Με πήρε ο ύπνος και είδα ένα όνειρο αλλοπαρμένο.
Στο δωμάτιο που κοιμόμουν, είχαν τοποθετήσει λέει κοριούς, και παρακολουθούσαν τις ανάσες μου. Κάποια στιγμή όλα αυτά έγιναν πραγματικός κοριός έντομο, που πηδούσε επάνω μου και ρουφούσε το αίμα μου.
Εγώ δεν μπορούσα να τον σταματήσω και οι δαγκωματιές του με ενοχλούσαν πολύ και μου δημιουργούσαν μια αποκρουστική αίσθηση ανατριχίλας..
Τότε, το λευκό σεντόνι που ήμουν τυλιγμένη, άρχισε να ξετυλίγεται αργά και κυκλικά, σαν σύννεφο καπνού, σαν ένα τζίνι που εμφανίζεται μέσα από το λυχνάρι, και ένας τεράστιος μαύρος σκορπιός βγήκε από την κοιλιά μου, καταλήγοντας σε μέγεθος μεγαλύτερο από το δικό μου...άρχισε να κινείται απειλητικά προς τον μικροσκοπικό κοριό και να τον κυνηγά...
εγώ εκείνη την στιγμή, ένοιωσα πόνο ψυχικό, είπα μέσα μου
και τα δυο είναι παιδιά μου, το ένα έφαγε από τις σάρκες μου, το άλλο βγήκε από τα σπλάχνα μου ...
και άρπαξα την ουρά του σκορπιού για να τον σταματήσω...όμως αυτός, λυσσασμένος δεν σταματούσε ούτε εγώ μπορούσα να κουμαντάρω την δύναμή του...και γατζωμένη στην τεράστια ουρά του, σύρθηκα μαζί του σε έναν ημισκοτεινό λαβύρινθο, στο κυνήγι του με τον κοριό...η ταχύτητα ήταν ασύλληπτη, φόβος με κατέκλυσε αλλά όσο περνούσε η ώρα καταλάβαινα οτι δεν πάθαινα τίποτα στην τρελή αυτή πορεία, μόνο ένοιωθα την ύλη κάτω από το σώμα μου να χάνεται με ταχύτητα φωτός κι εγώ να αισθάνομαι σαν να αιωρούμαι στο άπειρο ...αυτό συνεχιζόταν ώρα, πολλή ώρα, η αγωνία μου είχε σταματήσει, ο χρόνος είχε σταματήσει και απλά περίμενα να δω πώς θα ερχόταν το τέλος. Χτύπησε όμως το κουδούνι και ξύπνησα