Κάθομαι στὸ κτῆμα, κι ἀφόταν ἔπαθα τὶς τελευταῖες μου καχοτυχιές, στὴν Φλωρεντία ὅλες κι ὅλες δὲν ἔμεινα
πάνω ἀπὸ εἴκοσι μέρες. Ἴσαμε τώρα ἔπιανα στοὺς βρόχους τσίχλες μὲ τὰ χέρια μου. Σηκωνόμουνα προτοῦ σκάσει ἡ
μέρα, ἔφτιανα τὶς ξόβεργες κι ἔφευγα μ᾽ ἕνα σωρὸ κλουβιὰ στὴν πλάτη μου, μοιάζοντας σὰν τὸ Γέτη σὰ γυρνοῦσε ἀπὸ
τὸ λιμάνι μὲ τὰ βιβλία τοῦ Αμφιτρύωνα, ἔπιανα τὸ λιγότερο δυὸ καὶ τὸ περσότερο ἕξι τσίχλες. Ἔτσι πέρασα ὅλο
τὸ Σεπτέμβρη, ὕστερα τοῦτο τὸ χασομέρι, ὅσο τιποτένιο καὶ ψεύτικο κι ἂν ἦταν, τέλειωσε γιὰ μεγάλη μου λύπη καὶ θὰ
Σοῦ πῶ πῶς τὰ περνάω τώρα.
Σηκώνομαι τὸ πρωὶ μὲ τὸν ἥλιο κι ἔρχομαι σ᾽ ἕνα δασάκι ποὔ'βαλα νὰ τὸ κόψουν. ὅπου κάθομαι κανα δυὸ ὥρες κοιτάζοντας τὴ δουλειὰ τῆς περασμένης ἡμέρας καὶ περνώντας τὴν ὥρα μὲ τοὺς ξυλοκόπους, ποὺ πάντα ἔχουνε στὸ στόμα κάποιον καβγά, συναμεταξὺ τοὺς ἢ μὲ τοὺς γειτόνους. Σχετιχὰ μὲ τοῦτο τὸ δασάκι ἔχω νὰ Σοῦ πῶ χίλια νόστιμα περιστατικά ποὺ μοῦ συντύχανε, μὲ τὸν Φροζίνο ντὰ Παντσάνο καὶ μὲ ἄλλους, ποὺ θέλανε νὰ πάρουν ξύλα. Ὁ Φροζίνο, ποὺ λές, ἔστειλε νὰ πάρει κάμποσα φορτώματα χωρὶς νὰ μοῦ πεῖ τίποτα, καὶ στὴν πληρωμὴ πῆγε νὰ μοῦ κρατήσει δέκα λίρες, ποὔ λεγε ὅτι τοῦ χρωστοῦσα ἀπὸ τέσσερα χρόνια τώρα, ὅταν μὲ κέρδισε στὰ χαρτιά, στὸ σπίτι τοῦ ᾿Αντόνιο Γκουϊτσιαρντίνι. Ἐγὼ χάλασα τὸν κόσμο καὶ πήγαινα νὰ κατηγορήσω γιὰ κλέφτη τὸν ἀγωγιάτη ποὺ ἦταν φερμένος γιὰ τὰ ξύλα ὅμως μπῆκε στὴ μέση ὁ Τζιοβάνι Μακιαβέλλι καὶ μᾶς ἔβαλε νὰ συμφωνήσουμε. Ὁ Μπατίστα Γκουϊτσιαρντίνι, ὁ Φίλιππος Τζινόρι, ὁ Τομάζος ντὲλ Μπένε κι ἄλλοι καμπόσοι, ὅταν φύσαγε ἐκείνη ἡ τρελο τραμουντάνα, μοῦ ζητήσανε ἀπὸ ἕνα φόρτωμα. Ἐγὼ σὲ ὅλους ὑποσχέθηχα κι ἔστειλα ἕνα στὸν Τομάζο, ποὺ στὴ Φλωρεντία ἔφτασε τὸ μισό, καὶ γιὰ νὰ τὸ στήσουν σωρὸ πῆγαν ἐκεῖνος, ἡ γυναίκα του, οἱ υπηρέτες του καὶ τὰ παιδιά του, ποὺ μοιάζανε μὲ τὸν Γκαμπούρα ὅταν τὴν Πέμπτη ραβδίζει κανένα βόδι μαζὶ μὲ τοὺς παραγυιούς του. Ἔτσι λοιπόν, βλέποντας ἀπὸ ποιὸν εἶχε διάφορο, στοὺς ἄλλους εἶπα ὅτι δὲν ἔχω ἄλλα ξύλα κι ὅλοι τους θυμώσανε πολύ, καὶ προπαντὸς ὁ Μπατίστα, ποὺ λογαριάζει τούτη τὴ συφορὰ ἴσαμε τὶς ἄλλες ποῦ παθε στὸ Πράτο.
Φεύγω ἀπ᾽ τὸ δασάκι, ἀπὸ κεῖ πάω σὲ μιὰ πηγὴ καὶ κεῖθε σ᾽ἕνα μέρος, ὅπου ἔχω στημένους βρόχους γιὰ τὰ πουλιά. Ἔχω ἀπάγω μου ἕνα βιβλίο, ἢ τὸ Δάντη ἢ τὸν Πετράρχη ἢ κάποιον ἀπὸ τοὺς μικρότερους ποιητές, καθὼς ὁ Τίβουλλος, ὁ Ὀβίδιος κι οἱ ὅμοιοι: διαβάζω τῆς καρδιᾶς
τοὺς τὰ πάθια καὶ τοὺς ἔρωτές τους, θυμᾶμαι τὰ δικά μου και ἀφήνομαι γιὰ λίγο γλυκὰ σὲ τοῦτο τὸ στοχασμό. Ὕστερα τραβάω ἀπὸ τὸ δρόμο κατὰ τὸ χάνι, μιλάω μὲ τοὺς περαστικούς, ρωτάω τὰ νέα ἀπ᾽ τὸν τόπο τους, μαθαίνω διάφορα καὶ παρατηρῶ τὰ χίλια γοῦστα καὶ τὶς διαφορετικὲς
φαντασίες τῶν ἀνθρώπων. Στὸ μεταξὺ φτάνει ἡ ὥρα γιὰ τὸ φαΐ, καὶ μὲ τὴ φαμίλια μου τρώω ὅσο μοῦ δίνει τὸ φτωχικὸ τοῦτο κτῆμα κι ἡ τιποτένια πατρική μου περιουσία. Μόλις ἀποφάω, ξαναγυρίζω στὸ χάνι, ἐχεῖ εἶναι ὁ χανιτζῆς καὶ συνήθως κι ἕνας χασάπης, ἕνας μυλωνὰς καὶ δυὸ φουρνα-
ραῖοι. Μαζὶ μὲ δαύτους βουτιέμαι ὅλη μέρα σὲ πράματα τιποτένια, παίζοντας κρίκα καὶ τρίκ-τράκ, ὥσπου στὸ τέλος ἀπ᾽ τὰ παιχνίδια γεννιοῦνται χίλιοι καβγάδες κι ἀμέτρητες βρισιὲς μὲ λόγια βαριά, ἔνα παλιοδίφραγκο παίζουμε τὶς πιὸ πολλὲς φορὲς κι οἱ φωνές μας ἀκούγονται ἴσαμε τὸ Σὰν Κασιάνο. Ἔτσι, βουτηγμένος μέσα σὲ τέτοιες ψεῖρες, δὲν ἀφήνω τὸ μυαλό μου νὰ μουχλιάσει καὶ χορταίνω τὴν κακία τῆς μοίρας μου, ἀφήνοντάς τὴ μ᾽ ὅλη μου τὴν καρδιὰ νὰ μὲ σέρνει σὲ τούτη τὴ στράτα, γιὰ νὰ ἰδῶ μήπως καὶ ντραπεῖ καμιὰ φορά.
Μόλις πέσει τὸ βράδι, γυρίζω σπίτι καὶ μπαίνω στὸ γραφεῖο μου’ καὶ στὸ κατώφλι πετάω ἀπὸ πάνω μου τὰ καθημερινὰ ροῦχα, ποῦνε γιομάτα λάσπη καὶ λέρα, καὶ βάνω φορέματα βασιλικὰ κι αὐλικά καὶ ντυμένος καθὼς ταιριάζει, μπαίνω στὶς ἀρχαῖες αὐλὲς τῶν ἀρχαίων ἀνθρώπων ὅπου γίνομα καλόδεχτος καὶ τρέφομαι ἀπὸ τὴν τροφὴ ἐκείνη ποῦ'ναι μοναχὰ δική μου καὶ ποὺ γ᾽αὐτὴν γεννήθηκα᾽ ἐκεῖ μέσα δὲν ντρέπομαι νὰ μιλάω μαζί τοὺς καὶ νὰ τοὺς ρωτάω τὴν αιτία τῶν πράξεών τοὺς κι ἐκεῖνοι, ὄντας καλόγνωμοι, μοῦ ἀποκρίνονται καὶ γιὰ τέσσερις ὥρες δὲ νιώθω κανένα βάρος, ἀπολησμονῶ κάθε θλίψη, δὲ φοβᾶμαι τὴ φτώχεια, δὲ μὲ σκιάζει ὃ θάνατος: ὀλόκληρος τοὺς δίνομαι.



Αγις, ΓΑΛΗ