Πήγα λοιπόν στο Μεταξουργείο. Έψαξα αρκετή ώρα για να βρω κάποια που να ξέρει ελληνικά. Αφού μπήκα σε αρκετά "καταστήματα" όπου δουλεύαν αλλοδαπές που δεν παίζει να καταλαβαίναν λέξη απ'όσα είχα να βγάλω από μέσα μου, πέτυχα σε ένα δύο κορασίδες που μιλούσαν με τη δική μας προφορά.
"Εδώ θα δώσω το δεκάευρο," σκέφτηκα. Αλλά για να είμαι σίγουρος, ρώτησα τον "προιστάμενό" τους, "Ελληνίδες είναι αυτές;"
Αυτός τότε φάνηκε να εκνευρίζεται. "Είσαι πιωμένος. Πήγαινε μια βόλτα." (Σημείωση: Δεν έχω πιει ποτέ μου.)
Τότε εγώ προσπάθησα να εξηγήσω ότι ήθελα να πω τον πόνο μου σε μια γυναίκα, αλλά μια απ'τις δύο ιερόδουλες, ενοχλημένη και αυτή, είπε, "Δεν μπορώ, έχω πονοκέφαλο," και άρχισε να προχωράει προς το μέρος μου, αναγκάζοντάς με να οπισθοχωρήσω προς την έξοδο.
"Μα εγώ, ήθελα να πληρώσω για να μιλήσουμε," είπα βγαίνοντας.
"Να'σαι καλά," μου απάντησε αυτή, και έκλεισε τη θύρα πίσω της.
Αυτό θα πει ξεφτίλα. Ούτε επί πληρωμή να μην κάθεται κάποιος να σ'ακούσει.
