ΓΙΩΡΓΟΣ Ξ. ΚΑΛΑΝΤΖΗΣ
Η ΑΠΟΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΤΗΣ ΔΥΤΙΚΗΣ ΘΡΑΚΗΣ
ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΑΣΥΜΜΑΧΙΚΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΟ 1919
(...)
Οί άνησυχίες και οί εκτιμήσεις τού Χαλκιόπουλου έπιβεβαιάινονται από τή μαρτυρία τού Βαμβακά, ό όποιος αναφέρει ότι, όταν πήγε στήν Κομοτηνή για να άναλάβει τα καθήκοντά του, «δέν ύπήρχον άκόμη 'Έλληνες, έκτος ελάχιστων οϊτινες μόλις έμετροΰντο εις πέντε δακτύλους».
Ή κατάσταση αυτή βέβαια οφειλόταν στον εκπατρισμό των ελληνικών πληθυσμών κατά τή διάρκεια τής βουλγαρικής κυριαρχίας. Ό Πάλλης αναφέρει ότι μετά τό 1913 έκδιώχθηκαν από τή Δυτική Θράκη 70.000 "Ελληνες καί 49.000 Μουσουλμάνοι . Ό Άντωνιάδης προσδιορίζει τόν αριθμό τών έκδιωχθέντων σε πάνω από 70.000, ενώ περιορίζει τόν άριθμό τών Ελλήνων πού επιβίωσαν τής βουλγαρικής κατοχής μεταξύ 18.000 καί 20.000.
Ή βουλγαρική πολιτική εκδίωξης τών ελληνικών πληθυσμών μέ τήν ταυτόχρονη εγκατάσταση Βουλγάρων έποίκων είχε έτσι επιτύχει τόν πλήρη σχεδόν αφελληνισμό τής Δυτικής Θράκης καί τήν έπακόλουθη μετατροπή της σέ μιά καθαρά βουλγαρική επαρχία.
Μόνον οί Βούλγαροι δημόσιοι υπάλληλοι συμπεριλαμβανομένων καί τών οικογενειών τους, πού είχαν εγκατασταθεί στή Δυτική Θράκη, έφθαναν τουλάχιστον τις 20.000.
Ή συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα μάλιστα ήταν ή τελευταία πού έγκατέλειψε τή Δυτική Θράκη, λίγο πριν τό τέλος τής διασυμμαχικής κατοχής. Ό Γεραγάς τονίζει ιδιαίτερα τό γεγονός ότι οί Βούλγαροι δημόσιοι υπάλληλοι καθώς καί τό μεγαλύτερο τμήμα τών έποίκων αποχώρησαν ακριβώς πριν από τήν είσοδο τών ελληνικών στρατευμάτων . ’Αξίζει να σημειωθεί ότι ή αποχώρησή τους δέν ήταν προϊόν βίας αλλά τό φυσικό έπακόλουθο τής πρόβλεψης τού β' έδαφίου τού άρθρου 44 τής Συνθήκης τού Νεϊγύ, τό όποιο παρείχε στήν Ελλάδα τό δικαίωμα νά μήν δώσει τήν ελληνική ιθαγένεια σέ όσους Βουλγάρους εγκαταστάθηκαν στή Δυτική Θράκη μετά τό 1913. Κατά συνέπεια, όλοι όσοι άνήκαν σέ αυτή τήν κατηγορία ήταν υποχρεωμένοι νά έγκαταλείψουν τά θρακικά εδάφη πού περιέρχονταν υπό ελληνική κυριαρχία.
Σύμφωνα μέ τά στοιχεία πού παραθέτει ή Παξιμαδοπούλου, «από τον ’Οκτώβριο τού 1919 μέχρι τήν 1η Μαρτίου 1920 μετανάστευσαν 20.000
Βούλγαροι στή Βουλγαρία καί 22.000 Μουσουλμάνοι στήν Τουρκία, ενώ 23.000 "Ελληνες έπέστρεψαν στή Δυτική Θράκη» . ’Άρα εάν συνυπολογισθεί ό πληθυσμός πού καταγράφηκε άπό τή γαλλική στατιστική - όπως τήν παραθέτει ή ίδια -, οί πληθυσμιακοί συσχετισμοί στή Δυτική Θράκη κατά
τήν έναρξη τής διασυμμαχικής κατοχής είχαν κατά προσέγγιση ως εξής:

Ο συνολικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης τό 1912, όπως προέκυπτε άπό τίς στατιστικές τού Οικουμενικού Πατριαρχείου, έφθανε τούς 225.524 κατοίκους έκ των όποιων 70.366 (31,20%) ήταν "Ελληνες, 124.715 (55,30%) Μουσουλμάνοι καί 30.443 (13,50%) Βούλγαροι .
Ή επάνοδος των προσφύγων, εκτός από τήν προφανή σημασία για τήν απόκτηση πληθυσμιακού ερείσματος καί τή λύση των κοινωνικών προβλημάτων πού είχαν προκληθει στις περιοχές διαμονής τους στο ελληνικό βασίλειο, αποκτούσε υπό αυτές τις συνθήκες έναν επιπρόσθετο καί αρκούντως κρίσιμο λόγο για νά επιταχυνθεί ό ρυθμός της.
Οί γαλλικές αρχές προέβαλαν διάφορα προσκόμματα στον μαζικό έπαναπατρισμό, καθώς υποψιάζονταν - καί όχι εντελώς άδικα - ότι ή ελληνική
κυβέρνηση γιά προφανείς λόγους έκτος άπό τόν επαναπατρισμό τών Θρακών έπεδίωκε τήν εγκατάσταση καί ελληνικών προσφυγικών πληθυσμών άπό άλλες περιοχές.
Ή παλιννόστηση τών προσφύγων στή Δυτική Θράκη
"Ως τις άρχές τού 1920, 21.996 πρόσφυγες είχαν αναχωρήσει άπό τή Μακεδονία προς διάφορες περιοχές τής Δυτικής Θράκης, όπως φαίνεται στον
Πίνακα 2.

Σύμφωνα μέ τόν Γεραγά, «οί από 1ης μέχρι τέλους Δεκεμβρίου 1919 παλιννοστήσαντες δαπάναις τού Κράτους άνήλθον εις 37.145 άτομα» χωρίς
σέ αύτούς νά συμπεριλαμβάνεται ένας σημαντικός αριθμός άπορων, «οΐτινες δέν έπετρέπετο καί δέν ήδύναντο νά παλιννοστήσωσιν ύπό τάς διατυπώσεις καί διά τών μεταφορικών μέσων, άτινα προωρίζοντο δι’ ομαδικός απόρων μετακινήσεις» .
Ό Άντωνιάδης συμφωνεί μέ τόν αριθμό πού δίνει ό Γεραγάς γιά τούς παλιννοστήσαντες μέ δαπάνες τού κράτους καί υπολογίζει τόν συνολικό
αριθμό τών έπαναπατρισθέντων Ελλήνων, ανεξαρτήτως τού τρόπου μέ τόν όποιο έπέστρεψαν στή Δυτική Θράκη, σέ 51.000 .
Στις άρχές τού 1920, οί στρατιωτικοί διοικητές τών διαφόρων τμημάτων τής Δυτικής Θράκης διενήργησαν «πρόχειρες στατιστικές» γιά νά συλλέξουν πληροφορίες σχετικά μέ τόν αριθμό τών κατοίκων. Σύμφωνα μέ αυτές, ή περιφέρεια Καραγάτς-Διδυμότειχο-Σουφλί είχε 121.000 κατοίκους περιφέρεια Δεδεαγάτς 18.000, ή περιφέρεια Γκιουμουλτζίνας 75.000 καί ή περιφέρεια Ξάνθης 60.000. TÒ σύνολο τού θρακικοϋ πληθυσμού άνερχόταν σέ περίπου 274.000 κατοίκους, εκ των οποίων οί Έλληνες δεν ξεπερνούσαν τις 50.000, δηλαδή τό 18,24%, σύμφωνα μέ τούς υπολογισμούς τού Ε. Βακκά .
Σέ διάφορες πόλεις καί χωριά τής Μακεδονίας εξακολουθούσαν να παραμένουν ολιγάριθμοι πυρήνες προσφύγων
μέ τήν εξαίρεση τής Θεσσαλονίκης, όπου 4.000 Θράκες άρνούνταν να παλιννοστήσουν παρά τις συνεχείς παραινέσεις των ελληνικών υπηρεσιών καί τήν επίκληση τού εθνικού συμφέροντος. Σύμφωνα με τα στοιχεία τού Υπουργείου Περιθάλψεως, οί πρόσφυγες τής Θεσσαλονίκης ανήκαν «εις τήν αστικήν τάξιν», ενώ οί περισσότεροι ήταν έμποροι, γεγονός πού καθιστούσε ιδιαίτερα επιτακτική τήν επιστροφή τους ώστε να τερματισθεί ή κυριαρχία τών Βουλγάρων στό εμπόριο τής Δυτικής Θράκης .
Μπροστά στήν επίμονη άρνηση τών προσφύγων να επιστρέφουν, τό Υπουργείο κατέληξε να προτείνει τήν παροχή κάθε δυνατού κινήτρου καί διευκόλυνσης, όπως «τής διαθέσεως μέσων μεταφοράς τών εμπορευμάτων των, απαλλαγής αυτών παντός δασμού έξαγωγικοΰ καί εισαγωγικού καί έν γένει διά τής παροχής πάσης δυνατής οικονομικής ευκολίας», ώστε νά πραγματοποιηθεί ή έπιζητούμενη παλιννόστηση μέ όρους οί όποιοι θά προσέφεραν τή δυνατότητα στους 'Έλληνες «νά συναγωνισθώσι τούς Βουλγάρους εμπόρους, ευρισκομένους ήδη υπό πολύ καλλιτέρους όρους».Φαίνεται ότι ένα σημαντικό τμήμα τών Δυτικοθρακιωτών προσφύγων δέν έδειξαν ιδιαίτερη προθυμία νά επιστρέφουν στήν πατρίδα τους. Ό
Γεραγάς άποδίδει αυτή τή συμπεριφορά στή συντελεσθείσα ενσωμάτωση τών προσφύγων στήν ελληνική κοινωνία καθώς καί στήν έρείπωση τής
Δυτικής Θράκης, γεγονός πού δέν προσέφερε τις απαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν επιστροφή τους. Όπως σημειώνει ό ίδιος, «αί εντελώς κατεστραμμένοι οίκίαι άνήρχοντο εις 3.473, αί δέ ήμικατεστραμμέναι εις 409, πάσαι δέ αί λοιπαί είχον καταληφθή υπό Βουλγάρων έποίκων. 'Ώστε διά 4.000 οικογένειας ήτο απολύτως αδύνατος ή ταχεία παλιννόστησις λόγω έλλείψεως στέγης» . Ειδικά γιά οικογένειες μέ παιδιά, ή έλλειψη στέγασης, δεδομένων τών καιρικών συνθηκών τού φθινοπώρου καί τού χειμώνα στή Δυτική Θράκη, σήμαινε ότι άναλάμβαναν σοβαρούς κινδύνους γιά τήν ίδια τήν επιβίωσή τους. Θά ήταν λογικό συνεπώς νά προτιμούν νά αναβάλουν τήν επιστροφή τους γιά τήν άνοιξη.


[ Πομάκοι ]
Σύμφωνα μέ τις βουλγαρικές πηγές, πού έπεκαλεΐτο ή ελληνική κυβέρνηση στό υπόμνημά της τού 1919, ό συνολικός πληθυσμός τών Πομάκων πού
κατοικούσαν στις περιοχές, οί όποιες παρέμεναν υπό βουλγαρική κυριαρχία, ανερχόταν σέ 100.355 άτομα, ένώ στις περιοχές για τήν τύχη τών όποιων έπρόκειτο να αποφασίσουν οί «προέχουσες Δυνάμεις», κατοικούσαν άλλες 18.000.
Ή ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά έπιχείρησε να αμφισβητήσει τήν ύπαρξη τών Πομάκων στις περιοχές τού ενδιαφέροντος της, ίσχυριζόμενη ότι
λόγω τής συνοριακής χάραξης τής 19ης Σεπτεμβρίου 1919, όλες οί πομακικές περιοχές περιελήφθησαν στά βουλγαρικά εδάφη.
’Από τήν παράθεση τών άριθμών στους παραπάνω πίνακες γίνεται αντιληπτή ή καίρια συμβολή τών Πομάκων στή διαμόρφωση τών πληθυσμιακών
συσχετισμών προς όφελος ενός εκ τών τριών διεκδικητών τής Δυτικής Θράκης άναλόγως τής έθνοθρησκευτικής κοινότητας, στήν οποία θά συμπεριλαμβάνονταν. Μέσα άπό τό πρίσμα αυτό θά πρέπει νά γίνει άντιληπτή ή προσπάθεια τής ελληνικής κυβέρνησης νά υποστηρίξει ότι δέν υπήρχαν Πομάκοι στις διεκδικούμενες περιοχές αλλά μόνο Μουσουλμάνοι. Έτσι άπέφευγε τό κρίσιμο ερώτημα για τήν εθνική ταυτότητα τών Πομάκων καί άφαιροΰσε από τη βουλγαρική διπλωματία ένα ακόμα επιχείρημα.[ Συμπερασματικά ]
Ή γαλλική άπογραφή άνέδειξε τον πολυεθνοτικό καί πολυθρησκευτικό χαρακτήρα τής Δυτικής Θράκης τού 1919 καί επιβεβαίωσε τό πληθυσμιακό
προβάδισμα των Χριστιανών έναντι τών Μουσουλμάνων. Αντίστοιχα στό εσωτερικό τών δύο αυτών κοινοτήτων έδειξε τή μικρή υπεροχή τών Ελλήνων έναντι τών Βουλγάρων καί
κατέγραψε - γιά πρώτη φορά - τή διαφοροποίηση μεταξύ τών Πομάκων καί τών υπολοίπων Μουσουλμάνων.
Ή ξεχωριστή καταγραφή τών Πομάκων έφερε τό ζήτημα τής ταυτότητάς τους στό επίκεντρο τού έλληνοβουλγαρικοΰ άνταγωνισμού, καθώς ή πρόσθεσή τους στους βουλγαρικούς ή ή ένταξή τους στους μουσουλμανικούς πληθυσμούς μετέβαλε άρδην τις γενικότερες πληθυσμιακές Ισορροπίες είτε προς τήν κατεύθυνση τής άποδυνάμωσης είτε τής ενίσχυσης τών ελληνικών έπιδιώξεων. Ό πομακικός πληθυσμός άποτελεΐ τό κρίσιμο μέγεθος γιά τή συνολική εικόνα τών πληθυσμών τής Δυτικής Θράκης καί εξ αύτοΰ τού λόγου γιά τήν ταυτότητά της. Έάν οί Πομάκοι θεωρηθούν ώς άνεξάρτητη έθνοθρησκευτική κοινότητα, τότε οί τρεις κύριες πληθυσμιακές ομάδες (Έλληνες, Βούλγαροι, ’Οθωμανοί - άπό τούς οποίους θά πρέπει να άφαιρεθοΰν καί οί ’Αθίγγανοι) έμφανίζονται σχεδόν ισοδύναμες άριθμητικά.
Ή Δυτική Θράκη τού 1919 ήταν ένα μωσαϊκό έθνοτήτων καί θρησκευτικών κοινοτήτων, όπου ή ελληνική κοινότητα κατέγραφε μιά ισχυρή παρουσία, τής όποιας ή δυναμική πολλαπλασιαζόταν εξ αιτίας τής ταχύτατα αύξανόμενης οικονομικής της εύρωστίας. Ή πενταετής βουλγαρική προσπάθεια
γιά τόν πλήρη άφελληνισμό τής περιοχής άνατράπηκε άναίμακτα μέσα στούς λίγους μήνες πού διήρκεσε τό διασυμμαχικό καθεστώς. Μόνο μετά τήν
καταστροφή τού 1922, μέ τήν εισροή χιλιάδων Ελλήνων προσφύγων καί τήν εφαρμογή τής έλληνοβουλγαρικής συνθήκης γιά τήν άνταλλαγή τών εκατέρωθεν μειονοτήτων, ή Δυτική Θράκη άπώλεσε σέ σημαντικό βαθμό τήν έθνοθρησκευτική της ετερογένεια.
https://www.google.gr/url?sa=t&rct=j&q= ... wMnzNqMcA2