-Ρε Τάσο, γύρνα στην τάξη, δεν ήταν ανάγκη να 'ρθεις να με ρωτήσεις! Φύγε κι έρχομαι σε δύο λεπτά να σου πω!"
Τη δεύτερη φορά, θυμάμαι ότι όταν μ' έπιασε ήταν στην ώρα της ενισχυτικής διδασκαλίας που έκανα σε κάτι Αλβανάκια για να συμπληρώσω το ωράριό μου. Τους έβαλα κι αυτούς κάτι ασκήσεις στο τετράδιο κι έφυγα. Δε συνέβη κάτι το απρόοπτο κατά την ιερή στιγμή, αλλά μόλις άνοιξα την πόρτα για να βγω αντίκρισα τον διευθυντή , ο οποίος μάλλον είχε έρθει για κατούρημα και περίμενε απ' έξω. Τον χαιρέτισα με αμηχανία κι εκείνος έκανε μια συγκαταβατική γκριμάτσα σαν κι αυτή στο gifάκι του έντερπραϊζ.
A, και μια άλλη φορά, αλλά τότε δεν δούλευα ως δάσκαλος αλλά έκανα μεροκάματα στην οικοδομή. Θυμάμαι ότι ήταν ένα τόσο θανατηφόρο κόψιμο που νόμιζα πως θα μου ξέφευγαν καθώς έσκυβα να φτυαρίσω την άμμο όταν γέμιζα την μπετονιέρα. Μια και δυο, το παίρνω απόφαση ότι δεν πάει άλλο. Φροντίζω να μη με χρειαστούν σύντομα τα 2 μαστόρια που σοβάντιζαν, γι ' αυτό και πάω στον καθένα τους από τρία-τέσσερα πηλοφόρια λάσπη, τίγκα η σκάφη μέχρι πάνω. Κι ενώ τα έχω κανονίσει όλα στην εντέλεια και οδεύω προς την τουαλέτα (δε βρισκόταν μέσα στο σπίτι όπου δουλέυαμε αλλά ήταν εξωτερικό οίκημα, στην αυλή ), μόλις φτάνω εκεί πάγωσα: μπροστά ακριβώς απ' το παράθυρό της καθόταν το αφεντικό με τον νοικοκύρη του σπιτιού κι έπιναν τον καφέ τους! Πού να μπεις τώρα εκεί μέσα και να κάνεις αυτό που είναι να κάνεις, με το παράθυρο ορθάνοιχτο (κατακαλόκαιρο γαρ) κι αυτούς τους δύο ακριβώς κάτω απ' τη μύτη σου (για την ακρίβεια η δική τους μύτη θα υπέφερε αλλά τέσπα). Τι να κάνω, αποφασίζω να βρω κάποιο άλλο μέρος. Ψάχνω από δω, ψάχνω από κει και τελικά καταστάλαξα σε έναν ακάλυπτο χώρο που υπήρχε ανάμεσα σε ένα γειτονικό σπίτι και τον μαντρότοιχο του διπλανού του, ακατοίκητου/μισοερειπωμένου σπιτιού. Ένα πολύ στενό μέρος, με κάτι συκιές και θάμνους που πρόσφεραν και τέλεια απόκρυψη από αδιάκριτα μάτια. Θα μου πεις και ποιος να σε δει εκεί, αμ δε! Ενώ είχα ήδη ανακουφιστεί και σηκώθηκα για να μαζέψω παντελονόβρακα, ακούω ακριβώς πάνω απ' το κεφάλι μου δύο παιδικές φωνές!
-Ε, τι έχει εκεί, κάτι είναι εκεί!
-Πού, δεν βλέπω τίποτα!
-Να ρε, εκεί πέρα που κουνιούνται τα φύλα, το είδες;
-Α ναι, άνθρωπος πρέπει να είναι!
-Ναι, τον είδα κι εγώ. Α, κατάλαβα τι κάνει!
Σήκωσα το κεφάλι μου και είδα ένα ανοιχτό παράθυρο περίπου τέσσερα μέτρα πιο πάνω αλλά τα παιδάκια είχαν εξαφανιστεί. Στο σπίτι αυτό ήξερα ότι έμενε (και μένει ακόμα) μια χήρα μόνο, αλλά εκείνη την εποχή είχε έρθει η κόρη της με τα δύο παιδιά της απ' την Αθήνα για να περάσουν μερικές εβδομάδες. Κι ενώ τα σκασμένα όλη την ώρα τα έβλεπα να παίζουν και να τριγυρνάνε έξω, εκεί που δουλεύαμε και στους γύρω δρόμους, πώς έτυχε κι έσπασε ο διάολος το πόδι του και βρέθηκαν στο σημείο που δεν έπρεπε την ώρα που δεν έπρεπε!
