Μη αναγνωσμένη δημοσίευση
από anonymous1 » 09 Οκτ 2018, 16:09
ὅτι οὐχ ὡς ἐμβλέψεται ἄνθρωπος, ὄψεται ὁ Θεός, ὅτι ἄνθρωπος ὄψεται εἰς πρόσωπον, ὁ δὲ Θεὸς ὄψεται εἰς καρδίαν.
Ο Θεός δεν βλέπει, όπως βλέπουν οι άνθρωποι. Ο άνθρωπος βλέπει το πρόσωπον. Ο Θεός βλέπει την καρδίαν.
_____________________________________
Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος.
ἔδοξαν ἐν ὀφθαλμοῖς ἀφρόνων τεθνάναι, καὶ ἐλογίσθη κάκωσις ἡ ἔξοδος αὐτῶν καί ἡ ἀφ᾿ ἡμῶν πορεία σύντριμμα, οἱ δέ εἰσιν ἐν εἰρήνῃ.
καὶ γὰρ ἐν ὄψει ἀνθρώπων ἐὰν καλασθῶσιν, ἡ ἐλπὶς αὐτῶν ἀθανασίας πλήρης·
καὶ ὀλίγα παιδευθέντες μεγάλα εὐεργετηθήσονται, ὅτι ὁ Θεὸς ἐπείρασεν αὐτοὺς καὶ εὗρεν αὐτοὺς ἀξίους ἑαυτοῦ·
Η ζωή όμως των δικαίων ευρίσκεται κάτω από το παντοδύναμον προστατευτικόν χέρι του Θεού, και καμμιά θλίψις και βάσανος δεν θα τους εγγίση, χωρίς ο Θεός να το επιτρέψη. Εις τα μάτια των αφρόνων ο θάνατός των εθεωρήθη ως αφανισμός και μηδένισις και η έξοδός των από τον κόσμον αυτόν ως οδύνη και τιμωρία· η αναχώρησίς των από την ζωήν αυτήν ως όλεθρος και απώλεια. Εκείνοι όμως υπάρχουν και ζουν εν ειρήνη. Διότι και εάν ακόμη εις τα μάτια των ανθρώπων και εκ μέρους των ανθρώπων πάσχουν και θλίβωνται, έχουν αυτοί σταθεράν και ακλόνητον την πεποίθησίν των εις την αθάνατον και μακαρίαν ζωήν. Και εάν ολίγον ταλαιπωρηθούν και βασανισθούν εις την παρούσαν ζωήν, θα λάβουν μεγάλας αμοιβάς και βραβεία εις την αιωνιότητα. Διότι ο ίδιος ο Κυριος έθεσεν αυτούς υπό δοκιμασίαν δια των θλίψεων και τους εύρεν αξίους να βραβευθούν και να αμειφθούν από αυτόν.
___________________________________________
ἔγνων ὅτι σὺ ἐλεήμων καὶ οἰκτίρμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ μετανοῶν ἐπὶ ταῖς κακίαις.
Εγνώριζα ότι συ Κύριε είσαι ελεήμων και οικτίρμων, μακρόθυμος και πολυέλεος και μετανοείς προκειμένου να επιβάλης τιμωρίας στους ανθρώπους δια τας κακίας των.
____________________________________________
καὶ ἐταράχθη ὁ βασιλεὺς καὶ ἀνέβη εἰς τὸ ὑπερῷον τῆς πύλης καὶ ἔκλαυσε· καὶ οὕτως εἶπεν ἐν τῷ πορεύεσθαι αὐτόν· υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου, υἱέ μου Ἀβεσσαλώμ, τίς δῴη τὸν θάνατόν μου ἀντὶ σοῦ; ἐγὼ ἀντὶ σοῦ, Ἀβεσσαλώμ, υἱέ μου υἱέ μου.
Εταράχθη ο βασιλεύς Δαβίδ, ανέβηκεν στο δωμάτιον, το οποίον ευρίσκετο επάνω από την πύλην, και έκλαυσε. Και καθώς ανέβαινε προς το δωμάτιον αυτό έλεγε· “παιδί μου Αβεσσαλώμ, παιδί μου, Αβεσσαλώμ παιδί μου, διατί να μη αποθάνω εγώ αντί για σένα; Εγώ έπρεπε να αποθάνω Αβεσσαλώμ, υιέ μου, υιέ μου” !
___________________________________________________
Δίκαιος δὲ ἐὰν φθάσῃ τελευτῆσαι, ἐν ἀναπαύσει ἔσται·
Ο δίκαιος όμως, και εάν ακόμη συμβή να αποθάνη πρόωρα, θα εισελθη εις την αιωνίαν ανάπαυσιν.
γῆρας γὰρ τίμιον οὐ τὸ πολυχρόνιον οὐδὲ ἀριθμῷ ἐτῶν μεμέτρηται·
Τιμημένον και ένδοξον γήρας δεν είναι το πολυχρόνιον, ούτε προσμετράται η αξία του ανθρώπου σύμφωνα με τον αριθμόν των ετών του.
πολιὰ δέ ἐστι φρόνησις ἀνθρώποις καὶ ἡλικία γήρως βίος ἀκηλίδωτος.
Λευκά και τιμημένα άσπρα μαλλιά δια τον άνθρωπον είναι οχι τα πολλά έτη, αλλά η σύνεσις. Και δεν είναι καθ' εαυτήν σεβαστή γεροντική ηλικία, αλλά εκείνη που έχει ως χαρακτηριστικόν της γνώρισμα τον άγιον και ακηλίδωτον βίον.
εὐάρεστος τῷ Θεῷ γενόμενος ἠγαπήθη καὶ ζῶν μεταξὺ ἁμαρτωλῶν μετετέθη·
Ο δίκαιος, επειδή έγινεν ευάρεστος στον Θεόν, ηγαπήθη από αυτόν και ενώ εζούσε μεταξύ των αμαρτωλών, χωρίς να παρασυρθή εις την αμαρτίαν, μετετέθη εις την άλλην ζωήν.
ἡρπάγη, μὴ κακία ἀλλάξῃ σύνεσιν αὐτοῦ ἢ δόλος ἀπατήσῃ ψυχὴν αὐτοῦ·
Ηρπάγη από τον Θεόν, δια να μη του αλλάξη η κακία την σύνεσιν και δια να μη εξαπατήση και αποπλανήση την ψυχήν του η δολιότης της αμαρτίας.
βασκανία γὰρ φαυλότητος ἀμαυροῖ τὰ καλά, καὶ ῥεμβασμὸς ἐπιθυμίας μεταλλεύει νοῦν ἄκακον.
Διότι η έλξις και η μαγεία της φαυλότητας επισκοτίζει την ορθοφροσύνην και τον καλόν βίον. Ρεμβασμοί δε του νου εις αμαρτωλάς περιοχάς βλάπτουν και διαστρέφουν την αθώαν και άκακον καρδίαν.
τελειωθεὶς ἐν ὀλίγῳ ἐπλήρωσε χρόνους μακρούς,
Ο δίκαιος, τελειοποιηθείς εις μικρόν χρονικόν διάστημα, είναι ωσάν να συνεπλήρωσε πολλά χρόνια εναρέτου ζωής.
ἀρεστὴ γὰρ ἦν Κυρίῳ ἡ ψυχὴ αὐτοῦ· διὰ τοῦτο ἔσπευσεν ἐκ μέσου πονηρίας. οἱ δὲ λαοὶ ἰδόντες καὶ μὴ νοήσαντες, μηδὲ θέντες ἐπὶ διανοίᾳ τὸ τοιοῦτον,
Ετσι δε η ψυχή του έγινεν ευάρεστος στον Κυριον. Δια τούτο έσπευσε και έφυγε σύντομα ανάμεσα από τας πονηρίας των ανθρώπων. Οι ασεβείς όμως άνθρωποι, όταν είδαν την πρόωρον εκδημίαν του, δεν κατενόησαν την αιτίαν της, δεν έβαλαν στο μυαλό των τον σκοπόν, δια τον οποίον ανηρπάγη ο δίκαιος.
ὅτι χάρις καὶ ἔλεος ἐν τοῖς ἐκλεκτοῖς αὐτοῦ καὶ ἐπισκοπὴ ἐν τοῖς ὁσίοις αὐτοῦ.
Διότι η αγαθή επίσκεψις του Θεού προς τους εκλεκτούς και αφοσιωμένους εις αυτόν είναι χάρις και έλεος.
κατακρινεῖ δὲ δίκαιος καμὼν τοὺς ζῶντας ἀσεβεῖς καὶ νεότης τελεσθεῖσα ταχέως πολυετὲς γῆρας ἀδίκου·
Ο δίκαιος, ο οποίος εκοπίασεν στον αγώνα της αρετής, θα γίνη κριτής αυτών, που ζουν με ασέβειαν. Και ενάρετος νεότης, που έλαβε σύντομον τέλος, θα κρίνη το αμαρτωλόν γήρας.
ὄψονται γὰρ τελευτὴν σοφοῦ καὶ οὐ νοήσουσι τί ἐβουλεύσατο περὶ αὐτοῦ καὶ εἰς τί ἠσφαλίσατο αὐτὸν ὁ Κύριος.
Οι ασεβείς όμως θα ίδουν την πρόωρον τελευτήν του κατά Θεόν σοφού και δεν θα κατανοήσουν, τι εσκέφθη δι' αυτόν ο Θεός και πως τον επροστάτευσε, και τον εξησφάλισεν εις την αιωνιότητα ο Κυριος.
ὄψονται καὶ ἐξουθενήσουσιν, αὐτοὺς δὲ ὁ Κύριος ἐκγελάσεται
Θα ίδουν τον πρόωρον θάνατον των δικαίων και θα τους εξουθενώσουν. Ο Κυριος όμως θα γελάση εμπαικτικώς εις βάρος των ασεβών.
_________________________________________________
Δ Βασ. 4,18 καὶ ἡδρύνθη τὸ παιδάριον· καὶ ἐγένετο ἡνίκα ἐξῆλθε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ πρὸς τοὺς θερίζοντας,
Δ Βασ. 4,18 Το παιδί εμεγάλωσε και κάποτε εβγήκεν στον αγρόν, όπου ευρίσκετο ο πατέρας του και οι θερισταί.
Δ Βασ. 4,19 καὶ εἶπε πρὸς τὸν πατέρα αὐτοῦ· τὴν κεφαλήν μου, τὴν κεφαλήν μου· καὶ εἶπε τῷ παιδαρίῳ· ἆρον αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,19 Αίφνης είπε προς τον πατέρα του· “το κεφάλι μου, το κεφάλι μου” ! Ο δε πατέρας είπεν στον υπηρέτην· “πάρε το παιδί και φέρε το προς την μητέρα του”.
Δ Βασ. 4,20 καὶ ᾖρεν αὐτὸν πρὸς τὴν μητέρα αὐτοῦ, καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τῶν γονάτων αὐτῆς ἕως μεσημβρίας καὶ ἀπέθανε.
Δ Βασ. 4,20 Ο υπηρέτης επήρε το παιδί και το έφερεν εις την μητέρα του. Αυτό εκοιμήθη εις τα γόνατα της μητρός του έως το μεσημέρι, οπότε απέθανε.
Δ Βασ. 4,21 καὶ ἀνήνεγκεν αὐτὸν καὶ ἐκοίμισεν αὐτὸν ἐπὶ τὴν κλίνην τοῦ ἀνθρώπου τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπέκλεισε κατ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐξῆλθε.
Δ Βασ. 4,21 Η μητέρα του το ανέβασεν στο υπερώον και το εκοίμισεν στο κρεββάτι του προφήτου Ελισαίου. Εκλεισε δε πίσω από αυτό την πόρτα και εξήλθεν.
καὶ ἦλθε πρὸς Ἑλισαιὲ εἰς τὸ ὄρος καὶ ἐπελάβετο τῶν ποδῶν αὐτοῦ. καὶ εἶπε· μὴ ᾐτησάμην υἱὸν παρὰ τοῦ Κυρίου μου; ὅτι οὐκ εἶπα· οὐ πλανήσεις μετ᾿ ἐμοῦ;
Ηλθε προς τον Ελισαίον στο όρος, έπεσεν στο έδαφος και έπιασε τα πόδια του προφήτου. Και του είπε· “μήπως εγώ εζήτησα από τον κύριόν μου παιδί; Δεν είπα προς σε ότι δεν πρέπει να διαψεύσης την ελπίδα, που μου έδωσες;”
Δ Βασ. 4,32 καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἰδοὺ τὸ παιδάριον τεθνηκὸς κεκοιμισμένον ἐπὶ τὴν κλίνην αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,32 Ο Ελισαίος εισήλθεν στο σπίτι και ιδού βλέπει το παιδί νεκρόν εξηπλωμένον επάνω στο κρεββάτι του.
Δ Βασ. 4,33 καὶ εἰσῆλθεν Ἑλισαιὲ εἰς τὸν οἶκον καὶ ἀπέκλεισε τὴν θύραν κατὰ τῶν δύο ἑαυτῶν καὶ προσηύξατο πρὸς Κύριον·
Δ Βασ. 4,33 Εισήλθεν στο δωμάτιον του υπερώου, έκλεισε την θύραν του δωματίου, έμεινεν αυτός με το νεκρό παιδί και προσηυχήθη προς τον Κυριον.
Δ Βασ. 4,34 καὶ ἀνέβη καὶ ἐκοιμήθη ἐπὶ τὸ παιδάριον καὶ ἔθηκε τὸ στόμα αὐτοῦ ἐπὶ τὸ στόμα αὐτοῦ καὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ καὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ ἐπὶ τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ διέκαμψεν ἐπ᾿ αὐτόν, καὶ διεθερμάνθη ἡ σάρξ τοῦ παιδαρίου.
Δ Βασ. 4,34 Ανέβηκε κατόπιν εις την κλίνην, εξηπλώθη επάνω στο παιδίον, έθεσε το στόμα του στο στόμα του παιδιού και τα μάτια του εις τα μάτια εκείνου και τα χέρια του εις τα χέρια εκείνου, εξηπλώθη επάνω εις αυτό και έτσι το σώμα του παιδιού εθερμάνθη.
Δ Βασ. 4,35 καὶ ἐπέστρεψε καὶ ἐπορεύθη ἐν τῇ οἰκίᾳ ἔνθεν καὶ ἔνθεν καὶ ἀνέβη καὶ συνέκαμψεν ἐπὶ τὸ παιδάριον ἕως ἑπτάκις, καὶ ἤνοιξε τὸ παιδάριον τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ.
Δ Βασ. 4,35 Ο Ελισαίος απεσύρθη, επήγεν από εδώ και από εκεί μέσα στο σπίτι, ανέβηκε πάλιν εις την κλίνην και εξηπλώθη επάνω στο παιδί, όπως και προηγουμένως. Αυτό επανεληφθη επτά φορές. Το δε παιδί ήνοιξε τότε τα μάτια του.
Δ Βασ. 4,37 καὶ εἰσῆλθεν ἡ γυνὴ καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ προσεκύνησεν ἐπὶ τὴν γῆν καὶ ἔλαβε τὸν υἱὸν αὐτῆς καὶ ἐξῆλθε.
Δ Βασ. 4,37 Η γυναίκα επλησίασεν, έπεσεν στους πόδας του Ελισαίου και προσεκύνησε μέχρις εδάφους και κατόπιν επήρε ζωντανό το παιδί της και εβγήκεν από το δωμάτιον.