https://pandoxeio.com/2011/01/06/triantafyllou/Η Σώτη Τριανταφύλλου γεννήθηκε εκστατικά ευτυχισμένη. Η χαρά της ήταν προσβλητική, η φιλαρέσκεια της άσεμνη.
Αγαπούσε την καλή ζωή, τη ζωή. Θυμάται τον εαυτό της να χορεύει με το τρανζίστορ στο αυτί, να τραγουδάει και να πέφτει από τα γέλια στο πάτωμα. Και είναι γνωστό τι αντιδράσεις προκαλούν η ευτυχία, η αυτάρκεια και ο ενθουσιασμός. Τι επικίνδυνο ζώο: χορεύει. Ο όρος καλοπέραση προφέρεται με ειρωνεία, με απόχρωση υποτιμητική. Οφείλεις να υποφέρεις όπως οι άγιοι της ιουδαϊκοχριστιανικής θρησκείας. Παρότι απαγορευόταν η ευτυχία, η αποτυχία ήταν εξίσου απαράδεκτη: η διαφορά ανάμεσα στον ονειρεμένο και στον πραγματοποιημένο στόχο όφειλε να ισούται με μηδέν.
Φυσικά το «σπίτι» αποτελεί τον πρώτο αντιδραστήρα μιας τέτοιας ξεδιάντροπης αυτάρκειας. Η δική της οικογένειά της στην καλύτερη περίπτωση υπήρξε «κοσμοβριθές τρελοκομείο», το οικογενειακό τραπέζι μια πολεμική ζώνη (μάζωξη φυλής, παράταξη στρατευμάτων), η ζωή στο σπίτι ένα είδος στρατιωτικής θητείας που τελείωνε με λιποταξία ή τρελόχαρτο.
Η μητέρα ανησυχούσε για το σώμα της και το στόμα της, ο πατέρας (που «η ολοκληρωτική και χωρίς όρους ένταξη στο ΚΚΕ τον είχε μετατρέψει σε γελοιογραφία») αγόραζε ανατολικοευρωπαϊκά προϊόντα χαμηλών προδιαγραφών (κατά καιρούς όλα στο σπίτι ήταν χαλασμένα) και στο τέλος πέθανε λυπημένος και γεμάτος αμφιβολίες χωρίς φίλους, μόνο με συντρόφους, και δη πρώην.
H ιστορία της ζωής μου είναι μισός αιώνας ροκ εντ ρολ. Αν δεν υπήρχε το ροκ εντ ρολ θα ήμουν μια άλλη. Δε ξέρω ποια άλλη. Το ροκ εντ ρολ συμβόλιζε μια σκανδαλώδη προσωπική εξέγερση, μια σωτηρία χωρίς τίμημα. Ακόμα κι όταν το ’77 έφυγαν Έλβις και Μπόλαν, εκείνη κράτησε το Easy Rider σακάκι με τα κρόσια κι έμεινε πιστή στον ήχο του Σαν Φρανσίσκο.
Αλλά η εμβληματική της χρονιά παρέμεινε το 1970: Moondance, Cosmo’s factory, Gasoline Alley, η θαμπή φωνή του Ρον Στούαρτ. Και το Goodbye Yellow Brick Road ήταν ένας από τους καλύτερους δίσκους της ποπ, και τα 96 tears (? and the Mysterians) και ESP Reader (Kim Fowley) από τα καλύτερα ροκ τραγούδια. Το θέμα ήταν να αποφευχθεί η σταδιακή ολίσθηση από τον Φρανκ Ζάππα στον Φρανκ Σινάτρα. Ζήσε τώρα· αύριο θα σε χτυπήσει ο κεραυνός.
To Cool, calm & collected των Stones περιέγραφε την ψεύτικη ταυτότητά της: εφόσον στην πραγματικότητα διατελούσε έμφοβη και πανικόβλητη, διαβάζοντας Σιοράν, Μισίμα, Παβέζε, Μαγιακόφσκυ, Κρέιν – εισχωρούσε δηλαδή στην λέσχη των αυτοχείρων. Η αυτοκτονία αναβαλλόταν για πρακτικούς λόγους και για λόγους αναμονής, εφόσον τα πράγματα θα μπορούσαν να χειροτερεύσουν κι άλλο. Αφιερώνει τη Φτωχή Μάργκο στους Los Lobos, αλληλογραφεί με τον Ντέιβιντ Κρόσμπυ που βρίσκεται σε τεξανική φυλακή. Και νομίζει πως έγραψε το Εργοστάσιο των μολυβιών για το πώς είναι να ζεις σε ασυμφωνία με όλους.
Στην θλιβερή πραγματικότητα των ελληνικών 70s όταν κάποιος δεν έπινε ή δεν κάπνιζε, όπως εκείνη, θεωρούνταν χάρτινος μικροαστός. Το 1975 ζούσαμε πάλι σε κλίμα εμφυλίου: ήταν απαραίτητο να «ανήκεις» κάπου, οπουδήποτε.
Οι γυναίκες έμοιαζαν με μάνες – άλλωστε αυτό προορίζονταν να γίνουν. Στη Φυσικομαθηματική δεν γίνονταν μαθήματα αλλά στήνονταν καβγάδες, δήθεν πολιτικοί – στις καταλήψεις δεν τολμούσες να αντιμιλήσεις (δεν ήξεραν τι είναι δημοκρατία, ούτε σκόπευαν να μάθουν).
Οι έλληνες φοιτητές, μια φυλή απολίτιστη, όταν δεν καθυβρίζονταν για θέματα διεθνούς πολιτικής και απώτερης Ιστορίας ξημεροβραδιάζονταν στα καφενεία με φραπέ και τάβλι, δεν μάθαιναν τίποτα και μετά το πτυχίο προσδοκούσαν μια ήσυχη δουλίτσα.
Το ελληνικό φοιτητικό κίνημα μετά το ’74 ήταν η συμμόρφωση: η οριστική προσχώρηση στον πουριτανισμό. Επανάσταση ναι, αλλά υπό όρους: πατρίς, θρησκεία, οικογένεια. Μη μου λες για τι είσαι έτοιμος να πεθάνεις, πες μου για τι είσαι έτοιμος να ζήσεις.