http://taygetos-zeritis.blogspot.com/20 ... -post.htmlΤου Χρήστου Νικ. Ζερίτη
Ο Φιλήμων αναφέρει πως ο ζωγράφος Ανδρέας Κριεζής επισκέφθηκε την Κωνσταντινούπολη (πριν το 1853 βέβαια), είδε τον χώρο, «…γενομένην προς συλλογήν ακριβεστάτων πληροφοριών περί τε του τόπου, χρόνου και των προσώπων άτινα παρευρέθησαν εις την εκτέλεσιν…». Εξ αυτών συμπεραίνεται πως ο πίνακας του Κριεζή πιθανόν να έχει και αρκετές πληροφορίες για το πως ήταν οι περιγραφόμενοι δήμιοι και λοιποί συνεργοί της δολοφονίας.
[ Πίνακας του Κριεζή με θέμα τον απαγχονισμό του πατριάρχη δεν βρέθηκε ]
Ο παρουσιαζόμενος πίνακας δεν είναι ο αυθεντικός του Ανδρέα Κριεζή. Πιστεύω όμως πως ο δημιουργός του είχε υπόψη του τον πρωτότυπο (αμέσως μετά τον απαγχονισμό) και δημιούργησε μια τροποποιημένη σύνθεση (λίγο πριν τον απαγχονισμό), έχοντας όμως πρόσωπα και στοιχεία εκ του πρωτοτύπου. Εκτίμηση με μεγάλο ρίσκο και παρακαλώ τον αναγνώστη να μην την αναπαράγει ως 100% ασφαλή.
Θα επανέλθω όμως στην δολοφονία του Πατριάρχη και στις μετέπειτα ημέρες όπως τις κατέγραψαν πηγές του 1853. Ο «Ανώνυμος» συγγραφέας του μικρού σχήματος εντύπου εκ 134 σελίδων «Βίος και πολιτεία του ιερομάρτυρος Γρηγορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως» γράφει για την περίοδο μόλις 30 χρόνια μετά τον απαγχονισμό του :
«… «Το δε σώμα του ιερομάρτυρος Πατριάρχου έμενεν ανηρτημένον δι’ όλων τριών ημερών, τηρούμενον υπό φυλάκων. Όθεν, καίτοι σπουδάσας παντοιοτρόπως να το εξαγοράσει δια μεγάλης ποσότητος χρημάτων προς ενταφιασμόν ο της Πατριαρχείας διάδοχος μακαρίτης Ευγένιος, μάτην εκοπίασε. Καθότι είχον διατάξει οι Τούρκοι να ριφθή το σώμα εις την θάλασσαν, και να γείνη άφαντον. Ηγνόουν δε, ότι ούτως επλήρουν το νεύμα της θείας βουλής, ήτις δια της θαλάσσης έμελλε να πέμψη το ητιμωμένον εκείνο λείψανον εις άλλην χώραν ευδαίμονα και Χριστιανικήν , ίνα κηδευθή ενδόξως και οσίως και βασιλικώς. Έτι δε κρεμάμενον, συνήρχοντο καθ΄ ημέραν πλήθος Οθωμανών προς την θέαν αυτού. Ούδ’ έμεινεν ουδείς σχεδόν των εν τη Πόλει Οθωμανών, ός τις δεν υπήγε να το θεωρήση αυτοψεί….
εκ δε των ερχομένων Τουρκισσών γραΐδια τινά, κρατούντα ραβδίον δια το γήρας, πλησιάζοντα εράβδιζον τον νεκρόν. 
Και ο Σουλτάνος αυτός (ως λέγουσι) μετημφιεσμένος παρήλθεν από μακρόθεν, ίνα τούτον ίδη εκ του διαβατικού. Ο δε τότε Μέγας Βεζύρης, Βεντερλής Αλ-Πασάς και έστη, διελθών επισήμως έφιππος, και θεωρήσας τον νεκρόν σκυθρωπός, εκίνησε την κεφαλής ειπών, «ώ της αδικίας!».

Την Τρίτη 12/4/1821, και 3η ημέρα μετά τον απαγχονισμό, επανήλθαν προ του νεκρού οι δήμιοι φέρνοντας μαζί τους και είκοσι Εβραίους, τους «μυσαρωτάτους», οι οποίοι με γυρισμένα τα μανίκια ήταν έτοιμοι να εκτελέσουν ό,τι τους διέταζαν. Αυτοί έπιασαν το σκοινί που ήταν ακόμα στο λαιμό του Πατριάρχη και τον έφεραν συρόμενο μέχρι την αποβάθρα του Φαναρίου.
Του έδεσαν μια μεγάλη πέτρα αρχικώς, και πρόσθεσαν άλλες δύο αργότερα, τον ανέβασαν σε μια βάρκα και τον πήγαν στο μέσον του Κεράτιου κόλπου και εκεί έριξαν στο νερό το «πολύαθλο σώμα». Φαίνεται πως οι πέτρες έφυγαν από το σκοινί και το ταλαίπωρο σώμα ανέβηκε στην επιφάνεια «συνεπιφέρον παρασυρόμενον το σχοινίον και φερόμενο υπό των κυμάτων τήδε και κείσαι», μέχρι το βράδυ της 16ης Απριλίου οπόταν το λείψανο εντοπίστηκε να πλέει μεταξύ δύο καραβιών στην περιοχή Καράκιοϊ. Το ένα πλοίο ήταν «Σλαβωνικό» και το άλλο Κεφαλλονίτικο υπό Ιονική σημαία. Λεγόταν «Άγιος Νικόλαος» και ο καπετάνιος του Μαρής-Γεράσιμος Σκλάβος. Ο καπετάνιος του ξένου πλοίου πρώτος είδε το λείψανο και του έριξε μια ψάθα να το κρύψει και για το πάρει το βράδυ να το θάψει, χωρίς να ξέρει ποιανού ήταν. Ο Έλληνας καπετάνιος το είδε και αυτός, διαπίστωσε δε πως ανήκε σε ιερωμένο. Κάλεσε τον Πρωτοσύγγελο του Πατριαρχείου να αναγνωρίσει ποίος ήταν ο νεκρός (ο Πρωτοσύγγελος είχε βρει καταφύγιο και προστασία στο πλοίο του) και εκείνος με λυγμούς διαπίστωσε πως ήταν ο Πατριάρχης. Τη νύχτα σήκωσαν το σκήνωμα και φιλοστόργως το τύλιξαν με σεντόνι και το κατέβασαν στο έρμα του πλοίου.
Γεώργιος Ροϊλός "Το μαρτύριο του Πατριάρχη". Εθνική Πινακοθήκη
Το ίδιο βράδυ ο «Άγιος Νικόλαος» απέπλευσε για την Οδησσό. Οι άνεμοι ήταν ενάντιοι και το πλοίο έκανε είκοσι τέσσερεις ημέρες για να φθάσει. Μπαίνοντας στο λιμάνι της Οδησσού στις 11 Μαΐου 1821 είχε ανυψώσει μαύρη σημαία και όλοι νόμισαν πως ήταν μολυσμένο, κάτι συνηθισμένο τότε. Βεβαιώθηκαν όμως πως δεν υπήρχε ασθένεια και σαν αστραπή διαδόθηκε πως μετέφερε την σορό του Πατριάρχη στην ομόθρησκο χώρα.
Ο Γενικός Διοικητής της Οδησσού κόμης Λανζερών, φιλέλλην και προστάτης πολλών ελληνικών οικογενειών που διωκόμενες είχαν ζητήσει άσυλο στη Ρωσία, κανόνισε να παραληφθεί η σορός.
Ο Έλληνας γιατρός Εμμανουήλ Περσιάνης επιφορτίστηκε να βρει έξι Έλληνες προύχοντες διαφυγόντες από την Κωνσταντινούπολη για να γίνει άλλη μία αναγνώριση της σορού. Έτσι και έγινε. Ήρθαν ο Νικόλαος Σούτσος, ο Αλέξανδρος Χαντζερής, ο Γεώργιος Καρατζάς, ο Ιωάννης Σχινάς και δύο ακόμη οι οποίοι και αναγνώρισαν την σεπτή σορό. Ακολούθησαν οι πρέπουσες διαδικασίες και το λείψανο του Πατριάρχη Γρηγόριος Ε΄ με μεγάλες τιμές, τελετουργική ιερατική πομπή, κανονιοβολισμούς από ξηράς και θαλάσσης, ακολουθούμενος από Ρώσους επίσημους και Έλληνες πρόσφυγες κατέληξε στην Γραικορωσική εκκλησία της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος όπου και τελέστηκε θεία λειτουργία. Ακολούθως εψάλη η νεκρώσιμος ακολουθία και στο τέλος όλοι ιερωμένοι και λαϊκοί ασπάσθηκαν το ιερό λείψανο, το οποίο παρέμεινε στο μέσον αυτής της εκκλησίας για λαϊκό προσκύνημα και χιλιάδες άνθρωποι, όλων των δογμάτων και θρησκειών, συνέρρεαν καθημερινώς και το προσκυνούσαν με συγκίνηση και λυγμούς. Μετά από τρεις ημέρες, στις 19 Ιουνίου 1821, συνήλθαν πάλι Αρχιερείς, κλήρος, επίσημοι και λαός και τελέστηκε θεία λειτουργία και μετά το Τρισάγιο του μνημοσύνου. Ο περίφημος ρήτωρ σοφώτατος ιεροδιδάσκαλος
Κωνσταντίνος Οικονόμος εξ Οικονόμων εκφώνησε τον επικήδειο λόγο. Στο τέλος και εν πομπή το ιερό σκήνωμα μεταφέρθηκε στην Ελληνική εκκλησία της Αγίας Τριάδος και ετάφη στο προετοιμασμένο μνημείο απέναντι από την Ωραία Πύλη. Με το πέρασμα των χρόνων ο τάφος άλλαξε διότι η ευσέβεια των εκεί Ελλήνων του έκανε προσθετικές τιμητικές εργασίες.

Τα χρόνια περνούσαν και οι διαμάχες, οι οποίες υπήρξαν (και συνεχίζουν να υπάρχουν μέχρι σήμερα) για την πολιτική που ακολούθησε το Πατριαρχείο και ο Πατριάρχης πρίν την Επανάσταση, καταλάγιασαν. Από το 1853 άρχισε ένας αγώνας αποκατάστασης της δράσης του και επαναφοράς του στην Ελληνική γη. Πρώτος ο
Γεώργιος Τερτσέτης, δικαστής και αρχειοφύλακας στην Βιβλιοθήκη της Βουλής, με εξαιρετική ομιλία του έβαλε τις βάσεις. Τον ίδιο χρόνο εκδόθηκε «Ανωνύμως» η βιογραφία του δολοφονημένου Πατριάρχη. Σήμερα είναι γνωστό πως γράφτηκε από τον Έφορο της Εθνικής Βιβλιοθήκης
Κωνσταντίνο Κροκιδά, περιέχει δε πολλές λεπτομέρειες των γεγονότων εκείνες τις σκοτεινές εποχές.
Ο
ανιψιός του Πατριάρχη Γεώργιος Αγγελόπουλος, ίλαρχος, δραστηριοποιήθηκε το 1862 και δεν άργησε το θέμα να έρθει για τα καλά στην επικαιρότητα. Αποφασίστηκε να στηθεί ανδριάντας Μάρτυρος και παράλληλα άρχισε να συζητείται ευρέως το θέμα της επιστροφής του σκηνώματος. Οι σκέψεις ωρίμασαν και το
1871 ο
Μητροπολίτης Αθηνών Θεόφιλος (κατά κόσμον Θεόδωρος Βλαχοπαπαδόπουλος εκ Πατρών) εκ παραλλήλου με τον Γεώργιο Αγγελόπουλο, ως συγγενή του Πατριάρχη, κατέθεσαν στην Βουλή το αίτημα της επιστροφής.
Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου συμφώνησε, η Βουλή ψήφισε και αποφασίστηκε η αποστολή.
Μέσα από το ημερολόγιο της Επιτροπής που ταξίδευσε στην Οδησσό και μετακόμισε στην Ελλάδα το λείψανο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, διαπιστώνει ο καθένας τα εμπόδια, τις δυσκολίες και την σοβαρότητα της αποστολής η οποία είχε αίσιο τέλος.
Την Ελληνική αποστολή αποτέλεσαν οι : Αρχιεπίσκοπος (Μητροπολίτης) Φθιώτιδος Καλλίνικος, Αρχιεπίσκοπος (Μητροπολίτης) Ζακύνθου Νικόλαος, Αρχιμανδρίτης Αβέρκιος Λαμπίρης, Αρχιμανδρίτης Αγαθάγγελος Λεκόπουλος, ο ανιψιός του Πατριάρχου Γεώργιος Κ. Αγγελόπουλος και ο Γραμματέας Κωνσταντίνος Καλόθης. Αναχώρησαν από τον Πειραιά στις 26 Μαρτίου 1871 και επέστρεψαν στις 25 Απριλίου 1871. Στο ημερολόγιο αναφέρονται και οι ευχαριστίες σε όσους εξ Οδησσού διευκόλυναν το έργο της Επιτροπής στον ιερό σκοπό του :
«…Ιδία δε νομίζομεν άξιον να μνημονεύσωμεν ενταύθα τους φιλοξενήσαντας ημάς ομογενείς, και εκ των εγχωρίων εκκλησιαστικών και πολιτικών Αρχών, τον Πανεριώτατον Αρχιεπίσκοπον Χερσώνος και Οδησσού, τον Γενικόν Διοικητήν της Νέας Ρωσσίας και Βεσσαραβίας Κ.Κ. Κοτσιμπού, τον Νομάρχην Οδησσού Κ. Βουχάρην, τον Δήμαρχον Οδησσσού Κ.Κ. Νοβοσέλσκην, και τον αναπληρώσαντα αυτόν Κ. Κωνσταντίνον Ν. Παλαούζωφ. Βαθέως συγκίνησε δ’ ημάς
η εξής χριστιανική πράξις της εν Οδησσώ Κοινότητος των Διμαρτυρομένων. Ούτοι, συνελθόντες εις την ιδίαν αυτών Λέσχην, εξελέξαντο τετραμελή επιτροπήν, όπως μεταβή εις τον Καθεδρικόν της Οδησσού Ναόν, όπου ήν, ως είρηται, εκτεθειμένη ή τα ιερά λείψανα του Πατριάρχου περιέχουσα λάρναξ, και προσφέρη προς το ένδοξον της καλής ομολογίας θύμα, τον φόρον του βαθέως σεβασμού των. Η εντολή δε αύτη, προσελθούσης της επιτροπής και ασπασαμένης μετά πολλής ευλαβείας την λάρνακα, εξετελέσθη ευσεβάστως, αφού τέθηκε και ωραίον σταυρόν, εκ λευκών κα ιιομόρφων τεχνικών ανθέων...»
Το λείψανο έφθασε στον Πειραιά και σιδηροδρομικώς στην Αθήνα. Μεταφέρθηκε με άμαξα στην Μητρόπολη Αθηνών συνοδευόμενο από χιλιάδες λαού, την Ιεραρχία, σύσσωμη την Βουλή και τους Βασιλείς Γεώργιο και Όλγα.
Η άφιξη των λειψάνων του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Αθήνα 25 Απριλίου 1871.
Φωτογραφία του Πέτρου Μωραΐτη. Από την έκδοση "Η Ελλάδα του 19ου αιώνα με τον φακό του Πέτρου Μωραΐτη". Εκδόσεις "Ποταμός" 2001. Του Άλκη Ξ. Ξανθάκη.Στις 29 Απριλίου ανοίχθηκε το φέρετρο, παρουσία του βασιλικού ζεύγους, και καταγράφηκε η κατάσταση της σορού: «…Και πρώτον αφαιρεθέντος του επικαλύμματος της πρώτης ή εξωτέρας σορού και των σφραγίδων τοις εν αυτή δευτέρας ή παλαιοτέρας δρυίνης σορού ευρεθεισών σώων, του Σ. Μητροπολίτου Αθηνών αφαιρέσαντος αυτάς και των καλυπτόντων την σορόν ταύτην δύο σανίδων, μόλις κρατουμένων, αφαιρεθεισών επίσης, ευρέθη το ιερόν λείψανον, ως αντελήφθησαν οι ψηλαφίσαντες αυτό ΣΣ Αρχιερείς, έχον ως έπεται:
«Τα μεν άνωθεν ιερά άμφια εν υγρά καταστάσει και το πλείστον εφθαρμένα, ο Αήρ, ο καλύπτων το πρόσωπον, και η επ’ αυτού ιερά εικών του Σωτήρος, ημίφθαρτα. Επί του στήθους, μεταξύ των ιερών αμφίων, ο Τίμιος Σταυρός μετά γραφών εκ σμάλτου. Το επιγονάτιον εφθαρμένον. Η κεφαλή, συγκρατουμένη μεν, αλλ’ εις διάλυσιν, σωζομένων των τριχών αυτής τε και του πώγωνος. Αι χείρες συγκρατούμεναι ωσαύτως και το πλείστον αδιάλυτοι, διακρινομένων και των δακτύλων. Τα οστά του στέρνου συγκρατούμενα, της δε κοιλίας το μέρος διαλελυμένον. Οι μηροί συγκρατούμενοι, αλλ’ αι κνήμαι και οι ταρσοί εις διάλυσιν. Καθόλου δε ειπείν, το ιερόν λείψανον φαίνεται κατά μέγα μέρος συγκρατούμενον». Μετά ταύτα, επιτεθέντος επί της σορού τού επικαλύμματος, ως είχεν απ’ αρχής, και περιδεθείσης και σφραγισθείσης αύθις αυτής τη σφραγίδι τού επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίας Εκπαιδεύσεως υπουργείου, υπεγράφη η παρούσα πράξις υπό των παρόντων, προς βεβαίωσιν. Το υπουργικόν Συμβούλιον, Α. Κουμουνδούρος. Ο Πρόεδρος της Βουλής Κ. Λομβάρδος.
Το ταφικό μνημείο του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην Μητρόπολη Αθηνών.
Στις 25 Μαρτίου 1872 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του ανδριάντα του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ στην θέση που βρίσκεται και σήμερα στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Η κατασκευή του έγινε από τον γλύπτη Γεώργιο Φυτάλη και τον αδελφό του και
τα έξοδα υπήρξαν δωρεά του Ευεργέτου Γεωργίου Αβέρωφ. Μετά από δοξολογία στο ναό της Μητροπόλεως κατευθύνθηκαν όλοι οι επίσημοι στα Προπύλαια όπου χιλιάδες λαού ανέμεναν την τελετή των αποκαλυπτηρίων. Ο Πρύτανης Ευθύμιος Καστόρχης έκανε την αποκάλυψη του ανδριάντος και αμέσως «…ο Πρύτανης ανέγνω λόγον, οτέ μεν στρεφόμενος προ το άγαλμα, οτέ δε προς τον Βασιλέα, όν περατωθέντα διεδέχθησαν επευφημίαι υπέρ του οσιομάρτυρος. Άμα καταβάντος του Πρυτάνεως, ανέβη το αυτό βήμα ο
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, όστις έμελλεν, ως είχε προαναγγελθή, ν’ απαγγείλη ποίημα εις τον αποκαλυφθέντα ανδριάντα. Των πάντων τα βλέμματα εστράφησαν προς τον προσφιλή ποιητήν, από των χειλέων του οποίου ο παριστάμενος Λαός ήν πεπεισμένος ότι έμελλε ν’ ακούση αντάξιον της ημέρας και της υποθέσεως έργον. Αι προσδοκίαι αύται δεν εψεύσθησαν. Καθ’ όλον το διάστημα καθ΄ ό απήγγειλεν ο Βαλαωρίτης το ποίημα αυτού,
εκ στήθους 
και μεθ΄ όλου του ενθουσιασμού, όστις τον ενέπνευσεν ότε το συνέταξεν, αιχμάλωτοι ήσαν αι διάνοιαι και αι καρδίαι των μυρίων ακροατών αυτού. Αι ωραίαι εικόνες του ποιήματος του Βαλαωρίτου, αποκαλυπτόμεναι εκ διαδοχής, ενώπιον τών προς αυτόν ατενιζόντων, δια της ηχηράς δε και εκφραστικής φωνής του, και του ανδρικού παραστήματός του, ωραιότεραι καθιστάμεναι, απέσπων δάκρυα ενθουσιασμού. Εις πάσαν στροφήν δε, μόλις περατουμένην, χειροκροτήσεις και ανευφημίαι διαδέχοντο τας τελευταίας του ποιητού λέξεις. Βροντώδεις αι ανευφημίαι και τα χειροκροτήματα ηκούσθησαν, ότε ο Βαλαωρίτης, περάνας την απαγγελίαν του ποιήματός του, κατέβη του βήματος και διευθύνθη προς τον Βασιλέα, καταβάντα από της σκηνής και εις συνάντησίν του χωρήσαντα. Περιπαθώς σφίξας την χείρα του ποιητού ο Βασιλεύς, εδέχθη παρ΄ αυτού το χειρόγραφον του απαγγελθέντος ποιήματος…».