Μη αναγνωσμένη δημοσίευση
από hellegennes » 03 Σεπ 2024, 22:36
Τώρα Κοιμάμαι - Μέρος Πρώτο
-Μαργαρίτα;
Ο Σαμ έφτυνε τα κουκούτσια από το πορτοκάλι στο πάτωμα. Τα πόδια του ήταν απλωμένα Στο τραπεζάκι του σαλονιού.
-Μαργαρίταααα!
Μια γυναίκα βγήκε από την κουζίνα φορώντας ποδιά.
-Δεν ακούς; Χτυπάει η πόρτα.
-Κατέβασε τώρα τα παπούτσια σου από το τραπέζι. Και σταμάτα να με λες μαργαρίτα.
-Χαλάρωσε. Τράβα να ανοίξεις την πόρτα.
-Μα τον θεό, θα γίνουμε από δυο χωριά χωριάτες. Είπε η γυναίκα φορτισμένη και βημάτισε γρήγορα προς την πόρτα. Ένας νεαρός διανομέας περίμενε κρατώντας ένα μικρό πακέτο.
-Είναι για την κυρία Κρόφορντ.
-Η ίδια είμαι.
-Υπογράψτε εδώ... ναι, τέλεια.
Ο νεαρός χαμογέλασε και έφυγε. Η γυναίκα έκλεισε την πόρτα πίσω της.
-Με πήραν πάλι, πάααλι από το σχολείο.
-...
-Το ξέρεις ότι μου έχεις γίνει βάρος;
-Δεν σκας, Μαργαρίτα;
-Τελείωσε, θα πας να μείνεις με τον πατέρα σου. Δεν σε αντέχω άλλο.
-Δεν πάω πουθενά. Είπε ο Σαμ συνεχίζοντας να φτύνει τα κουκούτσια κάτω, σκρολάροντας στο κινητό του.
Η γυναίκα έφυγε φανερά αναστατωμένη προς την κουζίνα. Δεν υπήρχε τρόπος να τον μαζέψει, η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου. Τα τελευταία τρία χρόνια ήταν μαρτύριο. Ο Σαμ γινόταν κάθε μέρα πιο κωλόπαιδο. Το είχε σκυλομετανιώσει που πήρε την επιμέλεια. Τα πρώτα χρόνια ήταν σχετικά καλά. Ο Σαμ ήταν καλός μαθητής, ήσυχος, με καλές παρέες. Μόλις μπήκε στα 13 όλα άλλαξαν, λες και ήταν κυριολεκτικά σε μια νύχτα. Οι βαθμοί του χειροτέρευαν, οι παλιοί του φίλοι σταμάτησαν να κάνουν παρέα μαζί του, είχε γίνει θρασύς, απαιτητικός και ανυπόφορος. Ήταν η δεύτερη φορά αυτήν την χρονιά που το σχολείο προειδοποιούσε με διαγραφή λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης. Πραγματικά, δεν ήξερε τι να κάνει. Τι είχε κάνει λάθος;
Ο Σαμ τελείωσε το πορτοκάλι του και άφησε τις φλούδες στον καναπέ. Σηκώθηκε, τινάχτηκε και προχώρησε προς την πόρτα.
-Πού πας; Ο Σαμ αγνόησε την γυναίκα και συνέχισε να περπατάει. Ξαφνικά πετάχτηκε από πίσω του και τον έπιασε από το μπράτσο.
-Άκου να σου πω, μαλακισμένο, όταν σε ρωτάω κάτι θα απαντάς.
Ούτε που κατάλαβε από πού ήρθε το χτύπημα. Το βλέμμα της κινήθηκε προς το ταβάνι και μετά όλα θόλωσαν. Όταν ξύπνησε, βρήκε τον εαυτό της ξαπλωμένο. Ένας οξύς πόνος στο μάτι ήταν η υπενθύμιση του τι συνέβη. Σηκώθηκε με δυσκολία και πήγε στο μπάνιο. Είχε ήδη μελανιάσει.
Ξημέρωσε.
Α, τι ωραία που είναι!
Ήρθε η ώρα να κοιμηθώ.
Κι αν είμαι τυχερός,
θα με ξυπνήσουν μια Δευτέρα παρουσία κατά την θρησκεία.
Μα δεν ξέρω αν και τότε να σηκωθώ θελήσω.