι προσόντα και να διαθέτει κανείς, δεν μπορεί να ξέρει τι του ξημερώνει.
Απίστευτος δόλος: δεν υπάρχει και δεν θα υπάρξει ποτέ ξανά "αρκετή εργασία" (καλά αμειβόμενη, σταθερή, πλήρους απασχόλησης) για όλους, αλλά η κοινωνία - δηλαδή, για την ακρίβεια το κεφάλαιο - που δεν χρειάζεται και θα χρειάζεται όλο και λιγότερο την εργασιακή συνεισφορά όλων μας, διατυμπανίζει σε κάθε περίπτωση ότι η εργασία είναι απαραίτητη, όχι βέβαια για την κοινωνία, αλλά για μας. Κάνει λοιπόν η "κοινωνία" το παν, ξεπερνά μερικές φορές και τον εαυτό της, προκειμένου να εφεύρει, να παρέχει, να δημιουργήσει θέσεις εργασίας, μιας εργασίας που στην πραγματικότητα της είναι περιττή, αλλά την οποία σημειωτέον, έχουμε εμείς απόλυτη ανάγκη.
Απίθανη αντιστροφή: δεν είναι ο εργαζόμενος/εργαζόμενη που προσφέρουν στο κοινωνικό σύνολο, αλλά η κοινωνία που προσφέρει σε όλους μας τη "δυνατότητα" της εργασίας, εν είδει "παροχής" με την οποία μας εξασφαλίζει αυτό το "πολύτιμο αγαθό", την εργασία, ώστε να αποφευχθεί η οδυνηρή κατάσταση "στέρησης" στην οποία περιέρχονται οι μη έχοντες εργασία. Είναι η ίδια κοινωνία που εκπλήσσεται και δυσανασχετεί όταν όσοι έχουν το "προνόμιο" μιας δουλειάς υψώνουν απαιτήσεις - οι αχάριστοι - ή φτάνουν στο σημείο να απορρίπτουν πλήρως τις εργασιακές τους συνθήκες, οι οποίες, ειρήσθω εν παρόδω, εντατικοποιούνται διαρκώς, ενώ οι μισθοί συμπιέζονται.
Ποτέ άλλοτε δεν διαφημίστηκε, δεν διακηρύχτηκε, δεν αναμασήθηκε τόσο αναίσχυντα η ιδεολογία της εργασίας-αξίας και ποτέ άλλοτε η επικυριαρχία του κεφαλαίου και των επιχειρήσεων στη διαμόρφωση των εργασιακών όρων δεν ήταν περισσότερο αδιαμφισβήτητη.
Ποτέ άλλοτε δεν προβλήθηκε με τέτοια εμμονή η λειτουργική "αναγκαιότητα" και το "αναντικατάστατον" της εργασίας ως πηγή σφυρηλάτησης των "κοινωνικών δεσμών", εξασφάλισης "κοινωνικής συνοχής", επίτευξης της "κοινωνικοποίησης" των ατόμων και της ευρύτερης "κοινωνικής ολοκλήρωσης", στήριξης της "ταυτότητας του ατόμου" και δημιουργίας νοήματος, ποτέ άλλοτε όπως τώρα που στην πραγματικότητα η εργασία αδυνατεί να υπηρετήσει οποιονδήποτε από τους διαφημιζόμενους σκοπούς. Αδυνατεί επίσης ν' ανταποκριθεί σε οποιαδήποτε από τις πέντε δομικές λειτουργίες που ανέδειξε η Marie Yahoda στην κλασική πλέον μελέτη της για τους ανέργους του Marienthal, αρχές δεκαετίας '30. Η αβέβαιη εργασία, είτε με τη μορφή ειδικών συμβάσεων ή με άλλες μορφές απορρύθμισης, ευέλικτη από κάθε άποψη και βέβαια ως προς τα ωράρια και την αμοιβή, έχει πάψει να εγγράφει τους εργαζόμενους σε κάποια συλλογικότητα, έπαψε δε να δομεί τον καθημερινό χρόνο, τις εβδομάδες, τα έτη, τις περιόδους της ανθρώπινης ζωής. Εν τέλει, η εργασία αυτή δεν αποτελεί το θεμέλιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε κανείς να κτίσει το μέλλον του.
Η πολυπόθητη κοινωνία των ευκαιριών, μέσα στην οποία καθένας θα εύρισκε τη θέση του και θα μπορούσε να θέσει στόχους, να είναι χρήσιμος και να "χαίρει ασφαλείας" -η κοινωνία της εργασίας- είναι νεκρή. Η κεντρικότητα του θέματος της εργασίας είναι ένα φάντασμα και η εμμονή μας σε αυτό θυμίζει τις περιπτώσεις ανθρώπων που παραπονούνται για πόνο σε ένα ακρωτηριασμένο μέλος. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου η εργασία-φάντασμα ζει και βασιλεύει παρά την εξάλειψή της, χάρι στις έμμονες αντιδράσεις και τις επικλήσεις εκ μέρους όσων συνεχίζουν να την βλέπουν σαν τη μόνη σωτηρία, αδυνατώντας να φανταστούν άλλο μέλλον από την επιστροφή στο παρελθόν. Είναι δε αυτοί που εκ των πραγμάτων κάνουν το μεγαλύτερο κακό, αφού τείνουν να μας πείσουν πως χωρίς "δουλειά" δεν υπάρχει μέλλον ούτε κοινωνικότητα, καμιά ακτίνα ζωής κι ελπίδα αυτοπραγμάτωσης. Η επιλογή γι' αυτούς τίθεται με όρους "δουλειά ή χάος", ενσωμάτωση στην κοινωνία της εργασίας ή αποκλεισμός, συγκρότηση κοινωνικής ταυτότητας μέσα από τη δουλειά, ή, πτώση του ατόμου στην "απώλεια" της ανυπαρξίας.
Καταφέρνουν να μας πείσουν πως αξίζει, είναι φυσιολογικό τέλος πάντων, αν όχι επιβεβλημένο, για τον καθένα να "επιθυμεί διακαώς" αυτό ακριβώς που δεν υπάρχει και που εκ των πραγμάτων δεν θα αποτελέσει ποτέ ξανά είδος εν επαρκεία για όλους, δηλαδή: "μια αμειβόμενη εργασία σταθερής απασχόλησης", μοναδική "οδός σύγχρονης πρόσβασης στην κοινωνική και την προσωπική ταυτότητα", "μοναδική δυνατότητα αυτοπροσδιορισμού και νοηματοδότησης της διαδρομής του καθενός(2)".
Οι αδιάκοπες επικλήσεις στο όνομα της εργασίας συντηρούν σε μεγάλο βαθμό εν ζωή παραδείγματα προ πολλού παρωχημένα. Έτσι, παραμένουν "φυσιολογικές" και μοιάζουν δίκαιες ποικίλες προσδοκίες που είναι στην πράξη εκτός τόπου και χρόνου. Καταδικάζονται δε στην απαγοήτευση και την απάθεια πολλοί που βλέπουν τις "δίκαιες" προσδοκίες τους να καταβαραθρώνονται. Ενδυναμώνεται, τοιουτοτρόπως, η κυβερνοστρατηγική του κεφαλαίου που - προκειμένου να επιβάλει "ευελιξία", μη μονιμότητα και ειδικές συμβάσεις, προκειμένου να εξατομικεύσει, να επιλέξει κατά το συμφέρον, να αυξήσει την παραγωγικότητα και τις αποδόσεις, να μειώσει τις αμοιβές και το προσωπικό - χρειάζεται και με το παραπάνω το χέρι βοηθείας που τείνει ο χορός όσων ψέλλουν ακατάπαυστα τις αρετές της δουλειάς και την οργανική της σημασία στην κοινωνία. Είναι σαφές πως πρέπει όλοι να συνεχίσουν να επιθυμούν "διακαώς" αυτό που οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να διαθέσουν παρά μόνο σε ολίγους: ώστε ο ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων στο χώρο της αγοράς εργασίας να ναρκοθετεί διαρκώς τις όποιες απαιτήσεις, προάγοντας την ευπροσήγορη υποταγή εκείνων των ολίγων "προνομιούχων" που έχουν την τιμή να βρίσκονται στην υπηρεσία της επιχείρησης
.