ακολουθεί šnḏwt [σινδώνα]
ΟΜ Ιλ 12.32 μεγάλην ψαμάθοισι κάλυψε, | τεῖχος ἀμαλδύνας· ποταμοὺς δ᾽ ἔτρεψε νέεσθαι | κὰρ
ΟΜ Ιλ 7.463 καλύψαι, | ὥς κέν τοι μέγα τεῖχος ἀμαλδύνηται Ἀχαιῶν.» | Ὣς οἱ μὲν τοιαῦτα πρὸς
ΑΡΙΣΤΟΦ Ειρ 380 ἀλλ᾽, ὦ μέλ᾽, ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμαλδυνθήσομαι, | εἰ μὴ τετορήσω ταῦτα καὶ λακήσομαι.
ΘΕΟΚΡ Ειδ 16.59 ἀνθρώποισι, | χρήματα δὲ ζώοντες ἀμαλδύνουσι θανόντων. | ἀλλ᾽ ἶσος γὰρ ὁ μόχθος ἐπ᾽
Μετάφραση Ι. Πολέμης.
Ἐκ Μοισᾶν ἀγαθὸν κλέος ἔρχεται ἀνθρώποισι,
Μόνον οι Μούσες φέρνουνε τη δόξα στους ανθρώπους,
χρήματα δὲ ζώοντες ἀμαλδύνουσι* θανόντων.
και τα πολλά τα χρήματα, που οι πεθαμένοι αφήνουν,
*τα τρώνε και τα χαίρονται όσοι απομένουν πίσω.
*πως λένε στα λατινικα; τα:
1. κακά αρπάζω, αποκτώ = mal gano· εξού, είπαμε και μαλαγάνας.
2. κακά αδειάζω, ξαποκτώ = mal gasto· εξού δεν είπαμε και ο μαλαγάστας. Να γραφτεί στα άγραφα.
τι έκαναν οι «δέ ζωόντες ἀμαλδύνουσι θανόντων [/i]»;
χρήματα θανόντων κακαρπαξάνε και κακαδειάσανε => κακαρπαξάνε και κακαδειάσανε = ἀμαλδύνουσι => ζωόντες μαλαγκάνες και μαλαγκάστες αμαλδύνουσι τα χρήματα θανόντων...
γκέγκε; δε θρουθ εις εν σ6 πίστολς...

LSJ
ἀμαλδύνω (Α)
(επική και ιωνική λέξη)
1. μαλακώνω, απαλύνω, μετριάζω
2. συντρίβω, αφανίζω, καταστρέφω
3. θέτω τέρμα σε κάτι
4. ταπεινώνω, υποβιβάζω
5. σπαταλώ, καταξοδεύω
6. παραμελώ, μεταχειρίζομαι άσχημα
7. αποκρύπτω, αλλοιώνω, κάνω κάτι αγνώριστο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός ρηματικός τ. που απαντά κυρίως στην ποίηση με μεγάλη ποικιλία χρήσεων. Η λ. είναι γνωστή ήδη από την Ιλιάδα του Ομήρου, όπου απαντά με τη σημασία «καταστρέφω, εξαλείφω». Ετυμολογικά το ρ. πρέπει να αποτελεί μετονοματικό παράγωγο. Συνήθως ανάγεται σε τ. ἀμαλδὺς που είναι αντίστοιχος του αρχ. ινδικού mrdứ- «λεπτός» και του λατ. mallis «μαλακός, απαλός». Προβλήματα δημιουργεί η προέλευση του αρκτικού ἀ- της λ. στην Ελληνική. Είναι πιθανό το ἀ- να αντιπροσωπεύει μόρμυρο φθόγγο (schwa, indogermanicum) της αρχικής ΙΕ ρ. mldu-(meld-) «απαλός, μαλακός» ή να αποτελεί μεταγενέστερη ανάπτυξη στην Ελληνική (προθετικό φωνήεν). Με την ίδια ΙΕ ρ. mldu- «απαλός, μαλακός» συνδέονται επίσης και οι λέξεις βλαδύς (< μβλαδύς < μλαδύς) «αδύνατος» και βλαδαρός (< μβλαδαρός < μλαδαρός, μαλ+δᾱρός (dārós) – Doric <> mal+durus = κακό+σκληρος = ), «μαλακός»


Greek Monotonic
ἀμαλδύνω: [ῡ] (ἀμαλός),
1. απαλύνω, μαλακώνω, εξασθενίζω· έπειτα, καταστρέφω, αφανίζω, εξαλείφω, σε Ομήρ. Ιλ.· δαπανώ, καταναλώνω, διασπαθίζω, χρήματα, malgastar, μαλαγάστειν , σε Θεόκρ. — Παθ., ὥς κεν τεῖχος ἀμαλδύνηται, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμαλδυνθήσομαι, σε Αριστοφ.
2. μεταφ., καλύπτω, μεταμφιέζω, αποκρύπτω, σε Ομηρ. Ύμν.